ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Ναρκωτικά και τοξικομανία. Ένα δικαιικό και κοινωνικό φαινόμενο.

Εισαγωγή

1. Τα ναρκωτικά αποτελούν μία πτυχή της κοινωνικής ζωής που απαιτεί δραστική αντιμετώπιση. Οι ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση άπτονται πολλών τομέων, και σε αυτούς συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές, οι φορείς παιδείας αλλά κι ο καθένας ατομικά. Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια προσπάθεια προβολής του θέματος, μακριά από υπερβολές και δραματικούς τόνους, από νομική και κοινωνική σκοπιά.


Τοξικομανία και διάκριση ναρκωτικών


2. Η πολιτεία από αρκετά νωρίς ποινικοποίησε τη χρήση ναρκωτικών, με το ν.1681/1919 περί αλητείας και επαιτείας, όπου σε αυτόν τιμωρείται όχι μια συγκεκριμένη πράξη, αλλά ένας αφηρημένος αντικοινωνικός τύπος ατόμου {1}. Η τοξικομανία θεωρείται ως μια κατάσταση περιοδικής ή χρόνιας δηλητηρίασης, επιζήμιας για το άτομο (και το κοινωνικό σύνολο), η οποία προκαλείται από επανειλημμένη χρήση φυσικής ή συνθετικής ουσίας {2}. Η εξάρτηση του ατόμου, γίνεται και από άλλες ουσίες (λ.χ. αλκοόλ, φάρμακα, νικοτίνη) καμία όμως δεν έχει την επικινδυνότητα των ναρκωτικών ουσιών (γι’ αυτό και δεν θεωρούνται ως ναρκωτικά). Η πολιτεία δια του βασικού νομοθετικού εργαλείο, του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (ΚΝΝ) {3}, όπως αυτός αντικατέστησε τον παλιότερο ν. 1729/1987, έχει θεσπίσει έναν κατάλογο με απαγορευμένες ουσίες, χωρίς να προβαίνει σε διάκριση μεταξύ μαλακών και σκληρών (αρθρ. 1 παρ. 2 ν. 3459/2006). Πάντως γίνεται δεκτό σαν ορθότερο ότι η αναφορά του νομοθέτη στις ναρκωτικές ουσίες είναι περιοριστική και δεσμεύει το δικαστή, ο οποίος δεν μπορεί να θεωρήσει ενδεικτική την καταχώρηση στους τέσσερις πίνακες των ουσιών.

2.1 Στον ΚΝΝ επιπλέον ο νομοθέτης δεν προβαίνει σε διαχωρισμό σκληρών και μαλακών ναρκωτικών. Κριτήριο διάκρισής τους, από την επιστήμη, είναι η βαρύτητα των βλαβών που προκαλούν στο χρήστη. Έτσι ως βαρύτερα θεωρούνται όσες ουσίες περιέχουν ουσίες οπίου, ενώ ως μαλακότερη νοείται η κάνναβη. Παρόλο που στο νόμο δεν γίνεται η διάκριση, αυτή οφείλει να λαμβάνεται υπόψη από τον εφαρμοστή του δικαίου, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής.

2.2 Στο ίδιο βασικό νομοθέτημα, δίνεται και ο ορισμός του τοξικομανή (άρθρ. 30 ν. 3459/2006), με τη νομολογία να έχει προβεί και σε νεώτερες ερμηνείες {4}. Έτσι ως τοξικομανής θεωρείται αυτός που απέκτησε την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις. Πάντως σε νεότερα νομοθετικά κείμενα δεν συναντάται ο όρος «τοξικομανής», αλλά αναφέρονται τα άτομα αυτά ως χρήστες ναρκωτικών ουσιών που υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση. Κρίθηκε ότι ο κοινωνικός στιγματισμός του χρήστη επιτάσσει τη μη χρήση του προηγούμενου όρου {5}. Ο χρήστης ναρκωτικών είναι και εξαρτημένος από αυτά.

Εξάρτηση

3. Έτσι η εξάρτησή (drug dependence, dépendance à l’ egard des drogues, Drogenabhängigkeit) διακρίνεται σε σωματική (όταν η μειωμένη ή καθόλου χρήση οδηγεί σε δυσμενή σωματικά συμπτώματα, όπως ιδρώτας, δάκρυα, ρίγη, εμετό, ζάλη, νευρικότητα κ.α.), σε ψυχολογική (σε κάθε περίπτωση εξάρτησης. Αυτή είναι πιο επίπονη και διαρκής από τη σωματική) ή και τα δύο. Το εξαρτημένο άτομο, σύμφωνα και με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία, προβαίνει σε χρήση της ουσίας σε μεγάλες ποσότητες ή για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρά την αντίθετη πρόθεσή του, παρουσιάζοντας έτσι το φαινόμενο της ανοχής στη χρήση των ουσιών {6}. Επιπλέον προσπαθεί ανεπιτυχώς να ελέγξει τη χρήση ή να τη διακόψει, και αντίθετα σπαταλά πολύ χρόνο, στο πώς θα εξασφαλίσει τη χρήση της ουσίας. Ο εξαρτημένος, λόγω της μέθης του από την ουσία, δεν μπορεί να συμμετάσχει στις εργασιακές, κοινωνικές, οικογενειακές δραστηριότητες.

3.1 Επίσης ο χρήστης αναπτύσσει στερητικό σύνδρομο {7} (withdrawal ή abstinence syndrome), στην περίπτωση που επιχειρήσει να διακόψει ή να μειώσει τη λήψη της ουσίας. Έτσι, σα φαύλος κύκλος, καταφεύγει σε μεγαλύτερη χρήση της ουσίας, με σκοπό την ανακούφιση ή την αποφυγή του στερητικού συνδρόμου. Χαρακτηριστικός είναι τέλος και ο ορισμός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όπου η εξάρτηση είναι ψυχική κατάσταση και μερικές φορές επίσης σωματική, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ζώντος οργανισμού και ενός ναρκωτικού. Αυτή χαρακτηρίζεται από επιδράσεις στη συμπεριφορά ή άλλες που περιλαμβάνουν πάντοτε μια εσωτερική ώθηση για λήψη ναρκωτικών σε διαρκή ή περιοδική βάση με σκοπό τη βίωση ψυχικών εμπειριών και σε ορισμένες περιπτώσεις την αποφυγή των ενοχλήσεων που προκαλούνται από την έλλειψή της {8}.

3.2 Η νομική μεταχείριση της εξάρτησης παρέχει τη δυνατότητα απαλλαγής των εξαρτημένων δραστών ή μείωσης της ποινής των εξαρτημένων διακινητών. Η κρατούσα στη θεωρία (όχι όμως και στην πράξη) ερμηνεία περνά από το άρθρο 30 του ν. 3459/2006. Έτσι η εξάρτηση (αδυναμία αυτοδύναμης αποβολής της έξης) σημαίνει αδυναμία (ή μείωση της δυνατότητας) συμπεριφοράς αλλιώς (ου δύναται άλλως). Επομένως υπάρχει αδυναμία καταλογισμού στο «δράστη». Η έλλειψη της (μερικής ή ολικής) ενοχής, στηρίζεται σε απαλλαγή, λόγω ενός στοιχείου (της εξάρτησης) που υφίσταται κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης.

Διακίνηση ναρκωτικών από μη εξαρτημένους

4. Αν από τη μια, ο χρήστης πρέπει να θεωρείται σαν άρρωστος, ο οποίος χρήζει ιατρικών και κοινωνικών παροχών (γι’ αυτό και η ποινική του μεταχείριση είναι ευμενής), ο έμπορος είναι, από την άλλη, συνήθως η αφορμή να ξυπνήσει η κοινωνία από το λήθαργό της και να προβληματιστεί για τη διάδοση των ναρκωτικών. Η δικαστική εξουσία προσπαθεί να στέκεται αμείλικτη προς τους εμπόρους μη χρήστες. Από το 1976 (βλ. Ολ.Α.Π. 1200/76) η νομολογία θεωρεί ως εμπορία (αρθρ. 8 περ, θ’ ΠΚ) κάθε περίπτωση πραγματοποίησης ή διευκόλυνσης της κυκλοφορίας ναρκωτικών από άτομο σε άτομο. Το άρθρο 20 του ν. 3459/2006 αφορά τις βασικές μορφές διακίνησης, ενώ τα επόμενα άρθρα αφορούν γενικά τα εγκλήματα διακίνησης. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών ουσιών ορίζεται η κατ. αρθρ. 513 ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ουσίας στον αγοραστή, με παράδοσή της έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος {9}.

4.1 Στην έννοια της εμπορίας υπάγεται η πράξη της αγοράς προς μεταπώληση αλλά και της μεταφοράς (μετακίνηση ναρκωτικών από τόπο σε τόπο με κάθε μέσο/τρόπο, εντός της Ελλάδας) {10}, διαμετακόμισης (εισαγωγή-εξαγωγή ναρκωτικών) αλλά και της κατοχής. Σαν κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και με κατ’ ιδίαν βούληση να τις διαθέτει πραγματικά. Η κατοχή απαιτεί μια στοιχειώδη διάρκεια και δεν αρκεί να είναι στιγμιαία {11}. Η κατοχή έχει χαρακτήρα επικουρικό έναντι των ειδικά μνημονευόμενων μορφών διακίνησης, ως εκ τούτου συρρέει φαινομενικά με τις άλλες πράξεις του αρθρ. 20 παρ. 1. Τέλος για να ενταχθεί στην έννοια της εμπορίας δεν πρέπει να προορίζονται τα ναρκωτικά για προσωπική, του κατόχου, χρήση.

Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα ναρκωτικά

5. Εμπρός στην θεαματική αύξηση της χρήσης ναρκωτικών, όπως αυτή έχει καταγραφεί από το 1975, τόσο ποσοτικά (αριθμός θανάτων, κατηγορουμένων, καταδικαστικών αποφάσεων, κρατουμένων) όσο και ποιοτικά (στροφή από το χασίς στην ηρωίνη και την κοκαΐνη), η Πολιτεία έστρεψε το ενδιαφέρον της στην πρόληψη, ως μείωση της ζήτησης, και στην καταστολή, ως μείωση της προσφοράς, του φαινομένου {12}. Από το Δεκέμβριο 2001 έχει κατατεθεί Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα ναρκωτικά (περίοδος 2002-2006) {13}. Κύριο αντικείμενό του είναι ο συντονισμός δράσης των κρατικών υπηρεσιών, η παρακολούθηση της εφαρμογής και η διάθεση πόρων {14}. Η ερευνητική δραστηριότητα στον τομέα των ναρκωτικών συντελείται από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης (ΕΚΤΕΠΝ), σε συνδυασμό και με άλλους φορείς, όπως ο ΟΚΑΝΑ (μετεξελίσσεται σε Εθνικό Κέντρο Απεξάρτησης), στον οποίο ανατέθηκε η παρακολούθηση της εφαρμογής του σχεδίου δράσης. Για την περίοδο 2006-2012 είναι ήδη σε εξέλιξη το νέο σχέδιο δράσης, όπου προτεραιότητα αποτελεί η ενεργητική και προληπτική πρόνοια καθώς και η επανένταξη των χρηστών.

5.1 Σε ότι έχει να κάνει με την πρόληψη, επιδιώκεται η ενημέρωση του πληθυσμού που μπορεί να μην έχει υποκύψει στην έξη των ναρκωτικών, αλλά αντιμετωπίζει σχετικούς κινδύνους. Η ενημέρωση συντελείται μέσω σχολικών προγραμμάτων, δημοτικών/νομαρχιακών, προγράμματα απευθυνόμενα σε γονείς αλλά και προγράμματα για εκπαίδευση των λειτουργούντων την πολιτική κατά των ναρκωτικών. Επίσης προβλέπεται η διενέργεια ερευνών και λήψη στατιστικών στοιχείων για τα ζητήματα που αφορούν τα ναρκωτικά. Η πρόληψη έχει όμως και στοιχεία δευτερογενούς δράσης, δηλαδή προσπάθειες γίνονται και για την έγκαιρη επέμβαση σε περιπτώσεις, όπου πολίτες έχουν ήδη έλθει σε επαφή με τα ναρκωτικά, αλλά δεν έχουν διαβεί το κατώφλι της εξάρτησης. Τέλος σημαντικό ρόλο παίζουν τα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης των αποθεραπευμένων πρώην χρηστών (έτσι μείωση του κινδύνου υποτροπής) {15}.

5.2 Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη θεραπευτική πολιτική. Έτσι σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα 26 αναγνωρισμένες θεραπευτικές ομάδες (πρώτη ήταν η «Ιθάκη», σημερινό ΚΕΘΕΑ. Η πλειονότητα των προγραμμάτων είναι «στεγνά». Τα παραπάνω είναι όσα προγράμματα (είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής διαμονής στο θεραπευτικό κέντρο) γίνονται δίχως τη χορήγηση ουσιών. Στον αντίποδα βρίσκονται τα προγράμματα υποκατάστασης. Στόχος τους είναι είτε η απεξάρτηση είτε η μείωση της χρήσης (συνήθως επιδιώκεται το δεύτερο). Χορηγείται μεθαδόνη και παρέχεται παράλληλα και ψυχοκινητική υποστήριξη στους χρήστες. Κύριος φορέας των προγραμμάτων υποκατάστασης είναι ο ΟΚΑΝΑ. Ο νομοθέτης αναγνώρισε τις προσπάθειες αυτών των προγραμμάτων (ενώ ο ν. 1729/87 έκανε πρόβλεψη μόνο για τα στεγνά προγράμματα), στις διορθώσεις και αναθεωρήσεις του αρχικού νόμου (βλ. αρθρ. 12 ν.2161/93, ν. 3189/2003, αρθρ. 32 ν. 3459/2006).

Διεθνείς δράσεις για τα ναρκωτικά

6. Ο ΟΗΕ έχει θεσπίσει τρεις συμβάσεις αφορούσες τα ναρκωτικά. Αυτές είναι η Ενιαία Σύμβαση για τις ναρκωτικές ουσίες του 1961, η Σύμβαση για τις ψυχοτρόπες ουσίες, 1971και η Διεθνής Σύμβαση κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών του 1988 {16}. Το γραφείο του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το οργανωμένο έγκλημα (UNDOC) είναι το βασικό όργανο για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, στα πλαίσια δε αυτού έχει συσταθεί η Επιτροπή Ναρκωτικών, η οποία αποτελεί το κεντρικό όργανο διαμόρφωσης πολιτικής και συντονισμού των εργασιών του ΟΗΕ κατά των ναρκωτικών. Ένας διεθνές forum, δίχως νομική προσωπικότητα διεθνούς οργανισμού για την καταπολέμηση των ναρκωτικών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι και η Ομάδα του Δουβλίνου (και οι υποομάδες), στην οποία συμμετέχουν τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς. Η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νορβηγία. Η Ομάδα του Δουβλίνου συντονίζει τις παγκόσμιες δράσεις κατά των ναρκωτικών {17} .

6.1 Η ΕΕ υιοθέτησε τη Γενική Στρατηγική (2000-2004), στο Ευρ. Συμβούλιο του Ελσίνκι, ενώ Το Ευρ. Συμβούλιο της Φέιρα ενέκρινε το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ κατά των ναρκωτικών. Η νέα στρατηγική της ΕΕ για τα ναρκωτικά (2005-2012) δίνει έμφαση στη μείωση της ζήτησης και της προσφοράς, καθώς και στους τομείς της διεθνούς συνεργασίας, έρευνας, πληροφόρησης και αξιολόγησης. Ενισχύεται ο ρόλος της Οριζόντιας Ομάδας για τα Ναρκωτικά (H.D.G.), που σκοπό έχει τα συντονισμό των ενεργειών της ΕΕ με διεθνείς οργανισμούς και άλλους εταίρους. Το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά 2005-2008 {18} ολοκληρώθηκε καθώς και οι διαδικασίες αξιολόγησής του, ενώ αναμένεται μέχρι το τέλος έτους η ψήφιση του νέο Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά, περιόδου 2009-2012. Σε εξέλιξη είναι η στρατηγική καταπολέμησης των ναρκωτικών (2005-2012) Επικουρικό όργανο συνιστά το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Ναρκωτικά, που συλλέγει και μελετά τα στοιχεία για τα ναρκωτικά στην ΕΕ και δημοσιεύει ετήσιες εκθέσεις {19}, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας {20}. Τέλος έχει εκπονηθεί ειδικό πρόγραμμα, για την πρόληψη των ναρκωτικών και σχετική ενημέρωση {21}, με χρονικό ορίζοντα 2007-2013.

Συμπεράσματα

7. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το φαινόμενο των ναρκωτικών είναι αρκετά σοβαρό για τις σύγχρονες κοινωνίες. Συνεπάγεται αυξημένη εγκληματικότητα, αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού και αδυναμία των υπηρεσιών πρόνοιας να περιθάλψουν τους χρήστες. Συνεπώς οι ενέργειες της Πολιτείας πρέπει να είναι στοχευμένες στην πρόληψη και να έχουν επιπλέον διεθνή χαρακτήρα, ώστε να πληγεί το φαινόμενο στη ρίζα του.
.


{1} Ν. Ανδρουλάκη, «Ποινικόν Δίκαιον - Ειδικόν Μέρος», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1974, Αθήνα, σελ. 138-139
{2} Χαρακτηριστικός ο ορισμός της νομολογίας, Εφ.Αθην. 951/1988, Υπεράσπιση 1992, σελ. 597
{3} ν. 3459/2006, ΦΕΚ Α’/103 της 25ης Μαΐου 2006.
{4} ΑΠ. 683/1995 Ποιν.Χρον. ΜΕ’ σελ. 1258, Εφ.Αθην. 170/1987 Ελλ.Δικ. 29 σελ. 419 κ.λ.π.
{5} Γ. Σταθέας, «Ερμηνεία του νέου νόμου περί ναρκωτικών», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1988, σελ. 84, Α. Κονταξής, «Ποινικό Δίκαιο και ναρκωτικά», εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα, 1988, σελ. 144
{6} Αντ. Κουτσελίνη, «Ναρκωτικά», σε Αντ. Τριχοπούλου/ Δ. Τριχοπούλου, Προληπτική Ιατρική, εκδ. Παρισιάνος, Αθήνα, 1986, 1σελ. 49-156• πρβλ. J.F. Kramer / D.C. Cameron (eds.), «A Manual on Drug Dependence», Geneva: Word Health Organization, 1975, σελ. 13 επ. και G.G. Nahas/ H.C. Frick/ T. Gleoaton/ K. Schuchard/ O. Moulton, «A drug policy for our times», σε UN Bulletin on Narcotics, τ. 38:1986, τεύχη 1 και 2, σελ. 6 επ.
{7} A. και M. Porot, «Opium et ses derives, Toxicomanies», σε Antoine Porot, «Manuel alphabetique de Psychiatrie», εκδ. PUF, Paris, 1975, σελ. 463-467.
{8} Σ. Παύλος, «Ναρκωτικά», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1997,σελ. 219.
{9} ΑΠ 67/2000 ΠοινΧρον 2000, σελ. 204 καθώς και ΑΠ 1955/2002, ΠοινΔικ 2003, σελ. 453
{10} ΑΠ 1535/2002, ΠοινΔικ 2003, σελ. 219.
{11} ΑΠ 48/1999, Υπεράσπιση 2000, σελ. 275 (όπου και παρατηρήσεις Α.Παπαδαμάκη).
{12} Η καταστολή αφορά το νομικό οπλοστάσιο αντιμετώπισης των ναρκωτικών, αναφορά κάποιων σημείων του έγινε παραπάνω
{13} Απόφαση Υ876/ΦΕΚ1389/Τ.Β/22.10.200
{14} Ν.Παρασκεύοπουλος, «Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2006. σελ 32 επ.
{15} Υπ. Υγείας και Κοινων.Αλληλ., «Νέα εθνική στρατηγική για τα ναρκωτικά», εκδ. ΟΚΑΝΑ, Αθήνα, 2006, σελ. 7-10
{16} www.unodc.org/unodc/en/drug_and_crime_conventions.html
{17} http://www.unodc.org/iran/en/mini_dublin_group.html
{18} ΕΕ C 168 της 08.07.2005
{19} ΕΚΠΝΤ, «Ετήσια έκθεση 2008. Η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρώπη», εκδ. Υπηρ.Επίσ.Εκδ.ΕΚ, Λουξεμβούργο, 2008
{20} Κανονισμός 1920/2006 του ΕυρΚοιν. και του Συμβουλίου, 12.12.2006, ΕΕ L 376 της 27.12.2006
{21} Απόφαση 1150/2007/ΕΚ του ΕυρΚοιν και του Συμβουλίου 25.09.2007, ΕΕ L 257 της 03.10.2007

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης