Συμπλήρωση
ισχυρισμών περί απαλλαγής πρώτης κατοικίας από τη ρευστοποίηση με προφορική
δήλωση στο ακροατήριο. Συμπλήρωση υπεύθυνης δήλωσης περί ορθότητας και
πληρότητας στοιχείων και περιουσιακής κατάστασης. Το βάρος απόδειξης του χρόνου
ανάληψης χρέους προ του έτους από την κατάθεση της αίτησης φέρουν οι πιστωτές.
Αντικείμενο απόδειξης και όχι στοιχείο του ορισμένου τα παλαιότερα εισοδήματα
των αιτούντων και η συμφωνία εσόδων-εξόδων με τα προτεινόμενα προς καταβολή
ποσά. Παθητική νομιμοποίηση πιστωτή που ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του και
τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Κόστος διαβίωσης πολύτεκνης -9μελούς- οικογένειας.
Αριθμός 64/2014
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΥ
Συγκροτήθηκε από την
Ειρηνοδίκη Δέσποινα Πανδή (σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1/2014 πράξη της Κ.
Προέδρου Πρωτοδικών Χαλκιδικής) και με τη σύμπραξη της Γραμματέα Ελένης
Κωνσταντίνου,
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του την 5-2-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) …………..…. του ……… και
της …………….., και 2) ……………………. του ………… και της …………., κατοίκων …………….. Χαλκιδικής
οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Εμμανουήλ
Εμμανουηλίδη (ΑΜ ΔΣΕδ 202).
ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ, η οποία κατέστη
διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρο
5 παρ. Ι ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ): Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με
την επωνυμία «………..» και ήδη τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση, που εδρεύει στην Αθήνα
και εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της ………………., και η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας
Τζηρίτη (AΜ ΔΣΧ 141).
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών
προσώπων (ν. 3869/201O).
Κατατέθηκε η από 28-5-2012 και με αριθ. καταθ.
113/29-5-2012 αίτηση με την οποία οι αιτούντες ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτήν
και για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος 14-11-2012 και κατόπιν
αναβολών αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθησε συζήτηση όπως περιγράφεται στα
Πρακτικά,
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 236 ΚΠολΔ. όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22
παρ. 5 του ν. 3994/2011, 741 και 751 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην εκούσια δικαιοδοσία
ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με
προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρησή της στα πρακτικά (άρθρ. 238
και 256 KΠoλΔ) αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να
προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι
επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το
μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή
τρίτων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρο 744, 745, 751
ΚΠoλΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας
κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του
δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης
και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο
και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθρ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων
των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως
και του αιτήματος αυτής (βλ. ΑΠ 1131/1987987 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑΘ
2735/2000, 4462/2002, 2188/2008 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ.
Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ' άρθρο 747, αριθ, 7). Διότι, στις δίκες της εκούσιας
δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις
διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα
κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία
φυσικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων
στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού
της, προς επέλευση δηλαδή του ρυθμιστικού αποτελέσματος (ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45,
1347, ΕφΑθ 1639/2007, Κ.Μπέη Πολ.Δ. άρθρο 758 παρ.3 αρ. 16 σελ.326 και 330 και
ΕιρΠατρών 25/2013, ΕφΚορινθ 121/2012, ΕφΚαβ 161/2012, ΕιρΛαυρ 193/2012 NOΜΟΣ).
Με την κρινόμενη
αίτησή τους όπως το περιεχόμενό της συμπληρώθηκε και διορθώθηκε παραδεκτά με
προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα
ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικάδημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού,
οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία
πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, ζητούν να ρυθμιστούν από το Δικαστήριο
αυτό οι οφειλές τους προς την πιστώτρια τους, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή
και εισοδηματική τους κατάσταση, όπως αυτή εκτίθεται, εξαιρουμένης της
εκποιήσεως της κύριας κατοικίας τους, και να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της
ρύθμισης θα απαλλαγούν των χρεών τους Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό
κρίση αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά την
προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο
3 ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού
συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση προσώπου από αυτά που έχουν σχετική εξουσία
από το νόμο (βλ. άρθρο 2 ν. 3869/2010, όπως ίσχυε προ τροποποιήσεως με άρθρο 11
του ν. 4161/2013, και σε συνδυασμό με άρθρο 19 παρ. 3 ν. 4161/2013), ο οποίος
απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από τον διαμεσολαβητή δικηγόρο τους, Εμμανουήλ
Εμμανουηλίδη (βλ. προσκομιζόμενη την από 28-5-2012 βεβαίωση αυτού περί
αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού την 6-4-2012), β) κατατέθηκε η αίτηση
μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 3869/201Ο από την αποτυχία
του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για
ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας
ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή τους για ουσιαστικούς λόγους όπως
διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ' άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3869/2010
(βλ. σχετικές βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του
Ειρηνοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση μετά: α) την
εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της πιστώτριας, β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη
γραμματεία του δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρου 4 παρ. 2 και 4 ν.
3869/2010, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεως του με άρθρο 12 ν. 4161/2013
(βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα
και πληρότητα των καταστάσεων κλπ) και γ) την αποτυχία του δικαστικού
συμβιβασμού μεταξύ της αιτούσας και της πιστώτριάς της, καθώς το προταθέν από
αυτήν σχέδιο διευθέτησης οφειλών δεν έγινε δεκτό από την πιστώτρια (βλ. έγγραφες
παρατηρήσεις αυτής που κατατέθηκαν εμπροθέσμως την 25-7-2012 στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου). Τέλος, η προσκομιζόμενη υπεύθυνη δήλωση παραδεκτά διορθώθηκε, με
δηλώσεις των αιτούντων που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά
δίκης, κατ' άρθρο 236 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.5
ν.3994/2011, ώστε να μην καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία ότι με αυτήν
(υπεύθυνη δήλωση) βεβαιώνεται η ορθότητα, πληρότητα και ειλικρίνεια του
περιεχομένου της ένδικης αίτησης σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση και τα
εισοδήματα των οφειλετών- αιτούντων, που τυγχάνουν σύζυγοι, τους πιστωτές τους
και τις απαιτήσεις τους, καθώς και τις μεταβιβάσεις των εμπραγμάτων δικαιωμάτων
επί των ακινήτων ενός εκάστου στις οποίες προέβησαν κατά την τελευταία τριετία.
Η εν λόγω αίτηση είναι αρκούντως ορισμένη, καθότι εκτίθενται σε αυτήν όλα τα
απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία, ήτοι: α) ότι σι αιτούντες είναι φυσικά
πρόσωπα, χωρίς πτωχευτική ικανότητα, και βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής
των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, β) ότι προηγήθηκε απόπειρα
εξωδικαστικού συμβιβασμού και αποτυχία αυτής εντός του τελευταίου εξαμήνου προ
της υποβολής της αιτήσεως (για τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ν.
4161/2013 αιτήσεις - άρθρο 19 παρ. 3 v. 4161), γ) η κατάσταση της περιουσίας
τους και των εισοδημάτων τους, δ) κατάσταση των πιστωτών τους και των
απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και ε) αίτημα. Πάντως,
λαμβάνοντας υπόψη το είδος της διαδικασίας και τα δημόσιας εμβέλειας συμφέροντα
που εξυπηρετεί, την ελαστικότητα των κανόνων που την διακρίνει (όπως η
δυνατότητα μεταβολής του αιτήματος, αλλά και την συμπλήρωσή του με τις
προτάσεις ή και προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδικείου, η εφαρμογή του ανακριτικού
συστήματος, άρθρα 115 παρ. 3, 751, 759 παρ. 3 ΚΠολΔ), πανηγυρική διατύπωση των
παραπάνω στοιχείων και του αιτήματος δεν απαιτείται και μπορούν να περιέχονται
οπουδήποτε στο δικόγραφο, το οποίο θα εκτιμηθεί με ευρύτερη θεώρηση, αλλά και
να συμπληρωθούν προς αποφυγή της πραγματικής αοριστίας
(ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ, 32.258 και 1293/1993 Δνη 35.140, βλ και Ι Βενιέρη - 0 Κστσά, Εφαρμογή του ν 3869/2010 εκδ, 2011 σελ. 117 επ. με σχετική παραπομπή στη νομολογία). Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αίτησης (Α. Κρητικός, Ρύθμιση ν. 3869/2010 σελ. 64, Ε. Κιουπτσίδου ΑΡμ./64 -Ανάτυπο σελ. 1.477, ΜονΠρωτΧαν 654/2013 αδημ.ΜονΠρωτΑλεξ 190/2012 αδημ. Ειρθεσ 5105/2011 ΝΟΜΟΣ), και παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η πιστώτρια τράπεζα. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ, 2 του Ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869, δεν προκύπτει ότι για το ορισμένο της αιτήσεως απαιτείται η αναφορά του χρόνου ανάληψης του υπό ρύθμιση χρέους. Αρκεί η επίκληση της ανάληψης του χρέους σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την υποβολή της αιτήσεως ενώ ο πιστωτής ενός τέτοιου χρέους, ο οποίος σαφώς γνωρίζει το χρόνο ανάληψης των χρεών, έχοντας την απαιτούμενη προς τούτο υποδομή (λογιστήριο, αρχείο, νομικό τμήμα), εφόσον επιθυμεί να αποκλείσει την εφαρμογή του νόμου, θα προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό, φέροντας και το βάρος απόδειξης αυτού, κι εφόσον ο ισχυρισμός αποδειχθεί βάσιμος, θα αποκλεισθεί το συγκεκριμένο χρέος από την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου (ΜονΠρωτΑλεξ 190/2012 αδημ, Κρητικός, ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ. 2012, σελ. 106 παρ. 41).Υπέρ της ανωτέρω θέσεως επιχείρημα αντλείται και εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης στην υποχρέωση χορήγησης των οφειλών από τα πιστωτικά ιδρύματα στους δανειολήπτες, κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα, δεν συμπεριέλαβε και την υποχρέωση επισημείωσης του χρόνου κατάρτισης των συμβάσεων και ανάληψης των σχετικών οφειλών, κατά συνέπεια λοιπόν το βάρος απόδειξης του παραπάνω ισχυρισμού βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕιρΘεσ 10.098/2013 αδημ, ΕιρΘεσ9269/2013 αδημ.), Στοιχείο επίσης του ορισμένου της αιτήσεως δεν αποτελεί ούτε η αναφορά της εισοδηματικής κατάστασης των αιτούντων κατά τον χρόνο ανάληψης των χρεών και οι λόγοι που οδήγησαν αυτούς σε μόνιμη αδυναμία, καθώς τα ανωτέρω αποτελούν αντικείμενο απόδειξης (ΜονΠρωτΧαν 654/2013, ΕιρΘεσ 9268/2013 αδημ, ΕιρΑθ 161/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέλος η ασυμφωνία του προτεινόμενου ποσού με τη σχέση εσόδων-εξόδων, δεν οδηγεί σε αοριστία της αιτήσεως αλλά σχετίζεται με την σοβαρότητα και την αλήθεια των αιτιάσεων του οφειλέτη, που αποτελεί ζήτημα κρίσεως κατόπιν αποδείξεως και όχι στοιχείο της αιτήσεως (ΕφΘεσ 10.098/2013 αδημ., ΕιρΝικ 39/2012). Περαιτέρω η αίτηση είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8 και 9 ν. 3869/2010, πλην του αιτήματος α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ' άρθρ. 7 του Ν. 3869/2010, το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους, κατ' αρθρ. 7 του Ν. 3869/2010, σχεδίου δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση, δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές, και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση, β) του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της δικαστικής ρυθμίσεως θα επέλθει, η απαλλαγή τους από τυχόν υπόλοιπο των χρεών τους, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις και για τον λόγο αυτό θα πρέπει το εν λόγω αίτημα να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Ειδικότερα κατά το άρθρο 11 παρ.1 του N.3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη-αιτούντος, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του αρθρ.4 παρ. Ι του Ν.3869/2010, Η αίτηση για απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών κοινοποιείται στους πιστωτές και επ' αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. Άλλωστε εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 69 του ΚΠολΔ ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτώς (ΕιρΚορ 89/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚαβ 161/2012 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει συνεπώς η αίτηση, καθ' ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
(ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ, 32.258 και 1293/1993 Δνη 35.140, βλ και Ι Βενιέρη - 0 Κστσά, Εφαρμογή του ν 3869/2010 εκδ, 2011 σελ. 117 επ. με σχετική παραπομπή στη νομολογία). Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αίτησης (Α. Κρητικός, Ρύθμιση ν. 3869/2010 σελ. 64, Ε. Κιουπτσίδου ΑΡμ./64 -Ανάτυπο σελ. 1.477, ΜονΠρωτΧαν 654/2013 αδημ.ΜονΠρωτΑλεξ 190/2012 αδημ. Ειρθεσ 5105/2011 ΝΟΜΟΣ), και παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η πιστώτρια τράπεζα. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ, 2 του Ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869, δεν προκύπτει ότι για το ορισμένο της αιτήσεως απαιτείται η αναφορά του χρόνου ανάληψης του υπό ρύθμιση χρέους. Αρκεί η επίκληση της ανάληψης του χρέους σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την υποβολή της αιτήσεως ενώ ο πιστωτής ενός τέτοιου χρέους, ο οποίος σαφώς γνωρίζει το χρόνο ανάληψης των χρεών, έχοντας την απαιτούμενη προς τούτο υποδομή (λογιστήριο, αρχείο, νομικό τμήμα), εφόσον επιθυμεί να αποκλείσει την εφαρμογή του νόμου, θα προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό, φέροντας και το βάρος απόδειξης αυτού, κι εφόσον ο ισχυρισμός αποδειχθεί βάσιμος, θα αποκλεισθεί το συγκεκριμένο χρέος από την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου (ΜονΠρωτΑλεξ 190/2012 αδημ, Κρητικός, ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ. 2012, σελ. 106 παρ. 41).Υπέρ της ανωτέρω θέσεως επιχείρημα αντλείται και εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης στην υποχρέωση χορήγησης των οφειλών από τα πιστωτικά ιδρύματα στους δανειολήπτες, κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα, δεν συμπεριέλαβε και την υποχρέωση επισημείωσης του χρόνου κατάρτισης των συμβάσεων και ανάληψης των σχετικών οφειλών, κατά συνέπεια λοιπόν το βάρος απόδειξης του παραπάνω ισχυρισμού βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕιρΘεσ 10.098/2013 αδημ, ΕιρΘεσ9269/2013 αδημ.), Στοιχείο επίσης του ορισμένου της αιτήσεως δεν αποτελεί ούτε η αναφορά της εισοδηματικής κατάστασης των αιτούντων κατά τον χρόνο ανάληψης των χρεών και οι λόγοι που οδήγησαν αυτούς σε μόνιμη αδυναμία, καθώς τα ανωτέρω αποτελούν αντικείμενο απόδειξης (ΜονΠρωτΧαν 654/2013, ΕιρΘεσ 9268/2013 αδημ, ΕιρΑθ 161/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέλος η ασυμφωνία του προτεινόμενου ποσού με τη σχέση εσόδων-εξόδων, δεν οδηγεί σε αοριστία της αιτήσεως αλλά σχετίζεται με την σοβαρότητα και την αλήθεια των αιτιάσεων του οφειλέτη, που αποτελεί ζήτημα κρίσεως κατόπιν αποδείξεως και όχι στοιχείο της αιτήσεως (ΕφΘεσ 10.098/2013 αδημ., ΕιρΝικ 39/2012). Περαιτέρω η αίτηση είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8 και 9 ν. 3869/2010, πλην του αιτήματος α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ' άρθρ. 7 του Ν. 3869/2010, το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους, κατ' αρθρ. 7 του Ν. 3869/2010, σχεδίου δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση, δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές, και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση, β) του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της δικαστικής ρυθμίσεως θα επέλθει, η απαλλαγή τους από τυχόν υπόλοιπο των χρεών τους, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις και για τον λόγο αυτό θα πρέπει το εν λόγω αίτημα να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Ειδικότερα κατά το άρθρο 11 παρ.1 του N.3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη-αιτούντος, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του αρθρ.4 παρ. Ι του Ν.3869/2010, Η αίτηση για απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών κοινοποιείται στους πιστωτές και επ' αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. Άλλωστε εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 69 του ΚΠολΔ ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτώς (ΕιρΚορ 89/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚαβ 161/2012 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει συνεπώς η αίτηση, καθ' ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η μετέχουσα πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική
εταιρία προέβαλε τον ισχυρισμό οτι σύμφωνα με τα άρθρα 25, 179 και 181 Ν.
3588/2007 αναστέλλονται οι εις βάρος της ατομικές διώξεις και απαγορεύεται η
έναρξη ή συνέχιση αναγνωριστικών και καταψηφιστικών αγωγών εναντίον της, καθώς
πρόκειται για νομικό πρόσωπο που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση και γι' αυτό το
λόγο ζητεί να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ, 1 του άρθρου 68 του Ν,
3601/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του v. 4021/2011 με την
επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 :
«α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να
ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που
ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8 αυτό
τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος
αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με
απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ( ... ), δ) ... , ε) Από την κοινοποίηση στο
πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα
απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιορίζει
και άλλες εργασίες του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, στ) Με
απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της
χρηματοοικονομικής σταθερότητα και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο
εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχειών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού
ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ή σε Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του
άρθρου 63Δ εφαρμόζονται ανάλογα (…)» ενώ κατά την παρ , 2 «Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής
του παρόντος άρθρου, Στην ειδική
εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο
που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας
της Ελλάδος Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι συνέπειες της ανάκλησης της άδειας ενός
πιστωτικού ιδρύματος είναι καταρχήν οι ειδικά προσδιοριζόμενε συνέπειες στο νόμο 3601/2007 (άρθρο 68) και στο νόμο 3458/2006, που όμως αφορά περιπτώσεις που τα εκκαθαριζόμενα πιστωτικά, ιδρύματα έχουν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη. Σύμφωνα με τις διατάξεις τους, το πιστωτικό ίδρυμα τίθεται σε εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος η
οποία διορίζει και τους
εκκαθαριστές. Ο οριζόμενος
με αυτόν τον τρόπο εκκαθαριστής αναλαμβάνει
τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος υποκείμενος στον έλεγχο και την
εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η περαιτέρω ιδιορρυθμία τη εκκαθάρισης αυτής έγκειται στο ότι επιτρέπεται η συνέχιση των τραπεζικών
εργασιών, πλην της αποδοχής καταθέσεων και όσων
εργασιών ρητά εξαιρούνται με απόφαση της Τράπεζας της
Ελλάδος. Αν και δεν αναφέρεται
ο λόγος της συνέχισης των εργασιών,
φαίνεται πως αυτή θεωρείται αναγκαία προς διεξαγωγή και περαίωση
ιδιαίτερα κερδοφόρων εργασιών προς όφελος των πιστωτών, Από της δημοσιεύσεως της περί εκκαθαρίσεως
απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η τράπεζα δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, ενώ κατά τα λοιπά
επέρχονται οι γενικές συνέπειας που προβλέπονται
στο νόμο σε περιπτώσεις λύσεως ανωνύμων
εταιρειών, δηλαδή επακολουθεί
εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας με
είσπραξη των εκκρεμών απαιτήσεων, πληρωμή των χρεών και ρευστοποίηση
περιουσίας, Περαιτέρω με την υπ' αριθ.4/27-07-2012 απόφαση της Επιτροπής
Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας Ελλάδας (ΦΕΚ Β 2208/27-07-2012)
από την 27-07-2012 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της «…………………………….» και τέθηκε
αυτή υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 68 του ν.3601/2007, και όχι σε
πτώχευση, ορίστηκε δε ειδικός εκκαθαριστής αυτού και επετράπη στο πιστωτικό
ίδρυμα εφεξής να διενεργεί μόνο πράξεις που υπηρετούν τον σκοπό της
εκκαθαρίσεως απαγορευομένης της ασκήσεως των δραστηριοτήτων της παραγράφου 1
του άρθρου 11 του ν. 3601/2007. Σημειωτέον ότι στις απαγορευόμενες δραστηριότητες
συμπεριλαμβάνεται και η είσπραξη απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος. Επί της
ειδικής αυτής εκκαθάρισης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κανονισμού ειδικής
εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων (ΦΕΚ Β' 2498/04-1l-2011) και επικουρικά οι
διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού
αναφέρεται ρητά ότι: «Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από
την πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του
πιστωτικού ιδρύματος». Συνεπώς πρόκειται για ειδική εκκαθάριση διαφορετική της
προβλεπόμενης με τον Πτωχευτικό Κώδικα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του
Πτωχευτικού Κώδικα περί αναστολής ατομικών διώξεων για την ικανοποίηση των
πιστωτών και απαγόρευσης έναρξης ή συνέχισης αναγκαστικής εκτέλεσης και άσκησης
αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών κλπ, σε στοιχεία της περιουσίας του
ιδρύματος. Κατά συνέπεια, ο ως άνω
ισχυρισμός της μετέχουσας πιστώτριας θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε
περίπτωση η επικαλούμενη από αυτήν διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα
δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής, και τούτο διότι το πεδίο
εφαρμογής της εξαντλείται στα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του
οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους εναντίον
αυτού, προκειμένου αυτοί (οι πιστωτές του οφειλέτη ) να ακολουθήσουν τη
διαδικασία της επαλήθευσης (εξέλεγξης) των απαιτήσεων τους κατά του πτωχού και
να µη ματαιωθεί ο σκοπός της συλλογικής ικανοποίησης αυτών (των πιστωτών) μέσω
της ως άνω διαδικασίας. Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί η αίτηση του άρθρου
4 παρ. 1 του ν, 3869/2010 να θεωρηθεί ως ατομικό καταδιωκτικό μέτρο κατά του
καθ’ού του πιστωτικού ιδρύματος, αφενός λόγω της ιδιότητας του αιτούντος ως
οφειλέτη του καθ’ού η αίτηση πιστωτικού ιδρύματος, αφετέρου λόγω της διαδικασίας
ρύθμισης οφειλών πτωχεύσαντος, και δεν έχει χαρακτήρα αγωγής (αναγνωριστικής-
καταψηφιστικής) , καθόσον δεν κατάγεται προς δικαστική κρίση ιδιωτική έννομη
σχέση, αλλά ασκείται δικαίωμα παρεχόμενο από τον νόμο προς ρύθμιση των οφειλών,
και συγκεκριμένα παρέχεται η δυνατότητα στον υπερχρεωμένο ιδιώτη να εκκαθαρίσει
τις οφειλές του προς τους δικούς του πιστωτές, ενδεχομένως δε και προς
πιστωτικά ιδρύματα υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη
και του γεγονότος ότι ο νομοθέτης δεν εξαρτά τη διαδικασία ρύθμισης από τη
νομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ούτε εξαιρεί της ρυθμίσεως
απαιτήσεις ιδρυμάτων που ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας τους (άρθρο παρ. 2 ν,
3869 για τις αποκλειόμενες της ρυθμίσεως απαιτήσεις), ούτε είναι, τέλος,
δυνατόν η ανάγκη περαίωσης της εκκαθάρισης μιας εταιρίας υπό ειδική εκκαθάριση
να ανατρέψει τις ρυθμίσεις του ν. 3869 (Ειρ.Αθ 1017/2013 αδήμ, ΕιρΘες
9268/2013αδήμ). Συνεπώς για όλους αυτούς τους λόγους ο ως άνω ισχυρισμός της
πιστώτριας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ισχυρίστηκε
επίσης ότι η αίτηση απαράδεκτος ασκείται και κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ.2
ν. 3869/2010, για το λόγο ότι η τελευταία
εκταμίευση του δανείου έλαβε χώρα σε χρονικό σημείο εντός
του έτους προ της καταθέσεως της αίτησης. Πλην όμως χρέος αναλήφθηκε από τους αιτούντες με την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, η οποία, όπως εκθέτει και η πιστώτρια έλαβε χώρα προ του έτους από την υποβολή της κρινομένης αιτήσεως, συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
του έτους προ της καταθέσεως της αίτησης. Πλην όμως χρέος αναλήφθηκε από τους αιτούντες με την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, η οποία, όπως εκθέτει και η πιστώτρια έλαβε χώρα προ του έτους από την υποβολή της κρινομένης αιτήσεως, συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω η πιστώτρια ζήτησε την εκποίηση
της κύριας κατοικίας των αιτούντων, για τον λόγο ότι στην κρινόμενη αίτηση δεν
περιέχεται αίτημα εξαίρεσης αυτής από την ρευστοποίηση. Επί του ισχυρισμού
αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Το δικαστήριο δεν δύναται να διατάξει αυτεπαγγέλτως την
εξαίρεση της κύριας κατοικίας αλλά επιβάλλεται σχετικό αίτημα του οφειλέτη, το οποίο
διατυπώνεται στο εισαγωγικό της δίκης
δικόγραφο της αίτηση, πλην όμως μπορεί να διατυπωθεί και σε οποιοδήποτε
στάδιο της δίκης μέχρις την περάτωση της συζήτησης (άρθρ. 745, 751 ΚΠολΔ) ,
καθώς όπως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η
συμπλήρωση με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση
στα ακροατήριο (αρθρ, 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται
στο άρθρο 747 παρ, 2 ΚΠολΔ, επομένως και του αιτήματος αυτής ενώ ούτε από τη
διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 ούτε από αυτήν του 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 συνάγεται ο καθορισμός κάποιου δικονομικού
σταδίου κατά το οποίο θα 'πρέπει να υποβάλλεται το εν λόγω αίτημα, αλλά ο
οφειλέτης δύναται να το υποβάλλει στο Δικαστήριο μέχρι το πέρας της συζητήσεως στο
ακροατήριο (ΕιρΚαβ 161/2012 ό.π. Κρητικός, εισήγηση στο σεμινάριο της ΕΣΔι
28-30/1/20 13). Πέραν δε τούτων, δεν απαιτείται πανηγυρική διατύπωση του
αιτήματος εξαίρεσης της κύριας κατοικίας καθώς αυτό μπορεί να συνάγεται και από
το λοιπό περιεχόμενο της αίτησης, όπως ιδίως όταν ο οφειλέτης προτείνει τη
ρύθμιση των οφειλών του με μηνιαίες καταβολές επί εικοσαετία (ΕιρΠατρ 2 και
3/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΒολ 20/2011 αδημ) Στην προκειμένη περίπτωση στην κρινόμενη
αίτηση γίνεται σαφής και ειδική αναφορά στο περιγραφόμενο ακίνητο αποτελεί την
κύρια κατοικία των αιτούντων και της οικογένειάς τους, του οποίου
προσδιορίζεται και η αξία, στο δε ενσωματωμένο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης ο
προτεινόμενος αριθμός των 240 μηνιαίων δόσεων για την εξυπηρέτηση των
στεγαστικών δανείων παραπέμπει σαφώς στη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ. 2, όπως ίσχυε
προ της τροποποιήσεώς του και κατά τον χρόνοκατάθεσης της κρινόμενης αιτήσεως και
προέβλεπε εξόφληση της οφειλής για εξαίρεση της κύριας κατοικίας σε χρόνο μέχρι
την εικοσαετία. Επομένως από το όλο περιεχόμενο της αίτησης προκύπτει με
σαφήνεια και χωρίς καμία αμφιβολία το αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας των
αιτούντων. Παραδεκτώς δε, σε κάθε περίπτωση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους με
προφορική του δήλωση πριν την έναρξη της συζήτησης, η οποία καταχωρήθηκε στα
πρακτικά, ζήτησε την εξαίρεση αυτής από τη ρευστοποίηση. Συνεπώς ο ισχυρισμός της
πιστώτριας κρίνεται απορριπτέος
Προέβαλε επίσης νομότυπα, με
προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα
ταυτάριθμα με την παρούσα τηρηθέντα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος
Δικαστηρίου, πέραν της ενστάσεως αοριστίας, για την οποία ελέχθησαν τα ανωτέρω,
την ένσταση περί δολίας περιελεύσεως των αιτούντων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών,
καθώς προέβησαν στη λήψη του δανείου και δη στη σταδιακή εκταμίευση αυτού, αν
και ήδη είχαν μειωθεί τα εισοδήματά τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος
ως αόριστος διότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη
δανειακής υποχρεώσεως της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται
και η από αυτόν πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές και δη ο δανειολήπτης
να εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζα
προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία
αποκρύπτοντας υποχρεώσεις που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν
καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που
αξιοποιούν οι τράπεζες, για την οικονομική συμπεριφορά των υποψηφίων πελατών τους,
πλην όμως η πιστώτρια δεν επικαλείται τέτοια περιστατικά από τα οποία να
προκύπτει η εκ μέρους της αιτούσας δόλια πρόκληση άγνοιας στην πιστώτρια.
Προσθέτως κατά
την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, ο δανειολήπτης δεν έχει καμία εξουσία διαμορφώσεως ή τροποποιήσεως όρων των δανειακών συμβάσεων που συνάπτονται με τις τράπεζες, διότι πρόκειται περί συμβάσεων προσχωρήσεως προς εκτέλεση των οποίων αυτές, αφού εκτιμούσαν ορισμένες παραμέτρους στο πρόσωπο του δανειολήπτη και βαθμολογούσαν την πιστοληπτική τoυ ικανότητα, χορηγούσαν το τραπεζικό προϊόν (ΜονΠρωτΕδ 20/2013, ΕιρΘηβ 3/2013, ΕιρΓυθ
11/2013, ΕιρΛαυρ) 24/20Ι3, ΕιρΑθ 759/2013, ΕφΘεσ 598112013, όλες
δημ. στη ΝΟΜΟΣ), Εξάλλου», σημειώνεται ότι ο δανειολήπτης που
αιτείται τη λήψη δανείου δεν έχει την ευχέρεια να υποχρεώσει τον πιστωτή να αποδεχθεί την πρόταση του, ο οποίος, ενόψει και της αρχής
της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), έχει τη δυνατότητα να
απορρίψει την πρόταση για την κατάρτιση της σύμβασης (185 επ. ΑΚ),
ιδιαίτερα δε όταν οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα, εκτός από την
έρευνα των οικονομικών δυνατοτήτων του αιτούμενου δανείου» (μέσω
εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών), να διαπιστώσουν
και τυχόν δανειακές υποχρεώσεις του σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και
την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων κλπ.), μέσω του συστήματος «Τειρεσίας (σύστημα οικονομικής
συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων). Εξάλλου, όπως η ίδια η πιστώτρια ισχυρίζεται, η εξυπηρέτηση του δανείου γινόταν από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας των αιτούντων που τηρούνται σε αυτήν, συνεπώς μπορούσε να αρνηθεί περαιτέρω αναλήψεις(αρθ.809 ΑΚ).
την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, ο δανειολήπτης δεν έχει καμία εξουσία διαμορφώσεως ή τροποποιήσεως όρων των δανειακών συμβάσεων που συνάπτονται με τις τράπεζες, διότι πρόκειται περί συμβάσεων προσχωρήσεως προς εκτέλεση των οποίων αυτές, αφού εκτιμούσαν ορισμένες παραμέτρους στο πρόσωπο του δανειολήπτη και βαθμολογούσαν την πιστοληπτική τoυ ικανότητα, χορηγούσαν το τραπεζικό προϊόν (ΜονΠρωτΕδ 20/2013, ΕιρΘηβ 3/2013, ΕιρΓυθ
11/2013, ΕιρΛαυρ) 24/20Ι3, ΕιρΑθ 759/2013, ΕφΘεσ 598112013, όλες
δημ. στη ΝΟΜΟΣ), Εξάλλου», σημειώνεται ότι ο δανειολήπτης που
αιτείται τη λήψη δανείου δεν έχει την ευχέρεια να υποχρεώσει τον πιστωτή να αποδεχθεί την πρόταση του, ο οποίος, ενόψει και της αρχής
της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), έχει τη δυνατότητα να
απορρίψει την πρόταση για την κατάρτιση της σύμβασης (185 επ. ΑΚ),
ιδιαίτερα δε όταν οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα, εκτός από την
έρευνα των οικονομικών δυνατοτήτων του αιτούμενου δανείου» (μέσω
εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών), να διαπιστώσουν
και τυχόν δανειακές υποχρεώσεις του σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και
την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων κλπ.), μέσω του συστήματος «Τειρεσίας (σύστημα οικονομικής
συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων). Εξάλλου, όπως η ίδια η πιστώτρια ισχυρίζεται, η εξυπηρέτηση του δανείου γινόταν από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας των αιτούντων που τηρούνται σε αυτήν, συνεπώς μπορούσε να αρνηθεί περαιτέρω αναλήψεις(αρθ.809 ΑΚ).
Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η
αίτηση ασκείται καταχρηστικά, καθώς οι αιτούντες μετά την εκταμίευση του
δανείου ζήτησαν τη ρύθμιση της οφειλής τους, ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να
απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά
περιστατικά δεν συνιστούν καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως κατά το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά είναι απολύτως
σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του Ν.3869/2010, ο οποίος παρέχει τη
δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από
αυτά, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή ή ρύθμιση δε αυτή
βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην
εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς
διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε και οι πιστωτές δεν
μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 10 ν.3869/2010 ο
οφειλέτης έχει υποχρέωση να υποβάλλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά του
στοιχεία και εισοδήματα του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή
της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των
οφειλών. Ωστόσο, ορθότερο είναι το άρθρο 10 περί της υποχρέωσης ειλικρίνειας,
που διατρέχει χρονικώς όλη η διαδικασία του Ν3869/2010, να εφαρμόζεται και να
ερμηνεύεται και υπό το πρίσμα του άρθρου 4 παρ.2. Δηλαδή πρέπει το εύρος της
υποχρέωσης να καταλαμβάνει και το περιεχόμενο της δήλωσης περί αναφοράς της
περιουσιακής και εισοδηματικής κατάστασης του οφειλέτρια έτη πριν την κατάθεση
της αίτησης κατά το άρθρο 4 παρ.2. Η υποχρέωση ειλικρίνειας αφορά και στην
ύπαρξη προγενεστέρων διαθέσεων της περιουσίας του οφειλέτη με χαριστικές ή επαχθείς
δικαιοπραξίες (άρθρο 4 παρ.2) ωστόσο η υποχρέωση ειλικρίνειας δεν
Καταλαμβάνει και την πραγματική
αξία των περιουσιακών στοιχείων, καθώς αυτή είναι αντικείμενο απόδειξης (Ειρ. Αθ
66/2011). Η διάταξη παραλείπει να αναφερθεί και στα εισοδήματα συζύγου του
οφειλέτη αλλά μάλλον πρόκειται για ακούσιο κενό που πρέπει να καλυφθεί
ερμηνευτικά. Ορθώς λοιπόν υποστηρίζεται
ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνει η διάταξη
στην υποχρέωση ειλικρινούς δήλωσης και την έννοια την έννοια των
Εισοδημάτων συζύγου του οφειλέτη. Στην προκειμένη περίπτωση η πιστώτρια
υποβάλλει την ένσταση ανειλικρινούς
δηλώσεως των αιτούντων εκ των γεγονότων ότι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ του
κόστους διαβίωσης, των εσόδων τους και του προτεινόμενου ποσού, πλην όμως η
παραπάνω ασυμφωνία δεν δημιουργεί αοριστία, ούτε καθιστά την δήλωσή του
ανειλικρινή, αλλά ως ανωτέρω αναφέρεται σχετίζεται με την σοβαρότητα και την
αλήθεια των αιτιάσεών του που θα προκύψει από την διατασσόμενη απόδειξη (ΕιρΘεσ10.098/2013αδημ).
Από την ένορκη ενώπιον του Δικαστηρίου
κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ( η πιστώτρια δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση)
από το σύνολο των μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, καθώς και από
εκείνα που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο χωρίς να γίνεται επίκληση τους
–παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του
ΚΠολΔ(βλ.σχετ.Β Βαθρακοκοίλης Ερμηνευτική –Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ, τ Δ,
έκδοση 1996, ρ.759 αριθ,5, Α.Π 174/1987,ΕλλΔνη 29,129) από τις άμεσες και
έμμεσες ομολογίες που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς τους(αρθρ261,352 και 339
του ΚΠολΔ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψην
του το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (αρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ )και από την εν
γένει διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής : Ο πρώτος αιτών, ηλικίας 38 ετών είναι
έγγαμος με την δεύτερη αιτούσα, ηλικίας 36 ετών, και έχουν αποκτήσει οκτώ
ανήλικα τέκνα, ηλικίας 12,11,9,8,6,5,3 ετών και 5 μηνών, αντίστοιχα, απολύτως
οικονομικά εξαρτώμενα από τους αιτούντες. Εργάζονται ως καθηγητές
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο ……………. της …………… Χαλκιδικής, µε
µμηνιαίες αποδοχές 1.150,26 ευρώ ο πρώτος και 1.146,84 ευρώ η δεύτερη.
Επιπλέον είναι συνδικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος, το οποίο
ετησίως ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ (500 ευρώ ανά τέκνο), ήτοι
στο ποσό των 333,33 ευρώ μηνιαίως. Δεν αποδείχθηκε άλλη πηγή
εισοδημάτων των αιτούντων, οι δε οικογενειακές τους δαπάνες
ανέρχονται σε αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών της
δεκαμελούς οικογένειας που συντηρούν, λαµβανομένης μάλιστα υπόψη
της ηλικίας των τέκνων τους. Διαμένουν σε διώροφη κατοικία
συνιδιοκτησίας τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου, στη
θέση «………» του αγροκτήματος …………… Χαλκιδικής, η οποία
και αποτελεί την οικογενειακή τους στέγη και για την οποία θα γίνει
λόγος στη συνέχεια. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση
της ένδικης αίτησης, και συγκεκριμένα το 2009,οι αιτούντες ανέλαβαν το
παρακάτω χρέος, το οποίο θεωρείται µε την κοινοποίηση της αίτησης
ληξιπρόθεσμο και, ως εμπραγμάτως εξασφαλισμένο, ο εκτοκισμός του
συνεχίζεται µε το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της
απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010). Ειδικότερα η μετέχουσα
πιστώτρια, δυνάμει της υπ' αριθ. 233-2009-332 συµβάσεως, χορήγησε
στους αιτούντες ως συνοφειλέτες, στεγαστικό δάνειο, 35ετούς διάρκειας
αποπληρωμής, µε υπόλοιπο οφειλής, μαζί µε τους τόκους και τα έξοδα,
υπολογιζομένων μέχρι την 26-1-2012, εις ολόκληρον για τον καθένα, το
συνολικό ποσό των 244.533,99 ευρώ. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι
τόκοι πέραν της ως άνω ημερομηνίας και µέχρι του χρόνου εκδόσεως της
αποφάσεως, μέχρι του οποίου χρονικού σημείου συνεχίζει να εκτοκίζεται
η απαίτηση της καθ' ης, δεδομένου ότι είναι εμπραγµάτως ασφαλισμένη,
και ειδικότερα µε εγγραφή υποθήκης (τ. 72, α.α 99 Βιβλίων Υποθηκών
Υποθηκοφυλακείου Πολυγύρου, ηµερ. εγγραφής 9-10-2009) επί της κατοικίας των αιτούντων, δεν προκύπτουν, αφού η πιστώτρια δεν
προβαίνει στον υπολογισμό τους κατά μήνα τουλάχιστον μέχρι το χρόνο
συζήτησης της αίτησης, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί
αναλογικά στον υπολογισμό τους μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασής
του. Η πιστώτρια προσκομίζει µετ' επικλήσεως την από 10-6-2013
κατάσταση κίνησης λογαριασμού, σύμφωνα µε την οποία το οφειλόμενο
υπόλοιπο ανέρχεται την 16-5-2013 στο ποσό των 251.952,57 ευρώ, πλην
όμως, όπως προκύπτει, συνέχισε να εκτοκίζεται µε επιτόκιο υπερημερίας,
και όχι µε επιτόκιο ενήμερης οφειλής, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρο 6
παρ. 3 ν. 3869, συνεπώς πρέπει να υπολογιστεί στο ύψος που την
εισφέρουν οι αιτούντες στην αίτησή τους. Εξάλλου στην από 26-1-2012
κατάσταση οφειλών που χορήγησε η πιστώτρια στη β' αιτούσα
αναφέρεται και δεύτερη οφειλή της, και συγκεκριμένα από την υπ' αριθ.
5100.1506.7978.8001 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, συνολικού ύψους
(την 26-1-2012) 41,16 ευρώ, ώστε η µη συµπεριέλευσή της στην
κρινόμενη αίτηση να µην επιδρά στο παραδεκτό αυτής, καθότι η εν λόγω
οφειλή είναι ασήμαντη σε σχέση µε το σύνολο των οφειλών της β' αιτούσας, µε συνέπεια να µην επηρεάζονται ουσιωδώς από τη µη
συμμετοχή της εν λόγω οφειλής τα συμφέροντα της μετέχουσας στη δίκη (μοναδικής) πιστώτριας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες ανέλαβαν το ως άνω στεγαστικό δάνειο το 2009, προκειμένου να
ανεγείρουν ιδιόκτητη κατοικία που θα στέγαζε την (οκταμελή, τότε)
οικογένειά τους, συμφωνήθηκε δε η σταδιακή εκταμίευση του δανείου,
ανάλογα µε την πρόοδο των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ δόθηκε στην
πιστώτρια ανέκκλητη εντολή είσπραξης της οφειλόμενης μηνιαίας δόσης από τον τηρούμενο σε αυτήν λογαριασμό μισθοδοσίας του α' αιτούντος.
Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της πιστώτριας περί μεταφοράς του
λογαριασμού μισθοδοσίας σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα μετά την τελευταία
απόδοση του δανείου. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι τα εισοδήματα των αιτούντων την τελευταία τριετία έχουν μειωθεί δραστικά, καθώς ενώ το
2009 τα μηνιαία εισοδήματά τους από την εργασία τους ανέρχονταν στο
ποσό των 1.426 ευρώ για κάθε έναν, πλέον πολυτεκνικού επιδόματος, το
2010 στο ποσό των 1.360 ευρώ για τον α' και 1.366 ευρώ για τη β', το
2011 μειώθηκαν στο ποσό των 1.23 Ο ευρώ για τον α' και 1.1 76 ευρώ για
τη β (πλέον πολυτεκνικού επιδόματος που εισέπραττε η β'), το 2012 στο
ποσό των 1.220 ευρώ για τον α' και 1.200 ευρώ για τη β' (πλέον του ως
άνω πολυτεκνικού επιδόματος), σήμερα δε σε αυτά που αναφέρθηκαν
ανωτέρω. Εξαιτίας της ως άνω μείωσης των εισοδημάτων τους, σε
συνδυασμό και µε την αντιστρόφως ανάλογη αύξηση του κόστους ζωής
και τα φοροεισπρακτικά και λοιπά δημοσιονομικά μέτρα των τελευταίων
ετών και την εν γένει γνωστή κοινωνικοοικονομική κατάσταση της
χώρας τα τελευταία έτη, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της αύξησης
των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης της οικογένειάς τους (πλέον,
δεκαμελής), οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής
και εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους προς την
πιστώτρια τράπεζα, καθώς μετά την αφαίρεση των δαπανών για την
κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, η υπολειπόμενη ρευστότητά τους
δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους, ενώ
δεν αναμένεται βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης τουλάχιστον
στο εγγύς μέλλον. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι συντρέχουν οι
προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στις διατάξεις του ν. 3869/2010
και η ρύθμιση των οφειλών τους προς την πιστώτριά τους.
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο ……………. της …………… Χαλκιδικής, µε
µμηνιαίες αποδοχές 1.150,26 ευρώ ο πρώτος και 1.146,84 ευρώ η δεύτερη.
Επιπλέον είναι συνδικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος, το οποίο
ετησίως ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ (500 ευρώ ανά τέκνο), ήτοι
στο ποσό των 333,33 ευρώ μηνιαίως. Δεν αποδείχθηκε άλλη πηγή
εισοδημάτων των αιτούντων, οι δε οικογενειακές τους δαπάνες
ανέρχονται σε αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών της
δεκαμελούς οικογένειας που συντηρούν, λαµβανομένης μάλιστα υπόψη
της ηλικίας των τέκνων τους. Διαμένουν σε διώροφη κατοικία
συνιδιοκτησίας τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου, στη
θέση «………» του αγροκτήματος …………… Χαλκιδικής, η οποία
και αποτελεί την οικογενειακή τους στέγη και για την οποία θα γίνει
λόγος στη συνέχεια. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση
της ένδικης αίτησης, και συγκεκριμένα το 2009,οι αιτούντες ανέλαβαν το
παρακάτω χρέος, το οποίο θεωρείται µε την κοινοποίηση της αίτησης
ληξιπρόθεσμο και, ως εμπραγμάτως εξασφαλισμένο, ο εκτοκισμός του
συνεχίζεται µε το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της
απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010). Ειδικότερα η μετέχουσα
πιστώτρια, δυνάμει της υπ' αριθ. 233-2009-332 συµβάσεως, χορήγησε
στους αιτούντες ως συνοφειλέτες, στεγαστικό δάνειο, 35ετούς διάρκειας
αποπληρωμής, µε υπόλοιπο οφειλής, μαζί µε τους τόκους και τα έξοδα,
υπολογιζομένων μέχρι την 26-1-2012, εις ολόκληρον για τον καθένα, το
συνολικό ποσό των 244.533,99 ευρώ. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι
τόκοι πέραν της ως άνω ημερομηνίας και µέχρι του χρόνου εκδόσεως της
αποφάσεως, μέχρι του οποίου χρονικού σημείου συνεχίζει να εκτοκίζεται
η απαίτηση της καθ' ης, δεδομένου ότι είναι εμπραγµάτως ασφαλισμένη,
και ειδικότερα µε εγγραφή υποθήκης (τ. 72, α.α 99 Βιβλίων Υποθηκών
Υποθηκοφυλακείου Πολυγύρου, ηµερ. εγγραφής 9-10-2009) επί της κατοικίας των αιτούντων, δεν προκύπτουν, αφού η πιστώτρια δεν
προβαίνει στον υπολογισμό τους κατά μήνα τουλάχιστον μέχρι το χρόνο
συζήτησης της αίτησης, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί
αναλογικά στον υπολογισμό τους μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασής
του. Η πιστώτρια προσκομίζει µετ' επικλήσεως την από 10-6-2013
κατάσταση κίνησης λογαριασμού, σύμφωνα µε την οποία το οφειλόμενο
υπόλοιπο ανέρχεται την 16-5-2013 στο ποσό των 251.952,57 ευρώ, πλην
όμως, όπως προκύπτει, συνέχισε να εκτοκίζεται µε επιτόκιο υπερημερίας,
και όχι µε επιτόκιο ενήμερης οφειλής, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρο 6
παρ. 3 ν. 3869, συνεπώς πρέπει να υπολογιστεί στο ύψος που την
εισφέρουν οι αιτούντες στην αίτησή τους. Εξάλλου στην από 26-1-2012
κατάσταση οφειλών που χορήγησε η πιστώτρια στη β' αιτούσα
αναφέρεται και δεύτερη οφειλή της, και συγκεκριμένα από την υπ' αριθ.
5100.1506.7978.8001 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, συνολικού ύψους
(την 26-1-2012) 41,16 ευρώ, ώστε η µη συµπεριέλευσή της στην
κρινόμενη αίτηση να µην επιδρά στο παραδεκτό αυτής, καθότι η εν λόγω
οφειλή είναι ασήμαντη σε σχέση µε το σύνολο των οφειλών της β' αιτούσας, µε συνέπεια να µην επηρεάζονται ουσιωδώς από τη µη
συμμετοχή της εν λόγω οφειλής τα συμφέροντα της μετέχουσας στη δίκη (μοναδικής) πιστώτριας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες ανέλαβαν το ως άνω στεγαστικό δάνειο το 2009, προκειμένου να
ανεγείρουν ιδιόκτητη κατοικία που θα στέγαζε την (οκταμελή, τότε)
οικογένειά τους, συμφωνήθηκε δε η σταδιακή εκταμίευση του δανείου,
ανάλογα µε την πρόοδο των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ δόθηκε στην
πιστώτρια ανέκκλητη εντολή είσπραξης της οφειλόμενης μηνιαίας δόσης από τον τηρούμενο σε αυτήν λογαριασμό μισθοδοσίας του α' αιτούντος.
Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της πιστώτριας περί μεταφοράς του
λογαριασμού μισθοδοσίας σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα μετά την τελευταία
απόδοση του δανείου. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι τα εισοδήματα των αιτούντων την τελευταία τριετία έχουν μειωθεί δραστικά, καθώς ενώ το
2009 τα μηνιαία εισοδήματά τους από την εργασία τους ανέρχονταν στο
ποσό των 1.426 ευρώ για κάθε έναν, πλέον πολυτεκνικού επιδόματος, το
2010 στο ποσό των 1.360 ευρώ για τον α' και 1.366 ευρώ για τη β', το
2011 μειώθηκαν στο ποσό των 1.23 Ο ευρώ για τον α' και 1.1 76 ευρώ για
τη β (πλέον πολυτεκνικού επιδόματος που εισέπραττε η β'), το 2012 στο
ποσό των 1.220 ευρώ για τον α' και 1.200 ευρώ για τη β' (πλέον του ως
άνω πολυτεκνικού επιδόματος), σήμερα δε σε αυτά που αναφέρθηκαν
ανωτέρω. Εξαιτίας της ως άνω μείωσης των εισοδημάτων τους, σε
συνδυασμό και µε την αντιστρόφως ανάλογη αύξηση του κόστους ζωής
και τα φοροεισπρακτικά και λοιπά δημοσιονομικά μέτρα των τελευταίων
ετών και την εν γένει γνωστή κοινωνικοοικονομική κατάσταση της
χώρας τα τελευταία έτη, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της αύξησης
των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης της οικογένειάς τους (πλέον,
δεκαμελής), οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής
και εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους προς την
πιστώτρια τράπεζα, καθώς μετά την αφαίρεση των δαπανών για την
κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, η υπολειπόμενη ρευστότητά τους
δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους, ενώ
δεν αναμένεται βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης τουλάχιστον
στο εγγύς μέλλον. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι συντρέχουν οι
προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στις διατάξεις του ν. 3869/2010
και η ρύθμιση των οφειλών τους προς την πιστώτριά τους.
Στα περιουσιακά στοιχεία των
αιτούντων περιλαμβάνεται µία
διώροφη κατοικία, κατά το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου,
ανεγερθείσα δυνάμει της υπ' αριθ. 22/2010 οικοδομικής άδειας, επί
αυτοτελούς και διηρημένου τµήματος µε αριθ. ……., εµβαδού 5.166,66
τ.µ., του µε αριθ. ……… κληροτεμαχίου, συνολικής εκτάσεως 15,5
στρεμμάτων, στη θέση «……………» του αγροκτήματος ……………., που περιλαμβάνει υπόγειο ενιαίο χώρο εμβαδού 201,80 Τ.µ., και ισόγειο
και πρώτο όροφο εμβαδού 214,21 τ.µ. (βλ. το προσκομιζόμενο έντυπο
Κ2 Υπολογισμού αξίας κτισμάτων µε αντικειμενικά κριτήρια -
μονοκατοικίας), η αντικειμενική αξία του οποίου, ανερχόμενη όσον
αφορά το αγροτεμάχιο σε 100.612,42 ευρώ και όσον αφορά τη διώροφη
οικία σε 218.043,42 ευρώ και συνολικά σε 318.655,84 ευρώ(βλ. το ως άνω έντυπο υπολογισμού αξίας κτισμάτων, καθώς και το
προσκομιζόμενο έντυπο [ΑΑ-Γης] για τον προσδιορισμό της
αντικειμενικής αξίας της γης εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμών που δεν
έχει ειδικούς όρους δόμησης), η δε αντικειμενική αξία του εξ αδιαιρέτου
ποσοστού εκάστου αιτούντα (50%) ανέρχεται σε αυτό των 159.327,92
ευρώ (318.655,84 : 2) και δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου
ποσού για έγγαμο µε οκτώ παιδιά, όπως οι αιτούντες, προσαυξανόμενο
κατά 50%. Το παραπάνω ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία των
αιτούντων για την οποία υποβάλλουν αίτημα εξαίρεσης από την
ρευστοποίηση, ζητώντας την υπαγωγή του στην προβλεπόμενη από τη
διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση. Επίσης έχουν στην
κυριότητά τους και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ένα Ι.Χ.Ε.
7θέσιο αυτοκίνητο, εργοστασιακής κατασκευής Hyundai, τύπου Trajet,
c.c. 1.975, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2006, και µε τρέχουσα εμπορική
αξία περί τις 2.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης,
κυρίως επειδή εξυπηρετεί τις ανάγκες μετακίνησης της οικογένειας, αλλά
και επειδή δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να
αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών της
αιτούσας, ενόψει της ως άνω εμπορικής του αξίας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθάριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ) (βλ. Αθ. Κρητικού, Ρύθµιση των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, άρθρο 9, σελ 208-209). Με βάση τα προλεχθέντα συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 δεδομένου δε ότι τυγχάνουν συνοφειλέτες στη μοναδική τους
οφειλή προ την πιστώτρια και συνομολόγησαν µε αυτήν εις ολόκληρον
ευθύνη η άφεση της οποίας και η μετατροπή της σε διαιρετή κατά την
αναλογία τους στο κοινό χρέος προϋποθέτει συμφωνία των μερών
(συνοφειλετών και δανειστή) και δεν μπορεί να γίνει από το δικαστήριο
(ΕιρΠατρ 60/2013 ΝΟΜΟΣ), ενώ κατ' άρθρο 12 ν. 3869/2010 τυχόν
απαλλαγή του οφειλέτη δρα µόνο υποκειμενικά, χωρίς να μπορούν να
την επικαλεστούν και οι συνοφειλέτες του, που παραμένουν εις
ολόκληρον υπόχρεοι στο αρχικό ύψος του χρέους, θα πρέπει να
ρυθμιστούν οι οφειλές κάθε αιτούντος κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις
των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν.3869/2010, δοθέντος ότι υφίσταται
αίτημα από την εξαίρεση της ρευστοποίησης της κύριας κατοικίας τους.
Έτσι η ρύθμιση των χρεών των αιτούντων θα γίνει κατά πρώτο λόγο µε
μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτριά τους από τα
εισοδήματά τους επί πενταετία, που θα αρχίσουν από τον επόμενο μήνα
μετά την προς αυτούς κοινοποίηση της απόφασης. Οσον αφορά το
ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, αυτό θα διαμορφωθεί µε
βάση αφενός µεν το μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέρχεται στο ποσό των (1.150,26 + 166,66) 1.316,92
ευρώ, αφετέρου από το ύψος του εισοδήματος της β' αιτούσας, ποσού
(1.146,84 + 166,66) 1.313,50 ευρώ. Στις οικογενειακές τους δαπάνες
περιλαμβάνονται αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των
ατομικών βιοτικών αναγκών τους (για τρόφιµα, θέρμανση, πάγιους
λογαριασμούς, ένδυση, υπόδηση, έξοδα μετακίνησης), και οι οποίες,
λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των τέκνων και της ηλικίας αυτών
και του γεγονότος ότι η οικογενειακή στέγη είναι ιδιόκτητη και δεν
επιβαρύνονται µε επιπλέον έξοδα ενοικίου, εκτιμώνται στο ποσό των 2.250 ευρώ. Επομένως ενόψει όλων των προαναφερομένων και του ότι,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ, οι σύζυγοι έχουν την
υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις
δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η
συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και
την περιουσία τους, τα προς διάθεση στην πιστώτριά τους ποσά, που
πρέπει αυτοί να καταβάλουν, δεδομένου και του ύψους των χρεών
τους, πρέπει να οριστούν σε 190 ευρώ το μήνα για τον α' αιτούντα και
190 ευρώ για τη β' αιτούσα, ποσά τα οποία βρίσκονται μέσα στις
οικονομικές τους δυνατότητες, ώστε να απομένει επαρκές υπόλοιπο για
την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών, όπως απαιτεί ο Ν.
3869/2010 (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου), και τα οποία θα
καταβάλλουν απευθείας σε αυτήν εντός των τριών (3) πρώτων
εργασίμων ημερών κάθε μήνα και επί πενταετία, αρχής γενομένης από
τον επόμενο μήνα μετά την κοινοποίηση της παρούσας σε αυτούς. Έτσι
στο τέλος της πενταετίας ο α' αιτών θα έχει καταβάλλει στην πιστώτρια
το ποσό των (190 Χ 60 μήνες) 11.400 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο
233.133,99 ευρώ. Η παραπάνω λοιπόν πρώτη ρύθμιση θα συνδυασθεί με
την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 ν.
3869/2010(όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 17 του ν.
4161/2013), εφόσον με τις καταβολές επί πενταετία της πρώτης ρύθμισης
δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της οφειλής του αιτούντος και
προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση. Έτσι
θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής αξίας του μεριδίου
του, που κατά τα άνω αναφερόμενα ανέρχεται στο ποσό των 159.327,92 ευρώ και το 80ο/ό αυτής στο ποσό των 127.462,33 ευρώ, ποσό μικρότερο
του υπολοίπου της οφειλής του (233.133,99 ευρώ). Ο χρόνος
αποπληρωμής του ποσού αυτού, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου που
υπολείπεται για τη λήξη της σύμβασης στεγαστικού δανείου που συνήψε ο αιτών με την πιστώτρια, του ύψους της οφειλής του, της ηλικίας του και της οικονομικής του δυνατότητας (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 εδ. στ' και ζ' ν. 3869 ισχύει σήμερα), πρέπει να οριστεί σε 31 -έτη. Έτσι η εξόφληση) του παραπάνω ποσού των 127.462,33 ευρώ, θα γίνει σε 372 δόσεις (31 έτη Χ 12 μήνες) των 342,64ευρώ εκάστη. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως για την εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πιστώτριας, χωρίς ανατοκισµό, µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρµοζόμενο µε επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο πενταετίας από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, καθώς πρέπει να του παρασχεθεί περίοδος χάριτος ώστε να µην συμπέσουν οι καταβολές βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων. Ηβ' αιτούσα στο τέλος της πενταετίας θα έχει καταβάλλει στην πιστώτρια το ποσό των (190 Χ 60 μήνες) 11.400 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο 233.133,99 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυασθεί µε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010, εφόσον µε τις καταβολές επί πενταετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της οφειλής της και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας της από την εκποίηση. Έτσι θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής αξίας του μεριδίου της, που κατά
τα άνω αναφερόμενα ανέρχεται στο ποσό των 159.327,92 ευρώ και το
80% αυτής στο ποσό των 127.462,33 ευρώ, ποσό μικρότερο του
υπολοίπου της οφειλής της (233.133,99 ευρώ), Η εξόφληση του ποσού
των 127.462,33 έυρώ θα γίνει σε 372 μηνιαίες δόσεις (31 έτη Χ 12
μήνες) των 342,64ευρώ εκάστη, η δε αποπληρωμή αυτού θα γίνει
εντόκως για την εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πιστώτριας,
και σύμφωνα µε τα ως άνω προαναφερθέντα για την εν λόγω κατ' άρθρο 9 παρ. 2 ρύθμιση του α' αιτούντος, παρεχομένης σε αυτήν περιόδου
χάριτος, και δη πενταετίας από την προς αυτήν κοινοποίηση της
παρούσας. Η απαλλαγή των αιτούντων από το υπόλοιπο των οφειλών
τους θα επέλθει κατά τους όρους του νόμου (άρθρ. 11 ν. 3869). Ενόψει
των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά
βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της
παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα µε το άρθρο 8
παρ.6 ν. 3869/2010.
διώροφη κατοικία, κατά το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου,
ανεγερθείσα δυνάμει της υπ' αριθ. 22/2010 οικοδομικής άδειας, επί
αυτοτελούς και διηρημένου τµήματος µε αριθ. ……., εµβαδού 5.166,66
τ.µ., του µε αριθ. ……… κληροτεμαχίου, συνολικής εκτάσεως 15,5
στρεμμάτων, στη θέση «……………» του αγροκτήματος ……………., που περιλαμβάνει υπόγειο ενιαίο χώρο εμβαδού 201,80 Τ.µ., και ισόγειο
και πρώτο όροφο εμβαδού 214,21 τ.µ. (βλ. το προσκομιζόμενο έντυπο
Κ2 Υπολογισμού αξίας κτισμάτων µε αντικειμενικά κριτήρια -
μονοκατοικίας), η αντικειμενική αξία του οποίου, ανερχόμενη όσον
αφορά το αγροτεμάχιο σε 100.612,42 ευρώ και όσον αφορά τη διώροφη
οικία σε 218.043,42 ευρώ και συνολικά σε 318.655,84 ευρώ(βλ. το ως άνω έντυπο υπολογισμού αξίας κτισμάτων, καθώς και το
προσκομιζόμενο έντυπο [ΑΑ-Γης] για τον προσδιορισμό της
αντικειμενικής αξίας της γης εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμών που δεν
έχει ειδικούς όρους δόμησης), η δε αντικειμενική αξία του εξ αδιαιρέτου
ποσοστού εκάστου αιτούντα (50%) ανέρχεται σε αυτό των 159.327,92
ευρώ (318.655,84 : 2) και δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου
ποσού για έγγαμο µε οκτώ παιδιά, όπως οι αιτούντες, προσαυξανόμενο
κατά 50%. Το παραπάνω ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία των
αιτούντων για την οποία υποβάλλουν αίτημα εξαίρεσης από την
ρευστοποίηση, ζητώντας την υπαγωγή του στην προβλεπόμενη από τη
διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση. Επίσης έχουν στην
κυριότητά τους και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ένα Ι.Χ.Ε.
7θέσιο αυτοκίνητο, εργοστασιακής κατασκευής Hyundai, τύπου Trajet,
c.c. 1.975, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2006, και µε τρέχουσα εμπορική
αξία περί τις 2.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης,
κυρίως επειδή εξυπηρετεί τις ανάγκες μετακίνησης της οικογένειας, αλλά
και επειδή δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να
αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών της
αιτούσας, ενόψει της ως άνω εμπορικής του αξίας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθάριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ) (βλ. Αθ. Κρητικού, Ρύθµιση των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, άρθρο 9, σελ 208-209). Με βάση τα προλεχθέντα συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 δεδομένου δε ότι τυγχάνουν συνοφειλέτες στη μοναδική τους
οφειλή προ την πιστώτρια και συνομολόγησαν µε αυτήν εις ολόκληρον
ευθύνη η άφεση της οποίας και η μετατροπή της σε διαιρετή κατά την
αναλογία τους στο κοινό χρέος προϋποθέτει συμφωνία των μερών
(συνοφειλετών και δανειστή) και δεν μπορεί να γίνει από το δικαστήριο
(ΕιρΠατρ 60/2013 ΝΟΜΟΣ), ενώ κατ' άρθρο 12 ν. 3869/2010 τυχόν
απαλλαγή του οφειλέτη δρα µόνο υποκειμενικά, χωρίς να μπορούν να
την επικαλεστούν και οι συνοφειλέτες του, που παραμένουν εις
ολόκληρον υπόχρεοι στο αρχικό ύψος του χρέους, θα πρέπει να
ρυθμιστούν οι οφειλές κάθε αιτούντος κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις
των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν.3869/2010, δοθέντος ότι υφίσταται
αίτημα από την εξαίρεση της ρευστοποίησης της κύριας κατοικίας τους.
Έτσι η ρύθμιση των χρεών των αιτούντων θα γίνει κατά πρώτο λόγο µε
μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτριά τους από τα
εισοδήματά τους επί πενταετία, που θα αρχίσουν από τον επόμενο μήνα
μετά την προς αυτούς κοινοποίηση της απόφασης. Οσον αφορά το
ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, αυτό θα διαμορφωθεί µε
βάση αφενός µεν το μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέρχεται στο ποσό των (1.150,26 + 166,66) 1.316,92
ευρώ, αφετέρου από το ύψος του εισοδήματος της β' αιτούσας, ποσού
(1.146,84 + 166,66) 1.313,50 ευρώ. Στις οικογενειακές τους δαπάνες
περιλαμβάνονται αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των
ατομικών βιοτικών αναγκών τους (για τρόφιµα, θέρμανση, πάγιους
λογαριασμούς, ένδυση, υπόδηση, έξοδα μετακίνησης), και οι οποίες,
λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των τέκνων και της ηλικίας αυτών
και του γεγονότος ότι η οικογενειακή στέγη είναι ιδιόκτητη και δεν
επιβαρύνονται µε επιπλέον έξοδα ενοικίου, εκτιμώνται στο ποσό των 2.250 ευρώ. Επομένως ενόψει όλων των προαναφερομένων και του ότι,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ, οι σύζυγοι έχουν την
υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις
δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η
συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και
την περιουσία τους, τα προς διάθεση στην πιστώτριά τους ποσά, που
πρέπει αυτοί να καταβάλουν, δεδομένου και του ύψους των χρεών
τους, πρέπει να οριστούν σε 190 ευρώ το μήνα για τον α' αιτούντα και
190 ευρώ για τη β' αιτούσα, ποσά τα οποία βρίσκονται μέσα στις
οικονομικές τους δυνατότητες, ώστε να απομένει επαρκές υπόλοιπο για
την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών, όπως απαιτεί ο Ν.
3869/2010 (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου), και τα οποία θα
καταβάλλουν απευθείας σε αυτήν εντός των τριών (3) πρώτων
εργασίμων ημερών κάθε μήνα και επί πενταετία, αρχής γενομένης από
τον επόμενο μήνα μετά την κοινοποίηση της παρούσας σε αυτούς. Έτσι
στο τέλος της πενταετίας ο α' αιτών θα έχει καταβάλλει στην πιστώτρια
το ποσό των (190 Χ 60 μήνες) 11.400 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο
233.133,99 ευρώ. Η παραπάνω λοιπόν πρώτη ρύθμιση θα συνδυασθεί με
την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 ν.
3869/2010(όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 17 του ν.
4161/2013), εφόσον με τις καταβολές επί πενταετία της πρώτης ρύθμισης
δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της οφειλής του αιτούντος και
προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση. Έτσι
θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής αξίας του μεριδίου
του, που κατά τα άνω αναφερόμενα ανέρχεται στο ποσό των 159.327,92 ευρώ και το 80ο/ό αυτής στο ποσό των 127.462,33 ευρώ, ποσό μικρότερο
του υπολοίπου της οφειλής του (233.133,99 ευρώ). Ο χρόνος
αποπληρωμής του ποσού αυτού, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου που
υπολείπεται για τη λήξη της σύμβασης στεγαστικού δανείου που συνήψε ο αιτών με την πιστώτρια, του ύψους της οφειλής του, της ηλικίας του και της οικονομικής του δυνατότητας (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 εδ. στ' και ζ' ν. 3869 ισχύει σήμερα), πρέπει να οριστεί σε 31 -έτη. Έτσι η εξόφληση) του παραπάνω ποσού των 127.462,33 ευρώ, θα γίνει σε 372 δόσεις (31 έτη Χ 12 μήνες) των 342,64ευρώ εκάστη. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως για την εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πιστώτριας, χωρίς ανατοκισµό, µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρµοζόμενο µε επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο πενταετίας από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, καθώς πρέπει να του παρασχεθεί περίοδος χάριτος ώστε να µην συμπέσουν οι καταβολές βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων. Ηβ' αιτούσα στο τέλος της πενταετίας θα έχει καταβάλλει στην πιστώτρια το ποσό των (190 Χ 60 μήνες) 11.400 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο 233.133,99 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυασθεί µε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010, εφόσον µε τις καταβολές επί πενταετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της οφειλής της και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας της από την εκποίηση. Έτσι θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής αξίας του μεριδίου της, που κατά
τα άνω αναφερόμενα ανέρχεται στο ποσό των 159.327,92 ευρώ και το
80% αυτής στο ποσό των 127.462,33 ευρώ, ποσό μικρότερο του
υπολοίπου της οφειλής της (233.133,99 ευρώ), Η εξόφληση του ποσού
των 127.462,33 έυρώ θα γίνει σε 372 μηνιαίες δόσεις (31 έτη Χ 12
μήνες) των 342,64ευρώ εκάστη, η δε αποπληρωμή αυτού θα γίνει
εντόκως για την εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πιστώτριας,
και σύμφωνα µε τα ως άνω προαναφερθέντα για την εν λόγω κατ' άρθρο 9 παρ. 2 ρύθμιση του α' αιτούντος, παρεχομένης σε αυτήν περιόδου
χάριτος, και δη πενταετίας από την προς αυτήν κοινοποίηση της
παρούσας. Η απαλλαγή των αιτούντων από το υπόλοιπο των οφειλών
τους θα επέλθει κατά τους όρους του νόμου (άρθρ. 11 ν. 3869). Ενόψει
των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά
βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της
παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα µε το άρθρο 8
παρ.6 ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ Α ΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ τις επί πενταετία
μηνιαίες καταβολές του αιτούντα
προς την πιστώτριά του, στο ποσό των 190 ευρώ, οι οποίες θα αρχίσουν
τον επόμενο μήνα από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας και θα
καταβάλλονται μέσα στις τρεις (3) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα.
προς την πιστώτριά του, στο ποσό των 190 ευρώ, οι οποίες θα αρχίσουν
τον επόμενο μήνα από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας και θα
καταβάλλονται μέσα στις τρεις (3) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης το
ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί της
κύριας κατοικίας του αιτούντος, ήτοι μίας διώροφης κατοικίας που
βρίσκεται στη θέση «…………» στη …………….. Χαλκιδικής, και
περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης.
κύριας κατοικίας του αιτούντος, ήτοι μίας διώροφης κατοικίας που
βρίσκεται στη θέση «…………» στη …………….. Χαλκιδικής, και
περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αιτούντα την υποχρέωση
για την διάσωση της
κύριας κατοικίας του, να καταβάλει επί 31 έτη, το συνολικό ποσό των
127.462,33 ευρώ, ήτοι το ποσό των 342,64 ευρώ μηνιαίως, επί 372
μήνες, και εντός των τριών (3) πρώτων εργασίμων ημερών κάθε μήνα,
προς ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας, εντόκως, χωρίς
ανατοκισµό, µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόµενο
επιτόκιο που θα' ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το
στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόµενο µε
επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηµατοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο πενταετίας από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας.
κύριας κατοικίας του, να καταβάλει επί 31 έτη, το συνολικό ποσό των
127.462,33 ευρώ, ήτοι το ποσό των 342,64 ευρώ μηνιαίως, επί 372
μήνες, και εντός των τριών (3) πρώτων εργασίμων ημερών κάθε μήνα,
προς ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας, εντόκως, χωρίς
ανατοκισµό, µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόµενο
επιτόκιο που θα' ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το
στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόµενο µε
επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηµατοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο πενταετίας από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας.
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ τις επί πενταετία μηνιαίες
καταβολές της αιτούσας
πιστώτριά της, στο ποσό των 190 ευρώ, οι οποίες θα αρχίσουν τον επόμενο μήνα από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας και θα καταβάλλονται μέσα στις τρεις (3) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα.
πιστώτριά της, στο ποσό των 190 ευρώ, οι οποίες θα αρχίσουν τον επόμενο μήνα από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας και θα καταβάλλονται μέσα στις τρεις (3) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης το
ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί της
κύριας κατοικίας της αιτούσας, ήτοι μίας διώροφης κατοικίας που
βρίσκεται στη θέση «……….» στη …………. Χαλκιδικής, και
περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης.
κύριας κατοικίας της αιτούσας, ήτοι μίας διώροφης κατοικίας που
βρίσκεται στη θέση «……….» στη …………. Χαλκιδικής, και
περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την
υποχρέωση για την διάσωση της
κύριας κατοικίας της, να καταβάλει επί 31 έτη, το συνολικό ποσό των
127.462,33 ευρώ, ήτοι το ποσό των 342,64 ευρώ μηνιαίως επί 372 μήνες,
και εντός των τριών (3) πρώτων εργασίμων ημερών κάθε μήνα, προς
ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας, εντόκως, χωρίς ανατοκισµό,
µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόμενο επιτόκιο που
θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το στατιστικό δελτίο
της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόµενο µε επιτόκιο αναφοράς
αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο
πενταετίας από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας.
κύριας κατοικίας της, να καταβάλει επί 31 έτη, το συνολικό ποσό των
127.462,33 ευρώ, ήτοι το ποσό των 342,64 ευρώ μηνιαίως επί 372 μήνες,
και εντός των τριών (3) πρώτων εργασίμων ημερών κάθε μήνα, προς
ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας, εντόκως, χωρίς ανατοκισµό,
µε το µέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου µε κυμαινόμενο επιτόκιο που
θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα µε το στατιστικό δελτίο
της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόµενο µε επιτόκιο αναφοράς
αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή θα ξεκινήσει μετά την πάροδο
πενταετίας από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και
δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του
στον Πολύγυρο την 10-3-2014, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς
την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
στον Πολύγυρο την 10-3-2014, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς
την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ