Δημοσίευση σε: Ιστορία Εικονογραφημένη, τ. 564, Ιούλιος 2015, σ. 13-26.
Εισαγωγή
Στην Αίγυπτο η παρουσία της ελληνικής παροικίας ήταν σημαντική και οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδίωκαν τη διατήρηση καλών σχέσεων με το αιγυπτιακό κράτος. Η Ελλάδα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ενδιαφερόταν τόσο για τις τύχες της παροικίας όσο και για τη στήριξη που θα μπορούσε να προσφέρει η Αίγυπτος στο Κυπριακό. Στα πλαίσια αυτά, κατά την κρίση του Σουέζ το 1956 η ελληνική κυβέρνηση στήριξε την Αίγυπτο. Ο στόχος ήταν να εξομοιώσει, στα πλαίσια της μείωσης της επιρροής των πρώην αποικιακών δυνάμεων, τις προσπάθειες των Κυπρίων για Ένωση με την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ και την αντίσταση στην επέμβαση Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας. Ταυτόχρονα οι επαφές που ανέπτυξε ο Καραμανλής με το Νάσσερ ήταν σημαντικές στο να βελτιωθούν αισθητά οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Ωστόσο οι καλές διμερείς σχέσεις δεν αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντα για τη φυγή των Αιγυπτιωτών Ελλήνων ύστερα από τις εθνικοποιήσεις στις οποίες προέβη το καθεστώς του Νάσσερ. Τα πρώτα μέτρα που έλαβε η Αίγυπτος για τη συμμετοχή των ημεδαπών στις επιχειρήσεις της χώρας πάρθηκαν το 1947, ενώ η επικράτηση της κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας το 1957 έπληξε ιδίως τις ελληνικές τράπεζες. Το σημαντικότερο πλήγμα στην παροικία επέφερε η υιοθέτηση του πρώτου 5ετούς προγράμματος σχεδιασμού στην οικονομία το 1960 και των νόμων που ακολούθησαν την περίοδο 1961-1963. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη λήψη αυτών των μέτρων, και περισσότερο επεδίωξε την επιβράδυνσή τους παρά τη μη υλοποίηση.
Για λόγους οικονομίας στο παρόν άρθρο μελετώνται οι διμερείς επαφές κατά την κρίση στο Σουέζ και η επίσκεψη του Καραμανλής στο Κάιρο το 1957. Γίνεται αναφορά στην επίσκεψη Νάσσερ στην Αθήνα το 1960, στα μέτρα που έλαβε το αιγυπτιακό καθεστώς την περίοδο 1961-1963 και στις ελληνικές αντιδράσεις αλλά μόνο επιγραμματικά· προκειμένου να αναλυθούν τα γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του ’60 απαιτείται αυτοτελές και ξεχωριστό κείμενο, ώστε η παρουσίασή τους να είναι λεπτομερέστατα αιτιολογημένη. Παρόλα αυτά οι επαφές της περιόδου 1956-1960 είναι ενδεικτικές για τη στάση που τήρησε η ελληνική πλευρά, αφού στα πλαίσια αυτά βασίστηκαν οι διμερείς σχέσεις και τα επόμενα χρόνια.
Η έξοδος των Ελλήνων και η κρίση του Σουέζ
Φυγή των Ελλήνων
Το αρχικό πλήγμα στην παροικία επέφερε η κατάργηση των διομολογήσεων. Αυτές καταργήθηκαν με τη συνθήκη του Μοντρέ το 1937. Η τελευταία πρόβλεπε μια 12ετή μεταβατική περίοδο στο τέλος της οποίας θα έπαυαν πλήρως τα οφέλη των διομολογήσεων. Η συνθήκη του Μοντρέ όριζε πως στην Αίγυπτο το καθεστώς παραμονής των αλλοδαπών υπηκόων των άλλοτε διομολογητικών χωρών θα ρυθμίζονταν με διμερείς συμφωνίες εγκατάστασης. Ελλάδα και Αίγυπτος ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις το 1947, οι οποίες διακόπηκαν το 1951. Αρχικά η κυβέρνηση του βασιλιά Φαρούκ αποφάσισε -το καθεστώς των Ελεύθερων Αξιωματικών που ήρθε στην εξουσία στις 23 Ιουλίου 1952, υπό τον Μωχάμετ Ναγκίπ αρχικά και από το 1954 υπό το Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ, υλοποίησε- να ρυθμιστούν τα θέματα διαμονής των αλλοδαπών υπηκόων στη χώρα με νόμο και όχι με διμερείς συμφωνίες. Τούτο καθώς θεωρούσαν πως οι διμερείς συμφωνίες αποτελούσαν μια διαφορετική μορφή του καθεστώτος των διομολογήσεων[1].
Μετά την επικράτηση των Ελεύθερων Αξιωματικών, οι οποίοι αρχικά ψήφισαν Σύνταγμα το 1953 αλλά το 1954 (οπότε και την εξουσία ανέλαβε ο Νάσσερ), επέβαλαν μονοκομματικό καθεστώς, αυξήθηκε έντονα η ανεργία στους κόλπους της ελληνικής παροικίας. Από το 1947 οι ανώνυμες εταιρίες στην Αίγυπτο έπρεπε να απασχολούν, σε ποσοστό 75% στους υπαλλήλους και 90% στους εργάτες, ημεδαπούς. Ταυτόχρονα θα έπρεπε καλύπτεται από τους Αιγύπτιους το 65% του μισθολογικού κόστους των εταιριών.
Η Ελλάδα αδυνατώντας να ενσωματώσει τους Αιγυπτιώτες Έλληνες ενθάρρυνε μέσω των προξενικών αρχών τη μετανάστευση σε άλλες χώρες, ιδίως στην Αυστραλία. Ιδρύθηκε μάλιστα Ταμείο Μεταναστεύσεως, προκειμένου με άτοκα δάνεια να χρηματοδοτήσει τη μετακίνηση. Αδυνατούσε να απορροφήσει το εγχώριο εργατικό δυναμικό και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να παρέχει εργασία σε παλλινοστούντες από την Αίγυπτο. Επίσης υπήρχε φόβος για εξάπλωση κομμουνιστικών ιδεών στους άνεργους εργάτες. Άλλωστε ήταν νωπές οι μνήμες από τις προσπάθειες και τις αντίστοιχες δυσκολίες ενσωμάτωσης των προσφύγων του 1922[2].
Η κρίση του Σουέζ -βλ. παρακάτω- επιτάχυνε τις διαδικασίες μετανάστευσης από την Αίγυπτο. Ωστόσο δεν οφείλεται σε αυτή η δραματική μείωση της παροικίας· το αντίθετο θα μπορούσε να ειπωθεί συνέβη καθώς η Ελλάδα υποστήριξε την Αίγυπτο στη διαμάχη με Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Παρόλα αυτά, οι αποφάσεις του Νάσσερ δεν στρεφόντουσαν κατά των ελληνικών κοινοτήτων αλλά του συνόλου των αλλοδαπών στη χώρα. Στις αρχές Ιανουαρίου 1957 η αιγυπτιακή οικονομία υιοθέτησε το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού. Την ίδια στιγμή εκδόθηκαν νομοθετικά διατάγματα που εθνικοποιούσαν -έως το 1962- τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες και τις εμπορικές αντιπροσωπείες. Μελετητές αναφέρουν πως οι εθνικοποιήσεις έπληξαν έως και το ⅓ των μελών της παροικίας. Ιδίως η εθνικοποίηση των τραπεζών Εθνικής και Εμπορικής στερούσε από την παροικία την πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό και αποτελούσε τροχοπέδη στις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες των Ελλήνων[3].
Η κρίση του Σουέζ
Ο Νάσσερ αναζητούσε κεφάλαια για την κατασκευή μεγάλου φράγματος στο Ασουάν του Νείλου. Προσπαθώντας να προσεταιριστεί την ΕΣΣΔ, στις 27 Σεπτεμβρίου 1955 ήρθε σε συμφωνία αγοράς όπλων από την Τσεχοσλοβακία. Στην ουσία αποτελούσε αναβολή της εξόφλησης από την ΕΣΣΔ αιγυπτιακών σιτηρών και βάμβακα. Από την άλλη, την κατασκευή του φράγματος ευνοούσε ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Eisenhower, John Foster Dulles. Οι ΗΠΑ, μην επιθυμώντας να υπαχθεί η Αίγυπτος στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, προσέφεραν 56 εκ. $ (και άλλα 14 εκ. το Ηνωμένο Βασίλειο) για την κατασκευή του φράγματος. Όμως η συμφωνία με την Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε αφορμή για τους Βρετανούς να αποσύρουν τη χρηματοδότηση. Το Φεβρουάριο του 1956 οι Αίγυπτος και Παγκόσμια Τράπεζα συμφώνησαν να χρηματοδοτούσε η τελευταία, και άλλες δυτικές χώρες, το φράγμα. Σε μια ύστατη κίνηση να αναλάβουν το έργο, οι Σοβιετικοί προσέφεραν χρηματοδότηση 1,12 δισ. $ με πολύ χαμηλό επιτόκιο. Απαντώντας, ο Dulles δήλωσε πως οι ΗΠΑ θα απείχαν από τη χρηματοδότηση του φράγματος του Ασουάν[4].
Η αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ προερχόταν εξαιτίας πιέσεων τόσο από το εσωτερικό όσο και των επαφών του Νάσσερ με το Ανατολικό Μπλοκ. Ειδικότερα, υπήρχαν φόβοι στις νότιες Πολιτείες για αύξηση παραγωγής του ανταγωνιστικού αιγυπτιακού βαμβακιού. Ταυτόχρονα στην κατεύθυνση αυτή πίεζαν φίλα προσκείμενοι Αμερικανοί, τόσο της κυβέρνηση της Ταϊβάν (είχε μεσολαβήσει η αναγνώρισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από το Νάσερ το Μάιο του 1956), όσο και του Ισραήλ[5]. Αντιρρήσεις εξέφρασαν και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Τουρκία και το Ιράκ, φοβούμενοι υπέρμετρη ενδυνάμωση της Αιγύπτου[6].
Σε απάντηση στην αμερικανική άρνηση, ο Νάσσερ ανακοίνωσε στις 26 Ιουλίου 1956 την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ. Έντονα αντέδρασε το ΗΒ αφού στη διώρυγα υπήρχε στρατιωτική βάση 80.000 ατόμων και τον έλεγχο της διώρυγας ασκούσε βρετανική εταιρία. Διακυβεύονταν επομένως, κατά τη βρετανική άποψη, τόσο οικονομικά όσο και γεωστρατηγικά συμφέροντα[7]. Αντιρρήσεις πρόβαλλε και η Γαλλία, εξαιτίας της στήριξης του Νάσσερ στους αυτονομιστές της Αλγερίας. Προκειμένου να εξευρεθεί ειρηνική λύση στο ζήτημα συγκλήθηκε μεταξύ 16 και 23 Αυγούστου διεθνής διάσκεψη στο Λονδίνο, στην οποία προσκλήθηκε και η Ελλάδα.
Ελληνική στάση κατά την κρίση
Ήδη από τον Απρίλιο του 1956 η Ελλάδα επέδειξε έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην περιοχή. Αυτό ήταν λογικό καθώς στη διώρυγα εργάζονταν Έλληνες της παροικίας σαν πλοηγοί, υπάλληλοι και εργάτες. Η συμμετοχή τους ήταν εντονότατη και έφτασαν να αποτελούν και έως το 85% του εργατικού δυναμικού της εταιρίας. Οι πλοηγοί εξακολούθησαν να εργάζονται έως και την έναρξη των συγκρούσεων στη χερσόνησο του Σινά, στις 31 Οκτωβρίου 1956[8].
Στις 21 Μαρτίου 1956 ο υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης Καραμανλή, Γρηγόριος Κασιμάτης, είχε συνομιλίες στο Κάιρο με το Νάσσερ. Κοινός τόπος των συνομιλιών ήταν η προσήλωση των δύο κρατών στην αρχής της αυτοδιάθεσης και η άρνηση κάθε μορφής αποικιοκρατίας. Ο Νάσσερ εξέφρασε την χωρίς όρους στήριξη της χώρας του στις προσπάθειες των Κυπρίων για αυτοδιάθεση αφού «τούτο επιβάλλει η πίστη της Αιγύπτου στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών». Ταυτόχρονα χαρακτήρισε τους Αιγυπτιώτες Έλληνες «αδερφούς» αναφέροντας πως δεν υφίσταντο αρνητικές διακρίσεις σε βάρος τους, αλλά αντίθετα πως επιθυμούσε την ευημερία τους. Ο Κασιμάτης μετέφερε την ελληνική άποψη για την κρίση του Σουέζ, εντάσσοντάς τη στη γενικότερη προσπάθεια για αυτοδιάθεση των λαών, άρα και της Κύπρου, από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Είχε εντολή να προσκαλέσει το Νάσσερ για επίσκεψη στην Αθήνα αλλά, κατόπιν αμερικανικών πιέσεων στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, αυτό τελικά δε συνέβη[9].
Έγινε έτσι ξεκάθαρο από τις πρώτες με τη νασσερική Αίγυπτο πως κύριο μέλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν τόσο η εκμετάλλευση της συγκυρίας για προβολή και σύνδεσή της με το Κυπριακό, όσο και η προστασία της παροικίας. Ταυτόχρονα όμως η Ελλάδα δε θα παραβίαζε τις νατοϊκές τις υποχρεώσεις. Ουσιαστικά θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη θέση της. Από τη μια γειτνίαζε με τη Μέση Ανατολή και από την άλλη δεν είχε διαταραγμένες σχέσεις με τους Άραβες –ιδίως λόγω της εναντίωσης στην αποικιοκρατία ένεκα του Κυπριακού ή μη συμμετοχής της σε στρατιωτικά σύμφωνα όπως αυτό της Βαγδάτης- ενώ ταυτόχρονα οι Αμερικανοί δε θεωρούσαν πως κινδύνευε η τήρηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας προς τους δυτικούς συμμάχους της[10].
Η Ελλάδα, προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη του Λονδίνου για το Σουέζ. Η πρόσκληση αφορούσε 8 κράτη που μετείχαν στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (του 1888, που κήρυσσε τη διώρυγα ουδέτερο έδαφος υπό βρετανική προστασία) και 16 κράτη που αποτελούσαν τους κύριους χρήστες της διώρυγας. Τη διάσκεψη επίσπευσαν το ΗΒ, η Γαλλία και κυρίως οι ΗΠΑ που επιθυμούσαν την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης προκειμένου να μη στραφεί η Αίγυπτος προς βοήθεια στην ΕΣΣΔ.
Η διάσκεψη του Λονδίνου
Στις 4 Αυγούστου ο Dulles μέσω επιστολής του καλούσε τον Καραμανλή να παραστεί η Ελλάδα στη διάσκεψη του Λονδίνου[11]. Είχε προηγηθεί και συνάντηση του Καραμανλή και τον Αμερικανό επιτετραμμένο στην Αθήνα Ray Thurston[12]. Οι ΗΠΑ διαβλέποντας πως, λόγω Κυπριακού και ελληνικής παροικίας, η Ελλάδα θα δίσταζε να λάβει μέρος στη Διάσκεψη άσκησαν στον Καραμανλή πίεση, κατά τον ως άνω τρόπο. Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς η επιστολή διέρρευσε στον τύπο της εποχής[13].
Στις 8 Αυγούστου 1956 έλαβε χώρα σύσκεψη στην Αθήνα μεταξύ του πρωθυπουργού Καραμανλή και των υπουργών Εξωτερικών και Προεδρίας Ευάγγελου Αβέρωφ και Κωνσταντίνου Τσάτσου. Αποφασίστηκε να επιδοθούν επιστολές του Αβέρωφ προς τους πρέσβεις του ΗΒ, της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Το περιεχόμενό τους έκανε λόγο για πρόθεση είτε για μετάθεση για αργότερα της διάσκεψης είτε για αλλαγή του τόπου, εκτός Λονδίνου, εξαιτίας του Κυπριακού και των τεταμένων ελληνοβρετανικών σχέσεων[14]. Την ίδια πρόταση μετέφερε αυθημερόν στον Αιγύπτιο πρεσβευτή, σε συνάντηση μαζί του όπου και ανέφερε πως η Ελλάδα δεν μπορούσε να κινηθεί εκτός των νατοϊκών της δεσμεύσεων. Απαντώντας στον Αβέρωφ ο Αιγύπτιος διπλωμάτης εξέφρασε την κατανόηση της χώρας του για τις ελληνικές προτάσεις[15]. Τελικά, στις 11 Αυγούστου 1956 το υπουργικό συμβούλιο ανακοίνωσε πως η Ελλάδα δε θα συμμετείχε στη διάσκεψη, αφού «υφ’ ους όρους καλείται η Διάσκεψις του Λονδίνου και υπό τας γνωστάς ειδικάς συνθήκας, υφ’ ας τελεί σήμερον η Ελλάδας» δε θα μπορούσε να είχε εποικοδομητικό ρόλο.
Οι συνθήκες που επικαλέστηκε η κυβέρνηση Καραμανλή είχαν να κάνουν τόσο με την αρνητική στάση της Αιγύπτου για τη διάσκεψη όσο και με τις ψυχρές ελληνοβρετανικές σχέσεις λόγω Κυπριακού. Τα κίνητρα της Ελλάδας ανάγονταν στην επιθυμία για προστασία των περιουσιακών στοιχείων της παροικίας, η εξασφάλιση των οποίων ήδη φαινόταν πως θα ήταν δύσκολη υπόθεση, και για προώθηση του αιτήματος διευθέτηση του Κυπριακού. Η απόφαση της κυβέρνησης έβρισκε σύμφωνη και την αντιπολίτευση αλλά και την κοινή γνώμη (δημοσιογραφικές πληροφορίες της εποχής για διαφωνίες του Αβέρωφ δεν επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές), ενώ τόσο η Αίγυπτος όσο και άλλα αραβικά κράτη δέχθηκαν με «ευγνωμοσύνη» -όπως μεταγενέστερα έγραψε ο Αβέρωφ- την ελληνική στάση[16]. Οι Αμερικανοί, παρά την αρνητική ελληνική στάση, δεν αμφέβαλλαν για την τήρηση των συμμαχικών της υποχρεώσεων και κατανόησαν την πίεση υπό την οποία βρισκόταν ο Καραμανλής, που προσπάθησε να ελιχθεί όπως φάνηκε με τις προτάσεις για αναβολή ή αλλαγή του τόπου της διάσκεψης. [17].
Η κρίση του Σουέζ στον ΟΗΕ
Η διάσκεψη του Λονδίνου κατέληξε σε αποτυχία. Στις 29 Οκτωβρίου 1956 το Ισραήλ, εισέβαλε στη χερσόνησο του Σινά και στις 31 του ίδιου μήνα το ΗΒ και η Γαλλία συντάχθηκαν με την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ, επιχειρώντας την κατάληψη της διώρυγας. Στην τριμερή επέμβαση αντέδρασαν έντονα τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί φοβόντουσαν την έξαρση του αραβικού εθνικισμού, την αύξηση της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή ή ακόμα και τυχόν σοβιετική εμπλοκή, κατά το πρότυπο της Ουγγαρίας, όπου ταυτόχρονα επενέβησαν στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αντίθετα επιζητούσαν την αντικατάσταση της βρετανικής από την αμερικανική επιρροή, ιδίως στον Κόλπο, προκειμένου να αποκτούσαν προνομιακή πρόσβαση στην παραγωγή πετρελαίου της περιοχής[18].
Μετά την τριμερή επέμβαση συγκλήθηκε σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα δε στήριξε τις βρετανογαλλικές ενέργειες, συντασσόμενη με τη στάση των ΗΠΑ (αντίθετα με τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία)[19]. Στη 1 Νοεμβρίου 1956 συγκλήθηκε έκτακτα, ύστερα από γιουγκοσλαβικό αίτημα, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ Χ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς, ο οποίος στην τοποθέτησή του κατήγγειλε και καταδίκασε τη στάση ΗΒ και Γαλλίας ως αντιβαίνουσα στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ· χρησιμοποίησε σκληρές εκφράσεις χαρακτηρίζοντας την επέμβαση διεθνές έγκλημα στα πλαίσια αποικιοκρατικών αντιλήψεων. Ταυτόχρονα ο Αβέρωφ δήλωσε πως η κυβέρνησή του θα συμμορφωθεί απόλυτα με την απόφαση της Γ.Σ.[20]. Τελικά η Γενική Συνέλευση με ψήφισμά της υιοθέτησε το αμερικανικό σχέδιο περί άμεσης αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων και εγκατάστασης διεθνούς δύναμης υπό τον ΟΗΕ (διαφώνησαν ΗΒ, Γαλλία, Ισραήλ, Αυστραλία και Ν.Ζηλανδία).
Η Ελλάδα γενικότερα ήταν απόλυτα ικανοποιημένη για την εξέλιξη σε επίπεδο ΟΗΕ αλλά και τη στάση των ΗΠΑ στην κρίση του Σουέζ. Η πλήρης αποτυχία της βρετανικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο έδωσε την αφορμή στην κυβέρνηση Καραμανλή να κάνει λόγο για «ψυχολογική αποτυχία» και ζητούσε «θετική και ρεαλιστική πολιτική» έναντι του Νάσσερ[21].
Τα αποτελέσματα της ελληνικής διπλωματίας ήταν θετικά. Οι ΗΠΑ αποδέχθηκαν τη διαφοροποίηση της Ελλάδας και τη μη συμμετοχή της στη διάσκεψη του Λονδίνου, δίχως να διαταραχθούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Με την Αίγυπτο οι σχέσεις βελτιώθηκαν και την ίδια στιγμή η Ελλάδα μπόρεσε να προβάλλει τις διεκδικήσεις της στο Κυπριακό. Προσπάθησε να εξομοιώσει την κρίση του Σουέζ με το θέμα της Κύπρου, στο πλαίσιο των αρνητικών πρακτικών των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο η στήριξη του αραβικού κόσμου στο Κυπριακό δεν ήταν ενιαία, αφού υπήρχε αμφισβήτηση της ηγετικής μορφής του Νάσσερ από άλλα αραβικά κράτη. Επιπλέον, το Κυπριακό δε λύθηκε στα πλαίσια του ΟΗΕ· ακόμα και στη τελευταία συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση το 1958 η πλειονότητα των αραβικών κρατών δε στήριξε τις ελληνικές θέσεις[22].
Ωστόσο η ελληνική στήριξη των αιγυπτιακών θέσεων δεν μπόρεσε να αποτρέψει τα οικονομικά πλήγματα στην παροικία. Παρά το γεγονός πως χάρη στους Έλληνες πλοηγούς η διώρυγα του Σούεζ παρέμενε σε λειτουργία (παρασημοφορήθηκαν από το Νάσσερ για αυτό) και πως υπογράφηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1956 διμερής συμφωνία μορφωτικών ανταλλαγών, ο Νάσσερ μετά τον τερματισμό της κρίσης υιοθέτησε μέτρα εθνικοποίησης των ξένων περιουσιών που αποτέλεσαν την αρχή για την έξοδο του Αιγυπτιώτη ελληνισμού από τη χώρα.
Οι διμερείς επαφές το 1957
Προσπάθειες προστασίας της παροικίας
Η πρώτη ελληνική αντίδραση στα μέτρα που έλαβε το καθεστώς του Νάσσερ εκδηλώθηκε στη 1 Φεβρουαρίου 1957, οπότε και ο πρεσβευτής της Ελλάδας στο Κάιρο Δ.Λάμπρου είχε συνάντηση με τον υπουργό Εμπορίου Μωχάμετ Αμού Νοσέρ. Ο πρεσβευτής μετέφερε στον Αιγύπτιο υπουργό τους φόβους της παροικίας για τον κίνδυνο οικονομικής εξόντωσης της παροικίας και ο τελευταίος του απάντησε πως δε θα έπρεπε οι Έλληνες να ανησυχούν αλλά αντίθετα να παύσουν την ενασχόληση με τα τραπεζικά και να ασχοληθούν με τη βιομηχανία.. Οι προσπάθειες της παροικίας να ενημερώσουν το εθνικό κέντρο εντάθηκαν· στις 5-7 Φεβρουαρίου 1957 εκπρόσωποι του Ελληνικού Επιμελητηρίου Αλεξάνδρειας μετέβησαν στην Αθήνα για συζητήσεις με τον Τσάτσο και τον Καραμανλή. Σημαντική ήταν και η συνάντηση του Αβέρωφ με το συνάδελφό του Μαχμούτ Φαουζί, στη Νέα Υόρκη στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ο τελευταίος πρότεινε την παραχώρηση αιγυπτιακής υπηκοότητας στους Έλληνες της παροικίας και δήλωσε πως παρείχε περίοδο προσαρμογής 5 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ελληνικές θέσεις εργασίας στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις θα ήταν εξασφαλισμένες[23]. Τόσο η απάντησή του Νοσέρ όσο και του Φάουζι ήταν γενικόλογες και κανένα εχέγγυο προστασίας της παροικίας δε δόθηκε. Οι προτάσεις του Φάουζι φάνηκε πως εξασφάλιζαν σε κάποιο βαθμό τις ελληνικές περιουσίες αλλά και πάλι δεν έφτασαν στο σημείο της υλοποίησής τους.
Προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να αποσπάσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις από το Νάσσερ, ο Λάμπρου στις 3 Μαρτίου 1957 παρέδωσε υπόμνημα και επιστολή του Καραμανλή στο Φάουζι. Η Ελλάδα ζητούσε εφαρμογή της νομοθεσίας περί εθνικοποιήσεων μετά το πέρας 5 ετών και σταδιακά. Για να μην εκληφθούν τα αιτήματά της ως παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Αιγύπτου, επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία ενσωμάτωσης των Ελλήνων που θα εγκατέλειπαν τη χώρα. Τέλος,, γινόταν υπόμνηση της στήριξης που παρείχε η Ελλάδα τόσο στα αραβικά κράτη (εντός των πλαισίων του ΟΗΕ το 1947 για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και το 1955 για την Αλγερία) όσο και στην Αίγυπτο κατά την κρίση του Σούεζ[24]. Η απάντηση του Νάσσερ ήταν και πάλι γενικόλογη. Επικαλέστηκε τους ισχυρούς δεσμούς των δύο χωρών και τη δέσμευσή του να διασκεδάσει τους φόβους της παροικίας. Ωστόσο δεν αναφέρθηκε καθόλου σε συγκεκριμένες κινήσεις που θα ενίσχυαν τους Έλληνες της χώρας του, είτε για εξαίρεσή τους από τις εθνικοποιήσεις είτε για παράταση της υλοποίησής τους[25].
Η επίσκεψη Καραμανλή στην Αίγυπτο
Σημαντική ήταν η επίσκεψη του Καραμανλή, συνοδεία και του Αβέρωφ, στο Κάιρο στις 17-21 Αυγούστου 1957. Είχε προηγηθεί στις 2 Αυγούστου 1957, σε συνέχεια των επιστολών που αντηλλάγησαν το Μάρτιο του ίδιου έτους, υπόμνημα του Λάμπρου στον Αβέρωφ. Σε αυτό ανέφερε πως μόνο για τους Έλληνες εμπορικούς αντιπροσώπους η αιγυπτιακή νομοθεσία προέβλεψε πως θα μπορούσαν να ασκούν τη δραστηριότητά τους έως τη συνταξιοδότησή τους. Για τους τραπεζικούς και ασφαλιστές ωστόσο καμία άλλη πρόνοια δεν υπήρξε, πλην αυτής για 5ετή περίοδο προσαρμογή που ίσχυε για όλους τους αλλοδαπούς[26].
Ο Καραμανλής στις δημόσιες τοποθετήσεις του ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Αναφερόταν μεν στην ύπαρξη «δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι αγαπούν τους Αιγυπτίους και αγαπώνται από αυτούς ως αδερφοί». Δήλωνε ταυτόχρονα δε πως «αι πρόσφαται πολιτικοκοινωνικαί και οικονομικαί μεταρρυθμίσεις, τας οποίας υπό την εμπνευσμένην ηγεσίαν του προέδρου Νάσσερ, απεφάσισεν ο αιγυπτιακός λαός, παρακολουθούνται με αδιάπτωτον ενδιαφέρον εις την Ελλάδα και εκτιμώνται βαθύτατα». Συναντήθηκε στις 20-21 Αυγούστου 1957 με τα μέλη της παροικίας της Αλεξάνδρειας, όπου έτυχε μεγάλης υποδοχής από 30.000 ομογενείς. Τέλος, αφικνούμενος στην Αθήνα δήλωσε πως ήταν απόλυτα ικανοποιημένος και αισιόδοξος από τη στάση του Νάσσερ, ο οποίος «έδειξε πλήρη κατανόησιν επ’ αυτών»[27].
Ο Νάσσερ χαρακτηριστικά τόνισε, όπως και προγενέστερα είχε πράξει, την απόφαση της Αιγύπτου να διασφαλίσει την ευημερία των Ελλήνων στη χώρα του σε πνεύμα δικαιοσύνης και καλής θέλησης. Ως προς το Κυπριακό, στο ανακοινωθέν αναφέρθηκε πως η Αίγυπτος στήριζε τις προσπάθειες αυτοδιάθεσης των λαών στα πλαίσια του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ[28]. Ταυτόχρονα ο Αιγύπτιος υπουργός Προεδρίας Άλη Σαμπρ αναφέρθηκε ονομαστικά στην Κύπρο, δηλώνοντας ενθουσιώδης οπαδός της αυτοδιάθεσης της Κύπρου[29].
Αποτιμώντας τις επαφές του Καραμανλή, θα μπορούσε να ειπωθεί πως στο πεδίο των λεκτικών τοποθετήσεων η επίσκεψη ήταν επιτυχημένη. Ο Καραμανλής αντέφασκε όταν σε δημόσιες δηλώσεις του αναφέρθηκε στην παροικία και ταυτόχρονα ενθάρρυνε τα μέτρα που την έπλητταν. Παρόλα αυτά η ελληνική πλευρά ήταν ικανοποιημένη από τα σημαντικά ανταλλάγματα, λεκτικά και όχι ουσιαστικά, που απέσπασε από την αιγυπτιακή. Η αιγυπτιακή πλευρά κατάφερε να φανεί πως προστατεύεται η παροικία και στηρίζονται οι ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό. Στο θέμα της Κύπρου η αιγυπτιακή στάση ήταν πράγματι θετική, αφού υπήρχε και αμυντικό θέμα για τη χώρα δεδομένου ότι στην κρίση του Σουέζ οι βρετανικές δυνάμεις εφόρμησαν από το νησί.
Από την άλλη όμως δεν υπήρξε καμία ουσιαστική δέσμευση για την προστασία των Ελλήνων στην Αίγυπτο. Βέβαια, επί μία τριετία, δεν επήλθε κάποιο άλλο πλήγμα στην παροικία. Μάλιστα η ελληνική παροικία ήταν η μοναδική που παρέμενε στη χώρα σε σχέση με αντίστοιχες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Άρα, ο στόχος της καθυστέρησης της εξόδου του ελληνισμού, αν δεν ήταν δυνατή η αποφυγή της, φαινόταν πως επιτεύχθηκε. Ωστόσο τα γεγονότα της περιόδου 1961-1963, όπως επιγραμματικά παρακάτω περιγράφονται, έδειξαν πως οι δεσμεύσεις του Νάσσερ ήταν κενές περιεχομένου. Τέλος η επίσκεψη Καραμανλή αποτέλεσε την αρχή για την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και τον αραβικό κόσμο. Πλέον η Ελλάδα θα αποτελούσε παράγοντα στην περιοχή και θα μπορούσε να ασκεί μια πιο αυτόνομη –αλλά όχι διαφορετική- από τις ΗΠΑ πολιτική. Οι τελευταίες, δια του αναπληρωτή υφυπουργού Εξωτερικών Robert Daniel Murphy, αποδέχονταν την πολιτική αυτή. Οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως η Ελλάδα –η οποία «περιλαμβάνεται μεταξύ των χωρών εκείνων που είναι περισσότεροι αφοσιωμένες στις ΗΠΑ»- θα μπορούσε να αποτελέσει συνδετικό κρίκο με τις αραβικές χώρες εξαιτίας του «γοήτρου» που απολάμβανε μεταξύ των κρατών αυτών[30].
Οι επαφές μετά το 1957
Οι διμερείς σχέσεις παρέμεναν ομαλές έως το 1961. Η τριμερής συνάντηση στο Μπριόνι της Κροατίας στις 8 Ιουλίου 1958, μεταξύ Αβέρωφ, Φάουζι και του Γιουγκοσλάβου υπουργού Εξωτερικών Κότσα Πόποβιτς, επιβεβαίωσε την επιθυμία της Ελλάδας να διαδραματίσει ρόλο στα τεκταινόμενα στην Ανατολική Ευρώπη. Η τριμερής έδειχνε τους δύο τομείς που η ελληνική εξωτερική πολιτική θα είχε αυτόνομο, έναντι των ΗΠΑ, χαρακτήρα, δηλαδή στα Βαλκάνια και τον αραβικό κόσμο.
Οι καλές σχέσεις επιβεβαιώθηκαν με την επίσκεψη Νάσσερ στην Αθήνα στο διάστημα 7-9 Ιουνίου 1960, όπου ο Αιγύπτιος ηγέτης έτυχε θερμής υποδοχής. Η επίσκεψη Νάσσερ επιβεβαίωση το πολύ καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Ωστόσο η πορεία που είχαν λάβει τα πράγματα για την παροικία, υπό τις εθνικοποιήσεις του Νάσσερ, ήταν μη αναστρέψιμη.
Το 1960 διαβιούσαν στην Αίγυπτο 50.000 Έλληνες. Τον Ιούλιο του 1961 ψηφίστηκαν επαχθέστεροι, απ’ ότι το 1957, νόμοι για τις ελληνικές επιχειρήσεις και κοινότητες. Το 1963 απαγορεύτηκε η κατοχή γης από μη Αιγύπτιους. Ο Αβέρωφ μετέβη στο Κάιρο, όπου ο Νάσσερ προσπάθησε να τον πείσει ότι το καθεστώς του επιθυμεί την παραμονή της παροικίας δίχως ωστόσο να πράξει κάτι απτό προς το σκοπό αυτό[31]. Το 1962 και προκειμένου να διαχειριστεί ο ελληνικό κράτος το κύμα των προσφύγων ιδρύθηκε στον Πειραιά οργανισμός υποδοχής Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Ακολούθως, το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου ψήφισε το Ν.Δ. 4577/1966 για την προστασία των προσφύγων[32]. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 40.000 Έλληνες είχαν εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Τουλάχιστον ως προς τις αποζημιώσεις των εθνικοποιημένων περιουσιών υπήρχε πρόνοια σχετικά με την καταβολή τους με διμερή συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1966[33]· εξαιτίας γραφειοκρατικών προβλημάτων, η ολοκλήρωση των διαδικασιών αποζημίωσης διήρκησε έως το 2006[34].
Συμπεράσματα
Η παρουσία των Ελλήνων στην Αίγυπτο ήταν ακμαία. Η ελληνική παροικία αποτελούσε δυναμικό κομμάτι της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο και σε άλλες πόλεις της Αιγύπτου. Ωστόσο η επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών, με την άνοδο του Νάσσερ στην εξουσία, κατέστησε την παραμονή της σχεδόν αδύνατη. Οι κινήσεις της Ελλάδας για την προστασία της παροικίας δεν είχαν στόχο τη διατήρησή της στην Αίγυπτο. Αντίθετα οι Καραμανλής και Αβέρωφ γνώριζαν πως ήταν αδύνατον, ύστερα από τα μέτρα εθνικοποίησης του Νάσσερ, να εξακολουθούσαν να διαβιούν οι Έλληνες στην Αίγυπτο. Επιδίωξαν ουσιαστικά να κερδίσουν χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα η έξοδος, γεγονός που αμφότεροι εκ των υστέρων παραδέχθηκαν[35].
Κρίνοντας την πολιτική τους, αν θεωρηθεί πως ήταν αναπόφευκτη η παρακμή της παροικίας τότε ορθά επέμειναν στο να κερδίσει η Ελλάδα χρόνο, ώστε είτε να προετοιμαστεί καλύτερα για το κύμα προσφύγων προς το εθνικό κέντρο είτε να παροτρυνθούν οι Αιγυπτιώτες στη μετανάστευση σε άλλες χώρες και ιδίως την Αυστραλία. Αν όμως γίνει δεκτό πως υπήρχαν περιθώρια προστασίας της παροικίας, τότε τα ανταλλάγματα που έλαβε η Ελλάδα για τη στήριξη που παρείχε στην Αίγυπτο, ιδίως στην κρίση του Σουέζ, ήταν μεν λίγα. Ιδίως δε αν συγκριθούν αυτά με ό,τι κατάφεραν να κερδίσουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν κοινότητες στην Αίγυπτο· τέτοιες περιπτώσεις ήταν της Ιταλίας και της Γαλλίας –κυρίως η δεύτερη, η οποία δε διατηρούσε διπλωματικές επαφές με την Αίγυπτο ύστερα από το Σουέζ- που υπέγραψαν διμερείς συμφωνίες για την προστασία και αποζημίωση των εθνικοποιημένων περιουσιών των υπηκόων τους[36]. Βέβαια οι εθνικοποιήσεις του Νάσσερ έπληξαν όλες τις κοινότητες που διαβιούσαν στην Αίγυπτο, την οποία εν τέλει εγκατέλειψαν, περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένα. Υπό το πρίσμα αυτό προκύπτει πως πράγματι ήταν δυσχερέστατη η παραμονή των Αιγυπτιωτών στις κοινότητές τους.
Ως προς την κρίση του Σουέζ, η ελληνική διπλωματία κινήθηκε αρκετά δραστήρια και με επιτυχία. Δεν ήταν καθόλου δεδομένο, εκείνη τη χρονική περίοδο, το ότι η Ελλάδα θα κινούνταν ενάντια στη γραμμή των Ηνωμένων Πολιτειών. Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αποδέχθηκαν ως αναμενόμενη τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στη διάσκεψη του Λονδίνου πιστώνεται στα θετικά της κυβέρνησης Καραμανλή. Το γεγονός ότι προσπάθησε η Ελλάδα να εξομοιώσει την κρίση του Σουέζ με το Κυπριακό ήταν σωστή επιλογή. Η αναφορά στη βρετανική πολιτική για το Σουέζ και την Κύπρο ως αποικιοκρατική ενίσχυσαν τη θέση της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο και κυρίως μεταξύ των αραβικών χωρών.
Οι καλές σχέσεις με την Αίγυπτο, κατ’ επέκταση με τον αραβικό κόσμο, αποτέλεσαν στόχο των ελληνικών κυβερνήσεων. Η φιλοαραβική αυτή στάση της Ελλάδας αποτέλεσε σταθερά της εξωτερικής πολιτικής έως και τη δεκαετία του ’90. Η προσπάθεια της Ελλάδας να αποκτήσει ερείσματα στην Ανατολική Μεσόγειο και τον αραβικό κόσμο ήταν επιτυχημένη. Μπορεί, ιδίως ως προς το Κυπριακό και στα πλαίσια του ΟΗΕ, τα αραβικά κράτη να μην έπαιξαν το ρόλο που ανέμενε η Ελλάδα. Εντούτοις η αμερικανόφιλη Ελλάδα κατάφερε, καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου, να αναπτύξει σχέσεις με κράτη που είχαν έντονες διαφορές με τις ΗΠΑ γεγονός όχι σύνηθες την περίοδο εκείνη. Οι ομαλές ελληνοαραβικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν και κατά τη δεύτερη περίοδο πρωθυπουργίας του Καραμανλή αλλά ιδίως από τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου ίσως να ήταν πιο δύσκολο να αναπτυχθούν, αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα γεγονότα του 1956-7.
[1] Αγγ.Νταλαχάνης (2010), "Μεταξύ παροικίας, μητρόπολης και διασποράς. Στρατηγικές μετανάστευσης για τους Έλληνες της Αιγύπτου, 1945-1956", Μνήμων, τ. 31, ετ. 2010, σ. 193.
[2] Ο.π., σ. 204 όπου και παραπέρα παραπομπές στο Αρχείο της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών και στα αντίστοιχα του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της Αλεξάνδρειας και της Διακυβερνητικής Επιτροπής Μετανάστευσης από την Ευρώπη.
[3] Γ.Σακκάς (2012), Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο αραβικός κόσμος, 1947-1974. Διπλωματία και στρατηγική στη Μεσόγειο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, Αθήνα: εκδ. Πατάκη, σ. 90.
[4] Ch.Smith (2007), Palestine and the Arab–Israeli Conflict, Βοστώνη-Ν.Υόρκη: εκδ. Bedford/St. Martin's, σ. 242-247.
[5] Ι.Στεφανίδης (2010), Ασύμμετροι εταίροι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο, Αθήνα: εκδ. Πατάκη, σ. 77.
[6] Ch.Smith, σ. 242-247.
[7] D.Watt (1956), "Britain and the Suez Canal", Royal Institute of International Affairs, τ. Αυγούστου 1956, σ. 8.
[8] Κ. Δαρατζίκης (2000), Διπλωματικές σημειώσεις από την Αίγυπτο (1955-1976), Αθήνα: εκδ. Golema, σ. 44 επ.
[9] Αρχείο Ιδρύματος Κωνσταντίνου Καραμανλή (εφεξής Αρχείο Καραμανλή), Φ24Α. Γρ.Κασιμάτης προς Υπ.Συμβούλιο, 12.04.1956.
[10] Ο.π.
[11] Αρχείο Καραμανλή, Φ.2Α, Τζ.Φ.Ντάλλες προς Κ.Καραμανλή, 04.08.1956.
[12] FRUS, 1955-1957, vol. XXIV, Soviet Union, Eastern Mediterranean, doc. 455, telegram from Athens, August 6, central files 747C.00/8–656.
[13] Το Βήμα και Ελευθερία, φύλλα 8ης Αυγούστου 1956.
[14] Αρχείο Καραμανλή, Φ.2Α, Κ.Καραμανλής (μνημόνιο), 8 Αυγούστου 1956.
[15] Αρχείο Καραμανλή, Φ2Α, 398, Καραμανλής με πρέσβη της Αιγύπτου, 08.08.1956.
[16] Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας (1982), Ιστορία χαμένων ευκαιριών (Κυπριακό 1950-1963), Αθήνα: εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 136 επ.
[17] FRUS, 1955-1957, vol. XXIV, Soviet Union, Eastern Mediterranean, document 299, central files, 711.56381/8–2156.
[18] FRUS, 1955-1957, Foreign Relations of the United States, 1955–1957, Suez Crisis, July 26–December 31, 1956, Volume XVI, doc.499-533, central files, 674.84A, 11-556 και Eisenhower Library, Whitman File, Eisenhower Diaries. Secret. Drafted by Goodpaster on November 7.
[19] Σακκάς, σ. 61.
[20] Δαρατζίκης, σ. 29.
[21] FRUS, 1955-1957, vol. XXIV, Soviet Union, Eastern Mediterranean, document 303, Memorandum of a Conversation, Department of State, Washington, November 15, 1956, Department of State, Central Files, 740.5/11–1556. Limited Official Use. Drafted by Wood on November 20.
[22] Στεφανίδης, σ. 122-123.
[23] Δαρατζίκης, σ. 58-76.
[24] Αρχείο Καραμανλή, Φ.71Β, Αφήγηση Κ.Καραμανλή (δακτ.).
[25] Ο.π.
[26] Ο.π., Φ.3Α-Δ, Δ.Λάμπρος προς υπ. Εξωτερικών, 02.08.1957.
[27] Καθημερινή, φύλλο 22ης Αυγούστου 1957.
[28] Κοινό Ανακοινωθέν Βασιλείου της Ελλάδος και Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, 20η Αυγούστου 1957.
[29] Καθημερινή, ο.π.
[30] Αρχείο Καραμανλή, Φ.6Α. Σημείωμα περί της συνομιλίας του πρωθυπουργού και του υπουργού των Εξωτερικών μετά του Αμερικανού υφυπουργού κ. Μέρφυ, 12.08.1958.
[31] Δαρατζίκης σ. 132 επ.
[32] ΦΕΚ 230/Α/10.10.1964.