ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η Ostpolitik και οι σχέσεις των δύο Γερμανιών




Το μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό:
Ιστορικά Θέματα, τ. 148, Μάρτιος 2015, σ. 10-23.


Εισαγωγή

Η Ostpolitik που εγκαινίασε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία, εφεξής ΟΔΓ) Willy Brandt, ήταν μια προσπάθεια αφενός αναθέρμανσης των σχέσεων μεταξύ των δύο Γερμανιών, μεταξύ της ΟΔΓ και της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (Ανατολική Γερμανία, εφεξής ΓΛΔ), αφετέρου μία προσέγγιση με το ανατολικό μπλοκ, κυρίως την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση· η ΕΣΣΔ ασκούσε καίρια επιρροή σε σημείο που υπαγόρευε την εξωτερική πολιτική στα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.

Εσωτερικές εξελίξεις και σχέσεις μεταξύ των δύο Γερμανιών

Δυτική Γερμανία
Η ΟΔΓ ιδρύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 με πρωτεύουσα τη Βόννη και πρώτο καγκελάριο τον Konrad Adenauer. Είχε μεσολαβήσει τον Απρίλιο του 1949 η συνένωση της γαλλικής με την αγγλοαμερικανική ζώνη (που είχε επέλθει το 1947). Προωθήθηκαν κοινά μέτρα οικονομικής πολιτικής σε αντίθεση με τις σοβιετικές πρακτικές στην αντίστοιχη ζώνη τους. Στο σοβιετικό αποκλεισμό του Βερολίνου, οι δυτικοί αντέδρασαν αποφασιστικά και ανάγκασαν το Στάλιν να άρει τον αποκλεισμό. Φάνηκε έτσι ξεκάθαρα πως η επιλογή των δυτικών συμμάχων ήταν η ίδρυση ξεχωριστού γερμανικού κράτους σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ που επιδίωκε τη διατήρηση ενιαίας της Γερμανίας, με ουδέτερο χαρακτήρα και απώτερο στόχο την επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος στο σύνολο της χώρας.
Μετά την ίδρυση της ΟΔΓ κυρίαρχοι πολιτικά ήταν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) με τους Χριστιανοκοινωνιστές συμμάχους (CSU). Με επικεφαλής τον Konrad Adenauer κυβέρνησαν 4 φορές -από τις 15 Σεπτεμβρίου 1949 έως τις 16 Οκτωβρίου 1963- κερδίζοντας τις ενδιάμεσες εκλογές το 1953, 1957 και 1961. Στις 23 Οκτωβρίου 1954 η ΟΔΓ έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ όπου εντάχθηκε επίσημα στις 9 Μαΐου 1955.
Ο Adenauer επισκέφθηκε το 1955 τη Μόσχα συνάπτοντας διπλωματικές σχέσεις και κατάφερε να επιστρέψουν οι τελευταίοι Γερμανοί αιχμάλωτοι του πολέμου στην πατρίδα τους. Ωστόσο η κυβέρνηση της ΟΔΓ δεν αναγνώριζε τη ΛΔΓ και μάλιστα υιοθέτησε το δόγμα Hallstein, από τον ομώνυμο διπλωμάτη, στενό συνεργάτη και σύμβουλο του Adenauer. Δεν αποτέλεσε επίσημο κείμενο, αλλά αποτυπώθηκε σε δηλώσεις του Adenauer στο Κοινοβούλιο στις 22 Σεπτεμβρίου 1955. Αυτό προέβλεπε πως η ΟΔΓ θα θεωρούσε «μη φιλική πράξη» κάθε αναγνώριση της ΓΛΔ από άλλο κράτος, με εξαίρεση την ΕΣΣΔ που αποτελούσε κατοχική δύναμη. Δε θα σύναπτε ή αν είχε συνάψει θα διέκοπτε τις σχέσεις με κάθε κράτος που διατηρούσε διπλωματικές επαφές (σκόπιμα ήταν ασαφές το τι θεωρούνταν και τι περιλάμβαναν οι διπλωματικές επαφές, ωστόσο εξαιρούνταν οι εμπορικές επαφές) με τη ΓΛΔ[1].  
Το δόγμα Hallstein εφαρμόστηκε δύο φορές. Το 1957 και το 1963 οπότε Γιουγκοσλαβία και Κούβα αντίστοιχα αναγνώρισαν τη ΓΛΔ. Ήταν αποτελεσματικό ιδίως με τα κράτη του Τρίτου Κόσμου, αλλά και τα αραβικά· ιδίως μετά τη σύναψη σχέσεων το 1965 μεταξύ Ισραήλ και ΟΔΓ τα αραβικά κράτη απλά ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους από τη Βόννη, χωρίς να συνάψουν σχέσεις με την ΓΛΔ (το έπραξαν το 1967). Ωστόσο υπήρξαν και εξαιρέσεις. Όταν 1957 η ΓΛΔ εγκατέστησε γραφείο στο Κάιρο, η Δυτική Γερμανία δε διέκοψε τις σχέσεις με την Αίγυπτο. Το ίδιο επαναλήφθηκε το 1965 οπότε και o Ανατολικογερμανός ηγέτης Ulbricht επισκέφθηκε την Αίγυπτο. Επίσης το 1969 η Καμπότζη ανέπτυξε σχέσεις με τη ΓΛΔ χωρίς να εφαρμοστεί το δόγμα. Τέλος το 1967 η ΟΔΓ αντάλλαξε διπλωματικές αποστολές με τη Ρουμανία και εκ νέου με τη Γιουγκοσλαβία, αιτιολογώντας τις κινήσεις της με το ότι τα κομμουνιστικά κράτη εξ ανάγκης και όχι από δική τους επιθυμία αναγνώρισαν την ΛΔΓ[2]. To δόγμα Hallstein εγκαταλείφθηκε όταν την εξουσία ανέλαβε ο Willy Brandt.
Είχε μεσολαβήσει η παραίτηση του Adenauer και η ανάληψη της καγκελαρίας από τον Ludwig Erhard στις 16 Οκτωβρίου 1963. Ο Erhard το Δεκέμβριο του 1963 συμφώνησε με την κυβέρνηση της ΛΔΓ να μπορούν οι Δυτικοβερολινέζοι να επισκέπτονται τους συγγενείς τους στην ανατολική πλευρά της πόλης, κατά τα Χριστούγεννα· 790.000 άνθρωποι διέσχισαν τότε το τείχος. Επιδίωξε ακόμα την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης· δεν έφτασε ωστόσο στο σημείο να αναγνωρίσει τη ΓΛΔ[3]. Η κυβέρνηση Erhard παρέμεινε πιστή στην προσπάθεια επανένωσης της Γερμανίας υπό την ΟΔΓ και παρά την Ύφεση σε παγκόσμιο επίπεδο δε βελτίωσε παραπάνω τις σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Ταυτόχρονα οι σοσιαλδημοκράτες με ηγέτη τον Brandt πίεζαν διαρκώς προς την πολιτική «συνύπαρξη» των δύο Γερμανιών. Ο Erhard, παρά το ότι κέρδισε τις εκλογές του 1965 έναντι του SPD, δεν μπόρεσε να διατηρηθεί στην εξουσία και παραιτήθηκε ύστερα από την αποχώρηση από την κυβέρνηση των συνεργαζόμενων φιλελευθέρων του FDP[4].
Μετά τις εκλογές του 1966 σχηματίστηκε κυβέρνηση από το «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ CDU και SPD με καγκελάριο τον Kurt Kiesinger[5]. Ο Brandt ανέλαβε Αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών, προωθώντας τις απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για σύναψη σχέσεων με τη ΛΔΓ.  Μαζί με το στενό συνεργάτη και σύμβουλό του Egon Bahr –από την εποχή της δημαρχίας του Brandt στο Δυτικό Βερολίνο- θεωρούσαν πως θα έπρεπε να μεταβληθεί η έως τότε δυτικογερμανική αρνητική στάση έναντι της ΓΛΔ. Οι δύο τους εμπνεύστηκαν την Ostpolitik. Πίστευαν πως θα επερχόταν «η αλλαγή μέσω της επαναπροσέγγισης»[6]. O Brandt άρχισε να πραγματοποιεί σταδιακά την πολιτική του. Το 1967 η ΟΔΓ σύναψε διπλωματικές σχέσεις με τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Το 1968 τα γεγονότα της «Άνοιξης της Πράγας» και η συμμετοχή της ΓΛΔ στη σοβιετική εισβολή –την τελευταία στιγμή ακυρώθηκε η αποστολή ανατολικογερμανικών στρατευμάτων- έβαλαν φρένο στην Ostpolitik. Σε αυτό συντέλεσε ασφαλώς και η διαφωνία του CDU στην πολιτική προσέγγισης του Brandt.
Ωστόσο η διεθνής συγκυρία –πλην των γεγονότων της Πράγας- ήταν θετική για την αλλαγή της δυτικογερμανικής στάσης. Οι ΗΠΑ επεδίωκαν την αναθέρμανση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ και δεν επιθυμούσαν το «γερμανικό ζήτημα» να αποτελεί αγκάθι στις προσπάθειές τους[7]. Ταυτόχρονα και οι δυτικοευρωπαίοι –ιδίως μετά την αποχώρηση του De Gaulle από την ηγεσία της Γαλλία στις 28 Απριλίου 1969 και την ανάληψη της προεδρίας από τον Georges Pompidou στις 20 Ιουνίου 1969- ήταν υπέρ της εγκατάλειψης των προσπαθειών για γερμανική επανένωσης και δεν επιθυμούσαν η ασφάλεια της ηπείρου να εξαρτάται από το «γερμανικό ζήτημα». Ταυτόχρονα όμως δεν αμφισβητήθηκε σε καμία περίπτωση η θέση της ΟΔΓ στη δυτική συμμαχία, εάν έκανε ανοίγματα προς την Ανατολή[8].

Ανατολική Γερμανία
Η ΓΛΔ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1949, σε αντιστάθμισμα της προγενέστερης ίδρυσης της ΟΔΓ το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στη ΓΛΔ κυρίαρχο ήταν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τυπικά λειτουργούσαν ναι μεν άλλα τέσσερα κόμματα, αλλά ουσιαστικά κατέβαιναν στις εκλογές με ενιαίο ψηφοδέλτιο και η κατανομή των 500 εδρών στη λαϊκή Βουλή γινόταν με πάγιο τρόπο. Η κυβέρνηση αποτελούνταν από το υπουργικό συμβούλιο, υπό την επίβλεψη όμως του κρατικού συμβουλίου (ανώτερη εκτελεστική εξουσία). Γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν από τις 25 Ιουλίου 1950 μέχρι τις 3 Μαΐου 1971 και Πρόεδρος του κρατικού συμβουλίου (πρωθυπουργός) από τις 12 Σεπτεμβρίου 1960 έως τη 1 Αυγούστου 1973 ο Walter Ulbricht. Τον διαδέχθηκε ως γραμματέας του Κόμματος ο Erich Honecker, ενώ την πρωθυπουργία μετά από αυτόν ανέλαβε ο Willi Stoph[9].
Από το 1949 οπότε και ιδρύθηκε η ΓΛΔ έως το 1953 η ΕΣΣΔ δεν είχε ξεκάθαρη θέση για το μέλλον του κράτους αφού συζητούνταν οι πιθανότητα επανένωσης των δύο Γερμανιών, ενώ χαρακτηριστικά η ΓΛΔ δεν ήταν ενταγμένη στην Κομινφόρμ[10]. Την άποψη περί επανένωσης με την ΟΔΓ, υπό τον όρο της ουδετερότητας, ενστερνιζόταν ο Σοβιετικός αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εσωτερικών Λαβρέντι Μπέρια[11]. Η εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο το Μάιο του 1953 οδήγησε σε αλλαγή της σοβιετικής στάσης, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφτεί η προοπτική επανένωσης.
Η ΕΣΣΔ ενίσχυσε τον Ulbricht και επεδίωξε τη διεθνή αναγνώριση της ΛΔΓ. Μάλιστα την αναγνώρισε ως κρατική οντότητα στις 23 Μαρτίου 1949. Παρά τη σύγκληση στις αρχές του 1954 τετραμερούς διάσκεψης -με την απουσία των δύο Γερμανιών- στο Βερολίνο για γερμανικό ζήτημα, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών παρέμεναν ψυχρές. Στις 14 Μαΐου 1955, μετά την επίσημη ένταξη της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ, ιδρύθηκε σε αντιστάθμισμα το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, του οποίου η ΓΛΔ αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος. Το καθεστώς του Ulbricth έγινε πιο αυταρχικό, με αποτέλεσμα να υφίσταται κύμα φυγής των πολιτών προς τη ΟΔΓ, μέσω του Δυτικού Βερολίνου[12]. Προκειμένου να ανακόψει το κύμα φυγής η κυβέρνηση ανήγειρε τον Αύγουστο του 1961 το Τείχος του Βερολίνου. Ο Ulbricht γενικά, ακολούθησε σκληρή στάση έναντι της ΟΔΓ, ακόμα και μετά το 1963 και την Ύφεση στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων[13].
Στο Σύνταγμα του 1968 της ΓΛΔ γινόταν αναφορά στη δέσμευση του κράτους για επανένωση των Γερμανιών υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Ωστόσο ο Ulbricht φοβόταν πως η ελπίδα της επανένωσης θα δημιουργούσε προσδοκίες στους πολίτες της ΛΔΓ για απόλαυση των ίδιων πολιτικών και υλικών αγαθών με τους ομοεθνείς τους της ΟΔΓ[14]. Έτσι από το 1967 το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας επιδίωξε τη σύσφιξη των σχέσεών του με τα κράτη του ανατολικού Μπλοκ, ώστε να αντισταθμίσει τις επαφές των τελευταίων με τη Δύση στα πλαίσια της Ύφεσης. Υπογράφηκαν διμερείς συνθήκες αμοιβαίας βοήθειας με την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία· οι τελευταίες δε θα εξομάλυναν τις σχέσεις τους με τη Δυτική Γερμανία μέχρι η κυβέρνηση της ΟΔΓ να αναγνώριζε τη ΓΛΔ. Τέλος ο Ulbricht επιδίωξε την περαιτέρω ανάπτυξη των πολυμερών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Comecon, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν εξ ιδίων τις οικονομικές τους ανάγκες –ιδίως στις νέες τεχνολογίες- για να απέφευγαν τις εισαγωγές από τη Δύση[15]. Την ίδια επιδίωξη είχαν και οι Ανατολικοευρωπαίοι γενικότερα, οι οποίοι επιθυμούσαν την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών με τη Δύση και κυρίως των κλάδων της ηλεκτρονικής και της μηχανολογίας, όπου καινοτομούσε η ΟΔΓ[16].

Η εφαρμογή της Ostpolitik[17]

Ο Δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου
Πριν αναλάβει την εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο ο Brandt είχε δείξει δείγματα γραφής της ικανότητάς του στη διεθνή πολιτική. Ο Brandt διετέλεσε αρχικά πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του Δυτικού Βερολίνου την περίοδο 1955-1957. Έπειτα εκλέχθηκε δήμαρχος, από τις 3 Οκτωβρίου 1957 έως τη 1 Δεκεμβρίου 1966. Επί δημαρχίας του ξέσπασε η κρίση του 1961 με την ανέγερση του Τείχους. Παρά το ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος John Kennedy επισκέφθηκε το Βερολίνο όπου έκανε την περιβόητη δήλωση στα γερμανικά «είμαι ένας Βερολινέζος», ο Brandt είχε εκδηλώσει δημοσίως τη δυσαρέσκειά του μέσω ανοικτής επιστολής όπου έκανε λόγο για την ανεπάρκεια των τριών συμμάχων να αντιδράσουν αποφασιστικά, ζητώντας ταυτόχρονα πράξεις και όχι λόγια[18]. Με μεταγενέστερη επιστολή του το 1963 εντούτοις εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του για τις ενέργειες του Kennedy[19].
Ο Brandt όταν διείδε πως η όξυνση του κλίματος είναι επιζήμια για τους δημότες του, συμφώνησε στις μετακινήσεις συγγενών από τη δυτική στην ανατολική πλευρά του Τείχους, όπως παραπάνω αναλύθηκε. Η συμφωνία αυτή ήταν τόσο σημαντική που ο Bahr δήλωσε μεταγενέστερα, το 1987, πως θεμέλιος λίθος της Ostpolitik ήταν οι επισκέψεις συγγενών στις δύο πλευρές του Βερολίνου το Δεκέμβριο του 1963[20].
Οι παραπάνω ενέργειες έδειχναν πως ο Brandt αφενός μεν επιδίωκε την εξεύρεση λύσεων με το κομμουνιστικό καθεστώς της ΓΛΔ. Αφετέρου δε  ήταν διατεθειμένος να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της χώρας του. Ουσιαστικά, το πνεύμα συνεννόησης δε θα απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων της ΟΔΓ, αφού όπου απαιτούσαν οι περιστάσεις θα επεδείκνυε δυναμισμό. Την ίδια τακτική ακολούθησε και ως υπουργός Εξωτερικών, όπως παραπάνω εκτέθηκε. Με αυτή λοιπόν την παρακαταθήκη κινήθηκε και στη θητεία του ως καγκελάριος.

Οι συμφωνίες με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης
Το SPD κέρδισε τις εκλογές στις 28 Σεπτεμβρίου 1969 και μετά από τρεις εβδομάδες διαπραγματεύσεων σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με το FDP. Στις 21 Οκτωβρίου 1969 ο Willy Brandt ανέλαβε Καγκελάριος με υπουργό Εξωτερικών το Φιλελεύθερο Walter Scheel. Για πρώτη φορά κυβερνούσε τη Γερμανία σοσιαλδημοκράτης ηγέτης. Τα κρισιμότερα ζητήματα της Ostopolitik, η οποία έφερε την προσωπική σφραγίδα του Brandt, ήταν το καθεστώς του Βερολίνου, τα γερμανοπολωνικά σύνορα, η συνθήκη του Μονάχου του 1938 με την Τσεχοσλοβακία και οι σχέσεις με τη ΓΛΔ.
Ο Brandt, προκειμένου να δώσει το περίγραμμα των επερχόμενων διπλωματικών κινήσεών του, και να καταδείξει το ουτοπικό των ελπίδων για επανένωση των δύο Γερμανιών χαρακτήρισε την προοπτική αυτή «το βασικό ψέμα της ΟΔΓ»[21]. Ταυτόχρονα πρότεινε την έναρξη διαβουλεύσεων με τη ΓΛΔ, ενώ έδωσε βαρύτητα στις συζητήσεις με την ΕΣΣΔ· πίστευε –όπως και ήταν η πραγματικότητα- πως η τελευταία θα μπορούσε να ασκήσει καθοριστική πίεση στο καθεστώς της ΓΛΔ να προσέλθει σε συνομιλίες[22].
Στις 12 Αυγούστου 1970 συμφωνήθηκε στη Μόσχα μεταξύ ΟΔΓ και ΕΣΣΔ ο αποκλεισμός κάθε προσφυγής στη βία στις μεταξύ τους σχέσεις και ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας όλων των ευρωπαϊκών κρατών στα τότε σύνορά τους. Ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσημα, η Δυτική Γερμανία αναγνώριζε τη συνοριακή γραμμή των ποταμών Όντερ και Νάισσε και τα σύνορα μεταξύ των δύο Γερμανιών. Ακολούθως στις 4 Δεκεμβρίου 1970 στη Βαρσοβία υπογράφεται συμφωνία ίδιου περιεχομένου με αυτή της Μόσχας και επιπλέον επιτρεπόταν η μετανάστευση στην ΟΔΓ των Πολωνών γερμανικής καταγωγής. Αμφότερες τις συμφωνίες υπέγραψαν οι Brandt-Scheel[23]. Σε μια μεγάλου συμβολισμού κίνηση, ο Brandt γονατιστός απέτισε φόρο τιμής στα θύματα από την καταστολή των κατοχικών ναζιστικών στρατευμάτων κατά την εξέγερση  του γκέτου  της Βαρσοβίας[24].
Ακολούθησε η μονογραφή στις 3 Σεπτεμβρίου 1971, ύστερα από μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων συμφωνία ανάμεσα στους άλλοτε τέσσερις Συμμάχους-κατοχικές δυνάμεις του Βερολίνου. Με την τετραμερή συμφωνία η ΕΣΣΔ δεσμευόταν να απέχει από την παρεμπόδιση των μεταφορών ανάμεσα στις δύο πλευρές της πόλης. Ταυτόχρονα ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία αναγνώριζαν πως το δυτικό Βερολίνο δεν αποτελούσε «συστατικό στοιχείο της Γερμανικής Δημοκρατίας» αλλά αναγνωριζόταν πως «αποτελούσε de facto μέρος του οικονομικού, κοινωνικού και νομικού συστήματος της ΟΔΓ». Συμφωνήθηκε ακόμα πως και η Βουλή της ΟΔΓ δε θα μπορούσε να συνέρχεται εκεί. Η ασάφεια στο κείμενο ήταν αναμενόμενη αφού το πρωτότυπο της συνθήκης δεν είχε υπογραφτεί στα γερμανικά και οι ΟΔΓ και ΓΛΔ διαφωνούσαν σε σημεία της μετάφρασης[25].  
Δυσκολότερη στην επίτευξή της, γι’ αυτό και τελευταία, ήταν η συμφωνία με την Τσεχοσλοβακία που αφορούσε τη διευθέτηση θεμάτων από τις συμφωνίες του Μονάχου του 1938. Στις 11 Δεκεμβρίου 1973 υπογράφηκε η συμφωνία της Πράγας, σε αντικατάσταση αυτών του Μονάχου που κηρύχθηκαν ανενεργές. Με αυτήν τα δύο κράτη αποκήρυξαν τη χρήση βίας, δήλωναν το σεβασμό και απαραβίαστο των συνόρων τους -όπως είχαν διαμορφωθεί μετά το 1945- και παραιτούνταν από οποιεσδήποτε εκατέρωθεν εδαφικές αξιώσεις. Ελλείψει άλλης συνθήκης μετά τον Β’ Π.Π. θεωρήθηκε ταυτόχρονα και ως συνθήκη Ειρήνης[26].
Η Ostpolitik θεωρείται πως ολοκληρώθηκε όταν η ΟΔΓ σύναψε διπλωματικές σχέσεις με τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία στα τέλη Δεκεμβρίου 1973. Η εξωτερική πολιτική της Δυτικής Γερμανίας με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης τέθηκε σε νέο διευρυμένο πλαίσιο, ύστερα από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975, δίνοντας έδωσε νέα ώθηση στις διπλωματικές σχέσεις. Αντίστοιχα η ΓΛΔ σύναψε διπλωματικές σχέσεις με την Αυστραλία το Δεκέμβριο του 1972, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ολλανδία το Φεβρουάριο του 1973 και τις ΗΠΑ το Δεκέμβριο του 1974.

Οι συνθήκες μεταξύ των δύο Γερμανιών
Στις 21 Δεκεμβρίου 1972 διπλωμάτες των ΟΔΓ και ΓΛΔ, υπό τους Egon Bahr και Michael Kohl αντίστοιχα, υπέγραψαν στο Ανατολικό Βερολίνο τη «θεμελιώδη συνθήκη». Με αυτή το ένα κράτος αναγνώριζε το άλλο ως ισότιμο· εφεξής το καθένα θα ασκούσε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του. Δεν αντάλλαξαν πρέσβεις (de jure ουδέποτε σύναψαν διπλωματικές σχέσεις), καθώς ήταν ομοεθνή κράτη, αλλά μόνιμους αντιπροσώπους. Οι δύο Γερμανίες αποκήρυσσαν την απειλή ή χρήση βίας, διακήρυξαν την προσήλωσή τους σε ειρηνικά μέσα και δήλωσαν τον ανεπιφύλακτο σεβασμό στην εδαφική αμφότερων. Τόνισαν πως τα εκατέρωθεν σύνορά είναι απαραβίαστα τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Για τα παραπάνω γινόταν επίκληση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ[27].
Τόσο η ΟΔΓ όσο και η ΓΛΔ μετά την αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων επιδίωξαν την ένταξή τους στον ΟΗΕ, ενημερώνοντας η μία την άλλη για τις ενέργειές τους. Από το 1952 η ΟΔΓ είχε τη θέση του μόνιμου παρατηρητή και η ΓΛΔ από το 1972. Η δυτική Γερμανία συμμετείχε σε άλλους διεθνείς οργανισμούς υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, όπως στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων το 1950, τον αντίστοιχο Υγείας και την UNESCO το 1951. Η ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη επικυρώνοντας τη «θεμελιώδη συνθήκη» αποφάσισε την υποβολή αίτησης προς τα Ηνωμένα Έθνη, το Μάιο του 1973. Αρχικά το Συμβούλιο Ασφαλείας εκδήλωσε τη θετική του στάση στα αιτήματα στις 22 Ιουνίου 1973. Τελικώς, οι δύο Γερμανίες έγιναν δεκτές στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών ως πλήρη μέλη –η ΓΛΔ το 133ο και η ΟΔΓ το 134ο- ύστερα από συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης, στις 18 Σεπτεμβρίου 1973[28]. Έκτοτε οι θέσεις των αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση ήταν η μια δίπλα στην άλλη –με ένα διάδρομο να της διαχωρίζει- ενώ και στη Διάσκεψη του Ελσίνκι το 1975 οι ηγέτες των δύο χωρών καθόντουσαν ακριβώς δίπλα.

Αποτίμηση της Ostpolitik
H κυβέρνηση Brandt δέχθηκε οξεία κριτική για την εξωτερική πολιτική της, από το CDU. Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης –ιδίως όσοι είχαν καταγωγή από τα εδάφη της άλλοτε ανατολικής Πρωσίας ή τη Σουδητία- τον κατηγορούσαν ως «εθνικό μειοδότη», πως έθετε σε κίνδυνο τα αμυντικά συμφέροντα της Δύσης και ιδίως πως αποδέχθηκε τη μόνιμη διαίρεση της Γερμανίας. Μεταγενέστερα βέβαια το CDU εξέφρασε μεταμέλεια για τη στάση αυτή και αναγνώρισε τη συμβολή του Brandt στην επανένωση τόσο της χώρας όσο και της ηπείρου Σε κάθε περίπτωση η Ομοσπονδιακή Βουλή με οριακή πλειοψηφία επικύρωσε τις συμφωνίες Μόσχας και Βαρσοβίας (η τετραμερής συμφωνία δεν απαιτούσε επικύρωση από το δυτικογερμανικό Κοινοβούλιο)[29].
Ωστόσο τόσο τα δυτικά όσο και τα ανατολικά κράτη ήταν θετικά στο γερμανικό άνοιγμα προς την Ανατολή, ιδίως στα πλαίσια της Ύφεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Η Ostpolitik είχε μεγάλη σημασία σε διεθνές επίπεδο, που για αυτήν απονεμήθηκε στο Brandt το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης του έτους 1971.
Παρά την οξεία κριτική, η πλειονότητα των Δυτικογερμανών επιδοκίμασαν την Ostpolitik. Προκειμένου να μπορέσει να επικυρώσει με ευκολία τη δυσκολότερη συνθήκη ανάμεσα στις δύο Γερμανίες, ο καγκελάριος προσέφυγε στις κάλπες. Ο Brandt επανεκλέχθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1972, με το SPD για πρώτη φορά να υπερέχει του CDU/CSU σε αριθμό ψήφων. Ειρωνεία της ιστορίας πως ο Brandt αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 7 Μαΐου 1974 ύστερα από την αποκάλυψη πως στενός του συνεργάτης, ο Günter Guillaume, ήταν κατάσκοπος της ΓΛΔ. Την πολιτική του συνέχισε έως το 1982 ο διάδοχός του στην καγκελαρία Helmut Schmidt, ενώ ο ίδιος ο Brandt παρέμεινε στην ηγεσία του SPD έως το 1987.
Στη ΓΛΔ ο Ulbricht διαφωνούσε με την προσέγγιση με την ΟΔΓ. Φοβόταν πως οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας θα πίεζαν για περισσότερες ελευθερίες και αύξηση του βιοτικού επιπέδου, συγκρινόμενοι με τους ομοεθνείς τους στη Δύση. Ωστόσο, καθόσον η ΕΣΣΔ πίεζε για την πρόοδο των σχέσεων και την υπογραφή της θεμελιώδους συνθήκης, ο Ulbricht αντικαταστάθηκε ως γενικός γραμματέας του κόμματος από τον Erich Honecker. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του τελευταίου στην εξωτερική πολιτική θεωρούνται η υπογραφή της θεμελιώδους συνθήκης και η συμμετοχή στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη[30].     
H ιστορία δικαίωσε τον πρώην δήμαρχο του Δυτικού Βερολίνου. Η ηγετική του μορφή έχαιρε εκτίμησης όχι μόνο εντός Γερμανίας αλλά και πανευρωπαϊκά, ως ηγέτης που «συντέλεσε στην υπέρβαση της πολιτικής διαίρεσης της Ευρώπης». Στην εξωτερική πολιτική του αποδόθηκαν χαρακτηριστικά ιδεαλισμού αφού τήρησε αποστάσεις από αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις όπως την ελληνική χούντα ή το καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και ταυτόχρονα πίστευε πως το διεθνές περιβάλλον της Ύφεσης αποτελούσε ευκαιρία για τις δύο Γερμανίες[31]. Ενέτασσε την πολιτική του στα πλαίσια της χριστιανικής αρετής, του ανθρωπισμού και της κλασσικής φιλοσοφίας. Επικαλούνταν τον Καντ και την ιδέα του περί θεμελιώδους συνομοσπονδίας των εθνών· ο Brandt ενστερνιζόταν την καντιανή ιδέα περί αληθούς δικαίου μεταξύ των εθνών[32].
Ταυτόχρονα όμως διακρινόταν και για το ρεαλισμό του. Τούτο καθώς δεχόταν πως ήταν ανάγκη για την ΟΔΓ να αναγνωρίσει και να συνεργαστεί με τη ΓΛΔ και το Ανατολικό Μπλοκ προς χάρη της δυτικογερμανικής ασφάλειας –στα πλαίσια της Ύφεσης– και παρά το τότε δόγμα της άρνησης σε κάθε επίπεδο της Ανατολικής Γερμανίας. Επιπλέον δε δίστασε να παρακάμψει (προσωρινά όπως απέδειξε η ιστορία) την προοπτική επανένωσης των Γερμανιών προς εξασφάλιση άλλων συμφερόντων της ΟΔΓ, όπως αναφέρθηκαν ευθύς παραπάνω.  

Επίλογος

Χάρη στην Ostpolitik οι επαφές μεταξύ των δύο Γερμανιών έβαιναν διαρκώς αυξανόμενες. Έτσι οι πολίτες ιδίως της ΓΛΔ επιθυμούσαν να απολαύσουν τα δικαιώματα και την ευμάρεια των ομοεθνών τους στην ΟΔΓ. Έτσι ως φυσική εξέλιξη έλαβε χώρα η πτώση του Τείχους και του κομμουνιστικού καθεστώτος. Παρά τις μομφές πως ο  Brandt αποδέχθηκε την οριστική ύπαρξη δύο κρατών, χάρη στην πολιτική του προετοιμάστηκε το έδαφος και προσχώρηση της ανατολικής στη δυτική Γερμανία. Η ολοκλήρωση των διαδικασιών έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1990· η ενιαία Γερμανία δε θεωρείται διάδοχο κράτος των δύο Γερμανιών αλλά συνεχιστής της ΟΔΓ.



[1] Werner Kilian, Die Hallstein-Doktrin. Der diplomatische Krieg zwischen der BRD und der DDR 1955–1973. Aus den Akten der beiden deutschen Außenministerien, εκδ. Duncker & Humblot, Βερολίνο, 2001, κεφ. Ι.
[2] Ο.π., κεφ. IV.
[3] John Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991. Πολιτική Ιστορία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2002, σ. 152.
[4] Ο.π., σ. 153.
[5] Manfred Görtemaker, Geschichte der Bundesrepublik Deutschland: von der Gründung bis zur Gegenwart, εκδ. C.H.Beck, Μόναχο, 1999, σ. 437.
[6] Willy Brandt, People and Politics: The Years 1960–1975, μτφρ. J. Maxwell Brownjohn, εκδ. Little Brown, Βοστώνη, 1978, σ. 167.
[7] Για τη στάση των ΗΠΑ στην Ostpolitik βλ. Werner Lippert, Richard Nixon’s Détente and Willy Brandt’s Ostpolitik. The Politics and economic diplomacy of engaging the East, (διδακτ.διατριβή), Vanderbilt University, Νάσβιλ, 2005. 
[8] Peter Calvocoressi, Διεθνής Πολιτική. 1945-1990, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα, 2004, σ. 340.
[9] Peter Grieder, The East German Leadership, 1946-1973: Conflict and Crisis, εκδ. Manchester UP. Μάνστεστερ, 2000, σ. 9-17, 183 επ.
[10] Ο.π. σ. 62.
[11] John Young, σ. 424.
[12] Peter Grieder, σ. 85-108.
[13] Ο.π., σ. 170 επ.
[14] Ο.π.
[15] David Childs (1977), East German Foreign Policy: The Search for Recognition and Stability, International Journal, vol. 32, no. 2, European Foreign Policies, Άνοιξη 1977, σ. 334-351.
[16] Peter Calvocoressi, σ. 341.
[17] Manfred Görtemaker, σ. 525 επ.
[18] Ηλεκτρονική βάση δεδομένων: Κέντρο Ιστορικής Έρευνας, Ομοσπονδιακό Κέντρο για την πολιτική Εκπαίδευση-Γερμανική Ραδιοφωνία (Chronik der Mauer), Brief des Regierenden Bürgermeisters von Berlin, Willy Brandt, an den amerikanischen Präsidenten John F. Kennedy, 16. August 1961, διαδικτ.: http://www.chronik-der-mauer.de/index.php/de/Media/TextPopup/id/592876/oldAction/Index/oldId/943799/oldModule/Start/page/0 τελευταία ανάκτηση στις 20 Οκτωβρίου 2014.
[19] Ηλεκτρονική βάση δεδομένων: Βιβλιοθήκη J.F. Kennedy, Letter to President Kennedy from West Berlin Mayor Willy Brandt, διαδικτ.: http://www.jfklibrary.org/Asset-Viewer/5X0WAUX-Rkyh3AIMiKgRdw.aspx τελευταία ανάκτηση στις 20 Οκτωβρίου 2014.
[20] Hope Harrison, The Berlin Wall, Ostpolitik, and Détente (2003), GHI Bulletin Supplement, vol. I, 2003, σ. 14.
[21] Konrad Jarausch, The Rush to German Unity, εκδ. Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 29.
[22] Serge Berstein & Pierre Milza, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης. 1919 έως σήμερα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994, σ. 224.
[23] Για όλα τα κείμενα των συμφωνιών αυτών βλ. ιστότοπο με αρχειακό υλικό του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας: http://www.auswaertiges-amt.de/EN/AAmt/PolitischesArchiv/EinblickeArchiv/Ostpolitik_node.html τελευταία ανάκτηση στις 20 Οκτωβρίου 2014.
[24] Serge Berstein & Pierre Milza, σ. 224.
[25] Για το πρωτότυπο στα αγγλικά βλ.: Department of State (επιμ.), United States-Department of State. Documents on Germany 1944-1985, εκδ. Department of State, Ουάσινγκτον, αρ. 9446, σ. 1421.
[26] Για το κείμενο της συνθήκης στα αγγλικά βλ.: Department of State (επιμ.), United States-Department of State. Documents on Germany 1944-1985, εκδ. Department of State, Ουάσινγκτον, σ. 1256-1258· στα γερμανικά βλ.: ιστότοπο DocumentArchiv, διαδίκτ.: http://www.documentarchiv.de/brd/cssr1973.html τελευταία ανάκτηση 20 Οκτωβρίου 2014.
[27] Serge Berstein & Pierre Milza, σ. 225.
[28] Γενικά για τη συμμετοχή της Γερμανίας στον ΟΗΕ βλ.: Uta Kuchenbuch, Deutschland und die Vereinten Nationen. Die Entwicklung Deutschlands vom hegemonialen Aggressor zum verantwortungsvollen Mitglied in der internationalen Staatengemeinschaft, εκδ. Kovač, Αμβούργο, 2004.
[29] Ανδρέας Στεργίου, Η γερμανική εξωτερική πολιτική. 1945-2000. Από την εξάρτηση στην αυτονομία, εκδ. Ροές, Αθήνα, 2005, σ. 42.
[30] Olaf Klenke, Betriebliche Konflikte in der DDR 1970/71 und der Machtwechsel von Ulbricht auf Honecker (2004), Jahrbuch für Forschungen zur Geschichte der Arbeiterbewegung, vol. II, 2004, σ. 18-37.
[31] Ο.π., σ. 81.
[32] Ιστότοπος Nobelprize.org: Willy Brandt - Nobel Lecture: Peace Policy in Our Time. Nobel Media AB 2014, διαδικτ.: http://www.nobelprize.org/nobel_prizes/peace/laureates/1971/brandt-lecture.html, τελευταία ανάκληση 20 Οκτωβρίου 2014.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης