ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Οι πρώτοι μήνες του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 μέσα από την καθημερινότητα των ανώνυμων ηρώων.

Για την ελληνική συμμετοχή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά. Η βιβλιογραφία παρέχει πλούσιο υλικό για τα συμβάντα της επίθεσης των Ιταλών σε βάρος της Ελλάδας, της ελληνικής αντεπίθεσης, των νικών αλλά και τέλος της ήττας της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Όσο σημαντική όμως είναι η αφήγηση των μαχών, η στάση των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων, τα αίτια και οι αφορμές, η «επίσημη» δηλαδή ιστορία, άλλο τόσο σπουδαία είναι η ανάγνωση των μαρτυριών της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων που έζησαν και πολέμησαν στα βουνά της Ηπείρου το 1940-1941. Στα πλαίσια αυτά οι μαρτυρίες των Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών, των γυναικών στα μετόπισθεν, των ανθρώπων που συνέχισαν την καθημερινή ζωή τους στην εμπόλεμη Ελλάδα και των απόδημων Ελλήνων, παρότι διακρίνονται για το υποκειμενικό τους στοιχείο[1], αποτελούν το υλικό ώστε να αντιληφθούμε τη σημασία της αντίστασης και των επιτυχιών της Ελλάδας σε βάρος της Ιταλίας.

Στην Αθήνα, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο κόσμος βγήκε στους δρόμους να διαδηλώσει, φωνάζοντας «δώστε μας όπλα να πολεμήσουμε» και «όλοι θέλουμε να πολεμήσουμε». Σε ολόκληρη τη χώρα οι αντιδράσεις των Ελλήνων ήταν χαρακτηριστικές της κοινής επιθυμίας να αμυνθούν και δε θύμιζαν πόλεμο αλλά πανηγύρι[2]. Ο Κρητικός φαντάρος Δημήτρης Μιχελίδης αυθημερόν με την κήρυξη του πολέμου ανέφερε για το ακμαίο ηθικό των Ελλήνων που πήγαιναν στα σημεία επιστράτευσης: «πρόβαλαν και κατηφόριζαν στο δρόμο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα επιβάτες που έμοιαζαν σαν εύθυμοι πανηγυριώτες κι όπως φτάσανε κοντά μας, φώναξαν όλοι μαζί: Ζήτω ο στρατός, Ζήτω ο πόλεμος. Κάτω η φασιστική Ιταλία». Η κήρυξη του πολέμου αντιμετωπίστηκε ως χαρμόσυνη είδηση αφού «αυθόρμητα αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και κάναμε μια θερμή χειραψία που εκείνη τη στιγμή συμβόλιζε την αδερφοσύνη μας και την πίστη μας στο εθνικό απελευθερωτικό πόλεμο που άρχισε πάνω στην Πίνδο»[3]. Ισόχρονα, στα ελληναλβανικά σύνορα, στην Κόνιτσα, ο στρατιώτης Κώστας Γκιζάς έγραψε για τις πρώτες στιγμές της ιταλικής επίθεσης: «Το μέτωπο πέρα – ως πέρα καιγόταν από τα πυρά του εχθρού. Η εισβολή άρχισε από πολλές μεριές μαζί, μόλις κόπασε το κανονίδι…Βλέπουμε να προβάλλουν σε ομάδες Ιταλοί στρατιώτες…Αυτό ήταν! Τα πολυβόλα μας και τα ντουφέκια μας ανάβουν και τους θερίζουν!»[4]. Στήριξη στους Ελλαδίτες προσέφεραν και οι Κύπριοι, αλλά και οι απόδημοι Έλληνες σε Αμερική, Αυστραλία, Αίγυπτο. Χαρακτηριστικά στη Λευκωσία «Εθελονταί κατά εκατοντάδες παρουσιάζονται εις το Ελληνικό Προξενείον, πλούσιο, πτωχοί, άνθρωποι κάθε τάξεως, άνδρες και γυναίκες προσφέρουν ό,τι έχουν, ό,τι ημπορούν δια τον Ελληνικόν αγώνα»[5].

Ταυτόχρονα η καθημερινή ζωή στις έμπαινε σε νέους ρυθμούς, προσαρμοσμένους στην εμπόλεμη κατάσταση. Ωστόσο η εμπόλεμη κατάσταση, ιδίως μετά τις πρώτες ημέρες του πολέμου δεν άλλαξε δραματικά την καθημερινότητα των όσων έμειναν στα μετόπισθεν. Ωστόσο ελήφθησαν μέτρα για την αποτροπή αεροπορικών επιθέσεων και εμφάνισης φαινομένων διατάραξης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ιδίως στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έτσι, για τη διανομή τροφίμων «ειδοποιούνται άπαντες οι κάτοικοι ότι αι διανομαί των τροφίμων και του άρτου θα εξακολουθώσι γενόμεναι κανονικώς και επομέως δεν πρέπει να πανικλβληθώσι και να φροντίζωσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον να σχηματίσωσι αποθέματα τροφίμων…δεδομένου ότι η κατοχή και η εναποθήκευσις τροφίμων μεγαλύτερων των προς διατροφήν απαιτουμένων απογορεύεται, χάριν της επάρκειας του συνόλου των πολιτών. Για τα φώτα «όπως καθ’ όλας τας νύκτας αποκρύπτεται απολύτως ο φωτισμός των οικιών, εις τρόπον ώστε να μην είναι, ουδέ η ελάχιστη ακτίς φωτός, εκ των έξω ορατή»• για το νερό «θα ήτο φρόνιμον οι κάτοικοι να εφοδιασθούν με παρακαταθήκην ύδατος. Είναι εύκολον να εναποθηκευθή το ύδωρ εντός λουτήρων…το πόσιμον ύδωρ όμως να διατηρείται εντός δοχείων κεκαλλυμένων»• για τις τηλεπικοινωνίες «παρακαλούμεν να μη τηλεφωνείται άνευ απολύτου ανάγκης. Δυσχαιρένεται επικινδύνως την επικοινωνίαν των δημοσίων υπηρεσιών• για τις τραπεζικές καταθέσεις «η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποίησε δι’ εγγράφου της απάσας τας τράπεζας όπως από την σήμερον 28η Οκτωβρίου επιτρέπεται υπό των καταθετών ανάληψις μέχρι 5% επί του ποσού των καταθέσεών των…Πάντως ανώτατο όριο αναλήψεως καθορίσθει το ποσό των 3.000 δραχμών»[6].

Βέβαια και οι γυναίκες στα χωριά της μεθορίου ανησυχούσαν για την ιταλική επίθεση και το αν ο ελληνικός στρατός θα τους προστατέψει: «Ήρθε ο παραγιός μας, πόλεμος, λέει, μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε. Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε φύγαμε. Είχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια• ήρθε ο άντρας μου: τι μαζεύεις; Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα. Oύτε φασόλια, ρώτησα εγώ»[7]. Στα μετόπισθεν οι νοσοκόμες, από την αρχή του πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκειά του προσπαθούσαν να κουράρουν τους τραυματίες από το μέτωπο. Στη Θεσσαλονίκη μια νοσοκόμα ανέφερε για τα όσα συνέβαιναν: «είχα πρώτα παθολογικούς, πνευμονίες, πλευρίτιδες, σα να μην ήταν πόλεμος. Mόνο δύο μάς πεθάνανε• ο ένας υπερυψηλός δεκανέας, δε βρέθηκε φέρετρο στα μέτρα του, τον σηκώσανε με φορείο• συλλογίστηκα τους δικούς του έτσι που τον πήρανε, ταράχτηκα…Έπειτα γεμίζανε οι θάλαμοι, έπειτα κι οι διάδρομοι. Εγώ ήμουν υπεύθυνη για 500 ακρωτηριασμένους -τραύματα και κρυοπαγήματα…Ένας δεν είχε ούτε πόδια, ούτε χέρια. Του γεμίζαμε τσιμπούκι και κάπνιζε ασταμάτητα»[8].

Στο μέτωπο, παρά τις δυσκολίες και εναντίων των υπέρτερων και πιο καλά εξοπλισμένων ιταλικών δυνάμεων ο ελληνικός στρατός αμύνθηκε με επιτυχία, στο Καλπάκι (Ελαία)• άλλη γνώμη είχε το Επιτελείο στην Αθήνα, το οποίο επιθυμούσε σύμπτυξη στα ενδότερα προς Μέτσοβο. Ο επικεφαλής της 8ης Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, με συναισθηματισμό, περιέγραψε για την άμυνα στο Καλπάκι «είναι εύκολον να φαντασθή τις ποίον δυσμενή αντίκτυπον θα είχεν αύτη επί του ηθικού των ανδρών, καταγομένων σχεδόν όλων εκ της Ηπείρου, ήτις θα εγκαταλείπετο εις χείρας του αντιπάλου...[ωστόσο οι άνδρες πολεμούσαν για τα] χωριά τους, τα κτήματά τους, για τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους»[9]. Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος στη σύζυγό του, ενέμενε στην άποψή του να μην ακολουθήσει τις εντολές του Επιτελείου για άμυνα στο Μέτσοβο και ήταν αισιόδοξος για την επιτυχία των Ελλήνων στρατιωτών: «μην ανησυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρ¬μόζεται όπως έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα είναι φήμαι αδέσποτοι…Κρατάμε καλά και εντός ολίγoυ θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται»[10].

Γενικά, η επιστράτευση ήταν επιτυχής και στην ελληνοαλβανική μεθόριο, όπου έχει αποκρουστεί η ιταλική επίθεση των πρώτων ημερών, κατέφθαναν τα ελληνικά στρατεύματα. Ωστόσο ο χειμώνας εμπόδιζε την καθημερινότητα των φαντάρων. Ο στρατιώτης Ντίνος Μαγγιοράκος ανέφερε: «9η Νοεμβρίου Καλαμπάκα: Ο καιρός είναι βροχερός. Εν τούτοις στις 8 το πρωί φεύγουμε για το χωριό Τρυγώνα [ορεινής Καλαμπάκας]… Θα μείνει αλησμόνητη αυτή η πορεία σ’ εκείνους που την έκαμαν. Πάντοτε θα θυμούνται πόσο κουράστηκαν, πόσο υπέφεραν, βαδίζοντας συνέχεια χωρίς την παραμικρή διακοπή, μέσα στη βροχή και στη λάσπη, με βαρύτατο φορτίο, 34 ολόκληρα χιλιόμετρα». Ωστόσο παρά τις δυσκολίες οι φαντάροι διατηρούσαν ακμαίο το ηθικό τους: «το ηθικό του Στρατού άριστο, το συσσίτιο αυτές τις ημέρες [13η Νοεμβρίου στην Παληά Κουτσούφλιανη, σημερινό Πλατάνιστο Καλαμπάκας] πολύ καλό. 26η Νοεμβρίου Τσούμες [κορυφή στο Μέτσοβο]: Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1.600. Η μύτη μας δεν αντέχει ούτε μαντήλι, ούτε χέρι, ούτε τίποτα Με δυσκολία κινάμε τα δάχτυλά μας»[11]. Τις δυσκολίες των Ελλήνων φαντάρων και τις αδυναμίες των πρώτων ημερών του πολέμου αναγνώριζαν και οι αξιωματικοί. χαρακτηριστικά ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, επικεφαλής του Αποσπάσματος Πίνδου, με έδρα το Επταχώρι Καστοριάς που αντιμετώπισε την ιταλική μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια», έγραψε: «τίποτα δεν εστάλη επαρκές, οπλισμός, κλινοσκεπάσματα, πέταλα, τηλέφωνα, καλώδιο, οπτικά, πυρομαχικά, όλα ήσαν ανεπαρκή και ατελή…στρατιώται ήσαν χωρίς άρβυλα, με σχισμένες περισκελέδες…Ο εκτελών χρέη υπολοχαγού πυροβολαχίας, ανθυπολοχαγός ων της τάξεως 1940, δεν είχε εκτελέσει βολήν»[12].

Μετά την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης ακολούθησε στις 14 Νοεμβρίου η ελληνική αντεπίθεση. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην Κορυτσά, την πρώτη πόλη από τότε που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που καταλαμβανόταν από συμμαχικά στρατεύματα. Οι επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των ελληνικών στρατευμάτων. Ο αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας ανέφερε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς: «ο πληθυσμός της πόλεως, ελληνικός και αλβανικός, υποδέχεται τους άνδρας με εκδηλώσεις ενθουσιασμού και με σημαίας. Που ευρέθησαν τόσες ελληνικές σημαίες;»[13]. Και οι απλοί στρατιώτες είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν την επιτυχία στις προσπάθειές τους. Ο στρατιώτης Ντέλας Στρατολάτης, μια μέρα πριν την είσοδο στην Κορυτσά έγραφε: «αποφασίζω να πάω με μερικούς στρατιώτες για λάφυρα, ελπίζοντας να πετύχω κανένα…μαντολίνο ιταλικό, να παίξω ελληνικά και ιταλικά τραγούδια. Όμως αντί για μαντολίνο γυρίζω με δύο ελαφρά πολυβόλα. Και αυτά βέβαια τραγουδάνε, αλλά πολεμικά άσματα, ενώ το μαντολίνο θα συνόδευε τους αγαπημένους μου φίλους λοχίες Ποτόγλου και Λούκο που τραγουδάμε μαζί Αττίκ και Χαιρόπουλο»[14].

Επίσης, η προέλαση στη Βόρεια Ήπειρο έδινε στα ελληνικά στρατεύματα την ευκαιρία να έλθουν σε επαφές με τους Έλληνες της περιοχής, γεγονός σημαντικό αφού ο στρατός βάδιζε σε φίλια εδάφη. «2 Δεκεμβρίου: Προχωράμε και φτάνουμε στο χωριό Σκρα, που έχει 30 σπίτια. Εδώ μιλάνε ωραία την ελληνική γλώσσα και αυτό μας δίνει τρανή χαρά. Θαρρείς και βρισκόμαστε στο κέντρο της πατρίδας. Σ’ όλα τα αλβανικά χωριά που περάσαμε ως τώρα δεν άκουσα άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική, ενώ λίγα χιλιόμετρά έξω από την Αθήνα μιλάνε αρβανίτικα»[15]. Η επαφή των Ελλήνων στρατιωτών με τους ομοεθνείς τους Βορειοηπειρώτες πέραν της ηθικής στήριξης ήταν και μια καλή ευκαιρία για να εφοδιαστούν με φαγητό και εξοπλισμό. «Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1940, μετά 5 χιλιόμετρα [διαδρομή Δούβιανη-Αργυρόκαστρο] μπαίνουμε στο χωριό Κοράτζι, χωριό ελληνικότατο, όπως και τ’ άλλα που περάσαμε, με γλώσσα ελληνική, με εκκλησίες ορθόδοξες, με ήθη και έθιμα ελληνικά. Νομίζει κανείς πως βρίσκεται σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου…Δεν ξέρουν πώς να εκδηλώσουν τη χαρά τους βλέποντας ελληνικό στρατό…Μας φέρνουν ψωμί, τυρί, κρασί, πολλοί θέλουν να έρθουν μαζί μας». Η είσοδος του στρατού στο Πόγραδετς στη 1 Δεκεμβρίου, στους Άγιους Σαράντα στις 5 Δεκεμβρίου και στο Αργυρόκαστρο στις 8 Δεκεμβρίου εορτάστηκε από φαντάρους και ντόπιους πανυγηρικά, αφού απελευθερώνονταν σημαντικές πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. «Αφήνουμε το λόχο και μαζί με το λοχαγό και μερικούς στρατιώτες, προχωρούμε στο κέντρο του Αργυροκάστρου…Τι γίνεται δεν περιγράφεται. Αξιωματικοί, στρατιώτες και λαός πανηγυρίζουν. Όλα τα κέντρα είναι γεμάτα. Τραγούδια, χορός και ενθουσιασμός από τη μία άκρη ως την άλλη. Μπαίνουμε σε κάποιο από αυτά τα κέντρα και μας σηκώνουν στα χέρια. Θέλοντας και μη πίνουμε ποτά, που μας προσφέρουν…Νέα κεράσματα, νέοι λόγοι. Το ραδιόφωνο μεταδίδει, σε διάφορες γλώσσες, την πτώσιν του Αργυροκάστρου κι εμείς δίπλα στο μαγικό κουτί, μέσα στο Αργυρόκαστρο, πίνουμε το τελευταίο, γι’ απόψε, ποτό στην υγεία του Ελληνικού Στρατού»[16].

Ωστόσο η προέλαση του στρατού στα βουνά της Πίνδου δεν ήταν στρατιωτικός περίπατος. Οι Ιταλοί υποχωρώντας αμύνονταν και ταυτόχρονα η κακοκαιρία του χειμώνα, δυσχέραινε τις ελληνικές προσπάθειες. «15 Δεκεμβρίου 1940-Κυριακή, Αγίου Ελευθερίου. Ξυπνήσαμε με συναγερμό στις 4 το πρωί, ενώ διαρκώς τα πολυβόλα έβαλλον εκατέρωθεν λυσσωδώς. Στις 7 το πρωί διετάχθη επίθεσις..Η επίθεση εγένετο μετά επιτυχίας και κατά τις 10 το πρωί έκλινεν υπέρ ημών. Εγώ ως εκ θαύματος διεσώθην από τις σφαίρες των πολυβόλων που εσφύριζαν γύρω μου» ανέφερε ο στρατιώτης Στέλιος Τζιρόπουλος[17]. Την ίδια περίοδο ο συνάδελφός του Δίκαιος Βαγιακάκος έγραφε στο ημερολόγιό του «Κυριακή 15/12/40. Ξυπνάμε, αφού δεν είχαμε κοιμηθή καθόλου. Από τις 8 αρχίζει βαρειά ομοβροντία πυροβολικού… Η μάχη μαίνεται όπως η χιονοθύελλα…Το χιόνι σε πολλά μέρη είναι 1 μέτρο. Στο αντίσκηνό μας διαρκώς μπαίνει χιόνι δε βλέπουμε ούτε σε πέντε μέτρα…Δευτέρα 16/12/40. Το χιόνι εξακολουθεί να πέφτη αγρίως…Τα κρυοπαγήματα είχαν ταράξει τους άνδρες. Το χιόνι εξακολουθεί να πέφτει πυκνό. Τρώω χιόνι με τη γκλίτσα…Τρίτη 17/12/40. Καιρός σχεδόν ίδιος, Η μάχη εξακολουθεί. Το πολυβόλο κελαηδεί στα υψώματα της Αλβανίας. Είναι όλα χιονισμένα με ένα μέτρο. Οι φαντάροι μας είναι ήρωες. Παρ’ όλας τας δυσμενέστατες καιρικάς συνθήκας, αγωνίζονται ηρωικότατα»[18].

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες των φαντάρων, την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων του 1940. Οι γιορτές αποτέλεσαν μια καλή ευκαιρία για λίγη ξεκούραση για τους στρατευμένους, προκειμένου να ανακάμψει το ηθικό τους, ενόψει της ελληνικής επίθεσης για την κατάληψη της Κλεισούρας-Τρεμπεσίνας και της απόκρουσης της ιταλικής εαρινής επίθεσης. «24 Δεκεμβρίου, παραμονή Χριστουγέννων…Ενώ ξεκινάμε, ξεκινάει μαζί μας κι βροχή! Περνάμε τον χειρότερο δρόμο της Αλβανίας και της ζωής μας. Βουλιάζουμε στις λάσπες, τσακιζόμαστε…Τέλος με χίλια βάσανα κι ανελέητο ράβδισμα από χαλάζι, φτάνουμε το μεσημέρι στο χωριό Καλαράτ, ενώ βρέχει ο Θεός με το τσουκάλι»[19]. «26 Δεκεμβρίου 1940. Παγωμένοι και πεινασμένοι μένουμε στις τρύπες μας σαν θεριά. Ο Λαμπρινάκος μου φέρνει τρία γράμματα, Το ένα από το σπίτι μου, από τον Κυριάκο και από το Μορφίρη. Η χαρά μου είναι μεγάλη. Ησύχασα λιγάκι. Με συγκινεί το δώρο της Φίφης και της Λούλας παρ’ ότι ακόμη δεν το έλαβα. Το καλύτερο τονωτικό για τον στρατιώτη είναι το να αισθάνεται πως οι πίσω του τον θυμούνται και τον σκέπτονται με στοργή. Η αλληλογραφία τον αποκόπτει απ’ τη μοναξιά. Του απαλύνει τα συναισθήματα, τον κάνει να αισιοδοξεί». «30 Δεκεμβρίου 1940. Νωρίς το πρωί παίρνω διαταγή να μεταβώ εις Κάτω Μπόρσι [Χιμάρας] όπου το τηλέφωνο. Περνώ πάλι τα κατερειπωμένα σπίτια λόγω του ότι έλαβε χώραν μάχη και βομβαρδισμός και φθάνω στη σπηλιά όπου ευρίσκεται το τηλέφωνο…Ο στόλος των μακαρονάδων και πάλιν έβαλε εις το πλησίον χωριό Άγιος Δημήτριος. Μας ξεκούφαναν τα αεροπλάνα και οι κανονιοβολισμοί. Έλαβα την πληροφορία ότι μου ήλθαν δέμα και χρήματα. Το δέμα από την Ε[θνική]Ο[οργάνωση]Ν[εολαίας] τα χρήματα από το σπίτι μου. Καϋμένη Μανούλα!»[20].

Καταληκτικά, οι Έλληνες του 1940 κατάφεραν να αμυνθούν και να αντεπιτεθούν σε βάρος ενός εχθρού πολλαπλά πιο ισχυρού σε άνδρες και μέσα. Οι στρατιώτες αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω του δύσβατου εδάφους και της κακοκαιρίας, τόσο για να μεταβούν στο μέτωπο, όσο και για να πολεμήσουν. Σημαντική ήταν και η στάση των γυναικών και των όσων παρέμεναν στα μετόπισθεν. Η συνέχιση της καθημερινής ζωής σε φυσιολογικούς –όσο γίνεται για εμπόλεμη περίοδο- στην Ελλάδα συνέβαλε στο να μπορέσει να στηρίξει ο κρατικός μηχανισμός και η κοινωνία την πολεμική προσπάθεια και κατά συνέπεια τη νίκη έναντι των Ιταλών. Οι μήνες που ακολούθησαν, έως την εμπλοκή των Γερμανών, στην ελληνοϊταλική σύγκρουση, ήταν δύσκολοι για τους Έλληνες φαντάρους αλλά ταυτόχρονα και νικηφόροι. Πολύ σημαντικό τέλος ήταν πως και, μετά την αναπόφευκτη ήττα από τα ναζιστικά στρατεύματα, οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί δε συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά τους επιτράπηκε να επέστρεψαν στα σπίτια τους. Προσπάθησαν έτσι., μαζί με όσους είχαν παρέμειναν στα μετόπισθεν να προσαρμοστούν στις συνθήκες ζωής της Κατοχής, που αποδείχθηκαν εξαιρετικά δυσχερείς.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Κ.Παπακωνσταντίνου, Ημερολόγια 1940, Ε Ιστορικά, Οκτώβριος 2010, σ. 10 όπου και παραπέρα παραπομπές σε μαρτυρίες.
[2] Στ. Κόλουγλου, Η Ελλάδα του Χίτλερ, Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, ΕΡΤ.
[3] Δ..Μιχελίδης, Από την Κρήτη στην Αλβανία. Το πολεμικό ημερολόγιο του φαντάρου Δημήτρη Μιχελίδη, ιδιωτ.έκδ., Αθήνα, 1977, σ. 10 επ.
[4] Κωνσταντίνος Γκιζάς, 1940: Οι πρώτες ημέρες, αδημοσ., αναφορά από Ελ.Κουρματζή, Φιλολογικός Όμιλος Παρνασσός, 27 Οκτωβρίου 2009.
[5] Εφημ. Εστία, φύλλο 29ης Οκτωβρίου 1940
[6] Ν.Βαρδιαμπάση, Ο τύπος του ’40, στο συλλογικό Η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι. Διπλωματία, προπαγάνδα, πόλεμος, εκδ. Ε Ιστορικά, Αθήνα, 2009, σσ. 144-145, όπου και παραπομπές στον ημερήσιο τύπο της εποχής.
[7] Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, εκδ. Eρμής, Αθήνα, 2003, τ.Α’, κεφ. Ούτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό. Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά.
[8] Ο.π., κεφ. Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος. Eξιστορεί μια νοσοκόμα.
[9] Χ.Κατσιμήτρος, Η Ήπειρος προμαχούσα: η δράση της VIII Μεραρχίας κατά τον πόλεμο 1940-1941, εκδ. Ηπειρωτικής Εστίας, Αθήνα, 2007, σ. 18 επ.
[10] Χ.Κατσιμήτρος, Επιστολή στη σύζυγό του Ελένη, Τ.Τ. 712 τη 30ή Οκτωβρίου 1940, αδημοσ. αναφορά, κατόπιν χορήγησης αποκόμματος από τον γιο του Χ.Κατσιμήτρου υποστράτηγο ε.α. Γεώργιο Κατσιμήτρο, από Δ.Λιμνιάτης, Το Έπος του 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, Ιστορία Εικονογραφημένη, τ. 352, 10/1997.
[11] Ντ.Μαγγιοράκος, Το ξεκίνημα της νίκης. Ημερολόγιο από τον πόλεμο 40-41, εκδ. Γαρουφάλη και Σία, Αθήνα, 1946
[12] Γ.Αναστασιάδης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 12, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα, 1994, σ. 110.
[13] Β.Δρακόπουλος, 1940-41 Ελλάδα η πρώτη νίκη, εκδ. National Geographic Ελλάδα, Αθήνα, 2001, σ. 82.
[14 ]Ντέλας Στρατολάτης, Στα Βουνά της Αλβανίας. Ημερολόγιο του πολέμου 1940-41, εκδ. Νιάρχος, Αθήνα, 1980.
[15] Ο.π.
[16] Ντ.Μαγγιοράκος, ο.π.
[17] Σ.Τζιρόπουλος, Ημερολόγιον από τον πόλεμο του 1940, εκδ. Νέα Θέσις, Αθήνα, 1997.
[18] Ελ.Μπελιά (επιμ.), Ημερολόγια πολέμου και αλληλογραφία 1940-1941, εκδ. Συλλόγου προς Διάδοση Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 1998, ενοτ. Ι. Ημερολόγια και αλληλογραφία Δ.Β.Βαγιακάκου.
[19 ]Στρατολάτης, ο.π.
[20] Π.Θεοδωρακάκος, Το ημερολόγιο ενός πολεμιστή στα χιονισμένα βουνά της Β.Ηπείρου από το έπος του 1940-1941, Αθήνα, 1997.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης