Κατ’ άρθρο
697 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο όσο
διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί, με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον,
η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν
μέρει την απόφαση που διατάζει Ασφαλιστικά μέτρα. Ο δικαστής, και στο πολυμελές
πρωτοδικείο, ο πρόεδρος, ορίζουν την δικάσιμο και την προθεσμία κλήτευσης.
Το δικάζον την κύρια υπόθεση δικαστήριο μπορεί
μετά από αίτηση διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε
κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή υπόθεση, είτε και αυτοτελώς κατά πάντα
χρόνο και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη στάσης της δίκης, και χωρίς ακόμα
πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων αρθρ. 696 ΚΠολΔ), να μεταρρυθμίσει
ή να ανακαλέσει εν όλο ή εν μέρει την διατάζουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφαση, με
βάση μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας (ΕφΑθ 2360/2003, ΕλλΔνη 2003, σ. 992,
ΕφΑθ 7394/2002 ΕλλΔνη, 2003, σ. 816, ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ. 2004, σ. 252,
ΕφΠατρών 404/2004, ΑχΝομ, 2005, σ. 261, ΕφΠειρ 171/2005 ΠειρΝ 2005, σ. 232,
καθώς και Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ,
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2012, τ. ΙΙ, σσ. 211 επ.). Η
εκκρεμοδικία του αρθρ. 221 ΚΠολΔ της κύριας υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο θεμελιώνει εξουσία του προς ανάκληση ή μεταρρύθμιση, ολική ή
μερική, της αποφάσεως που διέταξε
ασφαλιστικά μέτρα. Το δικαστήριο της κύριας δίκης ενεργεί κατ’ αίτηση διαδίκου,
που έχει έννομο συμφέρον (ΠΠΑθ 40/1984, ΝοΒ 1984, σ. 1240).
Νομιμοποιείται οποιοσδήποτε από τους
διαδίκους της αρχικής δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, είτε βαρύνεται είτε
ωφελείται από τα ασφαλιστικά μέτρα (ΜΠΠειρ 251/1976 ΝοΒ 1976 σ. 215 αρκεί να
είναι συγχρόνως διάδικος και στην κύρια δίκη (ΕφΑθ 4837/1985, Δίκη, 1986, σ.
101) που άνοιξε με πρωτοβουλία δική του ή του αντιδίκου του (ΠΠΘεσ 597/1986,
Αρμ. 1986, σ. 623, ΠΠΑθ 153/1998, Δίκη, 1998, σ. 1343, και Κεραμέας, ΔΕΕ, 1996,
σ. 901).
Η αίτηση
μπορεί να υποβληθεί και να συζητηθεί ανεξάρτητα από την κύρια υπόθεση ή
να συνεκδικασθεί με αυτήν σε οποιαδήποτε στάση της δίκης δικάζεται δε κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΙωαν 235/1985, Δίκη, 1986, σ. 386 ή
ΕφΑθ 10801/1990, ΕλλΔνη 1991, σ. 1072 ή ΠΠΑθ 315/1986, Δίκη 1987, σ. 359 και
7642 / 1995, Αρμ. 397, σσ. 39, 43).Η διάταξη δεν θέτει περιορισμούς για την
ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που δεν εκδόθηκε
από το Δικαστήριο της κύριας δίκης και προπάντων
δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων.
Έτσι, η ανάκληση ή μεταρρύθμιση ενεργεί ως
υποκατάστατο των απαγορευμένων από το άρθρο 699 ενδίκων μέσων, δηλαδή μπορεί να
βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης, εξαιτίας των οποίων
δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε (ΑΠ 496/1972, ΕφΑθ 1973/1985, ΕλλΔνη 1985, σ. 929 και ΕφΑθ
9248/1990, ΕλλΔνη 1991, σσ. 1636-7, ΕφΑ8 929/1995 ΕλλΔνη 1996, σ. 875 καθώς και
σε Τζίφρας, σ. 102).
Απόφαση που
εκδόθηκε από το Δικαστήριο της κύριας δίκης και διέταξε ασφαλιστικά
μέτρα μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί από το Δικαστήριο ή και ανώτερο, στο
οποίο εκκρεμεί ήδη η κύρια δίκη, αν υπάρχει μεταβολή πραγμάτων ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου
696 παρ. 3 ΚΠολΔ.
Μεταβολή πραγμάτων, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την
ανάκληση της αποφάσεως είναι αυτή που αφορά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα
οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην υπόθεση που κρίθηκε. Πρέπει τα γεγονότα αυτά
να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το περιεχόμενο του ασφαλιστέου δικαιώματος
και σε λογική συνάρτηση προς τα γεγονότα, στα οποία στηρίχθηκε η προηγούμενη
απόφαση, ώστε να μορφώνεται αντίθετη ή διάφορη κρίση (ΜΠΠατρ 774/1996, Αρμ 50,
σ. 748, ΜΠΑ 933/1998, Δίκη 30, σ. 105, ΜΠΑθ 11068/1989, ΕλΔνη 31, σ. 405).
Μεταβολή πραγμάτων, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την
ανάκληση της αποφάσεως είναι αυτή που αφορά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που
ανάγονται είτε στην ασφαλιζόμενη απαίτηση
(οψιγενής ουσιαστική ένσταση), είτε στις ειδικές προϋποθέσεις των ασφαλιστικών
μέτρων (απόκτηση περιουσίας του οφειλέτη) είτε στη δικονομική προϋπόθεση
(απόρριψη της αγωγής) και τα οποία πρέπει να περιέχονται στο δικόγραφο της
αίτησης, δεδομένου ότι η τελευταία δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά με την
επίκληση νέων γεγονότων στο σημείωμα του αιτούντος κατά τη συζήτηση της (άρθρ
688 παρ. 2 σε συνδ. με 696 παρ 3 ΚΠολΔ).
Ως νέα στοιχεία νοούνται όχι μόνο τα πραγματικά περιστατικά
που έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της αιτήσεως, αλλά και εκείνα που προϋπήρχαν
(ΜΠΠειρ 1948/1988, Δίκη 20, σ. 472, ΜΠΝαυπλ 1041/1975, ΕλΔνη 17, σ. 465) της
εκδόσεως της αποφάσεως, η οποία πρέπει να ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί, εφόσον
αυτά αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα, ήταν άγνωστα
στον αιτούντα την ανάκληση κατά τον χρόνο της εκδόσεως της εν λόγω
αποφάσεως ή ήταν μεν γνωστά αλλά δεν είχε τη δυνατότητα προσαγωγής τους από
δικαιολογημένη αιτία, όπως για λόγους ανώτερης βίας ή πρόκειται για αποδεικτικά
στοιχεία, τα οποία ανάγονται στο κύρος και την αποδεικτική αξία των στοιχείων,
στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για την έκδοση της αποφάσεως της
οποίας ζητείται η ανάκληση (ΜΠΠειρ 1948/1988, ό.π., ΜΠΑ 10165/1978, ΕλΔνη
20,477, και Β.Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία
ΚΠολΔ, τόμος Δ’, άρθρο 696, σ. 122 επ., καθώς και Ι.Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, τόμος Α’, σ. 112
επ.).
Συχνά τα νέα στοιχεία συνίστανται στην ύπαρξη ιατρικών
εγγράφων (γνωματεύσεις και βεβαιώσεις) και εγγράφων της δημοσίων φορέων και
αρχών τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα κατά τη συζήτηση της αρχικής αίτησης και δεν
μπορούσε ο διάδικος να τα προσαγάγει εξαιτίας μη χορήγησής του από τους
αρμόδιους φορείς. Επιπλέον νέα στοιχεία συνίστανται στην ύπαρξη ενόρκων
βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων και μέσων που εσφαλμένα δεν λήφθησαν
υπόψη.
Τέλος, πέραν των νέων στοιχείων συχνά τα νομικά
ή ουσιαστικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης, εξαιτίας των οποίων δεν
είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε και με χαρακτήρα
υποκατάστατου των απαγορευμένων ενδίκων μέσων είναι: α’) ο μη ορισμός του προσφορότερου ασφαλιστικού μέσου· β’) η μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που
νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα διαταχθέντα από το δικάσαν δικαστήριο προσκομίστηκαν·
και γ’) η αντίφαση των αιτημάτων του
αντιδίκου κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής σε σχέση με τη συζήτηση της
αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.