ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA
Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.
Τετάρτη 22 Μαΐου 2013
Η εσωτερική πολιτική της Θάτσερ, 1979-1990,
Δημοσίευση σε περιοδ. Ιστορικά Θέματα, τ. Μαϊου 2013, σσ. 10-23
Εισαγωγή
Η πολιτική ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ), της Ευρώπης αλλά και του ψυχροπολεμικού κόσμου, έχει σημαδευτεί από τη Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Hilda Thatcher) η οποία κυβέρνησε τη Βρετανία αδιάκοπα από το 1979 έως το 1990. Η Θάτσερ ως επικεφαλής των Συντηρητικών από το 1975, κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και εφάρμοσε μία ακραία φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Ταυτόχρονα ήρθε σε σύγκρουση με τους ισχυρούς θεσμούς της κοινωνικοοικονομικής ζωής του ΗΒ, όπως τα συνδικάτα. Παρότι ανέλαβε την ηγεσία της χώρας της σε καιρούς ύφεσης, κατάφερε να την οδηγήσει σε οικονομική άνοδο και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Βρετανών• ωστόσο όταν παρέδωσε την εξουσία το ΗΒ βρισκόταν ξανά σε ύφεση. Το σύνολο των πολιτικών της επιλογών, ιδίως στον οικονομικό τομέα, έχει μείνει γνωστό ως «θατσερισμός» και έχει από ένθερμους υποστηρικτές μέχρι φανατικούς πολέμιους. Το εάν μετά το 1990 το ΗΒ ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι το 1979 και το εάν η πολιτικής της Θάτσερ αξίζει να βρίσκει μιμητές παραμένουν ακόμα ερωτήματα.
Οι πολιτικοί θεσμοί στο Ηνωμένο Βασίλειο
Το πολίτευμα του ΗΒ είναι συνταγματική μοναρχία. Όργανα του πολιτεύματος είναι ο Βασιλιάς, η Βουλή των Κοινοτήτων, η Βουλή των Λόρδων και η Κυβέρνηση. Ο Βασιλιάς της Αγγλίας (από τις 2 Φεβρουαρίου 1952 η Ελισάβετ Β’) είναι κληρονομικός και ανεύθυνος. Σαν αρχηγός τη εκτελεστικής εξουσίας, διορίζει και παύει υπουργούς. Ταυτόχρονα είναι ο άλλος παράγοντας της νομοθετικής εξουσίας και το ανώτατο όργανο της δικαστικής. Επίσης είναι επικεφαλής της αγγλικανικής εκκλησίας και των ενόπλων δυνάμεων. Όμως, όλες οι πράξεις του Βασιλιά για να έχουν κύρος, πρέπει να υπογράφονται από τους αρμόδιους υπουργούς, που είναι και οι μόνοι υπεύθυνοι.
Το δεύτερο όργανο του πολιτεύματος είναι η Βουλή των Κοινοτήτων, με 650 μέλη. Εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία. Η Βουλή των Κοινοτήτων είναι νομοθετικό σώμα, αλλά στην ουσία αυτή συγκεντρώνει ολόκληρη την πολιτική εξουσία, γιατί οι υπουργοί πρέπει να είναι άνθρωποι που εμπνέουν σ’ αυτήν εμπιστοσύνη. Η Βουλή των Λόρδων είναι το δεύτερο σκέλος του νομοθετικού σώματος κι αποτελείται από ισόβια μέλη τιτλούχων, ευγενείς που φέρουν κληρονομικό τίτλο, ευγενείς δίχως κληρονομικό τίτλο και ανώτεροι κληρικοί (πρίγκηπες, ομότιμοι, επίσκοποι), που διορίζει ο Βασιλιάς. Η Βουλή των Λόρδων δεν είναι ισότιμη με τη Βουλή των Κοινοτήτων και δεν μπορεί ούτε να προτείνει, ούτε να τροποποιήσει φορολογικά νομοσχέδια. Η αρνητική της ψήφος μόνο αναβλητική είναι.
Οι υπουργοί διορίζονται από το Βασιλιά, αλλά για τις πράξεις τους λογοδοτούν στη Βουλή των Κοινοτήτων –κατά την αρχή τη κοινοβουλευτικής ευθύνης- και παραιτούνται αμέσως μόλις η Βουλή των Κοινοτήτων άρει την εμπιστοσύνη της. Επομένως οι υπουργοί ουσιαστικά ανήκουν στο συνασπισμό ή στο κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή. Της κυβέρνησης και των υπουργών τα πρωτεία κατέχει ο πρωθυπουργός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει γραπτό Σύνταγμα, αλλά συνταγματικές διατάξεις εθιμικού χαρακτήρα, πρακτικές πολιτικές συνήθειες («συνθήκες του πολιτεύματος»), που κατά καιρούς συμπληρώνονται από νομοθετικές πράξεις της Βουλής και αποφάσεις των δικαστηρίων (νομολογία) 1.
Η Θάτσερ πριν την πρωθυπουργία
Η Θάτσερ γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925, στο Γκράνθαμ του Λίνκοσαϊρ. Το πατρικό της επώνυμο ήταν Ρόμπερτς (Roberts), ενώ το «Θάτσερ» είναι το επώνυμο συζύγού της, ο οποίος ήταν πρόεδρος μιας εταιρείας πετρελαίου με τον οποίο και απέκτησε δίδυμα. Σπούδασε με υποτροφία στην Οξφόρδη Χημεία και έπειτα Νομική• σα δικηγόρος ασχολήθηκε με το φορολογικό δίκαιο ενώ από νωρίς ασχολήθηκε με την πολιτική. Εντάχθηκε στους Συντηρητικούς (Tories) το 1948 και εκλέχθηκε το 1959 για πρώτη φορά βουλευτής 2.
Την τετραετία 1970–1974 συμμετείχε στην κυβέρνηση του Χηθ (Edward Richard George Heath) ως υπουργός Παιδείας και Επιστημών. Χαρακτηριστική της πολιτικής της φιλοσοφίας ήταν η απόφασή της -στα πλαίσια της κυβερνητικής πολιτικής περί περικοπής δαπανών- να διακόψει τη δωρεάν χορήγηση γάλακτος στα δημοτικά σχολεία. Η αντίδραση των Εργατικών και του φίλα προσκείμενου σε αυτούς Τύπου ήταν τόσο σφοδρή που χαρακτήρισαν τη Θάτσερ «άρπαγα του γάλακτος» 3. Η Θάτσερ ως υπουργός κινήθηκε στα πλαίσια της περιοριστικής πολιτικής του υπουργού Οικονομικών Μπάρμπερ (Anthony Perrinott Lysberg Barber), προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική δυσπραγία του ΗΒ, την οποία επιβάρυνε αργότερα και η οξεία πετρελαϊκή κρίση. Η κυβέρνηση του Χηθ πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών το Νοέμβριο του 1972, οπότε και εγκατέλειψε τη μονεταριστική πολιτική 4.
Ύστερα από την ήττα των Συντηρητικών στις πρώτες εκλογές του Φεβρουαρίου 1974 και στις δεύτερες τον Οκτώβριο του ίδιου έτους τέθηκε θέμα ηγεσίας. Έχοντας αρχικά τον Χηθ και έπειτα τον υποστηριζόμενο από τον πρώτο συνυποψήφιό της Γουάτιλo (William Whitelaw), εκλέχθηκε πρόεδρος των Tories στις 11 Φεβρουαρίου 1975. Ύστερα από μια σφοδρή λεκτική επίθεση στην ΕΣΣΔ στις 19 Ιανουαρίου 1976 5 -ενώ ήταν σε πλήρη εξέλιξη η Ύφεση στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ- η σοβιετική εφημερίδα Krasnaya Zvezda την χαρακτήρισε «σιδερά κυρία».
Από το 1975 οι Εργατικοί ασκούσαν παρεμβατική οικονομική πολιτική, κρατικοποιώντας επιχειρήσεις και επιδιώκοντας συναινετικό κλίμα στις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα. Ωστόσο την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 20%, η παραγωγικότητα έμενε στάσιμη, το εμπορικό έλλειμμα μεγάλωνε και ταυτόχρονα τα συνδικάτα ζητούσαν περισσότερες αυξήσεις μισθών. Τον Ιούλιο του 1975 ο Εργατικός υπουργός Οικονομικών Χήλεϋ (Denis Winston Healey) έλαβε μέτρα μειώσεων μισθών και αυξήσεων φόρων. Ένα έτος αργότερα, η κυβέρνηση, προκειμένου να ενισχύσει την ήδη υπερτιμημένη στερλίνα (η ισοτιμία ήταν 1 στερλίνα προς 2,40 δολάρια), προσέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λαμβάνοντας δάνειο 3 δισ. δολαρίων την περίοδο 1977-1979. Στα πλαίσια αυτά οι Εργατικοί ενίσχυσαν τα αντιλαϊκά μέτρα αποπληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα η οικονομική κρίση εκτονώθηκε και ο πληθωρισμός κατήλθε στο 10%. Σε αυτό βοήθησαν κυρίως τα έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου στη Βόρεια θάλασσα, το οποίο φορολογούνταν με 90%. Παρόλα αυτά η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν ταπεινωτική για ένα έθνος που δέκα χρόνια πριν αποτελούσε αυτοκρατορία. Το 1978 ο πρωθυπουργός Κάλλαχαν (Leonard James Callaghan), παρότι η οικονομία παρουσίαζε σημάδια βελτίωσης και παρά το ότι οι Εργατικοί προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις δήλωσε πως δε θα προκήρυττε πρόωρες εκλογές. Η απόφασή του αυτή ήταν λανθασμένη, καθώς ο χειμώνας του 1978-1979 στιγματίστηκε από τις πολλές απεργίες στις μεταφορές και το δημόσιο• οι απεργίες και διαδηλώσεις αμαυρώθηκαν από βίαια επεισόδια. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε «ο χειμώνας της δυσαρέσκειας». Η Θάτσερ διαρκώς ασκούσε οξύτατη κριτική στους Εργατικούς για τους χειρισμούς τους στον οικονομικό τομέα 6.
Η πρώτη κυβέρνηση της Θάτσερ
Στις 28 Μαρτίου 1979, η Θάτσερ, κέρδισε για μία ψήφο την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Κάλλαχαν, έτσι επέβαλε τη διεξαγωγή εκλογών. Στις 3 Μαΐου 1979 οι Συντηρητικοί εξασφάλισαν μία καθαρή πλειοψηφία 339 εδρών (44%), έναντι 68 των Εργατικών (37%). Κατά την προεκλογική περίοδο η Θάτσερ επαγγελλόταν μείωση των κρατικών δαπανών και των φόρων, περιορισμό της επιρροής των συνδικάτων και στροφή στην οικονομία της αγοράς. Σε όλους τους οικονομικούς δείκτες η χώρα ήταν πιο κάτω από άμεσους ανταγωνιστές όπως η Δυτική Γερμανία, η Γαλλία ή η Ιαπωνία. Η Βρετανία είχε την κακή φήμη του, διαιρεμένου και μαστιζόμενου από απεργίες, ασθενή της Ευρώπης. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι των Tories επέστρεψαν στο φυσικό τους χώρο, μετά τις δυσκολίες των χρόνων του Χηθ και, το σημαντικότερο, ακόμα περισσότεροι ψηφοφόροι των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης ήταν έτοιμοι να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στις πολιτικές προτάσεις της Δεξιάς (οι Tories χαρακτηρίζονταν ως κόμμα εθνικό και όχι ταξικό όπως οι Εργατικοί) 7.
Με την ανάληψη των καθηκόντων της η Θάτσερ επεδίωξε να γίνει το ΗΒ περισσότερο ανταγωνιστικό. Τόσο η Θάτσερ όσο και ο υπουργός Οικονομικών Χάου (Geofffrey Howe) έθεσαν ως στόχο τον περιορισμό του πληθωρισμού. Έτσι αυξήθηκαν τα επιτόκια, καταργήθηκαν οι μισθολογικοί περιορισμοί, παρά τον κίνδυνο για αύξηση του πληθωρισμού και μείωσαν την άμεση φορολογία, αυξάνοντας ταυτόχρονα το ΦΠΑ σε 15%. Ταυτόχρονα μείωσαν σημαντικά τις κρατικές δαπάνες, ιδίως στην κοινωνική πολιτική και δη στους κλάδους της εκπαίδευσης και της στέγασης 8. Επιπλέον κατήργησαν τους συναλλαγματικούς περιορισμούς, προκειμένου μεγάλα κεφάλαια να επενδυθούν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα στο εξωτερικό, σε βάρος βέβαια της αποταμίευσης 9. Οι πολιτικές αυτές, ιδίως η αύξηση του ΦΠΑ και η κατάργηση των μισθολογικών περιορισμών, σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγής του πετρελαίου στη Βόρεια θάλασσα είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της αξίας της στερλίνας σε υψηλά επίπεδα. Το γεγονός αυτό έπληξε ιδιαίτερα τον κατασκευαστικό κλάδο (μείωση 30% από το 1979 στο 1983) και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1981, οδήγησαν βαθύτερη ύφεση 10.
Η ανεργία διπλασιάστηκε το 1983 -3,6 εκατομμύρια Βρετανοί λάμβαναν επίδομα ανεργίας- σε σχέση με το 1979 11. Το ΑΕΠ μειωνόταν συνεχώς από το 1979 έως το 1982. Αρκετοί Συντηρητικοί, μεταξύ των οποίων και ο Χηθ, αλλά και κορυφαίοι οικονομολόγοι 12 πίεζαν για αλλαγή πολιτικής. Η Θάτσερ δήλωσε πως δεν πρόκειται να κάνει στροφή 180 μοιρών, όπως συνέβη το 1972-1974 13 και αυτό φάνηκε από τον προϋπολογισμό του 1981 -αυξήθηκαν οι φόροι για να καλυφθούν οι αυξημένες κρατικές δαπάνες λόγω της ανεργίας- αλλά και από τη σύγκρουσή της και την αποπομπή τελικά των υπουργών της Κάρινγκτον και Άτκινς (Peter Alexander Rupert Carrington και Humphrey Edward Gregory Atkins), τους οποίους χαρακτήρισε «βρεγμένους».
Η οικονομική κρίση οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις, αρχικά στο Μπρίστολ το 1980 και την επόμενη χρονιά σε αναταραχές με διαδηλώσεις εργαζομένων και νεολαίας στο Μπρίξτον του Λονδίνου, και στις βιομηχανικές πόλεις Μπέρμινχαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ. Η Θάτσερ αντέδρασε δυναμικά και κατέστειλε με την Αστυνομία τις ταραχές 14. Ταυτόχρονα απέρριπτε τις αιτιάσεις πως οι ταραχές προέρχονταν από την αυξημένη ανεργία 15 και τις απέδιδε σε φυλετικές διακρίσεις, ελλιπή αστυνόμευση και απογοήτευση της νεολαίας 16.
Η Θάτσερ την ίδια χρονική περίοδο επιχείρησε προσεκτικά να περιορίσει τη δύναμη των συνδικάτων. Πίστευε πως τα συνδικάτα ήταν τόσο δυνατά, που μπορούσαν να επηρεάζουν την ψήφιση των νόμων και την οικονομική ανάκαμψη 17. Έτσι το 1980 περιόρισε και το 1982 απαγόρευσε τις διαδηλώσεις συνδικάτων εκτός του εργασιακού τους χώρου και καθιέρωσε τη μυστική ψηφοφορία στις συνδικαλιστικές εκλογές. Τα μέτρα είχαν επιτυχία, αφού μειώθηκαν τα μέλη των συνδικάτων και ο αριθμός των απεργιών, παρά τα δυσάρεστα οικονομικά μέτρα 18.
Το 1983 η οικονομική πολιτική άρχισε να αποδίδει. Ο πληθωρισμός μειώθηκε από το 18% στο 8,6% και μέχρι το τέλος του έτους σε 5%. Η μεγάλη άνοδος της ανεργίας σταμάτησε, αλλά δε μειωνόταν 19. Η οικονομία φαινόταν πως άλλαζε κατεύθυνση από το δευτερογενή στον τριτογενή τομέα, γεγονός που δικαιολογούσε το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο πάντως μειώθηκε 20. Ακόμα και τα δημοσιονομικά βελτιώθηκαν ύστερα από τις περικοπές των δημόσιων δαπανών. Την ανάκαμψη βοήθησαν και τα έσοδα από το πετρέλαιο τη Βόρειας θάλασσας και τις ιδιωτικοποιήσεις, ιδίως κοινοτικών κατοικιών, που είχαν ξεκινήσει. Οι Βρετανοί μπόρεσαν έτσι να αποκτήσουν ατομική ιδιοκτησία, γεγονός που προέβαλαν έντονα οι Tories.
Παρά το ότι ο προϋπολογισμός του 1983 περιείχε δυσμενή οικονομικά μέτρα για τους πολίτες, ο συνδυασμός της κομματικής διάσπασης των Εργατικών και των επιτυχιών στην εξωτερική πολιτική -ιδίως στα Φώκλαντ 21- επέτρεψαν στη Θάτσερ να θεωρήσει τη συγκυρία ευνοϊκή. Όντως έτσι ήταν αφού παρά το ότι το 1980 η δημοφιλία της είχε πέσει στο 23% (το χαμηλότερο ποσοστό για πρωθυπουργό), τους χειρισμούς της στον πόλεμο των Φώκλαντ επέκρινε το 82%. Υπό αυτό το πρίσμα, αποφάσισε να προκηρύξει εκλογές.
Η δεύτερη κυβέρνηση Θάτσερ
Στις εκλογές της 9ης Ιουλίου 1983 οι Συντηρητικοί εξέλεξαν 387 έδρες με 42%, οι Εργατικοί 209 με 28% και η συμμαχία SDP (προήλθε από τη διάσπαση των Εργατικών)– Φιλελευθέρων 23 έδρες με το 25% των ψήφων. Το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας είναι μονοεδρικό πλειοψηφικό. Το τελευταίο δρα ως καταλύτης παλαιών και νέων κομμάτων, ως επιταχυντής του ισχυρού καινούριου κόμματος και ταυτόχρονα επιβραδυντής του ανίσχυρου. Έτσι το εκλογικό σύστημα δεν ευνοεί την ύπαρξη τρίτου κόμματος, προς χάρη του δικομματισμού 22.
Η Θάτσερ συνέχισε την από το 1979 πολιτική της, ενισχυμένη πολλαπλά από την εκλογική νίκη. Σε συνεργασία με το νέο υπουργό Οικονομικών Λώσον (Nigel Lawson) προχώρησε σημαντικά τις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιριών. Αυτές είχαν ξεκινήσει πριν τις εκλογές του 1983, με την εταιρία National Freight Company που πουλήθηκε στους εργαζομένους της• το αντίκτυπο στην κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα θετικό. Ακολούθησαν οι British Aerospace και Cable & Wireless. Οι αποκρατικοποιήσεις αυτές είχαν να κάνουν με κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις και είχαν σκοπό την άμεση πώλησή τους προκειμένου να μειωθούν τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Κατά τη δεύτερη κυβέρνηση της Θάτσερ, οι ιδιωτικοποιήσεις αφορούσαν μεγάλες κρατικές εταιρίες που αποτελούσαν συχνά μονοπώλιο, όπως η British Telecom στις τηλεπικοινωνίες, η British Gas στο φυσικό αέριο. Ιδιωτικοποιήθηκε ακόμα η αυτοκινητοβιομηχανία Jaguar, η εταιρία πετρελαιοειδών Britoil και το εναπομείναν μερίδιο του δημοσίου στις Cable & Wireless και British Aerospace 23. Για να αντισταθμιστεί η έλλειψη ανταγωνισμού, η κυβέρνηση ίδρυσε ρυθμιστικές αρχές. Οι αποκρατικοποιήσεις γινόντουσαν μέσω της πώλησης των μετοχών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και έτσι αρκετοί μικροεπενδυτές απέκτησαν μετοχές, σε σημείο που να γίνεται λόγος για «λαϊκό καπιταλισμό» 24. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν οι πωλήσεις κοινοτικών κατοικιών. Η κυβέρνηση αποκόμισε συνολικά από τις ιδιωτικοποιήσεις των εταιριών 29 δισ. λίρες και από τις κατοικίες 18 δισ.• μόνο το 1986 κέρδισε 4,4 δισ. από την πώληση της British Telecom και της British Airways 25.
Συνεχίστηκαν επίσης οι περικοπές στον προϋπολογισμό. Μειώθηκαν σημαντικά οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις (οδικοί άξονες, σιδηρόδρομοι, ύδρευση), αλλά σε μικρότερο βαθμό οι κοινωνικές παροχές που αφορούσαν και τη μεσαία τάξη, όπως η δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη (αυξήθηκαν ωστόσο οι χρεώσεις των λοιπών υπηρεσιών υγείας), οι φορολογικές ελαφρύνσεις για ενυπόθηκα δάνεια και οι υποτροφίες για πανεπιστημιακές σπουδές.
Μια σημαντική ενέργεια ήταν η κατάργηση το 1986 μίας δαπανηρής και υπό τον έλεγχο των Εργατικών βαθμίδας τοπικής αυτοδιοίκησης, των μητροπολιτικών συμβουλίων. Οι αρμοδιότητές τους μεταφέρθηκαν στα τοπικά συμβούλια των δήμων ενώ πολεοδομικά θέματα για μεγάλα έργα μεταφέρθηκαν στον υπουργό Περιβάλλοντος. Οι Εργατικοί και ιδίως ο ριζοσπάστης επικεφαλής του συμβουλίου του Λονδίνου Λίβινγκστον (Ken Livingston) αντέδρασαν έντονα στην πολιτική αυτή. Ωστόσο οι πολίτες ήταν υπέρ της Θάτσερ αφού η εξοικονόμηση στον κρατικό προϋπολογισμό ανήλθε σε 10 εκατομμύρια λίρες 26.
Το 1984 μέσω του νόμου περί Εργατικών Σωματείων τα συνδικάτα δέχτηκαν άλλο ένα πλήγμα. Οι ανθρακωρύχοι κυρίως αντέδρασαν έντονα, αφού η κυβέρνηση επιθυμούσε να ιδιωτικοποιήσει τα κερδοφόρα ορυχεία και να κλείσει τα ζημιογόνα. Κατήλθαν σε δωδεκάμηνη απεργία από το Μάρτιο του 1984. Τα ⅔ των εργαζομένων συμμετείχαν στην απεργία. Η απεργία αποδείχθηκε επιζήμια για το σύνολο της βρετανικής οικονομίας. Το κόστος της αποτιμήθηκε σε 1,5 δισ. λίρες και σε αυτήν αποδόθηκε η διολίσθηση της λίρας έναντι του δολαρίου. Η Θάτσερ δεν υποχώρησε στα αιτήματα των ανθρακωρύχων, όπως ο Χηθ σε μικρότερης κλίμακας απεργίες το 1974. Μπόρεσε να περιορίσει τις επιπτώσεις της απεργίας μέσω των υψηλών αποθεμάτων καυσίμων που φρόντισε πρότερα να δημιουργήσει. Για να πλήξει τους απεργούς δε δίστασε να χρησιμοποιήσει την αστυνομία, η οποία συγκρούστηκε έντονα με τους απεργούς και τέλος εκμεταλλεύτηκε τη διάσπαση στο συνδικάτα των ανθρακωρύχων 27. Η απεργία έληξε με άδοξο τρόπο για τα συνδικάτα, αφού τελικά η κυβέρνηση έκλεισε 25 ορυχεία σε όλη τη χώρα, αντί των 20 που αρχικά σχεδίαζε (έως το 1992 έκλεισαν 97 ορυχεία σε σύνολο 174 λειτουργούντων το 1984). Η Θάτσερ βγήκε σημαντικά ενισχυμένη από τη σύγκρουση με τα συνδικάτα, τα οποία έκτοτε δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν προσκόμματα στην οικονομική πολιτική τους. Ωστόσο η ίδια γνώριζε ποια ήταν τα όρια και οι αντοχές των πολιτών, αφού σε αντίστοιχο κρίσιμο θέμα, όπως την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων (British Rail), υποχώρησε 28.
Η δεύτερη κυβέρνηση της Θάτσερ αντιμετώπισε προβλήματα, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, που έμειναν γνωστά ως «μπανανόφλουδες». Το 1986 επέτρεψε στις Η.Π.Α. να βομβαρδίσουν από βρετανικές βάσεις τη Λιβύη, κίνηση που αποδοκίμαζε το 70% των πολιτών. Ακόμα, την ίδια χρονιά, η πώληση ελικοπτέρων Westland από αμερικανική εταιρία στη Βρετανία δίχασε το υπουργικό συμβούλιο και δύο υπουργοί, μεταξύ των οποίων ο διαφαινόμενος διάδοχός της Χέζελτάιν (Michael Heseltine) παραιτήθηκαν. Ωστόσο η Θάτσερ προβάλλοντας τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ΕΟΚ, τη σταδιακή μείωση της ανεργίας και της φορολογίας μετά το 1986, την επιτυχημένη στροφή της οικονομίας στις υπηρεσίες και σε συνδυασμό με τις διαφωνίες ταλάνιζαν τις συνιστώστες των Εργατικών, προκήρυξε εκλογές για τον Ιούνιο του 1987 29.
H τρίτη κυβέρνηση και η πτώση της Θάτσερ
Στις εκλογές της 11ης Ιουνίου 1987 οι Συντηρητικοί έλαβαν 44,2% και 376 έδρες έναντι 30,8% και 229 εδρών των εργατικών και 22,6% και 22 εδρών των Φιλελευθέρων-Σοσιαλδημοκρατικών. Η Θάτσερ ήταν η μακροβιότερη πρωθυπουργός του ΗΒ, ύστερα από τον Λόρδο Λίβερπουλ (Robert Banks Jenkinson, 2nd λόρδος του Liverpool) το 1812-1827, και η μοναδική που κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, ύστερα από τον Πάλμερστον (Henry John Temple, 3ος υποκόμης του Palmerston) το 1865. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόνο ο Γερμανός καγκελάριος Κολ (Helmut Josef Michael Kohl) την ξεπέρασε ως μακροβιότερος εκλεγμένος ηγέτης τον 20ο αιώνα. Στην τρίτη θητεία της ασχολήθηκε και με θέματα που δεν απασχόλησαν τις κυβερνήσεις της τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως με τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Στην ατζέντα της περιβαλλοντικής πολιτικής της ήταν η τρύπα του όζοντος, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η όξινη βροχή κλπ.
Στον οικονομικό τομέα, αμέσως μετά τις εκλογές συνεχίστηκαν οι αποκρατικοποιήσεις εταιριών με τη British Steel, την British Petroleum, την Rolls Royce και την ίδια στιγμή τα έσοδα από το πετρέλαιο παρέμεναν σταθερά. Το 1989 ιδιωτικοποιήθηκαν μερικά και 10 εταιρίες ύδρευσης σε Αγγλία και Ουαλία (Regional Water Authorities, RWAs). Ο πληθωρισμός to 1987 έπεσε στο χαμηλότερο της δεκαετίας 4,7% και οι άνεργοι, που ανήλθαν στο μέγιστο 3,26 εκατομμύρια, μειώνονταν κάτω από 3 εκατομμύρια το 1987, κάτω από 2 εκ. στις αρχές του 1989 και σε 1,6 εκ. στο τέλος του 1989. Το ΑΕΠ του ΗΒ είχε ανέβει κατά 26,8% από το 1979 έως το 1989, παραπάνω δηλαδή από το μέσο όρο της ΕΟΚ (24,3%). Η κυβέρνηση προχώρησε σε περαιτέρω περικοπές φόρων και σε νέα αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος, επιβάλλοντας μυστική ψηφοφορία μεταξύ των μελών των συνδικάτων πριν αναληφθεί απεργιακή δράση. Τέλος, το 1987 τα ⅔ των Βρετανών είχαν δικό τους σπίτι και η Βρετανία ήταν πρότυπο για τις χώρες που ήθελαν να εφαρμόσουν πολιτική περικοπής δαπανών, περιορισμού της κρατικής παρέμβασης και εμπιστοσύνης στην οικονομία της αγοράς 30.
Από το 1989 όμως το κλίμα αλλάζει. Το βρετανικό θαύμα αρχίζει να χάνει τη λάμψη του. Οι αποκρατικοποιήσεις οδήγησαν σε πώληση των κρατικών επιχειρήσεων σε τιμές κάτω των πραγματικών, ενώ άλλες πολυδάπανες κρατικές εταιρίες, όπως οι σιδηρόδρομοι και τα ορυχεία επιβάρυναν την οικονομία. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να φθίνει. Οι μεταρρυθμίσεις σε παιδεία και υγεία δεν ενίσχυαν τη λαϊκή ευημερία• αντίθετα οι αυξανόμενες χρεώσεις στις υπηρεσίες υγείας και στα δίδακτρα των πανεπιστημίων πίεζαν τα εισοδήματα και της μεσαίας τάξης. Στο τέλος της δεκαετίας τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο ήταν υψηλά (20 δισ. στερλίνες) αφού η εγχώρια βιομηχανία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το εμπορικό έλλειμμα, αυξήθηκαν τα επιτόκια στο 15%, αλλά αυτό οδήγησε σε κάμψη των επενδύσεων και άνοδο του πληθωρισμού στο 7% το 1989 και σε 10% το 1990, όσο δηλαδή και όταν εκλέχθηκε η Θάτσερ πρωθυπουργός. Ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε κάτω από το 3%. Η ανεργία είχε όντως μειωθεί, υπήρχαν ωστόσο 1,5 εκ. άνεργοι. Η Θάτσερ προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα αντικατέστησε τον Λώσον με τον Μέιτζορ (John Major) τον Οκτώβριο του 1989 31.
Το σημαντικότερο πλήγμα στην κυβέρνηση επέφερε η καθιέρωση του φόρου κοινοτήτων, ένα είδος κεφαλικού φόρου. Οι Συντηρητικοί επιθυμούσαν την αντικατάσταση της φορολόγησης ακινήτων ως βαριά, την οποία είχαν εξαγγείλει από τις εκλογές του 1987. Το 1988 η Θάτσερ καθιέρωσε αντί της φορολόγησης των ακινήτων υπέρ των τοπικών κοινοτήτων, την αυτοτελή φορολογία κάθε ενήλικου φυσικού προσώπου και έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή στις επιχειρήσεις (ο νόμος ίσχυσε για το οικονομικό έτος 1988-1989 στη Σκωτία και το 1989-1990 σε Αγγλία και Ουαλία, δεν ίσχυσε καθόλου στη Β.Ιρλανδία). Ο φόρος ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις, αφού όσο μεγαλύτερη μια οικογένεια, τόσο περισσότερος ο φόρος, ανεξάρτητα από την αξία της κατοικίας τους. Συνεπώς η φορολόγηση έπληξε ιδίως τα χαμηλά εισοδήματα και δημιουργήθηκε ένα κίνημα «δεν πληρώνω». Ταυτόχρονα διοργανώθηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις, με σημαντικότερη αυτή στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, στις 31 Μαρτίου 1990, με τη συμμετοχή 400.000 διαδηλωτών και 400 συλλήψεις 32.
Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι Εργατικοί -μεμονωμένα βουλευτές στήριξαν το κίνημα «δεν πληρώνω», αλλά αυτό δεν υιοθετήθηκε επίσημα από το κόμμα- οι οποίοι ξεπέρασαν το Σεπτέμβριο του 1990 κατά 14% τους Συντηρητικούς στις δημοσκοπήσεις. Ο Μέιτζορ προκειμένου να προετοιμάσει την ακύρωση και αντικατάσταση του φόρου (καταργήθηκε το 1992) αύξησε το ΦΠΑ από 15% σε 17,5%. Οι Συντηρητικοί, παρότι διαφωνούσαν με το φόρο των κοινοτήτων, γνώριζαν πως η Θάτσερ δε θα μπορούσε να αποσύρει το νόμο. Έτσι βρέθηκε απομονωμένη στο κόμμα της, ακόμα και ο Χάου, ο μόνος υπουργός της κυβέρνησης του 1979 που παρέμενε σε υπηρεσία, παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 1990. Ο Χεζελτάιν έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία των Tories και παρά το ότι η Θάτσερ τον νίκησε στην πρώτη ψηφοφορία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τους ψήφους που δε θα οδηγούσαν σε δεύτερο γύρο. Τα μέλη της κυβέρνησης την πίεσαν να παραιτηθεί και έτσι έπραξε στις 22 Νοεμβρίου 1990, προτείνοντας ως διάδοχό της τον Μέιτζορ ο οποίος εξελέγη στις 28 Νοεμβρίου πρόεδρος του κόμματος και πρωθυπουργός 33.
Συμπεράσματα
Για τους υποστηρικτές της, με την εσωτερική πολιτική της η Θάτσερ ήταν η «σωτήρας» της βρετανικής οικονομίας. Υποστηρίζουν ότι η Θάτσερ απελευθέρωσε την οικονομία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και την εργατική τάξη από το καπέλωμα των συνδικάτων. Βελτίωσε σε σημαντικό βαθμό τα δημοσιονομικά, την ανταγωνιστικότητα του ΗΒ και τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Συνέβαλε επίσης στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και στη στροφή της οικονομίας από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες. Αντίθετα οι αντίπαλοί της θεωρούν την πολιτική της προπομπό του νεοφιλελευθερισμού. Την κατηγορούν για την αποβιομηχάνιση ολόκληρων περιοχών, για συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και καταναλωτική έξαρση, που οδήγησε στη δημιουργία της «κοινωνίας των δύο τρίτων». Θεωρούν τέλος πως τα οικονομικά επιτεύγματά της ήταν αποτελέσματα και άλλων θετικών συγκυριών, όπως η λογική πορεία προς την ανάκαμψη ύστερα από την ύφεση του 1980-1981, η εκμετάλλευση του πετρελαίου της Βόρειας θάλασσας και οι αποκρατικοποιήσεις, με τα έσοδα από τις οποίες μπόρεσε να παρουσιάσει ισοσκελισμένους και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς.
Το γεγονός πως την πολιτική της συνέχισαν, όχι μόνο οι Συντηρητικοί του Μέιτζορ από το 1990 έως το 1997 αλλά και οι Εργατικοί, με τον «τρίτο δρόμο» του Μπλερ (Anthony Charles Lynton Blair), δείχνει πως οι Βρετανοί εμπιστεύτηκαν το θατσερισμό. Άλλωστε σε παγκόσμιο επίπεδο το μείγμα πολιτικής της θεωρείται ως μέθοδος αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων. Τούτο δείχνει πως η πολιτική σκέψη της Θάτσερ παραμένει και σήμερα επίκαιρη. Ωστόσο όπως και τη δεκαετία του ’80 έτσι και σήμερα οι πολέμιοι των πολιτικών αυτών, θεωρούν το θατσερισμό ως πηγή προβλημάτων και όχι ως λύση.
Υποσημειώσεις:
1 Αρ. Μάνεσης, Πολιτική Ιστορία και σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003, κεφ. Ζ’.
2 Cl.Beckett, Margaret Thatcher, εκδ. Haus Publishing, Λονδίνο, 2006, σ. 20 επ.
3 Ν.Wapshott, Ronald Reagan and Margaret Thatcher: A Political Marriage, εκδ. Sentinel, 2007, σ. 76
4 J.Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991, πολιτική ιστορία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002, σ.σ 144-146
5 Ίδρυμα Μάργκαρετ Θάτσερ, λόγος «Speech at Kensington Town Hall (Britain Awake/The Iron Lady)», δελτίο τύπου 42/76
6 Ant.Seldon (επ.), New Labour, Old Labour: The Wilson and Callaghan Governments 1974–79, εκδ. Routledge, Λονδίνο, 2004. σσ. 55-123
7 Young, σ. 251
8 Η Θάτσερ ήταν η πρώτη πρωθυπουργός που δεν αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Στον τομέα της στέγασης, επέλεξε την εκποίηση του κοινοτικών κατοικιών (counsil housing, αντίστοιχος θεσμός με την Εργατική Κατοικία στην Ελλάδα).
9 Για τη στροφή αυτή η Θάτσερ κατηγορήθηκε από μερίδα ιστορικών, πως «μετέτρεψε ένα έθνος αποταμιευτών σε κερδοσκόπους», βλ. P.Calvocoressi, Διεθνής Πολιτική. 1945-2000, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα, 2004, σ. 355
10 R.Middleton, Government versus the Market: The Growth of the Public Sector, Economic Management and British economic performance, c. 1890-1979, εκδ. Cheltenham-Edward Elgar, 1996, σ. 627.
11 Ε.Α.Reitan, The Thatcher Revolution: Margaret Thatcher, John Major, Tony Blair, and the Transformation of Modern Britain, 1979–2001. εκδ. Rowman & Littlefield, Λονδίνο, 2003, σ. 30.
12 Ανοικτή επιστολή στους Times, φύλλο 23ης Μαρτίου 1981.
13 Ίδρυμα Μάργκαρετ Θάτσερ, λόγος «Speech to Conservative Party Conference (the lady's not for turning)», CCOPR 735/80
14 Μ.Dresser, & Ρ.Fleming, Bristol: Ethnic Minorities and the City 1000-2001. εκδ. Victoria County History. Chichester: Phillimore and Company. 2007, σσ. 146–149
15 Ο υπουργός Εργασίας Τέμπιτ, δήλωσε πως ο άνεργος πατέρας του τη δεκαετία του ’30 έπαιρνε το ποδήλατό του και έψαχνε για δουλειά μέχρι να βρει, δεν ήταν ταραχοποιός.
Βλ. σε Norman Tebbit, Britain's Future: A Conservative Vision, εκδ. Conservative Political Centre, 1985.
16 L.Scarman, The Scarman Report: The Brixton Disorders, 10–12 April 1981 , εκδ. Penguin Books, Λονδίνο, 1982.
17 Μ.Thatcher,. The Downing Street Years., εκδ. HarperCollins, Λονδίνο, 1993, σσ. 97, 339
18 Young, σ. 255
19 R.Middleton, σ. 630
20 St.Wilks, Conservative Governments and the Economy, 1979-97, δημοσ. σε Political Studies, τ. 45, αρ. 4, Σεπτέμβριος 1997.
21 Εμ.Εμμανουηλίδης, Οι διεθνείς αντιδράσεις για τον πόλεμο των Φώκλαντ. Η στήριξη της Θάτσερ από τις ΗΠΑ. δημοσ. σε Ιστορικά Θέματα, τ. 10, Οκτώβριος 2012.
22 Μάνεσης, κεφ. Ζ’
23 R.Seymour, A short history of privatisation in the UK: 1979-2012, εφημ. The Guardian, φύλλο 29ης Μαρτίου 2012.
24 J.Redwood, Popular Capitalism, εκδ. Routledge, Λονδίνο, 1988. σ. 114
25 Α. Marr, A History of Modern Britain, εκδ. Pan, Λονδίνο, 2007, σ. 428
26 J.Thomas, Thatcher vs. «Red Ken», εφημ. New York Times, φύλλο 2ης Αυγούστου 1984.
27 Marr, σ. 411
28 Την ιδιωτικοποίηση πραγματοποίησε ο διάδοχός της Μέτζορ (John Major) το 1994. Βλ. Ο.π., σ. 495
29 Young, σ. 260
30 R.Middleton, σ. 627-628 επ.
31 Ο.π.
32 Α.Adonis, D.Butler, T.Travers, Failure in British government: the politics of the poll tax, εκδ. Oxford University Press, Οξφόρδη, 1994.
33 Young, σσ. 262-264
Πηγές:
• Ίδρυμα Μάργκαρετ Θάτσερ.
• Εφημερίδες Τimes, Guardian, New York Times
• Αρ. Μάνεσης, Πολιτική Ιστορία και σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.
• Εμ.Εμμανουηλίδης, Οι διεθνείς αντιδράσεις για τον πόλεμο των Φώκλαντ. Η στήριξη της Θάτσερ από τις ΗΠΑ. δημοσ. σε Ιστορικά Θέματα, τ. 10, Οκτώβριος 2012.
• J.Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991, πολιτική ιστορία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002.
• Α.Adonis, D.Butler, T.Travers, Failure in British government: the politics of the poll tax, εκδ. Oxford University Press, Οξφόρδη, 1994.
• Cl.Beckett, Margaret Thatcher, εκδ. Haus Publishing, Λονδίνο, 2006
• Ant.Seldon (επ.), New Labour, Old Labour: The Wilson and Callaghan Governments 1974–79, εκδ. Routledge, Λονδίνο, 2004.
• P.Calvocoressi, Διεθνής Πολιτική. 1945-2000, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα, 2004.
• Α. Marr, A History of Modern Britain, εκδ. Pan, Λονδίνο, 2007.
• R.Middleton, Government versus the Market: The Growth of the Public Sector, Economic Management and British economic performance, c. 1890-1979, εκδ. Cheltenham-Edward Elgar, 1996.
• Μ.Dresser, & Ρ.Fleming, Bristol: Ethnic Minorities and the City 1000-2001, εκδ. Victoria County History. Chichester: Phillimore and Company. 2007.
• J.Redwood, Popular Capitalism, εκδ. Routledge, Λονδίνο, 1988.
• Ε.Α.Reitan, The Thatcher Revolution: Margaret Thatcher, John Major, Tony Blair, and the Transformation of Modern Britain, 1979–2001. εκδ. Rowman & Littlefield, Λονδίνο, 2003.
• L.Scarman, The Scarman Report: The Brixton Disorders, 10–12 April 1981 , εκδ. Penguin Books, Λονδίνο, 1982.
• Norman Tebbit, Britain's Future: A Conservative Vision, εκδ. Conservative Political Centre, 1985.
• Μ.Thatcher, The Downing Street Years, εκδ. HarperCollins, Λονδίνο, 1993.
• Ν.Wapshott, Ronald Reagan and Margaret Thatcher: A Political Marriage, εκδ. Sentinel, 2007.
• St.Wilks, Conservative Governments and the Economy, 1979-97, δημοσ. σε Political Studies, τ. 45, αρ. 4, Σεπτέμβριος 1997.
J' accuse...
Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..
Δικαιοσύνη
Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.
Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης