ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Η νομολογιακή αντιμετώπιση της λειτουργίας των εισπρακτικών εταιριών

Η έως τώρα δικαστική αντιμετώπιση του θέματος των εισπρακτικών εταιριών κρίνεται ως θετική υπέρ των οφειλετών. Παρά το γεγονός πως δεν έχουν εκδοθεί και δημοσιευτεί στο νομικό τύπο παρά μόνο δύο δικαστικές αποφάσεις, απ’ αυτές εξάγονται ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα. Από αυτά φαίνεται πως η νομολογία ερμηνεύει το νόμο υπέρ των οφειλετών, αφουγκραζόμενοι έτσι οι δικαστές τις στρεβλώσεις που δημιουργούνται από την πρακτική εφαρμογή των όσων ορίζει ο νόμος. Η μία δικαστική απόφαση είναι η με αρ. 2887/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, δημοσ. σε ΕΕμπΔ 2010 σελ. 950, σε ΑΡΧΝ 2010 σελ. 525 και σε ΝοΒ 2011 σελ. 1828, και η δεύτερη η με αρ. 603/2012 του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, δημοσ. σε Nomos αρ. 576857.

Από τη μια, η με αρ. 2887/2010 απόφαση του Εφετείου της Αθήνας είναι πολύ σημαντική αφού λειτουργεί ως «απόφαση-πιλότος» για παρόμοιες περιπτώσεις, αφού τα όσα έκρινε αφορούν πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις που εκκρεμούν προς εκδίκαση σε πολλά Δικαστήρια της χώρας. Είναι πολύ σημαντική ακόμα εξαιτίας του ότι άλλαξε άρδην την πρωτοβάθμια κρίση (αρ. αποφ. 296/2009 Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών), η οποία ήταν σε βάρος του οφειλέτη.

Ο οφειλέτης στρεφόταν κατά της τράπεζας-δανειστή η οποία χορήγησε ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα στην εισπρακτική εταιρία η οποία τα επεξεργάστηκε και σε βάρος και της οποίας στρεφόταν. Ζητούσε να αποζημιωθεί λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, εξαιτίας των παράνομων συμπεριφορών των ως άνω. Μεμφόταν συγκεκριμένα την τράπεζα πως διαβίβασε στην εισπρακτική προσωπικά του στοιχεία, τα οποία είχε δώσει στην τράπεζα κατά τη διάρκεια κατάρτισης της σύμβασης δανείου, όπως δηλαδή το όνομά του, το επώνυμό του, το πατρώνυμό του, την ημερομηνία γέννησης, τον αριθμό τηλεφώνου του, τη διεύθυνση κατοικίας του, το επάγγελμά του καθώς και πληροφορίες περί δήθεν χρέους του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως η τράπεζα όφειλε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2472/1977 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δανείου), και στο άρθρο 11 παρ. 3 τού Ν. 2472/1977, κατά τον χρόνο πριν από τη διαβίβαση τους στην εισπρακτική εταιρία για τη μελλοντική ανακοίνωση των προσωπικών τού δεδομένων. Ο οφειλέτης στρεφόταν κατά της εισπρακτικής, γιατί αυτή με παράνομο τρόπο επεξεργάστηκε τα ως παραπάνω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία με παράνομο τρόπο είχε στη διάθεσή της μέσω της τράπεζας και τα καταχώρησε στο αρχείο της. Έπειτα τα στοιχεία αυτά τα, τα χρησιμοποίησε, μέσω του υπαλλήλου της, ο οποίος τηλεφώνησε στο σπίτι του οφειλέτη και αιφνιδιάζοντας τον, του ζητούσε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνον προσωπικών του δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας ημερομηνία γέννησης κλπ), δηλώνοντας του ότι τα είχε στην οθόνη του υπολογιστή του, μαζί με μία ανείσπρακτη οφειλή από δάνειο, χωρίς να τον ενημερώνει για την επωνυμία της εταιρίας εκ μέρους της οποίας τον καλούσε.

Η πρωτοβάθμια απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου έκρινε πως ο οφειλέτης δεν τήρησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αφού η τράπεζα κατάγγειλε τη σύμβαση του δανείου και εξαιτίας καθυστέρησης που παρουσίαζε ο δανειακός λογαριασμός του οφειλέτη, διαβίβασε τα προσωπικά δεδομένα του στην εισπρακτική με την εντολή, να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό της, ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής, στην εξώδικη είσπραξη της οφειλής του δανειολήπτη. Τα προσωπικά δεδομένα που η τράπεζα χορήγησε στην εισπρακτική ήταν το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, το επάγγελμα, τα τηλέφωνα επικοινωνίας, η στοιχεία ταυτότητας, η αιτία και το ποσό οφειλής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι τα προσωπικά αυτά δεδομένα δεν εμπίπτουν στα ευαίσθητα δεδομένα που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 2 παρ. β Ν. 2472/1997. Έτσι δέχθηκε πως η τράπεζα δεν είχε υποχρέωση να ενημερώνει τον ενάγοντα πριν από την διαβίβαση των δεδομένων όπως ορίζει το άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 2472/1997 και ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από εισπρακτική ως εκτελούσα την επεξεργασία στα πλαίσια τής σχέσης αντιπροσώπευσης, ήταν νόμιμη. Τέλος οι ενοχλήσεις της εισπρακτικής προς τον οφειλέτη για να πληρώσει την οφειλή του αποτελούσε νόμιμη άσκηση δικαιώματος τής τράπεζας, απορρέοντος από την δανειακή σύμβαση. Συνεπώς έκρινε πως η λειτουργία της εισπρακτικής ήταν σε όλα νόμιμη και πως ο οφειλέτης είχε άδικο να ζητά αποζημίωση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του.

Το Εφετείο δέχθηκε αρχικά πως ναι μεν δεν υφίστανται διαβίβαση «ευαίσθητων» προσωπικών δεδομένων», αφού ως τέτοια δεν είναι η διεύθυνση κατοικίας ή το τηλέφωνο επικοινωνίας ή το πατρώνυμο, αλλά αντίθετα είναι οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές πεποιθήσεις, η συνδικαλιστική δράση, οι ερωτικές προτιμήσεις. Αλλά ταυτόχρονα έκρινε πως ο νόμος και δη ο 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων και χωρίς την προηγουμένη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων. Για να τεκμηριώσει την κρίση του αυτή το Δικαστήριο επικαλέστηκε την εισηγητική έκθεση του Ν. 2472/1997, δημοσ. σε ΝοΒ 1997 σελ. 505.

Το Εφετείο έκρινε ακόμα πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δηλαδή η τράπεζα, οφείλει -μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους, δηλαδή την εισπρακτική- να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, δηλαδή τον οφειλέτη, ιδίως σχετικά με το σε ποιόν μεταβιβάζει τα προσωπικά δεδομένα. Η σχετική ενημέρωση από την τράπεζα πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από την μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στην εισπρακτική. Εξάλλου, η εισπρακτική, η οποία επεξεργάζεται και η ίδια τα προσωπικά δεδομένα, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με τον οφειλέτη να τον ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για τον σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων. Το Δικαστήριο επικαλέστηκε προς τεκμηρίωση της κρίσης του και τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Το Εφετείο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του δανειολήπτη –πλην αυτού για «ευαίσθητα» προσωπικά δεδομένα- και συνεπώς έκρινε πως η τράπεζα και η εισπρακτική δεν μπόρεσαν να αποδείξουν πως ενημέρωσαν για τη μεταβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη. Έκρινε συνεπώς πως η μη ενημέρωση του οφειλέτη τον πρόσβαλε ως προσωπικότητα και άρα πως έπρεπε, τράπεζα και εισπρακτική, να τον αποζημιώσουν. Το γεγονός ότι η τράπεζα ισχυρίζεται συχνά πως ενημερώνει τον οφειλέτη, πριν την υπογραφή της δανειακής σύμβασης, για το ότι διατηρεί το δικαίωμα να επεξεργάζεται και να μεταβιβάζει τα προσωπικά του στοιχεία, δεν την απαλλάσσει σε καμία περίπτωση από την υποχρέωση να ενημερώνει τον δανειολήπτη για τη μεταβίβαση των προσωπικών του δεδομένων.

Από την άλλη, η με αρ. 603/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, στα πλαίσια δίκης για υπόθεση υπερχρεωμένων νοικοκυριών, είναι εξίσου πολύ σημαντική. Τούτο καθώς έκρινε πως η συμφωνία τράπεζας και εισπρακτικής για είσπραξη και όχι απλή ενημέρωση από την τελευταία είναι παράνομη. Έτσι το Ειρηνοδικείο Κορίνθου έκρινε πως η τράπεζα απαγορεύεται να εκχωρεί απαίτησή της σε βάρος του δανειολήπτη, δηλαδή τη δυνατότητα είσπραξης από την εισπρακτική, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 9 παρ. 4 εδ. β’ του Ν.3758/2009. Έτσι έκρινε πως απαγορεύεται η εκχώρηση από την τράπεζα ληξιπρόθεσμων οφειλών προς είσπραξη προς τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές. Κατά τον τρόπο αυτό θεώρησε πως τέτοιες εκχωρήσεις είναι άκυρες, ως αντιβαίνουσες στο Νόμο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο άρθρο 175 του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς το Ειρηνοδικείο έκρινε πως ο δανειολήπτης δεν έχει να συναλλαχθεί με την εισπρακτική. Δεν αλλάζει δηλαδή το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να καταβάλει, αφού εξακολουθεί να οφείλει στην τράπεζα και όχι στην εισπρακτική.

Συμπερασματικά, η ερμηνεία της νομοθεσίας από τα Δικαστήρια κινείται στην ορθή κατεύθυνση, δηλαδή στην προστασία των οφειλετών-δανειοληπτών. Ο οφειλέτης πρέπει να προστατεύεται από την Πολιτεία αφού είναι εκ της θέσης του ανίσχυρος έναντι των επιτελείων μιας τράπεζας ή μιας εισπρακτικής. Η προστασία βέβαια αυτή δεν αρκεί για τη ρύθμιση του χρέους του. Η δικαστική ρύθμιση της οφειλής του ιδιώτη δανειολήπτη επέρχεται μόνο μέσω των διατάξεων του Ν. 3869/2010 περί Υπερχρεωμένων Νοικοκυριών.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης