(τμήματα του κειμένου ενσωματώνονται σε συνέντευξη στην ΕΡΤ3 στις 14.08.2015)
Εισαγωγή
Με τις αλλαγές, της τελευταίας
στιγμής ως προαπαιτούμενα για το Μνημόνιο ΙΙΙ, στο νόμο περί υπερχρεωμένων
νοικοκυριών (Ν.3869/2010) –ευρύτερα γνωστότερος ως «νόμος Κατσέλη»- επιδιώκεται
η βελτίωση του νομοθετικού αυτού πλαισίου. Στόχος των νέων ρυθμίσεων είναι η αντιμετώπιση του
φαινομένου των κόκκινων δανείων και γενικά της υπερχρέωσης των φυσικών προσώπων,
ενός φαινομένου που απασχολεί σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Διεύρυνση
του πεδίου εφαρμογής με χρέη προς το δημόσιο
Θετική αλλαγή είναι,
αρχικά, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Πλέον υπάγονται σε
δικαστική ρύθμιση και οφειλές προς το δημόσιο. Έτσι ρυθμίζονται χρέη προς εφορία, ασφαλιστικά ταμεία,
δήμους-περιφέρειες κλπ. Μένει να διευκρινιστούν ζητήματα που αφορούν πρώην
εμπόρους ή νυν μικρεμπόρους, όπως η ένταξη οφειλών από ΦΠΑ, ΟΑΕΕ. Επίσης μένει
να διευκρινιστεί τι θα γίνει με τις οφειλές που ήδη έχουν υπαχθεί σε άλλη νομοθετική
ρύθμιση όπως λ.χ. τις περιβόητες 100 δόσεις του Ν. 4320/2015. Σημαντικό ότι ξεκαθαρίζει
πως ρυθμίζονται χρέη προς ιδιώτες και όχι μόνο προς πιστωτικά ιδρύματα
(τράπεζες), με την εξαίρεση των υποχρεώσεων από διατροφή προς τέκνα ή σύζυγο
(προκειμένου να αποφεύγονταν η καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου). Δεν
εντάσσονται στη διαδικασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών μόνο οφειλές προς το
δημόσιο, αλλά πρέπει να υφίσταται σωρευτικά και κάποιο ιδιωτικό χρέος. Τέλος,
μπορεί ο οφειλέτης να ζητήσει την μη ένταξη στη ρύθμιση κάποιου πιστωτή, λ.χ.
πιστωτική κάρτα, ή σύμβαση υπερανάληψης, τροποποιώντας πλέον τη ρύθμιση περί απαγόρευσης
προνομιακής μεταχείρισης κάποιου πιστωτή.
Κατάθεση,
προσδιορισμός και συζήτηση αίτησης και προσωρινής διαταγής
Αλλάζει η διαδικασία ως
προς τον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων των δικογράφων. Πλέον η γραμματεία του
Ειρηνοδικείου θα ελέγχει την πληρότητα των εγγράφων των αιτούντων και αν
διαπιστώνει ελλείψεις, εντός 2 ημερών, θα ενημερώνει τους οφειλέτες να
προσκομίσουν τα ελλείποντα στοιχεία. Αυτό κρίνεται θετικό για να μην
επιβαρύνουν τα πινάκια αιτήσεις προφανώς απαράδεκτες. Όμως απαιτεί την
απαραίτητη εξειδίκευση των δικαστικών υπαλλήλων που θα είναι αρμόδιοι για τις αιτήσεις
των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και ασφαλώς την ενίσχυση των Ειρηνοδικείων τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε πληροφοριακά
συστήματα. Η τελευταία προβλέπεται αλλά για ορισμένα δικαστήρια μόνο (ιδίως
αυτά που καθυστερεί ο προσδιορισμός των υποθέσεων,
εξαιρώντας άλλα δικαστήρια που και αυτά χρειάζονται προσωπικό και υποδομές).
Δικάσιμος θα ορίζεται,
υποχρεωτικά, εντός έξι μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Τυχόν αίτημα προσωρινής διαταγής θα συζητείται εντός 2
μηνών, και η προσωρινή διαταγή –με την οποία αναστέλλονται τα καταδιωκτικά μέσα
των πιστωτών σε βάρος του οφειλέτη- θα ισχύει για 6 μήνες. Ασάφεια υπάρχει στην
περίπτωση υποβολής αιτήματος αναβολής της αρχικής δικασίμου. Εάν η μετ’ αναβολή
δικάσιμος προσδιορίζεται σύντομα τότε επιτυγχάνεται η συντόμευση της διαδικασίας.
Αν όμως η αναβολή προσδιορίζεται μετά από χρόνια τότε και ο οφειλέτης στερείται
δικαστικής προστασίας (αφού παύει η ισχύς της προσωρινής διαταγής, και η έκδοση
της απόφασης παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Ως προς το τελευταίο, δεν
ορίζεται χρόνος έκδοσης της απόφασης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Ο αυξημένος φόρτος
εργασίας που θα δημιουργηθεί –ναι μεν προβλέπεται ενίσχυση του σώματος των
Ειρηνοδικών με πρόσθετους δικαστές, σε ορισμένα δικαστήρια, αλλά και πάλι
χρειάζονται περισσότεροι Ειρηνοδίκες και κυρίως υποστήριξη του έργου τους (υπάλληλοι
γραμματείας, πληροφοριακά συστήματα). Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
στοχεύει και στον περιορισμό των αιτημάτων αναβολών και συντόμευσης του χρόνου
δημοσίευσης της απόφασης, αλλά δίχως την ενίσχυση του Δικαστικού Σώματος οι τασσόμενες
προθεσμίες κινδυνεύουν να μείνουν κενό γράμμα.
Ως προς το θέμα της
επίδοσης της αίτησης, πλέον –εντός 15 ημερών- ο αιτών θα κοινοποιεί το
δικόγραφο μόνο σε πιστωτές και εγγυητές. Όχι επομένως σε συνοφειλέτες ή/και
πρωτοφειλέτες, μειώνοντας έτσι το κόστος των επιδόσεων μέσω δικαστικών
επιμελητών, ελαφρύνοντας έτσι την οικονομική επιβάρυνση του οφειλέτη.
Γρήγορη
διαγραφή μικρών χρεών
Προβλέπεται ταχύς
διακανονισμός μικροοφειλών. Ως τέτοιες ορίζονται τα χρέη μέχρι 20.000 Ευρώ,
συμπεριλαμβανομένων στο κεφάλαιο των τόκων και εξόδων. Προϋπόθεση η ανυπαρξία κινητής και ακίνητης
περιουσίας (επιτρέπονται καταθέσεις ύψους 1.000 €, προκειμένου να μη θεωρηθούν
συντάξεις και μισθοί περιουσία) και η καλοπιστία του οφειλέτη. Στην περίπτωση
αυτή χορηγείται 18μηνη προσωρινή απαλλαγή του οφειλέτη και μετά το πέρας των 18
μηνών οριστική απαλλαγή.
Εν
δυνάμει κίνδυνοι για την πρώτη κατοικία
Για την πρώτη κατοικία,
ορίζεται η προστασία της. Όμως μεγάλη ασάφεια υπάρχει για τις προϋποθέσεις
προστασίας της. Καθώς οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά, ελλοχεύει ο κίνδυνος
περιπτώσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών που πληροί η περίπτωσή τους τις απαιτήσεις
του νόμου, να μην έχουν απαλλαγή της πρώτης κατοικίας τους από τη ρευστοποίηση.
Θα εκδοθεί, χωρίς να ορίζεται πότε, κοινή υπουργική απόφαση με τα εξής κριτήρια
για την προστασία της πρώτης κατοικίας: Αντικειμενική αξία (εκκρεμεί η
αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, παρά την αντίθετη δικαστική απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας), ύψος συνολικών οφειλών, μικτό ετήσιο οικογενειακό
εισόδημα. Αν τα όρια που θα τεθούν από την ΚΥΑ δεν είναι υψηλά ως προς τα
παραπάνω υπάρχει κίνδυνος να οδηγηθούν δανειολήπτες σε απώλεια της πρώτης
κατοικίας τους, παρότι θα μπορούν να υπαχθούν σε δικαστική ρύθμιση. Το
συγκεκριμένο ζήτημα είναι αρκετά σοβαρό και θα πρέπει άμεσα να διευθετηθεί προς
αποφυγή δυσάρεστων επιπτώσεων.
Ως προς τις οφειλές που
υφίσταται ρευστοποιήσιμη περιουσία, αλλαγή υπάρχει στη διαδικασία ορισμού
εκκαθαριστή. Καθώς παρότι δικαστικές αποφάσεις διατάσσουν ρευστοποίηση και
ορίζουν εκκαθαριστή, οι διαδικασίες καθυστερούν. Πλέον θα μπορούν οι πιστωτές
να προτείνουν τον ορισμό εκκαθαριστή –ήτοι κάποιον εξειδικευμένο στις εργασίες
αυτές, και όχι κατ’ ανάγκη δικηγόρο (κατά τα οριζόμενα για το Σύνδικο στις Πτωχεύσεις
του εμπορικού δικαίου, αλλά οποιονδήποτε έχει σχετικές γνώσεις- σε συνδυασμό με
τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να ορίσει κάποιον από τους σχετικούς καταλόγους
που τηρούνται στη γραμματεία του.
Εκκρεμείς υποθέσεις
Καθώς μεγάλος αριθμός
δικογραφιών στοιβάζονται στα ράφια των ειρηνοδικείων περιμένοντας εκδίκαση για
το 2025 ή έως το 2030 (!), προβλέπεται επιτάγχυνση των διαδικασιών. Εντός 6
μηνών θα πρέπει για το σύνολο των εκκρεμών υποθέσεων να επικαιροποιηθεί το περιεχόμενο των φακέλων τους.
Θα πρέπει οι οφειλέτες που αναμένουν την εκδίκαση τη αιτήσεών τους να
προσκομίσουν –τυχόν παράλειψη ισοδυναμεί με παραβίαση του καθήκοντος αληθείας
και οδηγεί σε «αυτόματη» απόρριψη της ένδικης αίτησης- νέα φορολογικά έγγραφα (εκκαθαριστικά, Ε1, Ε3,
Ε9, εκκαθαριστικά ΕΝΦΙΑ), εκκαθαριστικά μισθοδοσίας/σύνταξης, πιστοποιητικά
οικογενειακής κατάστασης, άδειες κυκλοφορίας αυτοκινήτων, και κάθε τι άλλο που
αναφέρεται σε αλλαγή τόσο στα εισοδήματα και την περιουσία τους, όσο και στα
έξοδά τους (αποδείξεις για ιατρικές δαπάνες, φροντιστήρια κλπ)
Εντός 4 μηνών θα μπορεί
κάθε οφειλέτης να ζητά –ατελώς με κλήση, δηλαδή χωρίς την ανάγκη προσκόμισης
γραμματίων προείσπραξης, παραβόλων, κλπ- το νέο προσδιορισμό της συζήτησης της αίτησής
του. Αν δεν το πράξει αυτοβούλως, αυτεπάγγελτα η γραμματεία του Ειρηνοδικείου
θα ορίσει, μετά το 4μηνο, νέα συζήτηση για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις. Η
συζήτηση των εκκρεμών υποθέσεων θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικά εντός 3 ετών. Ο
οφειλέτης θα απαλλάσσεται από τα κόστη επίδοσης της κλήσης ή της νέας δικασίμου,
αφού θα ενημερώνονται οι διάδικοι με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο (εγγράφως, με
φαξ, με email
κλπ).
Η επιτάχυνση ων
διαδικασιών κρίνεται ασφαλώς ωφέλιμη. Όμως παραμένει σε συνάρτηση με την
ενίσχυση τόσο του έμψυχου δυναμικού (δικαστές, υπάλληλοι) όσο και της υλικοτεχνικής
υποδομής των Ειρηνοδικείων. Αν δε λάβει χώρα η ενίσχυση αυτή, δυστυχώς, η
επιχειρούμενη επιτάχυνση θα μείνει μόνο στα χαρτιά.
Διαμεσολάβηση;
Παρότι το Υπουργείο
Δικαιοσύνης μεριμνά για την προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης και όλα όσα
κατά καιρούς έχουν –ανεπίσημα- ακουστεί, δεν καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή
των υποθέσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών σε διαμεσολάβηση (σε περίπτωση
αποτυχίας της διαμεσολάβησης, που θα ήταν απαραίτητο στάδιο, θα μπορούσε ο
οφειλέτης να ζητήσει δικαστική προστασία). Όλοι όσοι προκρίνουν την προώθηση του
θεσμού της διαμεσολάβησης μέσω της διαπαιδαγώγησης των πολιτών θα τονίσουν πως
όπου η διαμεσολάβηση κατέστη υποχρεωτική (βλ. Ιταλία) απέτυχε και εκφυλίστηκε
στα μάτια της κοινωνίας ως παρωδία διαπραγμάτευσης. Ο αντίλογος άλλων προκρίνει
την ταχεία εγκαθίδρυση της διαμεσολάβησης ως τρόπου εναλλακτικής επίλυσης των
διαφορών μέσω της υποχρεωτικότητάς της. Σε κάθε περίπτωση, στην περίπτωση των
νέων ρυθμίσεων για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, η διαμεσολάβηση δεν αναφέρεται
καν. Ωστόσο η «διαφήμισή» της ως θεσμός και η γνωστοποίηση των πλεονεκτημάτων της
θα αποτελέσουν τα κρίσιμα στάδια προκειμένου να πετύχει και έτσι να
αποσυμφορηθούν τα Δικαστήρια από υποθέσεις που θα μπορούσαν να διευθετηθούν
εναλλακτικά.
Συμπεράσματα
Οι νέες αλλαγές στο
νόμο των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, στον περιβόητο «νόμο Κατσέλη» κινούνται σε
σωστή κατεύθυνση. Περιπτώσεις όπως η διεύρυνση των υπαγόμενων χρεών με τις οφειλές
προς το δημόσιο ή τη ταχεία διευθέτηση των μικροφειλών (20.000 €) αποτελούν
θετικά βήματα. Πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες υπάρχουν σχετικά με τα κριτήρια
που θέτονται για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Όταν οι αντικειμενικές
αξίες δεν έχουν μεταβληθεί και συχνά υπερτερούν κατά πολύ των εμπορικών, όταν
το συνολικό ύψος των οφειλών λαμβάνεται υπόψη (χωρίς να διευκρινίζεται το ύψος
που μετά το πέρας αυτού δε θα προστατεύεται η πρώτη κατοικία), όταν το μικτό
(δηλαδή όχι το καθαρό; Πως προσδιορίζεται το μικτό;) οικογενειακό εισόδημα
(αφορά και συμβιούντες με τον οφειλέτη λ.χ. ενήλικα παιδιά, παππούδες-γιαγάδες
συνταξιούχοι) καθίστανται κριτήρια τότε τα κενά είναι αρκετά μεγάλα. Σε
περίπτωση που η κοινή υπουργική απόφαση κινείται σε λάθος βήματα ως προς τους παραπάνω
προβληματισμούς, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας της πρώτης κατοικίας με
ταυτόχρονη υπαγωγή σε δικαστική ρύθμιση οφειλών· σε μια τέτοια απευκταία
περίπτωση αλλάζει άρδην ο σκοπός του νόμου, δηλαδή όχι απλά δεν επανεντάσσεται
ομαλά στην κοινωνικοοικονομική ζωή ο οφειλέτης, αλλά στερείται και του μοναδικού
«καταφυγίου» του.