Βάρος
απόδειξης εκκαθαρισμένου απαίτησης διαταγής πληρωμής. Ο ανακόπτων δεν χρειάζεται να αποδείξει
ούτε ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική
αυτή προϋπόθεση στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του ευχέρειας να δημιουργήσει
αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της.
Λογιστική
πραγματογνωμοσύνη. Η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προς ανεύρεσή του ποσού κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ. Η ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει ότι δεν είναι ορισμένο το ποσό της απαίτησης για το οποίο έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και δεν αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Στη δίκη της ανακοπής είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης, αφού οι δικονομικές
προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής πρέπει να συντρέχουν κατά το
χρόνο υποβολής της αίτησης, και δη με λογιστική πραγματογνωμοσύνη που δεν είναι
αποδεικτικό μέσο πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δε συνιστά έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ. Δέχεται
ανακοπή.
βλ. σημεία με έντονη "bold" γραμματοσειρά
H απόφαση
εκκρεμεί προς δημοσίευση στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos.
ΑΠΟΦΑΣΗ
185/2017
(Αριθμός
έκθεσης κατάθεσης έφεσης : 124/2014)
(Αριθμός
έκθεσης κατάθεσης ανακοπής : 25/2013)
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΔΕΣΣΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη
Στεφανίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Έδεσσας, και από τη
Γραμματέα Αικατερίνη Βουλγαρίδου.
Γραμματέα Αικατερίνη Βουλγαρίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 16.02.2017, για να
δικάσει την υπόθεση:
δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1. ...................... και 2. ...................., κατοίκων .........................................., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου Δικηγόρουτους Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη (Α.Μ. 202 Δ.Σ. Έδεσσας).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "..........................", που εδρεύει
............................................................... κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Θεοφανούς Βαγουρδή (Α.Μ. 153 Δ.Σ.
Έδεσσας).
Οι εκκαλούντες
άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας την υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης 25/2013
ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 54/2014 απόφαση τουπαραπάνω
Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή
προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι ανακόπτοντες και ήδη εκ καλούντες με την υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου 4/2014 και υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού 124/2014 έφεσή τους.
Η συζήτηση της
έφεσης ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20.11.2014, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11.06.2015, ακολούθως για τη δικάσιμο της
18.02.2016, στη συνέχεια για τη δικάσιμο της 26.05.2016 και τελικά για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης 124/2014 έφεση κατά της υπ' αριθ. 54/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των
διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και
591 παρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, επί της υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης
25/2013 ανακοπής των ανακοπτόντων (ήδη εκκαλούντων) κατά της καθ' ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητης). Η έφεση αυτή, για το παραδεκτό της οποίας κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/2015) νόμιμο παράβολο (και, συγκεκριμένα, τα υπ' αριθ. 14700, 14701, 28838760, 2838761, 2838762 και 2838763 παράβολα, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, που συνέταξε και την πράξη κατάθεσης της έφεσης), ασκήθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511 επ., 518 ΚΠολΔ παρ. 1) και, συγκεκριμένα την 09.05.2014, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου τηςπροσβαλλόμενης απόφασης στους εκκαλούντες (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Έδεσσας Νικολάου Μίλτση με αριθμούς 1701ΔΊ15.04.2014 και 1702ΔΊ15.04.2014). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.
591 παρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, επί της υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης
25/2013 ανακοπής των ανακοπτόντων (ήδη εκκαλούντων) κατά της καθ' ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητης). Η έφεση αυτή, για το παραδεκτό της οποίας κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/2015) νόμιμο παράβολο (και, συγκεκριμένα, τα υπ' αριθ. 14700, 14701, 28838760, 2838761, 2838762 και 2838763 παράβολα, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, που συνέταξε και την πράξη κατάθεσης της έφεσης), ασκήθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511 επ., 518 ΚΠολΔ παρ. 1) και, συγκεκριμένα την 09.05.2014, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου τηςπροσβαλλόμενης απόφασης στους εκκαλούντες (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Έδεσσας Νικολάου Μίλτση με αριθμούς 1701ΔΊ15.04.2014 και 1702ΔΊ15.04.2014). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι ανακόπτοντες (και ήδη εκκαλούντες), με την υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης 25/2013 ανακοπή τους, ζήτησαν, για τους
λόγους που ειδικότερα ανέφεραν σ' αυτήν (ανακοπή), να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 117/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του
Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, με βάση την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ' ης (και ήδη εφεσίβλητη), εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των
17.078,97 ευρώ και να καταδικαστεί η
αντίδικός τους στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή, επικύρωσε
την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και καταδίκασε τους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ' ης η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για λόγους που ανάγονται, κατ' εκτίμηση του δικογράφου τους, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κι εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, επιδιώκοντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και ν' ακυρωθεί η υπ' αριθ. 117/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας.
την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και καταδίκασε τους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ' ης η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για λόγους που ανάγονται, κατ' εκτίμηση του δικογράφου τους, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κι εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, επιδιώκοντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και ν' ακυρωθεί η υπ' αριθ. 117/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας.
(Ι) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. α' του ν. 128/1975, "επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα
τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της ... , υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ' αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και
προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη
οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών
εισφορών". Από τη διάταξη αυτή ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο
αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω
νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του
Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι. στην (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών
ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα
υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στο δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σεάλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται· χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 401/2015, ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΑθ 1159/2012, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). (ιι) Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 ν. 1038/1980 "περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων", προκύπτει ότι η Νομισματική Επιτροπή, με αποφάσεις της, δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς οποιονδήποrε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή τη νομοθετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η με αριθμό 289/30.10.1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και έχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 ν. 1083/1980, με την οποία ορίστηκε ότι "ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως, άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού, ενώ στο εδάφιο β’ της ίδιας απόφασης αναφέρεται ότι ο λόγος έκδοσης της είναι η αναγκαιότητα του εκτοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί για την που οφείλουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε εξαίρεση για τις τραπεζικές συναλλαγές, ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 11Ο παρ. 2 ΕισΝΑΚ. Κατά την έννοια δε της απόφασης αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, ο κατ' εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού "εκτοκισμός των εν καθυστερήσει τόκων" επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, εφόσον δηλαδή ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με την πιστωτική σύμβαση το δυσμενή γι' αυτόν όρο για τον, κατά τον ως άνω τρόπο, ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 89/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το νομοθετικό αυτό καθεστώς έπαψε πλέον να ισχύει για τις νέες (μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου) τραπεζικές συμβάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή, που θεσπίστηκε με την κυρωθείσα με νόμο απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, παρεχόταν στις τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτού κανόνα δικαίου που έθετε η διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά το χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικά τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησής τους. Περαιτέρω, ο κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 8 περιπτ. 6 ν. 1083/1980 και της με αριθμό 289/1980 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των τραπεζών εξακολουθεί να διέπει αυτές και μετά τον εξοπλισμό τους με δικαστική απόφαση, ή άλλο εκτελεστό τίτλο, καθόσον και οι οφειλόμενοι για την κύρια απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα "οφειλόμενων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων", όπως ορίζει το άρθρο 8 παρ. 6 ν. 1083/1980 και η ως άνω αναφερόμενη απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΑΠ 1782/200 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω διατάξεις του προσχύσαντος και του υφιστάμενου (άρθρα 12 ν. 2601/1998, 30 ν. 2783/2000, 47 ν. 2783/2000, 42 ν. 2912/2001 και 39 ν. 3259/2004) νομοθετικού καθεστώτος, προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτός ο ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις ως άνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων των άρθρων 174, 178 και 179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι το ίδιο, αφού, ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΓρεβ 2/2017, ΠολΠρΚερ 664/2015, ΜονΠρΘεσ 1989/2016, ΜονΠρΘεσ 1002/2016, ΜονΠρΕδ 258/2015, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο· τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπομένης της συμπλήρωσης και από τα έγγραφα με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο. Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται. Στην ουσία το εκκαθαρισμένο αναφέρεται στην απαιτούμενη "έγγραφη απόδειξη της απαίτησης" και θεμελιώνεται, όταν κατά την εκδίκαση της ανακοπής με βάση τα έγγραφα, που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, κρίνεται από το δικαστήριο, ότι δεν αποδεικνύεται η-ακριβή; ποσότητα της απαίτησης, αλλά υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής και υπάρχει μόνο, όταν, πρόσθετα, διαπιστώνεται ότι ο ανακότπων εμποδίζεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου να προβάλλει με πληρότητα λόγους μείωσης της απαίτησης για μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, όταν με το λόγο της ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαίτησης, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ' ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της ύπαρξης και του ποσού της απαίτησης του (ΑΠ 1861/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε επιτρεπτή η συμφωνία με την οποία η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρης αποδεικτική ισχύς, την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (339 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν
αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς ο δανειολήπτης διατηρεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, ακόμα και αν συμφωνηθεί το αντίθετο (ΑΠ 430/2005 ό.π.). Η δε ανταπόδειξη αντιδιαστέλλεται εννοιολογικά από την κύρια απόδειξη, δηλαδή από την αποδεικτική διαδικασία που διεξάγει ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/σελ. 1568) και συνίσταται κατά περιεχόμενο στη δικονομική δυνατότητα του αντιδίκου να καταρρίψει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται από το φέροντα το βάρος της κύριας απόδειξης διάδικο, καταδεικνύοντας την αναξιοπιστία τούτων, είτε καθ' αυτά είτε με την επίκληση και προσκόμιση ίδιων αποδεικτικών μέσων (βλ. Νικολόπουλο/Δίκαιο Αποδείξεως/Β' έκδοση/σελ. 151), χωρίς να χρειάζεται να πείσει το Δικαστή για την ανακρίβεια των αποδεικτέων ισχυρισμών, παρά μόνο να δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την αλήθεια τους, οπότε και θα απορριφθεί η εκκρεμής αίτηση ως αβάσιμη, αφού τον κίνδυνο αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή των γεγονότων στα οποίαστηρίζεται η επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια φέρει ο έχων το κύριο βάρος απόδειξης και όχι ο αντίδικος του που διεξάγει την ανταπόδειξη. Επομένως, το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα αντιδιαστέλλεται και ως προς την απόδειξη του αντιθέτου που καθιερώνει το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς τα νόμιμα τεκμήρια, οπότε και ο αντίδικος του αιτούντος φέρει το βάρος της κύριας απόδειξης του αντιθέτου εκείνου που τεκμαίρει ο νόμος, της δημιουργίας δηλαδή πλήρους δικανικής πεποίθησης και όχι απλώς αμφιβολίας. Εκ των ως άνω προκύπτει ότι δεν υφίσταται βάρος παρά μόνο δικαίωμα ανταπόδειξης (βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/σελ. 1568,1569). Τα ως άνω σχετικά με το βάρος απόδειξης και τη δυνατότητα ανταπόδειξης ισχύουν και ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των δικονομικών κανόνων δικαίου, κάθε δε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των γεγονότων τα οποία στηρίζουν τα δικονομικά αιτήματά του (βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/ σελ. 1508,1509.1510). Προκειμένου δε να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων του άρθρου 623 ΚΠολΔ και των αρνητικών προϋποθέσεων του άρθρου 624 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω προϋποθέσεων τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεώς του έννομης συνέπειας, ήτοι της έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής (Βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Ειδικές Διαδικασίες/ σελ. 244). Στην περίπτωση κατά την οποία κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχε μία εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων, η διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί διότι θα έχει αποδειχθεί ότι η αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε ήταν δικονομικά ουσία αβάσιμη (βλ. για την έννοια της δικονομικά αβάσιμης διαδικαστικής πράξης σε Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη και γενικές διατάξεις 1-207/ σελ. 94). Αν κατά ενάσκηση του σχετικού δικαιώματός του ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο ανακόπτων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του, δεν χρειάζεται να αποδείξει ούτε ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη ότι δηλαδή το ποσό της δεν είναι ορισμένο, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική αυτή προϋπόθεση στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του, ευχέρειας να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της και περαιτέρω να μην επιτύχει ο καθ' ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία, παρότι φέρει τον κίνδυνό της ως έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξής της. Όσο δε αφορά σε απαίτηση τράπεζας, η οποία, κατά δικονομική συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βάσει των αποσπασμάτων διαταγή πληρωμής, επικαλεστεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος της σύμβασης, δυνάμει της οποίας έχει επιβαρυνθεί η οφειλή του με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές .ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί όχι μόνο τη συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ' ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως, ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητήσει και κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ' ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποιου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολο της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της. Επίσης, η άποψη κατά την οποία είναι μεν ορισμένος ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο αμφισβητείται το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πλην όμως αν δεν επικαλείται ο ανακόπτων το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη θα πρέπει να διατάσσεται λογιστική πραγματογνωμοσύνη προς ανεύρεσή του, προκειμένου να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της η διαταγή πληρωμής και όχι εν όλω, οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, καθώς η ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει ότι δεν είναι ορισμένο το ποσό της απαίτησης για το οποίο έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και δεν αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η διαπίστωση, όμως, των ανωτέρω οδηγεί για τους προαναφερόμενους λόγους στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ενδεχομένως να ήταν η προσήκουσα, αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της απαίτησης με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Στη δίκη, όμως, της ανακοπής όπου κρίνεται, μεταξύ άλλων, αν συνέτρεχαν οι δικονομικές προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης της διαταγής πληρωμής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ (βλ. για τα ανωτέρω ΜονΠρΘεσ 10002/2016, ΜονΠρΘεσ 7423/2015, δημ σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόµενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η καθ' ης παράνομα μετακύλιε σε αυτούς την εισφορά του ν. 128/1975, ακολούθως δε ενσωμάτωνε τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην εισφορά αυτή στο λογαριασμό τους και τα ανατόκιζε παράνομα, επιβαρύνοντας αντίστοιχα την οφειλή τους, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το μέρος που βάλλει κατά της μετακύλισης στους ανακόπτοντες (οφειλέτη και εγγυήτρια) του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 επί του επιτοκίου του τηρούμενου από την καθ' ης λογαριασμού της σύμβασης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχείο Ι), η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, συνεπώς, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Κατά το μέρος, όμως, που ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής βάλλει κατά του ανατοκισμού του ενσωματωμένου στο επιτόκιο υπερημερίας ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975, είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχείο ιι) διατάξεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής, που αφορά στη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και δη στο εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η τελευταία, είναι ορισμένος, χωρίς να απαιτείται οι 'ανακόπτοντες να προσδιορίσουν και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη ή να βάλλουν κατά συγκεκριμένων κονδυλίων του λογαριασμού, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα (υπό στοιχείο ΙΙΙ) νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο έκρινε το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, κατά το ως άνω σκέλος του, αόριστο, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της καθ' ης η ανακοπή, σε κάθε δε περίπτωση νομικά αβάσιμο, έσφαλε και, συνεπώς ο σχετικός (τέταρτος) λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί, κατ' άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23,07.2015), η επιστροφή του προκαταβληθέντος παραβόλου, να κρατηθεί και να δικασθεί κατ' ουσίαν η ένδικη διαφορά (άρθρο 533 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν οι λόγοι ανακοπής ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα
υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στο δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σεάλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται· χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 401/2015, ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΑθ 1159/2012, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). (ιι) Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 ν. 1038/1980 "περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων", προκύπτει ότι η Νομισματική Επιτροπή, με αποφάσεις της, δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς οποιονδήποrε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή τη νομοθετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η με αριθμό 289/30.10.1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και έχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 ν. 1083/1980, με την οποία ορίστηκε ότι "ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως, άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού, ενώ στο εδάφιο β’ της ίδιας απόφασης αναφέρεται ότι ο λόγος έκδοσης της είναι η αναγκαιότητα του εκτοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί για την που οφείλουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε εξαίρεση για τις τραπεζικές συναλλαγές, ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 11Ο παρ. 2 ΕισΝΑΚ. Κατά την έννοια δε της απόφασης αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, ο κατ' εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού "εκτοκισμός των εν καθυστερήσει τόκων" επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, εφόσον δηλαδή ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με την πιστωτική σύμβαση το δυσμενή γι' αυτόν όρο για τον, κατά τον ως άνω τρόπο, ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 89/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το νομοθετικό αυτό καθεστώς έπαψε πλέον να ισχύει για τις νέες (μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου) τραπεζικές συμβάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή, που θεσπίστηκε με την κυρωθείσα με νόμο απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, παρεχόταν στις τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτού κανόνα δικαίου που έθετε η διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά το χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικά τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησής τους. Περαιτέρω, ο κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 8 περιπτ. 6 ν. 1083/1980 και της με αριθμό 289/1980 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των τραπεζών εξακολουθεί να διέπει αυτές και μετά τον εξοπλισμό τους με δικαστική απόφαση, ή άλλο εκτελεστό τίτλο, καθόσον και οι οφειλόμενοι για την κύρια απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα "οφειλόμενων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων", όπως ορίζει το άρθρο 8 παρ. 6 ν. 1083/1980 και η ως άνω αναφερόμενη απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΑΠ 1782/200 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω διατάξεις του προσχύσαντος και του υφιστάμενου (άρθρα 12 ν. 2601/1998, 30 ν. 2783/2000, 47 ν. 2783/2000, 42 ν. 2912/2001 και 39 ν. 3259/2004) νομοθετικού καθεστώτος, προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτός ο ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις ως άνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων των άρθρων 174, 178 και 179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι το ίδιο, αφού, ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΓρεβ 2/2017, ΠολΠρΚερ 664/2015, ΜονΠρΘεσ 1989/2016, ΜονΠρΘεσ 1002/2016, ΜονΠρΕδ 258/2015, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο· τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπομένης της συμπλήρωσης και από τα έγγραφα με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο. Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται. Στην ουσία το εκκαθαρισμένο αναφέρεται στην απαιτούμενη "έγγραφη απόδειξη της απαίτησης" και θεμελιώνεται, όταν κατά την εκδίκαση της ανακοπής με βάση τα έγγραφα, που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, κρίνεται από το δικαστήριο, ότι δεν αποδεικνύεται η-ακριβή; ποσότητα της απαίτησης, αλλά υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής και υπάρχει μόνο, όταν, πρόσθετα, διαπιστώνεται ότι ο ανακότπων εμποδίζεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου να προβάλλει με πληρότητα λόγους μείωσης της απαίτησης για μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, όταν με το λόγο της ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαίτησης, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ' ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της ύπαρξης και του ποσού της απαίτησης του (ΑΠ 1861/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε επιτρεπτή η συμφωνία με την οποία η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρης αποδεικτική ισχύς, την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (339 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν
αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς ο δανειολήπτης διατηρεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, ακόμα και αν συμφωνηθεί το αντίθετο (ΑΠ 430/2005 ό.π.). Η δε ανταπόδειξη αντιδιαστέλλεται εννοιολογικά από την κύρια απόδειξη, δηλαδή από την αποδεικτική διαδικασία που διεξάγει ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/σελ. 1568) και συνίσταται κατά περιεχόμενο στη δικονομική δυνατότητα του αντιδίκου να καταρρίψει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται από το φέροντα το βάρος της κύριας απόδειξης διάδικο, καταδεικνύοντας την αναξιοπιστία τούτων, είτε καθ' αυτά είτε με την επίκληση και προσκόμιση ίδιων αποδεικτικών μέσων (βλ. Νικολόπουλο/Δίκαιο Αποδείξεως/Β' έκδοση/σελ. 151), χωρίς να χρειάζεται να πείσει το Δικαστή για την ανακρίβεια των αποδεικτέων ισχυρισμών, παρά μόνο να δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την αλήθεια τους, οπότε και θα απορριφθεί η εκκρεμής αίτηση ως αβάσιμη, αφού τον κίνδυνο αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή των γεγονότων στα οποίαστηρίζεται η επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια φέρει ο έχων το κύριο βάρος απόδειξης και όχι ο αντίδικος του που διεξάγει την ανταπόδειξη. Επομένως, το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα αντιδιαστέλλεται και ως προς την απόδειξη του αντιθέτου που καθιερώνει το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς τα νόμιμα τεκμήρια, οπότε και ο αντίδικος του αιτούντος φέρει το βάρος της κύριας απόδειξης του αντιθέτου εκείνου που τεκμαίρει ο νόμος, της δημιουργίας δηλαδή πλήρους δικανικής πεποίθησης και όχι απλώς αμφιβολίας. Εκ των ως άνω προκύπτει ότι δεν υφίσταται βάρος παρά μόνο δικαίωμα ανταπόδειξης (βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/σελ. 1568,1569). Τα ως άνω σχετικά με το βάρος απόδειξης και τη δυνατότητα ανταπόδειξης ισχύουν και ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των δικονομικών κανόνων δικαίου, κάθε δε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των γεγονότων τα οποία στηρίζουν τα δικονομικά αιτήματά του (βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/Ερμηνεία των άρθρων/ σελ. 1508,1509.1510). Προκειμένου δε να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων του άρθρου 623 ΚΠολΔ και των αρνητικών προϋποθέσεων του άρθρου 624 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω προϋποθέσεων τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεώς του έννομης συνέπειας, ήτοι της έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής (Βλ. Κ. Μπέη/Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Ειδικές Διαδικασίες/ σελ. 244). Στην περίπτωση κατά την οποία κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχε μία εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων, η διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί διότι θα έχει αποδειχθεί ότι η αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε ήταν δικονομικά ουσία αβάσιμη (βλ. για την έννοια της δικονομικά αβάσιμης διαδικαστικής πράξης σε Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη και γενικές διατάξεις 1-207/ σελ. 94). Αν κατά ενάσκηση του σχετικού δικαιώματός του ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο ανακόπτων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του, δεν χρειάζεται να αποδείξει ούτε ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη ότι δηλαδή το ποσό της δεν είναι ορισμένο, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική αυτή προϋπόθεση στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του, ευχέρειας να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της και περαιτέρω να μην επιτύχει ο καθ' ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία, παρότι φέρει τον κίνδυνό της ως έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξής της. Όσο δε αφορά σε απαίτηση τράπεζας, η οποία, κατά δικονομική συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βάσει των αποσπασμάτων διαταγή πληρωμής, επικαλεστεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος της σύμβασης, δυνάμει της οποίας έχει επιβαρυνθεί η οφειλή του με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές .ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί όχι μόνο τη συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ' ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως, ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητήσει και κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ' ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποιου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολο της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της. Επίσης, η άποψη κατά την οποία είναι μεν ορισμένος ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο αμφισβητείται το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πλην όμως αν δεν επικαλείται ο ανακόπτων το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη θα πρέπει να διατάσσεται λογιστική πραγματογνωμοσύνη προς ανεύρεσή του, προκειμένου να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της η διαταγή πληρωμής και όχι εν όλω, οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, καθώς η ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει ότι δεν είναι ορισμένο το ποσό της απαίτησης για το οποίο έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και δεν αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η διαπίστωση, όμως, των ανωτέρω οδηγεί για τους προαναφερόμενους λόγους στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ενδεχομένως να ήταν η προσήκουσα, αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της απαίτησης με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Στη δίκη, όμως, της ανακοπής όπου κρίνεται, μεταξύ άλλων, αν συνέτρεχαν οι δικονομικές προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης της διαταγής πληρωμής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ (βλ. για τα ανωτέρω ΜονΠρΘεσ 10002/2016, ΜονΠρΘεσ 7423/2015, δημ σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόµενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η καθ' ης παράνομα μετακύλιε σε αυτούς την εισφορά του ν. 128/1975, ακολούθως δε ενσωμάτωνε τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην εισφορά αυτή στο λογαριασμό τους και τα ανατόκιζε παράνομα, επιβαρύνοντας αντίστοιχα την οφειλή τους, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το μέρος που βάλλει κατά της μετακύλισης στους ανακόπτοντες (οφειλέτη και εγγυήτρια) του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 επί του επιτοκίου του τηρούμενου από την καθ' ης λογαριασμού της σύμβασης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχείο Ι), η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, συνεπώς, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Κατά το μέρος, όμως, που ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής βάλλει κατά του ανατοκισμού του ενσωματωμένου στο επιτόκιο υπερημερίας ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975, είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχείο ιι) διατάξεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής, που αφορά στη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και δη στο εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η τελευταία, είναι ορισμένος, χωρίς να απαιτείται οι 'ανακόπτοντες να προσδιορίσουν και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη ή να βάλλουν κατά συγκεκριμένων κονδυλίων του λογαριασμού, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα (υπό στοιχείο ΙΙΙ) νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο έκρινε το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, κατά το ως άνω σκέλος του, αόριστο, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της καθ' ης η ανακοπή, σε κάθε δε περίπτωση νομικά αβάσιμο, έσφαλε και, συνεπώς ο σχετικός (τέταρτος) λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί, κατ' άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23,07.2015), η επιστροφή του προκαταβληθέντος παραβόλου, να κρατηθεί και να δικασθεί κατ' ουσίαν η ένδικη διαφορά (άρθρο 533 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν οι λόγοι ανακοπής ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προσκομίζονται
νόμιμα και πάλι στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και, συγκεκριμένα, από τα έγγραφα που επικαλούνται
και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψη η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των
εκκαλούντων, που εξετάστηκε το πρώτον στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας
συνεδρίασης, διότι η εξέταση
της εν λόγω μάρτυρος για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε βαριά αμέλεια των εκκαλούντων, σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 2 του ΚΠολΔ (βλ. και ΑΠ 10/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 431/2015
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μεταξύ των ανακοπτόντων (του πρώτου ως πιστούχου και της δεύτερης ως εγγυήτριας) και της καθ' ης η ανακοπή Τράπεζας συνήφθη η υπ' αριθ. 2606809/28.12.2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με την οποία η καθ' ης συμφώνησε να χορηγήσει στον πιστούχο πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ. Το όριο της πίστωσης αυξήθηκε στο
ποσό των 150.000 ευρώ δυνάμει της υπ' αριθ. 2606809/1/005.03.2007 πράξης
τροποποίησης σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ενώ με τις υπ' αριθ. 2606809/02/06.03.2007 και 2606809/3/05.07.201Ο όμοιες πράξεις συμφωνήθηκε
η τροποποίηση της σύμβασης
ως προς τη βάση υπολογισμού του επιτοκίου. Σ' εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής τηρήθηκε ο
υπ' αριθμόν 5253030883156 λογαριασμός, ο οποίος
κινήθηκε κανονικά έως την 19.07.2012, οπότε η δανείστρια
Τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση
και γνωστοποίησε εγγράφως στον πιστούχο (αλλά και στην εγγυήτρια) τη σχετική βούλησή της να κλείσει το λογαριασμό (ο
οποίος εμφάνιζε τη στιγμή εκείνη χρεωστικό υπόλοιπο 96,31 ευρώ) με την από 01.08.2012 ειδοποίηση εξόφλησης ληξιπρόθεσμης
οφειλής-μεταφορά σε οριστική καθυστέρηση, που επιδόθηκε στους τελευταίους με τις υπ' αριθ. 11799/01.08.2012 και 11797/01.08.2012 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου
Έδεσσας Μαρίας Μίλτση αντίστοιχα. Περαιτέρω, με την υπ' αριθ. 225300000003401/01.06.2009 σύμβαση
(χρεολυτικού) δανείου, που υπεγράφη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, η καθ' ης συμφώνησε να χορηγήσει στον πιστούχο τοκοχρεολυτικό δάνειο ύψους 40.000 ευρώ. Σ'
εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής τηρήθηκε ο υπ' αριθμόν 5253015505692 λογαριασμός, ο οποίος κινήθηκε κανονικά έως την
19.07.2012 οπότε η δανείστρια Τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση και γνωστοποίησε εγγράφως
στον πιστούχο (αλλά και στην εγγυήτρια) τη σχετική βούλησή της να κλείσει το λογαριασμό (ο οποίος εμφάνιζε τη στιγμή εκείνη χρεωστικό υπόλοιπο 15.875,83 ευρώ) με την από 01.08.2012 ειδοποίηση εξόφλησης ληξιπρόθεσμης οφειλής-μεταφορά σε οριστική καθυστέρηση, που επιδόθηκε στους τελευταίους με
τις υπ' αριθ. 11800/01.08.2012 και 11798/01.08.2012 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Έδεσσας Μαρίας Μίλτση αντίστοιχα. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως της καθ' ης, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 117/2012 Διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, με την οποία οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, στην
πιστώτρια το συνολικό ποσό των 15.972,14 ευρώ (96,31 ευρώ + 15.875,83 ευρώ), έντοκα με το εκάστοτε ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας από 20.07.2012,
καθώς και το ποσό των 248 ευρώ για δικαστικά της έξοδα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε
ότι στον όρο 2 της επίδικης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (με αριθμό
2606809/28.12.2006) αναφέρονται επί λέξει τα εξής "2.1. Η πίστωση είναι έντοκη με ετήσιο επιτόκιο, για τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στον κατωτέρω συνημμένο στην παρούσα πίνακα και δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, κυμαινόμενο το οποίο υπολογιζόμενο σε έτος 360 ημερών, αποτελείται από το. Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων ή το Προνομιακό, που μπορεί να συμφωνείται μόνο αν η πίστωση έχει χορηγηθεί σε ευρώ) που ισχύει για το νόμισμα στο οποίο έχει χορηγηθεί η πίστωση ή τμήμα αυτής και το Περιθώριο, πλέον της εισφοράς του ν. 128/75 .... 2.4. Η καταβολή των τόκων θα γίνεται ανά τρίμηνο ήτοι την 31η Μαρτίου, 30η lουνίου, 30η Σεπτεμβρίου και 31 η Δεκεμβρίου κάθε έτους όταν, σύμφωνα με τον όρο 6.1. της παρούσας, επέρχεται και το ανά τρίμηνο περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού. Εάν κατά τις παραπάνω ημερομηνίες δεν καταβληθεί ο οφειλόμενος τόκος και τα έξοδα, ανεξάρτητα των λοιπών συνεπειών από την καθυστέρηση, τα σχετικά ποσά χρεώνονται στον λογαριασμό, κεφαλαιοποιούνται και ανατοκίζονται σύμφωνα με τα παρακάτω χωρίς ειδοποίηση του Πιστούχου, έστω και αν από τοιαύτη χρέωση παράγεται ποσό το οποίο υπερβαίνει την πίστωση. Στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε περίπτωση που το σύνολο ή μέρος της πιστώσεως δεν επιστραφεί στην Τράπεζα στον υποσχεθέντα από τον Πιστούχο χρόνο, η Τράπεζα δικαιούται να μεταφέρει τα οφειλόμενα και καθυστερούμενα ποσά σε ιδιαίτερο λογαριασμό "καθυστερήσεων" του Πιστούχου, όπως ρητά συμφωνείται με το παρόν, σε κάθε δε περίπτωση υπερημερίας του πιστούχου θα χρεώνει τα σε καθυστέρηση ποσά, χωρίς όχληση του πιστούχου και αυτοδίκαια με τόκο υπολογιζόμενο με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σήμερα σε δύο και μισή (2,5) εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον συνολικό επιτόκιο, στους δε οφειλόμενους τόκους υπερημερίας θα γίνεται ανατοκισμός όπως
προβλέπεται από το νόμο, σήμερα δε ανά εξάμηνο". Στο δε όρο 11 της ίδιας σύμβασης ορίζονται τα εξής "11.1· Το Πιστούχο βαρύνουν ιδίως (α) Τα έξοδα της συμβάσεως αυτής και της εξοφλήσεώς της, φόροι, τέλη, κρατήσεις, εισφορές, η εισφορά του Νόμου 128/75 και οποιεσδήποτε φύσεως επιβαρύνσεις ... 11.2. Εάν τα παραπάνω ποσά πληρωθούν από την Τράπεζα, ο Πιστούχος θα πρέπει να τα εξοφλήσει έντοκα από την πληρωμή τους, η δε Τράπεζα έχει το δικαίωμα να τα φέρει σε χρέωση του λογαριασμού αυτού". Παρόμοιες με τις ανωτέρω προβλέψεις περιλαμβάνονται και στην επίδικη σύμβαση χρεολυτικού δανείου (με αριθμό 225300000003401/01.06.2009), στον όρο 2 της οποίας προβλέπεται: "Το επιτόκιο του δανείου είναι κυμαινόμενο και υπολογίζεται επί του κάθε φορά ισχύοντος Προνομιακού Επιτοκίου της Τράπεζας για βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις στο νόμισμα του δανείου, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 6,95% πλέον Περιθωρίου 1,0% και της εισφοράς του ν. 128/75, ήτοι επιτόκιο σύμβασης 8,55%". Επίσης, στους όρους 3 και 4 της ίδιας σύμβασης ορίζονται τα εξής: " ... 3.2. Η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει σε 16 ισόποσες συνεχείς τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις κεφαλαίου εκ 2.500 ευρώ η κάθε μία ... 3.4. Η εξόφληση των τόκων και του ποσού της εισφοράς του ν. 128/75 θα γίνεται με την καταβολή κάθε δόσης ... 4.1. Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής οποιασδήποτε δόσεως ή μέρους αυτής ή και των τόκων, ή και οποιουδήποτε ποσού οφείλει, λόγω μείωσης των θέσεων εργασίας της χρηματοδοτούμενης επιχείρησής του κατά τα οριζόμενα στον όρο 9.3. της παρούσας, συμφωνείται ότι ο Οφειλέτης, αυτοδίκαια, θα χρεώνεται για τα καθυστερούμενα ποσά από την ημέρα της καθυστέρησης μέχρι εξοφλήσεως, με επιτόκιο υπερημερίας που θα καθορίζεται από το νόμο, σήμερα ανερχόμενο σε 2,5 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον για τη σύμβαση επιτόκιο .... 4.2. Δικαιούται επίσης η Τράπεζα στην περίπτωση αυτή, είτε να επιδιώξει την είσπραξη της καθυστερημένης ή των καθυστερημένων δόσεων ή και του καθυστερούμενου οφειλόμενου ποσού του όρου 9.3. της παρούσας, με τους οφειλόμενους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και έξοδα, είτε, να καταγγείλει τη σύμβαση οπότε γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής. Σε κάθε περίπτωση υπερημερίας η Τράπεζα δικαιούται να ανατοκίζει και τους καθυστερούμενους τόκους, ακόμη και μετά την καταγγελία της συμβάσεως, κατά τις ελάχιστες χρονικές περιόδους που θα επιτρέπει ο νόμος, ο οποίος θα ισχύει κατά την επέλευση της υπερημερίας που σήμερα είναι το εξάμηνο". Από τους προαναφερθέντες όρους των επίδικων συμβάσεων αποδεικνύεται ότι μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 στους ανακόπτοντες, η οποία και αθροιζόταν για τον υπολογισμό του συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών επιτοκίου (βλ. και τα από 01.10.2008 και από 03.05.201 Ο έγγραφα της πιστώτριας Τράπεζας με θέμα: "Αλλαγή περιθωρίου", όπου αναγράφεται ότι το συνολικό επιτόκιο της πίστωσης ανέρχεται πλέον σε διατραπεζικό επιτόκιο Euribor τρίμηνης διάρκειας πλέον περιθωρίου, ανερχόμενου σε 3,75% και 4% αντίστοιχα και της εισφοράς του ν. 128/75). Επιπλέον δε, συμφωνήθηκε ότι εφόσον ο οφειλόμενος τόκος δεν καταβληθεί εμπροθέσμως - ποσό που, κατά τα ανωτέρω, περιλαμβάνει και την ανωτέρω εισφορά του ν. 128/1975 - θα φέρεται σε χρέωση του λογαριασμού, θα κεφαλαιοποιείται και θα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο. Έτσι, παρ' όλο που εγκύρως συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς στον πιστούχο - πρωτοφειλέτη, η συµφωνία επιβάρυνσης αυτής µε τόκους και ο ανατοκισµός αυτών είναι άκυρη" επειδή, σύµφωνα µε όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών. Ενόψει τούτου, η καθ' ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία, που, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της, ενεργούσε παρανόμως, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ο αντίθετος ισχυρισμός της καθ' ης, ότι ουδέποτε εκτοκιζόταν το ποσό της εισφοράς του ν. 128/75 (και πέραν του γεγονότος ότι προβλήθηκε εντελώς επιγραμματικά και αόριστα) δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Εξάλλου, κι από τα αποσπάσματα κίνησης των επίδικων λογαριασμών που τηρήθηκαν και έχουν εξαχθεί από το μηχανογραφικό σύστημα της καθ' ης τραπεζικής εταιρίας, προκύπτει ότι, ενώ έχουν καταχωρισθεί κονδύλια, που αφορούν, κατά τα ανωτέρω, στην εισφορά του ν. 128/1975, δεν προκύπτει το συνολικό ποσό της εισφοράς αυτής, καθώς η τελευταία κεφαλαιοποιούνταν με τα ποσά των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών. Συνεπεία των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογισθέντων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της προεκτεθείσας αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ' ης. Εξάλλου, είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από τα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, που προσκομίστηκαν από την καθ' ης η αίτηση, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ' ης Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός (δεύτερος) λόγος ανακοπής και ως βάσιμος και κατ' ουσίαν (παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της ανακοπής) και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της Τέλος, η καθ' ης η ανακοπή-εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων-εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (που παραδεκτά υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους βλ Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 191, αριθ. 3, σελ 431, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, υπό το ίδιο άρθρο, αριθ. 3, σελ 333), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
2606809/28.12.2006) αναφέρονται επί λέξει τα εξής "2.1. Η πίστωση είναι έντοκη με ετήσιο επιτόκιο, για τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στον κατωτέρω συνημμένο στην παρούσα πίνακα και δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, κυμαινόμενο το οποίο υπολογιζόμενο σε έτος 360 ημερών, αποτελείται από το. Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων ή το Προνομιακό, που μπορεί να συμφωνείται μόνο αν η πίστωση έχει χορηγηθεί σε ευρώ) που ισχύει για το νόμισμα στο οποίο έχει χορηγηθεί η πίστωση ή τμήμα αυτής και το Περιθώριο, πλέον της εισφοράς του ν. 128/75 .... 2.4. Η καταβολή των τόκων θα γίνεται ανά τρίμηνο ήτοι την 31η Μαρτίου, 30η lουνίου, 30η Σεπτεμβρίου και 31 η Δεκεμβρίου κάθε έτους όταν, σύμφωνα με τον όρο 6.1. της παρούσας, επέρχεται και το ανά τρίμηνο περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού. Εάν κατά τις παραπάνω ημερομηνίες δεν καταβληθεί ο οφειλόμενος τόκος και τα έξοδα, ανεξάρτητα των λοιπών συνεπειών από την καθυστέρηση, τα σχετικά ποσά χρεώνονται στον λογαριασμό, κεφαλαιοποιούνται και ανατοκίζονται σύμφωνα με τα παρακάτω χωρίς ειδοποίηση του Πιστούχου, έστω και αν από τοιαύτη χρέωση παράγεται ποσό το οποίο υπερβαίνει την πίστωση. Στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε περίπτωση που το σύνολο ή μέρος της πιστώσεως δεν επιστραφεί στην Τράπεζα στον υποσχεθέντα από τον Πιστούχο χρόνο, η Τράπεζα δικαιούται να μεταφέρει τα οφειλόμενα και καθυστερούμενα ποσά σε ιδιαίτερο λογαριασμό "καθυστερήσεων" του Πιστούχου, όπως ρητά συμφωνείται με το παρόν, σε κάθε δε περίπτωση υπερημερίας του πιστούχου θα χρεώνει τα σε καθυστέρηση ποσά, χωρίς όχληση του πιστούχου και αυτοδίκαια με τόκο υπολογιζόμενο με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σήμερα σε δύο και μισή (2,5) εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον συνολικό επιτόκιο, στους δε οφειλόμενους τόκους υπερημερίας θα γίνεται ανατοκισμός όπως
προβλέπεται από το νόμο, σήμερα δε ανά εξάμηνο". Στο δε όρο 11 της ίδιας σύμβασης ορίζονται τα εξής "11.1· Το Πιστούχο βαρύνουν ιδίως (α) Τα έξοδα της συμβάσεως αυτής και της εξοφλήσεώς της, φόροι, τέλη, κρατήσεις, εισφορές, η εισφορά του Νόμου 128/75 και οποιεσδήποτε φύσεως επιβαρύνσεις ... 11.2. Εάν τα παραπάνω ποσά πληρωθούν από την Τράπεζα, ο Πιστούχος θα πρέπει να τα εξοφλήσει έντοκα από την πληρωμή τους, η δε Τράπεζα έχει το δικαίωμα να τα φέρει σε χρέωση του λογαριασμού αυτού". Παρόμοιες με τις ανωτέρω προβλέψεις περιλαμβάνονται και στην επίδικη σύμβαση χρεολυτικού δανείου (με αριθμό 225300000003401/01.06.2009), στον όρο 2 της οποίας προβλέπεται: "Το επιτόκιο του δανείου είναι κυμαινόμενο και υπολογίζεται επί του κάθε φορά ισχύοντος Προνομιακού Επιτοκίου της Τράπεζας για βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις στο νόμισμα του δανείου, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 6,95% πλέον Περιθωρίου 1,0% και της εισφοράς του ν. 128/75, ήτοι επιτόκιο σύμβασης 8,55%". Επίσης, στους όρους 3 και 4 της ίδιας σύμβασης ορίζονται τα εξής: " ... 3.2. Η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει σε 16 ισόποσες συνεχείς τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις κεφαλαίου εκ 2.500 ευρώ η κάθε μία ... 3.4. Η εξόφληση των τόκων και του ποσού της εισφοράς του ν. 128/75 θα γίνεται με την καταβολή κάθε δόσης ... 4.1. Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής οποιασδήποτε δόσεως ή μέρους αυτής ή και των τόκων, ή και οποιουδήποτε ποσού οφείλει, λόγω μείωσης των θέσεων εργασίας της χρηματοδοτούμενης επιχείρησής του κατά τα οριζόμενα στον όρο 9.3. της παρούσας, συμφωνείται ότι ο Οφειλέτης, αυτοδίκαια, θα χρεώνεται για τα καθυστερούμενα ποσά από την ημέρα της καθυστέρησης μέχρι εξοφλήσεως, με επιτόκιο υπερημερίας που θα καθορίζεται από το νόμο, σήμερα ανερχόμενο σε 2,5 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον για τη σύμβαση επιτόκιο .... 4.2. Δικαιούται επίσης η Τράπεζα στην περίπτωση αυτή, είτε να επιδιώξει την είσπραξη της καθυστερημένης ή των καθυστερημένων δόσεων ή και του καθυστερούμενου οφειλόμενου ποσού του όρου 9.3. της παρούσας, με τους οφειλόμενους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και έξοδα, είτε, να καταγγείλει τη σύμβαση οπότε γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής. Σε κάθε περίπτωση υπερημερίας η Τράπεζα δικαιούται να ανατοκίζει και τους καθυστερούμενους τόκους, ακόμη και μετά την καταγγελία της συμβάσεως, κατά τις ελάχιστες χρονικές περιόδους που θα επιτρέπει ο νόμος, ο οποίος θα ισχύει κατά την επέλευση της υπερημερίας που σήμερα είναι το εξάμηνο". Από τους προαναφερθέντες όρους των επίδικων συμβάσεων αποδεικνύεται ότι μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 στους ανακόπτοντες, η οποία και αθροιζόταν για τον υπολογισμό του συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών επιτοκίου (βλ. και τα από 01.10.2008 και από 03.05.201 Ο έγγραφα της πιστώτριας Τράπεζας με θέμα: "Αλλαγή περιθωρίου", όπου αναγράφεται ότι το συνολικό επιτόκιο της πίστωσης ανέρχεται πλέον σε διατραπεζικό επιτόκιο Euribor τρίμηνης διάρκειας πλέον περιθωρίου, ανερχόμενου σε 3,75% και 4% αντίστοιχα και της εισφοράς του ν. 128/75). Επιπλέον δε, συμφωνήθηκε ότι εφόσον ο οφειλόμενος τόκος δεν καταβληθεί εμπροθέσμως - ποσό που, κατά τα ανωτέρω, περιλαμβάνει και την ανωτέρω εισφορά του ν. 128/1975 - θα φέρεται σε χρέωση του λογαριασμού, θα κεφαλαιοποιείται και θα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο. Έτσι, παρ' όλο που εγκύρως συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς στον πιστούχο - πρωτοφειλέτη, η συµφωνία επιβάρυνσης αυτής µε τόκους και ο ανατοκισµός αυτών είναι άκυρη" επειδή, σύµφωνα µε όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών. Ενόψει τούτου, η καθ' ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία, που, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της, ενεργούσε παρανόμως, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ο αντίθετος ισχυρισμός της καθ' ης, ότι ουδέποτε εκτοκιζόταν το ποσό της εισφοράς του ν. 128/75 (και πέραν του γεγονότος ότι προβλήθηκε εντελώς επιγραμματικά και αόριστα) δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Εξάλλου, κι από τα αποσπάσματα κίνησης των επίδικων λογαριασμών που τηρήθηκαν και έχουν εξαχθεί από το μηχανογραφικό σύστημα της καθ' ης τραπεζικής εταιρίας, προκύπτει ότι, ενώ έχουν καταχωρισθεί κονδύλια, που αφορούν, κατά τα ανωτέρω, στην εισφορά του ν. 128/1975, δεν προκύπτει το συνολικό ποσό της εισφοράς αυτής, καθώς η τελευταία κεφαλαιοποιούνταν με τα ποσά των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών. Συνεπεία των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογισθέντων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της προεκτεθείσας αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ' ης. Εξάλλου, είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από τα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, που προσκομίστηκαν από την καθ' ης η αίτηση, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ' ης Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός (δεύτερος) λόγος ανακοπής και ως βάσιμος και κατ' ουσίαν (παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της ανακοπής) και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της Τέλος, η καθ' ης η ανακοπή-εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων-εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (που παραδεκτά υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους βλ Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 191, αριθ. 3, σελ 431, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, υπό το ίδιο άρθρο, αριθ. 3, σελ 333), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥ Σ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ
τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ' αριθ. 54/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας
ΚΡΑΤΕΙ την
υπόθεση και τη δικάζει κατ'
ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ
την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ
την υπ’ αριθ. 117/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή
του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας
του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ' ης η ανακοπή-εφεσίβλητη
στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, τα οποία ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό
των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την
επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες
αυτό εκκαλούντες.
αυτό εκκαλούντες.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, στην Έδεσσα, στο ακροατήριό
του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή
του την 14.06.2017.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ