ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Η πρόταση νόμου για τα «υπερχρεωμένα νοικοκυριά»

Εισαγωγή

Έχει δοθεί σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση από το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Πρόταση Νόμου με τίτλο «ρύθμιση χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών». Η σημασία της πρότασης νόμου, η οποία αφού λήξει η επ’ αυτής διαβούλευση θα κατατεθεί στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση είναι υπέρ το δέον σημαντική. Τούτο διότι θεσπίζεται ιδιωτικό πτωχευτικό δίκαιο. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί σταθμό στον κλάδο του πτωχευτικού και καταναλωτικού δικαίου, αφού για πρώτη φορά οι ειδικές διατάξεις που στόχο έχουν τους εμπόρους και τους πιστωτές τους εφαρμόζονται σε ιδιώτες. Έτσι πλέον συμπληρώνεται το νομικό οπλοστάσιο προστασίας των ιδιωτών μέσω του δικαίου προστασίας καταναλωτή και της νομολογίας των δικαστηρίων (περί καταχρηστικών όρων και επιτοκίων) και εμπλουτίζεται με την εφαρμογή όρων και προϋποθέσεων του πτωχευτικού δικαίου.

Η πορεία προς το ιδιωτικό πτωχευτικό δίκαιο

Στο εξωτερικό υφίστανται ανάλογες νομοθεσίες με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα των ΗΠΑ (13ο κεφάλαιο της Bankruptcy Reform Act του 1978) με ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τα χρέη τους, όταν αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά. Αντίστοιχα και ευρωπαϊκά κράτη έχουν προβεί σε θέσπιση αναλόγων ρυθμίσεων, όπως ο γερμανικός πτωχευτικός νόμος του 1994 [Γερμανικός Πτωχευτικός Κώδικας «Insolvenzordnung» και ειδικότερα η Διαδικασία Πτωχεύσεως Καταναλωτών και Διάφορες Μικροδιαδικασίες «Verbraucherinsolvenzverfahren und sonstige Kleinverfahren») ο οποίος είναι το πρότυπο για την ελληνική ρύθμιση], ο σουηδικός νόμος για τη ρύθμιση χρεών του 1992, ο ολλανδικός νόμος για τη ρύθμιση χρεών ιδιωτών του 1998, ο φινλανδικός νόμος του 1993, ο αυστριακός νόμος του 1994, ο γαλλικός νόμος του 1992, ενώ πλέον πρόσφατες είναι οι εξελίξεις στο Βέλγιο του 2006 και την Ιταλία του 2008.

Η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης στην Ελλάδα κατέστησε εφικτό το δανεισμό νοικοκυριών, δίχως πολλές φορές να πληρούνται τα κριτήρια φερεγγυότητας για την ικανοποίηση των χρεών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Η κρατική εποπτεία των Τραπεζών στόχευσε στον έλεγχο της φερεγγυότητάς τους και των απαραίτητων οικονομικών τους στοιχείων για την εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος. Το κράτος όμως απέφυγε την εποπτεία των Τραπεζών στις προϋποθέσεις δανεισμού καταναλωτών δίχως μεγάλες δυνατότητες εξυπηρέτησης των χρεών τους. Έτσι οδηγηθήκαν τα πράγματα στη δημιουργία μιας τάξης καταναλωτών με αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων που τους χορηγήθηκαν από πιστωτικά ιδρύματα. Οι οικονομικές αυτές συγκυρίες οδήγησαν και σε κοινωνικό αναβρασμό και έτσι η πρόταση νόμου στοχεύει στην αποφόρτιση της κοινωνικής έντασης και στον εξορθολογισμό της καταναλωτικής πίστης στην αγορά.

Ρυθμίσεις πρότασης νόμου

Η βασική φιλοσοφία της πρότασης νόμου είναι ο συνδυασμός καταναλωτικού και πτωχευτικού δικαίου, στην κατεύθυνση της θέσπισης του ιδιωτικού πτωχευτικού δικαίου. Δηλαδή ο καταναλωτής θα απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίησή τους και δεν επαρκούν γι' αυτήν ούτε τα προσδόκιμα εισοδήματά του. Συνεπώς στόχος του ιδιωτικού πτωχευτικού δικαίου είναι η επανένταξή του ιδιώτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας, και όχι η ικανοποίηση των δανειστών, όπως στην περίπτωση του εμπόρου (πτωχευτικό δίκαιο).

Οι ρυθμίσεις περί απαλλαγής αφορούν φυσικά πρόσωπα από ειδικότερα για χρέη που δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει όμως στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία που προβλέπει η πρόταση νόμου. Σε κάθε περίπτωση όμως, εξαιρούνται τα πρόστιμα, οι χρηματικές ποινές και οι εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς

Έτσι ο ιδιώτης/καταναλωτής που αδυνατεί μόνιμα να πληρώσει τα χρέη του, υποχρεούται για μία χρονική περίοδο προβεί στην πληρωμή ενός μέρος των οφειλών του. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται, ανάλογα με το εισόδημά του, σε συμφωνία με τους πιστωτές του ή, σε περίπτωση που δεν επέλθει συμφωνία, από το αρμόδιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο). Η μερική αυτή ικανοποίηση των πιστωτών αποτελεί προϋπόθεση για να υπαχθεί ο καταναλωτής στις ευεργετικές διατάξεις της απαλλαγής από τα χρέη του.

Πιο συγκεκριμένα η πρόταση νόμου προβλέπει ρύθμιση των οφειλών για 3 έως 5 χρόνια με καταβολή μέρους της οφειλής, ενώ τίθεται κατώτατο όριο το 10%. Η διαγραφή του υπόλοιπου της οφειλής επέρχεται, μόνο εφόσον ο καταναλωτής δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία και αποδεδειγμένα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη του.

Όσον αφορά την πρώτη κατοικία του ιδιώτη, μπορεί να ζητηθεί η εξαίρεση της από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία για την ικανοποίηση των πιστωτών. Ως προϋπόθεση τίθεται το να μην υπερβαίνει η κατοικία σε έκταση το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, πλέον 20%, δηλαδή τα 144 τ.μ. Σε αυτή την περίπτωση ο οφειλέτης πρέπει να εξοφλήσει, εντός εικοσαετίας, που περιλαμβάνει περίοδο χάριτος και ευνοϊκούς όρους, ποσό οφειλών μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αποτιμάται από το αρμόδιο δικαστήριο.

Κρίσιμα σημεία

Αρκετές απόψεις έχουν ειπωθεί σχετικά με τη συμμετοχή δικηγόρου στη νεοθεσπιζόμενη διαδικασία της πτώχευσης ιδιωτών. Η παράσταση του δικηγόρου κρίνεται σαφώς απαραίτητη καθώς αυτός διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση ώστε να φέρει σε πέρας, με επιτυχία, υποθέσεις πτωχεύσεων. Δίχως την επιστημονική κρίση και εμπειρία του δικηγόρου ο καταναλωτής κινδυνεύει να δει την υπόθεσή του να μην ευδοκιμεί, καθώς απέναντί του έχει ένα νέο, άγνωστο, νομικό καθεστώς ενώ είναι βέβαιο ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα χρησιμοποιήσουν έμπειρους νομικούς προκειμένου να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις καινούριες διατάξεις.

Προτού εκκινηθεί η διαδικασία στο δικαστήριο υπάρχει η δυνατότητα εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος είναι απαραίτητος ως προϋπόθεση για τη διαδικασία στο δικαστήριο. Τούτο σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα στον καταναλωτή να επιλύσει τις εκκρεμότητές του προτού εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα. Εκκρεμές παραμένει το ζήτημα του τι γίνεται στην περίπτωση που ο καταναλωτής έχει εκκρεμείς οφειλές σε περισσότερες από μία τράπεζες.

Αρμόδιο δικαστήριο θα είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι δίδεται η δυνατότητα, με χαμηλό κόστος, ο καθένας να προσφύγει στη νέα διαδικασία. Αυτό το σημείο ευνοεί κυρίως τους κατοίκους της επαρχίας όπου με τη βοήθεια τοπικού δικηγόρου θα εκκινούν τις διαδικασίες χωρίς τις καθυστερήσεις και τα έξοδα των ανώτερων δικαστηρίων (λ.χ. Πολυμελές Πρωτοδικείο, αρμόδιο για πτωχεύσεις εμπόρων).

Τέλος ειδική μέριμνα λαμβάνεται για τις ειδικές, μειονεκτούσες, ομάδες του πληθυσμού. Έτσι άτομα χρόνια άνεργα ή με σημαντικά προβλήματα υγείας, όπου το εισόδημά τους δεν επαρκεί για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών τους αναγκών, είναι δυνατός ο προσδιορισμός χαμηλότερων ή και μηδενικών καταβολών. Αυτό ακόμα κι αν δεν προκύπτει η εξόφληση του ελάχιστου ποσοστού του 10% των συνολικών οφειλών.

Συμπεράσματα

Η νέα νομοθετική ρύθμιση που προωθείται κρίνεται επιτυχής, αλλά χρήζει εξειδικεύσεων και ερμηνείας. Ασφαλώς ευνοεί τον καταναλωτή αλλά και τα πιστωτικά ιδρύματα, αφού δίνεται στα τελευταία η δυνατότητα είσπραξης απαιτήσεων που διαφορετικά δεν θα ικανοποιούνταν. Οι θεσπιζόμενες διαδικασίες είναι στη σωστή κατεύθυνση αφού εξασφαλίζεται η, από νομικής άποψης λόγω εμπλοκής δικηγόρου και Ειρηνοδικείο, επιστημονική αρτιότητα και η αποφυγή καταχρηστικής άσκησης των δυνατοτήτων της νέας νομοθεσίας. Συνεπώς ενισχύεται αυτός που πραγματικά έχει ανάγκη ρύθμισης των χρεών του και όχι ο «μπατακτσής». Μένει να φανεί η τελική μορφή του νομοσχεδίου και ασφαλώς η νέα πραγματικότητα που θα διαμορφώσει η, στην πράξη, εφαρμογή των νέων διατάξεων.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Εισαγωγή

Στο Σύνταγμα, στο άρθρο 44 παρ. 1, προβλέπεται η ρύθμιση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (εφεξής ΠΝΠ) [1]. Η ενότητα αυτή της δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας ήρθε στο προσκήνιο μετά την εξαγγελία μέτρων από την Κυβέρνηση (αναστολή πλειστηριασμών, ρύθμιση θεμάτων ΦΠΑ, απόσυρση ΙΧ, υπάλληλοι Ολυμπιακής) και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, λίγες ημέρες αργότερα. Προκειμένου η εκτελεστική εξουσία να μπορέσει να κάνει πράξη τις εξαγγελίες, και με δεδομένη τη διάλυση της Βουλής (νομοθετική εξουσία) κατέφυγε η Κυβέρνηση στη λύση των ΠΝΠ. Ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν και στο παρελθόν όπως το 1978 με τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, το 1999 με τις καταλήψεις των σχολείων και το 2007 με τις πυρκαγιές [2]. Κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του σκοπού, της χρησιμότητας αλλά και της τελικά χρήσης των ΠΝΠ είναι οι «έκτακτες περιπτώσεις επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Στα πλαίσια αυτά με το παρόν επιχειρείται μια προσέγγιση των ΠΝΠ και της σκοπιμότητας στην κάθε φορά χρήση τους.

Καταβολές ΠΝΠ

Στη συνταγματική περίοδο 1952-1974, αλλά και πιο πριν από το 1945, ήταν συχνή η έκδοση κανονιστικών πράξεων χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, κυρίως πράξεων του υπουργικού συμβουλίου (ΠΥΣ) [3]. Τούτο λόγω της πολιτειακής ανωμαλίας (Κατοχή, Δικτατορία) αλλά και της δυσλειτουργίας του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Έτσι πέραν των ΠΥΣ, που θεωρούνται ως ο άμεσος πρόγονος των ΠΝΠ, υπήρχαν τα νομοθετικά διατάγματα, κατ’ άρθρο 35 παρ. 2-5 Συντ/1952 (έκτακτη νομοθετική διαδικασία [4]) και οι αναγκαστικοί νόμοι. Τα παραπάνω είναι τύποις νομοθετικές πράξεις (υπέχουν θέση τυπικού νόμου) και έχουν ισχύ έως και σήμερα. Τούτο με βάση την contra legem ερμηνεία του άρθρου 111 παρ. 1 Συντ/1975 με το οποίο καταργούνται μόνο τα αντισυνταγματικού περιεχομένου προσυνταγματικά νομοθετήματα και άρα σιωπηρά συνεχίζει η ισχύς των υπολοίπων [5]. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν τα Μέτρα Νομοθετικής Φύσης που υπήρχαν στο αρθρ. 48 παρ. 2 του Συντ/1975, μέχρι την αναθεώρηση του 1986 [6]. Τις ατέλειες των προηγούμενων αυτών ρυθμίσεων ήθελε να ρυθμίσει ο συνταγματικός νομοθέτης, ώστε να υποβάλλει σε συγκεκριμένες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις την αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας [7].


Φύση των ΠΝΠ

Οι ΠΝΠ λογίζονται ως κατά τον τύπο νομοθετικές πράξεις, διότι θεσπίζονται ως πρωτεύοντες κανόνες δικαίου, σε περιπτώσεις νομοθετικού κενού ή όταν άλλες ρυθμίσεις είναι απρόσφορες για την αντιμετώπιση έκτακτων περιπτώσεων. Οι προϋποθέσεις που το άρθρ. 44 παρ. 1 Συντ. θέτει αφορούν καταρχάς την ύπαρξη εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικώς επείγουσας ανάγκης. Η αόριστη αυτή έννοια δεν ελέγχεται δικαστικά, αφού η διαπίστωση του εξαιρετικού και επείγοντος είναι πολιτικό ζήτημα και άρα η ευθύνη που προκύπτει αν τυχόν οι επικαλούμενοι λόγοι δεν είναι επείγοντες είναι πολιτική ευθύνη και τη φέρουν τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας (ΣτΕ 955/1988, ΑΠ 367/1997 ΝοΒ 1998 σελ. 89). Άξιο λόγου είναι και το γεγονός ότι με ΠΝΠ έχουν θεσπισθεί και ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν από την ποινική Δικαιοσύνη [8].

Επιπλέον προϋπόθεση είναι να γίνει πρόταση από το Υπουργικό Συμβούλιο ενώ απαραίτητη είναι η υποβολή των ΠΝΠ, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας στη Βουλή για κύρωση• έτσι οι ρυθμίσεις στις ΠΝΠ καθίστανται αναδρομικά ρυθμίσεις νόμου (ΟλΣτΕ 2289/1987, Αρμεν. 1987, σελ. 779). Αντίθετα η μη τήρηση της προθεσμίας ή η μη έγκριση κατόπιν τριμήνου από τη Βουλή συνεπάγεται αποβολή της ισχύος των ΠΝΠ, που όμως ισχύει μόνο για το μέλλον, αφού οι ΠΝΠ θα ισχύον από τη δημοσίευσή τους μέχρι τη λήξη της σχετικής προθεσμίας (ΣτΕ 3636/1989) [9]• άρα οι ΠΝΠ που δεν έχουν εγκριθεί αποτελούν νομοθετικές πράξεις που έχει λήξει η ισχύς τους. Αναίρεση της ισχύος και για το διάστημα από την έκδοσή των ΠΝΠ έως τη μη έγκρισή τους γίνεται μόνο μέσω αναδρομικής κατάργησής τους με τυπικό νόμο [10]. Τέλος είναι σαφές ότι ο κυρωτικός τυπικός νόμος της ΠΝΠ δυνατό να περιλαμβάνει και άλλες ρυθμίσεις ή να τροποποιεί τις αρχικές διατάξεις. Συνεπώς, από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι ΠΝΠ συνιστούν «προσωρινούς νόμους» και ότι είναι «ιδιότυποι νόμοι που έχουν την ίδια τυπική με τους άλλους δύναμη» (ΕφΘεσ 35/1985 Αρμεν. 1986 σελ. 792¬) [11].

Άρα οι ΠΝΠ εκδίδονται χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και θεσπίζουν κανόνες δικαίου, οι οποίοι επιτρέπονται από το Σύνταγμα να εκδοθούν από νομοθετικό όργανο, και έτσι οι ΠΝΠ έχουν τυπική ισχύ νόμου. Ακόμα μπορούν οι πράξεις αυτές να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν κανόνες που έχουν εκδοθεί από νομοθετικό όργανο. Τέλος, σε άλλη διάταξη του Συντάγματος, γίνεται νύξη για αντιμετώπιση επείγουσων αναγκών ή ταχύτερη αποκατάσταση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών όταν έχουν ανασταλεί διατάξεις του Συντάγματος, με τη βοήθεια ΠΝΠ (άρθρ. 48 παρ. 1 Συντ.) [12].

Ρόλος Προέδρου της Δημοκρατίας

Αρμόδιο όργανο για την έκδοση ΠΝΠ είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (εφεξής ΠτΔ) αφού όμως η ΠΝΠ έχει προσυπογραφεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Άρα υπάρχει το σύνθετο όργανο επιφορτισμένο με την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 2987/1994) [13]. Ωστόσο οι ΠΝΠ είναι ιδιαίτερος τύπος νομικής πράξης του ΠτΔ και δεν πρέπει να συγχέεται με τα Προεδρικά Διατάγματα. Ο ΠτΔ παρά τη δυνητική διατύπωση του Συντάγματος («μπορεί.....να εκδίδει πράξεις») έχει υποχρέωση υπογραφής (συνδ. αρθρ. 30 παρ. 1, 50 και 82 παρ. 1 Συντ) αφού δεν πρόκειται, ουσία, για συναπόφαση με το Υπουργικό Συμβούλιο. Ασφαλώς ο ΠτΔ δεν ελέγχει τη σκοπιμότητα έκδοσης της πράξης αλλά διενεργεί έλεγχο προφανούς αντισυνταγματικότητας, ιδίως για την υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της «έκτακτης ανάγκης» [14]. Έτσι ο ΠτΔ εξασφαλίζει τη μη εμφανή παραβίαση των συνταγματικών προϋποθέσεων έκδοσης της ΠΝΠ [15].

Έλεγχος
«έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης»


Αρχικά πρέπει να γίνει διάκριση στο στάδιο πριν την έγκριση των ΠΝΠ από τη Βουλή και στο μετέπειτα. Στο αρχικό στάδιο μια ΠΝΠ συνιστά διοικητική πράξη κανονιστικού περιεχομένου. Άρα είναι ευθέως προσβλητέα με αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ υπάρχει και παρεμπίπτον έλεγχος από τις δικονομικές διατάξεις [16].

Όσον αφορά το στάδιο μετά την έγκριση από τη Βουλή ισχύουν διαφορετικά. Έτσι έχει νομολογιακά κριθεί ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η συνδρομή των συνταγματικών όρων άσκησης των εξαιρετικών νομοθετικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 2289/1987, ΣτΕ 3636/1989, ΣτΕ 5211/1995, ΑΠ 1101/1987). Τούτο και θεωρητικά έχει κριθεί ως ορθό αφού ο έλεγχος της «ανάγκης» του αρθρ. 44 παρ. 1 Συντ. δεν ανάγεται στο περιεχόμενο των ΠΝΠ, ώστε να θεωρηθεί επιβεβλημένος [17]. Άλλωστε η ίαση των ελαττωμάτων μέσω της έγκρισης από τη Βουλή, το δύσκολο της εξειδίκευσης των συνταγματικών αόριστων εννοιών και ο κατασταλτικός, διάχυτος και παρεμπίπτον έλεγχος της συνταγματικότητας καθιστούν δυσχερή τον έλεγχο της «ανάγκης» [18]. Τέλος, στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι οι ΠΝΠ αφορούν ό,τι δεν έχει περιληφθεί στην πρόγνωση του κοινού νομοθέτη και ότι το ανακύπτον ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα με άλλες διαδικασίες.

Συμπεράσματα

Οι εκάστοτες κυβερνήσεις έχουν καταφύγει στη χρήση των ΠΝΠ για να λύσουν φλέγοντα ζητήματα. Στις περιπτώσεις των φυσικών καταστροφών (σεισμός 1978, πυρκαγιές 2007) αυτό είναι και θεμιτό και αναγκαίο. Σε άλλες περιπτώσεις υπήρξε γενική κατακραυγή (μαθητικές καταλήψεις 1999). Τα μέτρα που λήφθηκαν πριν τις εκλογές του 2009, παρότι ικανοποιούν το κοινό αίσθημα και αποτελούν προεκλογικά όπλα του κυβερνόντος κόμματος, μάλλον δεν έχουν σχέση με αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Επιβεβαιώνονται οι γνώμες στη θεωρία που κάνουν λόγο για «χαλαρή αντιμετώπιση των κριτηρίων του 44 παρ. 1» [19]. Ακόμα, ζήτημα ενδεχομένως θα ανακύψει μετά την ενδεχόμενη αλλαγή στο κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές. Η νέα Βουλή, ελεγχόμενη από άλλο κόμμα θα εγκρίνει την ΠΝΠ της προηγούμενης Κυβέρνησης ή όχι; Είναι κάτι που πρώτη φορά θα τεθεί ως ερώτημα, αφού στις άλλες περιπτώσεις τα ΠΝΠ δεν ακολουθούθηκαν από εκλογές, ενώ το 2007 το ίδιο κόμμα σχημάτισε Κυβέρνηση και μετά τις εκλογές. Νομικά δε θα αποτελεί έκπληξη, αλλά πολιτικά θα είναι κάτι ασυνήθιστο.

Υποσημειώσεις:

[1] Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
[2] Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 28.07.1978 - ΦΕΚ 24/Α/07.02.1979, ΠΝΠ 29.8.2007 - ΦΕΚ 205/Α'/29.8.2007 και ΠΝΠ 04.12.1999 - ΦΕΚ 62/Α’09.03.2000
[3] Οι ΠΥΣ υπάρχουν και σήμερα και αποτελούν διοικητικές κατά τύπο και ουσία πράξεις και αν εκδίδονται δίχως ευθεία εκ του Συντάγματος εξουσιοδότηση ή από νόμους στερούνται ισχύος κανόνα δικαίου. Και νομογιακά έχει κριθεί ότι ως ουσιαστικοί νόμοι οι ΠΥΣ είναι ανίσχυροι (ΣτΕ 1344/1959, 2473/1960 κ.α.). Βλ. Α. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, 7η εκδ., Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 117
[4] Αρ. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, κεφ. η έκτακτος νομοθετική διαδικασία, 1980, σελ. 182. Ωστόσο ο Βενιζέλος θεωρεί ότι η έκτακτη νομοθετική διαδικασία είναι συγγενής με τη συγκρότηση και λειτουργία τμημάτων διακοπής εργασιών της Βουλής. Ε.Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 131, 401
[5] Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νίκη, 2003, σελ. 311.
[6] Τάχος, σελ. 112
[7] Βενιζέλος, σελ. 130
[8] Άλλωστε το αρθρ. 7 Συντ. απαιτεί ύπαρξη νόμο για επιβολή ποινής, χωρίς να εξειδικεύει ότι εννοεί τον τυπικό νόμο, άρα δεν είναι αντισυνταγματική η θέσπιση ποινικών μέτρων με ΠΝΠ, βλ. Βενιζέλος, σελ. 134
[9] Επ. Σπηλιωτοπούλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, ια’ εκδ., 2002, σελ. 59
[10] Π. Παραράς, Αι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, 1981, σελ. 185
[11] Τάχος, σελ. 110
[12] Σπηλιωτόπουλος, σελ. 60
[13] Βενιζέλος, σελ. 131
[14] Χρυσόγονος, σελ. 598
[15] Παραράς, σελ. 110 επ.
[16] Βενιζέλος, σελ. 133
[17] ο.π., σελ. 361
[18] Κ. Χρυσόγονος, Ο έλεγχος της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, δημοσ. σε ΕλλΔνη, 1991, σελ. 710 επ.
[19] Βενιζέλος, σελ. 134

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Διάγραμμα
 Ι. Εισαγωγή
 ΙΙ. Ιστορικό Μέρος
 1. Η απόσπαση των μαρμάρων
 2. Προσπάθειες επαναπατρισμού
 3. Αντίστοιχες περιπτώσεις
 ΙΙΙ. Νομικό Μέρος
 1. Εφαρμοστέο Δίκαιο
 2. Κυριότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί των μαρμάρων
 3. Εγκυρότητα Φιρμανιού
 4. Ολιγωρία Οθωμανών και Ελλήνων
 5. Παραγραφή
 6. Διεθνιστική και Εθνική σχολή σκέψης
 ΙV. Συμπεράσματα

Ι.
Εισαγωγή

Το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα θεωρείται ως μία από τις δέκα πιο σημαντικές και πολυσυζητημένες διαμάχες σε όλο τον κόσμο όσον αφορά την ιδιοκτησία αρχαιολογικών ευρημάτων και θησαυρών . Τα μάρμαρα της ζωοφόρου του ναού του Παρθενώνα έχουμε συνηθίσει να τα αποκαλούμε, κακώς, ελγίνεια, εξαιτίας του Λόρδου Thomas Bruce, 7th Earl of Elgin (εφεξής λόρδος Έλγιν). Στο Ηνωμένο Βασίλειο η ονομασία είναι ελγίνεια, και όχι μάρμαρα του Παρθενώνα για να ξεχωρίζουν αυτά που βρίσκονται στο Λονδίνο με αυτά στην Αθήνα. Ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί πως η ορθή ονομασία είναι «μάρμαρα του Παρθενώνα», διότι αυτά δεν ήταν ποτέ νόμιμη ιδιοκτησία του Έλγιν. Αντίθετα ο Λόρδος έδωσε το όνομά του στον όρο ελγινισμός, με αυτόν να σημαίνει την πράξη πολιτιστικού βανδαλισμού και ειδικότερα την κλοπή πολιτιστικών αγαθών και την αλλοίωση των χαρακτηριστικών ενός μνημείου, στα πλαίσια ιμπεριαλιστικών πρακτικών .

Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια παρουσίαση του φλέγοντος ζητήματος των μαρμάρων από δικαιική σκοπιά. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου αποτελεί τον αρχικό σκόπελο που ο νομικός πρέπει να ξεπεράσει. Αλλά και τα επιμέρους ζητήματα στα οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία όσων τάσσονται υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων και αυτών που αντιδρούν έχουν τη σημασία τους προκειμένου να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα. Στα πλαίσια ενός νομικού κειμένου κρίνεται απαραίτητη και η ιστορική παράθεση των γεγονότων, τόσο των κινήσεων του Έλγιν όσο και της προσπάθειας της Ελλάδας για επιστροφή. Τούτο διότι η νομική ερμηνεία αφορά τα ιστορικά αυτά γεγονότα. Αναφορά υπάρχει τέλος και σε αντίστοιχες περιπτώσεις επιστροφής αρχαιοτήτων.

ΙΙ.
Ιστορικό μέρος

1. Η απόσπαση των μαρμάρων

Από το 1799 έως το 1803 ο Λόρδος Έλγιν διετέλεσε πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Ο Έγλιν, που εκείνη την περίοδο έχτιζε έπαυλη στη Σκωτία θέλησε να αντιγράψει ελληνικές αρχαιότητες προκειμένου να διακοσμήσει με αυτές την οικία του. Κατ’ αρχάς απευθύνθηκε στις βρετανικές Αρχές για να αναλάβουν το εγχείρημα, αλλά κατόπιν άρνησής τους, ο Έλγιν προχώρησε, το 1800, με δικά του έξοδα . Υπό την καλλιτεχνική εποπτεία του Ιταλού ζωγράφου Giovanni Lusieri άρχισε η κατασκευή αντιγράφων, από καλούπια, των μαρμάρων της ζωοφόρου του ναού. Ο Έλγιν αρχικά δεν επιθυμούσε την αποκοπή των μαρμάρων και την μεταφορά τους εκτός του ναού , αλλά το 1801 άρχισε τις εργασίες αφαίρεσής τους τόσο από τον Παρθενώνα όσο και από γειτονικά οικοδομήματα . Τα μάρμαρα μεταφερόταν με πλοίο από την Αθήνα στη Σκωτία, για ιδιωτική χρήση του Έλγιν, στην έπαυλή του. Ο Έλγιν αγόρασε μεταξύ άλλων και το πλοίο «Μέντωρ» για τη μεταφορά, το οποίο όμως βυθίστηκε μαζί με τους μαρμάρινους θησαυρούς που μετέφερε στα Κύθηρα και χρειάστηκαν δύο χρόνια για την ανέλκυσή του. Έως το 1804 ο Έλγιν συνέχιζε την αφαίρεση τμημάτων από την Ακρόπολη .

Μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδό του, ο Έλγιν άρχισε διαπραγματεύσεις για την πώληση των μαρμάρων που είχε μεταφέρει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από το 1811 ο Έλγιν διαπραγματευόταν με το Βρετανικό Μουσείο, απορρίπτοντας άλλες προσφορές, όπως αυτή του Ναπολέοντα • αυτές όμως δεν καρποφόρησαν εξαιτίας του μικρού ενδιαφέροντος της βρετανικής Κυβέρνησης . Υπήρξαν βέβαια και επικριτές του Έλγιν, κυρίως ο Λόρδος Βύρων που χαρακτήρισε τον πρώτο βάνδαλο . Το 1816 κατόπιν της αύξησης του ενδιαφέροντος στο Ηνωμένο Βασίλειο για την κλασσική αρχαιότητα συστήθηκε ειδική Εξεταστική Επιτροπή για να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης και τα πορίσματά της τέθηκαν υπόψη του βρετανικού Κοινοβουλίου. Τέλος η Βουλή των Κοινοτήτων προσέφερε 35.000 λίρες και απέκτησε την κυριότητα των μαρμάρων, μεταφέρθηκαν δε τα μάρμαρα στο Βρετανικό Μουσείο την ίδια χρονιά. Αξίζει να επισημανθεί ότι το συνολικό κόστος της επιχείρησης για τα μάρμαρα, όσον αφορά τον Έλγιν, ανήλθε σε 74.240 λίρες (σε σημερινές τιμές περίπου 4 εκατ. δολάρια), εκ των οποίων 21.902 λίρες δόθηκαν ως δώρα στις οθωμανικές Αρχές της Αθήνας . Άξιο λόγου είναι και ότι μόνο δύο Βρετανοί Βουλευτές αντέδρασαν έντονα και κατηγόρησαν το λόρδο για αρχαιοκαπηλία, o Sir John Newport και ο Hugh Hammersley. Ο Hammersley μάλιστα συνέστησε «να φυλαχθεί η συλλογή για να αποδοθεί εκεί από όπου απρεπώς λήφθηκε, όταν ζητηθεί» .

Η σημασία της Ακρόπολης για τους νεοαφυπνισθέντες εθνικά Έλληνες καταδεικνύεται από το παρακάτω συμβάν. Κατά τη διάρκεια των μαχών της Ακρόπολης, στην Επανάσταση του 1821, οι πολιορκητές Έλληνες έδιναν πολεμοφόδια (βόλια) στους Τούρκους, προκειμένου οι τελευταίοι να παύσουν τις φθορές στις κολόνες του ναού. Οι πολιορκούμενοι προσπαθούσαν να λιώσουν το μόλυβδο που περιείχαν αυτές για να το χρησιμοποιήσουν ως σφαίρες . Οι Βρετανοί εν τω μεταξύ υποσχέθηκαν στους μαχόμενους επαναστάτες Έλληνες ότι μόλις ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία θα επέστρεφαν τα μάρμαρα, υπόσχεση που δεν τηρήθηκε• ξαναδόθηκε όμως αυτή το 1940 μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα αλλά επίσης δεν τηρήθηκε .

2. Προσπάθειες επαναπατρισμού

Ο υπουργός Πολιτισμού Κ. Τρυπάνης, το 1975 συνέστησε μια επιτροπή για να μελετήσει το θέμα της συντήρησης των αρχαιοτήτων στην Ακρόπολη αλλά και των μαρμάρων του Παρθενώνα. Το θέμα τέθηκε από την Ελλάδα για πρώτη φορά στην Διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό το 1982 και εγκρίθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων. Επίσημα η ελληνική Κυβέρνηση κάλεσε, μέσω του ΟΗΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο να επιστρέψει τα μάρμαρα το 1983, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη• η πρόταση απορρίφθηκε από τους Βρετανούς το 1984 . Στην απάντησή της η βρετανική Κυβέρνηση τόνισε πως τα μάρμαρα «σώθηκαν από το Λόρδο Έλγιν ως αποτέλεσμα της συναλλαγής που έγινε από τις αναγνωρισμένες νόμιμες αρχές της εποχής εκείνης» . Η Ελλάδα προώθησε το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα σε διάφορα παγκόσμια fora. Ακολούθησε η γραπτή διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το 1998, υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, καθώς και η υπόδειξη της UNESCO, το 1999, για έναρξη διμερών συνομιλιών μεταξύ της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 1999 η ελληνική Κυβέρνηση (υπουργία Ελ. Παπαζώη) κατέθεσε υπόμνημα σε επιτροπή του βρετανικού Κοινοβουλίου που μελετούσε το θέμα ζητώντας εκ νέου την επιστροφή των μαρμάρων . Ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επιδιώχθηκε η επιστροφή των μαρμάρων με ατυχή όμως και πάλι αποτελέσματα. Ακολούθησε η επιστροφή θραυσμάτων, που κατείχε το Πανεπιστημιακό Μουσείο της Χαϊδελβέργης, η Σουηδία και το Μουσείο Salinas του Παλέρμο (Σεπτέμβριος, Νοέμβριος 2006, υπουργία Γ. Βουλγαράκη και Σεπτέμβριος 2008, υπουργία Μ. Λιάπη). Τον Ιούνιο του 2009 το ζήτημα των μαρμάρων τέθηκε εκ νέου στο προσκήνιο με αφορμή τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης.

3. Αντίστοιχες περιπτώσεις

Η υπόθεση των μαρμάρων του Παρθενώνα έχει δώσει το έναυσμα για μελέτη από νομικής σκοπιάς και άλλων υποθέσεων επιστροφής αρχαιοτήτων. Το όλο ζήτημα απασχολεί έντονα τη διεθνή κοινότητα και εντάσσεται στο γενικότερο θέμα του αν συνιστούν οι αρχαιότητες διεθνή πολιτιστική περιουσία. Οι προβληματισμοί αφορούν τόσο το διεθνή ή εθνικό χαρακτήρα των αρχαιοτήτων αλλά και το αν αποτελούν περιουσιακά αντικείμενα . Τα σημαντικότερα ζητήματα αποτελούν σήμερα, πέραν των μαρμάρων του Παρθενώνα, η επιστροφή των αρχαιοτήτων του Μάτσου Πίτσου, από το Πανεπιστήμιο Γέιλ στο Περού και η επιστροφή του Κρατήρα του Ευφρονίου από το Μουσείο Μητροπολιτικής Τέχνης της Νέας Υόρκης στην Ιταλία . Η υπόθεση του Κρατήρα του Ευφρονίου ίσως τελικά πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα αφού ο κρατήρας τελικά επέστρεψε στην Ιταλία .


ΙΙΙ.
Νομικό Μέρος

1. Εφαρμοστέο δίκαιο

Το εφαρμοστέο δίκαιο στην περίπτωση των μαρμάρων του Παρθενώνα δεν είναι ένα αλλά πέντε. Αυτά είναι το αγγλικό, το ελληνικό, το τουρκικό, το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο . Το αγγλικό ως το δίκαιο του ευθύνοντος για την αφαίρεση Έλγιν αλλά και ως δίκαιο του τόπου έκθεσης των μαρμάρων, το ελληνικό ως δίκαιο της χώρας προέλευσης των μαρμάρων και το τουρκικό ως δίκαιο του κράτους κατοχής των μαρμάρων κατά την αφαίρεσή τους. Όμως οι δυσχέρειες στην επιλογή ενός εθνικού δικαίου προς εφαρμογή έγκειται αφενός στις μεγάλες διαφορές αγγλοσαξωνικού και ρωμαιογερμανικού δικαίου, αφετέρου στην έλλειψη ειδικής νομοθεσίας και στις τρεις χώρες για ζητήματα αντίστοιχα με αυτό των μαρμάρων του Παρθενώνα, σε σημείο που μόνο αναλογική εφαρμογή γενικών διατάξεων χωρεί. Όσον αφορά τέλος το κοινοτικό δίκαιο, εφαρμογής τυγχάνει η Οδηγία 93/7/ΕΟΚ της 15.03.1993 σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους και ο Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3911/92 της 09.12.1992, σχετικά με την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών .

Είναι συνεπέστερο επομένως να καταφύγουμε σε εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Άλλωστε τα εμπλεκόμενα μέρη (Ηνωμένο Βασίλειο και Ελλάδα) είναι μέλη του ΟΗΕ και συμμετέχουν στην UNESCO. Άρα, κατ’ άρθρο 36 και 38 του Χάρτη του ΟΗΕ, τα μέρη έχουν αποδεχθεί τη δυνατότητα να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου να λύσουν τα μεταξύ τους ζητήματα και αποδέχονται τις πηγές του διεθνούς δικαίου που αναφέρονται στο Χάρτη ως εφαρμοστέες. Ως εκ τούτου στην περίπτωση των μαρμάρων μπορούν να εφαρμοστούν οι γενικές αρχές του δικαίου σε συνδυασμό με συμβατικά κείμενα .

Ως συμβατικό κείμενο θα πρέπει να αναφερθεί πρώτα η Σύμβαση για την Προστασία της Πολιτιστικής Περιουσίας κατά τη διάρκεια Ένοπλων Συγκρούσεων του 1954 (ή αλλιώς Σύμβαση της Χάγης). Εκεί τονίζεται ότι η πολιτιστική περιουσία είναι πολιτιστική κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας. Η Σύμβαση της Χάγης επηρέασε σημαντικά και τα μεταγενέστερα διεθνή κείμενα. Έτσι υπογράφηκε η σύμβαση της UNESCO του 1970 για την αποτροπή και πρόληψη των παράνομων εισαγωγή, εξαγωγών και μεταφοράς ιδιοκτησιών πολιτιστικής περιουσίας. Η Σύμβαση της UNESCO εφαρμόζει την αρχή της καταρχάς ιδιοκτησίας του κράτους προέλευσης του πολιτιστικού αγαθού και θεσπίζει κανόνες για την αποτροπή και πρόληψη αρχαιοκαπηλίας, παράνομων συναλλαγών και νομιμότητας κατοχής πολιτιστικών αγαθών . Από την άλλη θα τύγχανε εφαρμογής η Σύμβαση UNIDROIT που αφορά τα κλεμμένα ή παράνομα αποκτηθέντα πολιτιστικά αγαθά. Δυστυχώς η Σύμβαση αυτή ορίζει (αρθρ. 10) ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μετά τη σύναψή της και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ισχύσει για την υπόθεση των μαρμάρων. Οι δύο τελευταίες συμβάσεις εφαρμόζονται όμως μόνο σε πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται ελεύθερα στη φύση και όχι σε αυτά που εκτίθενται ήδη σε μουσείο .

2. Κυριότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί των μαρμάρων

Τα μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούσαν δημόσια περιουσία και ως εκ τούτου κυριότητα επ’ αυτών είχε το κράτος του τόπου του μνημείου, δηλαδή το 1800-1804 η Οθωμανική Αυτοκρατορία . Ωστόσο την εποχή εκείνη η Ελλάδα βρίσκονταν υπό τουρκικό ζυγό, άρα η οθωμανική εξουσία ήταν δύναμη κατοχής. Η Σύμβαση της Χάγης του 1954 υποχρεώνει (αρθρ. 5) τη δύναμη κατοχής να σέβεται την πολιτιστική κληρονομιά της κατεχόμενης χώρας. Παρόλο που η Σύμβαση δεν υπήρχε το 1800, οι αρχές στις οποίες στηρίχτηκε αποτελούν γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, που τύγχαναν εφαρμογής και πριν την υπογραφή της Σύμβασης, άρα και στην περίπτωση των μαρμάρων . Το γεγονός ότι το μνημείο ακρωτηριάστηκε και αφαιρέθηκαν από αυτό ουσιώδη τμήματά του, που αποτελούν συστατικά του οικοδομήματος, συνιστά τόσο πράξη βεβήλωσης η οποία αποτελεί ξεκάθαρα παραβίαση της Σύμβασης όσο και πράξη παράβασης του άρθρου 954 παρ. 2 του ΑΚ . Άλλωστε είναι άκυρη η συμφωνία για διατήρηση χωριστής και αυτοτελούς κυριότητας επί του συστατικού, ως εκ τούτου δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστή κυριότητα επί των μαρμάρων .

Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το μνημείο αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής. Συνεπώς τυγχάνει εφαρμογής και το αρθρ. 966 του ελληνικού Αστικού Κώδικα (ως το κράτος-φορέας του ελληνισμού, στον οποίο ελληνισμό ανήκει το μνημείο και ως κράτος υπό κατοχή το 1800-1804) για τα πράγματα εκτός συναλλαγής. Επίσης το μη εμπορεύσιμο των μαρμάρων βασίζεται και στη δικαιική αρχή των Ρωμαίων res extra commercium. Από την άλλη πλευρά, παρόλο που στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο δεν υπάρχει η έννοια του πράγματος κοινής χρήσης ή κοινόχρηστου, πρέπει να αναγνωριστεί το μη εμπορεύσιμο των μαρμάρων καθώς δεν μπορούν να εισαχθούν και να εξαχθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού δεν πληρούν τα κριτήρια Wavarley, που έχουν νομοθετική ισχύ στο βρετανικό δίκαιο . Η σχετική αναφορά έχει εντάξει στα μη εμπορεύσιμα -στα πλαίσια των «καλλιτεχνικών αγορών»- τα μάρμαρα του Παρθενώνα.

3. Εγκυρότητα φιρμανιού

Ο Έλγιν προτού του παρασχεθεί επίσημη άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση να εκτελέσει εργασίες απόσπασης μαρμάρων από το μνημείο, δωροδόκησε τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας ώστε να του επιτρέπεται η είσοδος στο λόφο της Ακρόπολης, μάλιστα το ποσό του «λαδώματος» άγγιζε τις 5 λίρες για κάθε επίσκεψη του συνεργείου καλλιτεχνών και τεχνιτών . Ενόψει όμως φημών για στρατιωτική δράση των Γάλλων στην Αττική, ο Τούρκος διοικητής διέταξε τον Έλγιν και την ομάδα του να αποχωρήσουν. Έτσι αναγκάστηκε ο Έλγιν να επισκεφθεί το Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη για να του παράσχει ο τελευταίος φιρμάνι (άδεια, διάταγμα, έδικτο) να συνεχίσει τις εργασίες• πράγμα που έγινε τον Ιούλιο του 1801. Γεννώνται έτσι ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη του εγγράφου, τη φύση του εγγράφου και την έκταση των παρεχόμενων εξουσιών στον Έλγιν.

Η εγκυρότητα του φιρμανιού έχει αμφισβητηθεί, τεκμηριωμένα, αρκετές φορές και αν γίνει δεκτή η πλαστότητά του, τότε ο Έλγιν παράνομα, και με βάση το οθωμανικό δίκαιο, προέβη στις σχετικές εργασίες. Καταρχάς, ουδέποτε δε βρέθηκε το αυθεντικό έγγραφο στην τουρκική γλώσσα. Στην επιτροπή του βρετανικού Κοινοβουλίου που μελέτησε το ζήτημα της αγοράς των μαρμάρων από την Κυβέρνηση, δεν παρουσιάστηκε (ούτε καν από τον Έλγιν, αλλά από το συνεργάτη του, αιδεσιμότατο Hunt) το οθωμανικό έγγραφο αλλά αγγλική μετάφραση ενός ιταλικού εγγράφου, που αποτελούσε τη μετάφραση στην ιταλική από την τουρκική. Ειδικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η απλή ανάγνωση του ιταλικού εγγράφου αποδεικνύει ότι δεν έχει σχέση με το οθωμανικό καθώς η διπλωματική γλώσσα δεν είναι αυτή που χρησιμοποιούνταν στα φιρμάνια . Επίσης στο ιταλικό ή στο αγγλικό κείμενο δεν εμφανίζεται υπογραφή ή σφραγίδα παρά μόνο το όνομα του εκδόσαντος αξιωματούχου-καϊμακάμη, Seged Abdullah . Τέλος ακόμα το ιταλικό έγγραφο παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την αγγλική μετάφραση, οι οποίες όμως είναι ουσιώδεις για την έκταση της άδειας που δόθηκε στον Έλγιν . Επομένως όπως και να έχει το κύρος του εγγράφου που επικαλέστηκε ο Έλγιν ως τίτλος κυριότητας «ασφαλώς δεν επιβεβαιώνεται και μπορεί εύκολα να είναι πλαστός» .

Χαρακτηριστική για το ζήτημα του φιρμανιού είναι ότι η ελληνική Κυβέρνηση δεν αρνείται μόνο τη γνησιότητά του, αλλά ακόμα και την ύπαρξή του. Υποστηρίζει ότι ο Έλγιν βασίστηκε σε φιλική επιστολή του καϊμακάμη, ο οποίος εκείνη την εποχή αντικαθιστούσε το Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστολή ήταν ανεπίσημη και είχε το περιεχόμενο χάρης. Σημείωνε πως οι κρατικές αρχές στην Αθήνα θα επέτρεπαν στα συνεργεία του Έλγιν να σχεδιάσουν, να λάβουν εκμαγεία και να διενεργήσουν ανασκαφή γύρω από τα θεμέλια του Παρθενώνα, όπου ίσως βρισκόταν θαμμένη κάποια επιγραφή ή ανάγλυφο, με τον όρο ότι δεν θα βλάπτονταν με κανένα τρόπο τα μνημεία. Άρα, υποστηρίζει η Έλλαδα ότι, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ούτε επίσημο οθωμανικό κρατικό έγγραφο, αλλά ούτε και περιεχόμενο που να επιτρέπει την απόσπαση των μαρμάρων .

Το φιρμάνι, και αν ακόμα θεωρηθεί γνήσιο και άρα έγκυρο, αποτελεί απλά διοικητική πράξη (άδεια), με την οποία παρέχεται μια «εύνοια από το Σουλτάνο σε κάποιο πρόσωπο», και όχι τίτλο κυριότητας. Το φιρμάνι δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ακυρώσει ή να τροποποιήσει το νόμο, σε περιπτώσεις που το περιεχόμενο του φιρμανιού ήταν ενάντια στο νόμο. Επιπλέον το φιρμάνι δεν αποτελεί ούτε έγγραφο με το οποίο αποκτά κανείς κυριότητα πάνω σε πράγμα ούτε συμβόλαιο αγοραπωλησίας .

Αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι αφού οι Οθωμανοί είχαν ελέγξει την Αθήνα από 1460, οι αξιώσεις τους στα χειροποίητα αντικείμενα ήταν νομικές και αναγνωρίσιμες. Ακόμα ότι το φιρμάνι ως έγγραφο ήταν ο πλέον επίσημος τύπος παροχής άδειας που παραχωρούσε η οθωμανική κυβέρνηση, και επιπλέον ότι στο φιρμάνι υπήρχε πρόβλεψη και περαιτέρω άδεια για εξαγωγή των μαρμάρων από τον Έλγιν. Συνεπώς νόμιμα και έγκυρα αγοράστηκαν τα μάρμαρα από τη βρετανική Κυβέρνηση, αφού νόμιμα κύριος επ’ αυτών ήταν ο Έλγιν. Αναγνωρίζει όμως η αντίθετη άποψη ότι η έκταση των παρεχόμενων εξουσιών στο λόρδο «είναι στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενη» και ότι «ο Έλγιν υπερέβη την εξουσία που του εκχωρήθηκε με το φιρμάνι» . Δεν φτάνει όμως μέχρις του σημείου να γίνει λόγος για κτήση από μη κύριο όπως ορίζει και ο αγγλικός νόμος , η για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος .

Αντιτάσσεται επίσης ότι δεν έχουν σημασία τα κίνητρα έκδοσης του φιρμανιού, αλλά σημασία έχει το πραγματικό και νομικό γεγονός ότι με το οθωμανικό έγγραφο ο Έλγιν είχε την άδεια να αποσπάσει τα μάρμαρα . Όμως με βάση το άρθρο 178 ΑΚ η δικαιοπραξία ήταν άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη. Την παραπάνω αρχή αναγνωρίζουν και άλλα νομικά συστήματα πέραν του ελληνικού και βασίζεται σε αρχή του ρωμαϊκού δικαίου. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Έλγιν δεν απέκτησε κυριότητα επί των μαρμάρων ούτε με διοικητική πράξη ούτε με αντίστοιχη ιδιωτικού δικαίου.

4. Ολιγωρία Οθωμανών και Ελλήνων

Προτάσσεται ότι η μη παρεμπόδιση του Έλγιν από τις οθωμανικές αρχές συνεπάγεται και την αποδοχή της νομιμότητας των ενεργειών του. Όμως αυτό δεν ευσταθεί καθώς οι Οθωμανοί προφανώς δεν είχαν αντιληφθεί εξαρχής τις προθέσεις του Έλγιν, ο οποίος ζήτησε αρχικά άδεια να αντιγράψει σε καλούπια τα μάρμαρα και όχι να τα αποσπάσει. Ενδεχομένως μάλιστα να μην του επέτρεπαν να προβεί στις ενέργειές του, καθώς και οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν τη σημασία του μνημείου, που άλλωστε είχαν μετατρέψει σε τζαμί, γεγονός που έδειχνε το σεβασμό τους προς τη θρησκευτικότητα του μνημείου .Επιπλέον ο Έλγιν δωροδόκησε τους τοπικούς αξιωματούχους για να μη του δημιουργήσουν προβλήματα κατά τις εργασίες του. Ωστόσο οι τοπικές αρχές καμία δεν είχαν καμία εξουσία σχετικά με τη διάθεση της δημόσιας περιουσίας και σαν όργανα της οθωμανικής διοίκησης είχαν το τεκμήριο της καλόπιστης και σύμφωνης με την κεντρική εξουσία δράσης .

Οι Έλληνες της εποχής ασφαλώς και διαμαρτυρήθηκαν για τις ενέργειες του Έλγιν. Ασφαλώς όμως δεν είχαν μεγάλα περιθώρια για διαμαρτυρίες, λόγω του τουρκικού ζυγού . Παρόλα αυτά οι κάτοικοι της Αθήνας ποτέ δε συναίνεσαν στις πράξεις του Έλγιν. Χαρακτηριστικός είναι ο θρύλος ότι τη νύχτα ακουγόταν οι θρήνοι των Καρυάτιδων για τη χαμένη τους αδελφή, καθώς και οι ισχυρισμοί των αχθοφόρων που μετέφεραν τα αγάλματα ότι άκουγαν κραυγές να βγαίνουν από τα κιβώτια μέσα στα οποία ήταν συσκευασμένα. Αναφορά στο ζήτημα κάνει και ο Ιρλανδός Dodwell, δηλαδή ότι το 1812 οι Αθηναίοι θρηνούσαν την καταστροφή των αρχαιοτήτων τους και κατηγορούσαν τους Τούρκους που επέτρεψαν στους ξένους να κάνουν μια τέτοια λεηλασία .
5. Παραγραφή
Το Βρετανικό Μουσείο προβάλλει το επιχείρημα της παραγραφής της αξίωσης της ελληνικής Κυβέρνησης για επιστροφή των μαρμάρων. Τούτο καθώς η τέλεση της πράξης άρχισε το 1801, διήρκησε έως το 1804, η δε τελευταία τους μετακίνηση έγινε το 1815 ενώ επίσημα ζητήθηκε από την Ελλάδα η επιστροφή των γλυπτών το 1983. Την παραγραφή λόγω της μακράς παρέλευσης του χρόνου προβλέπει τόσο το αγγλικό όσο και το ελληνικό δίκαιο . Ωστόσο τα μάρμαρα αποτελούν συστατικά του μνημείου. Η νομολογία στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεχτεί ότι σε περιπτώσεις αφαίρεσης συστατικού πράγματος (fixture) δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής . Άρα με αναλογική εφαρμογή της αγγλικής νομολογίας πρέπει και τα μάρμαρα του Παρθενώνα να θεωρηθούν από το αγγλικό δίκαιο ως συστατικά και να μην υπάρχει παραγραφή .
Πέρα από τα παραπάνω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος παραγραφής δεν εκκινεί από τη στιγμή που δεν είναι δυνατή η επιδίωξη της αξίωσης. Ας μην λησμονείται ότι μέχρι το 1830 η Ελλάδα δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος, ενώ το ζήτημα τέθηκε επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση αφού είχαν επιλυθεί τα προβλήματα πολιτικής αστάθειας που αντιμετώπιζε διαρκώς η χώρα, με σημαντικότερο αυτό της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967-1974. Τα παραπάνω ισχύουν σε επίπεδο εθνικών δικαίων • αλλά και στο διεθνές δίκαιο δεν βρίσκει έρεισμα η παραγραφή καθώς η παραγραφή στα εθνικά δίκαια δεν επηρεάζει δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο . Τέλος ούτε η σύμβαση της UNESCO του 1970 ούτε το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) προβλέπουν παραγραφή .

6. Διεθνιστική και Εθνική σχολή σκέψης

Οι προηγούμενες σκέψεις δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην εφαρμογή της διεθνιστικής σχολής σκέψης, που θεωρεί ότι τα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν παγκόσμια περιουσία, ως περιουσία της ανθρωπότητας και όχι ενός συγκεκριμένου πολιτισμού ή κράτους . Διεθνιστές θα αποκαλούσε κανείς το Βρετανικό Μουσείο ή και άλλα μουσεία που τονίζουν ότι τα πολιτιστικά αγαθά είναι προσβάσιμα σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και άρα αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά που όλοι δικαιούνται να απολαμβάνουν, στα διάσημα και μεγάλα μουσεία. Προς τούτο και στα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι λόγω του μεγέθους και της φήμης του μουσείου στο Λονδίνο, τα μάρμαρα του Παρθενώνα τα βλέπουν ετησίως 3 εκατομμύρια επισκέπτες, αρκετά περισσότεροι με αυτούς που επισκέπτονται την Αθήνα .

Αντίθετα η εθνική σχολή σκέψη προκρίνει το γεγονός ότι τα πολιτιστικά αγαθά έχουν προέλευση και αποτελεί βασική αρχή ότι αυτά ανήκουν καταρχάς στο κράτος καταγωγής τους . Την εθνική σχολή ακολουθεί η Ελλάδα που θεωρεί ότι τα μάρμαρα ανήκουν κατά κυριότητα στην χώρα καταγωγής, άρα στην Ελλάδα, τόσο ως το κράτος στο οποίο βρίσκεται η Ακρόπολη όσο και ως κράτος-λαός των αρχαίων Ελλήνων. Ασφαλώς το μειονέκτημα της εθνικής σχολής σκέψης είναι ότι είναι ευάλωτο καθώς αποτελεί περισσότερο επιχείρημα από πολιτική άποψη παρά από νομική. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η σκέψη ότι η Ελλάδα ειδικότερα επιμένει για την επιστροφή των μαρμάρων γιατί μια τέτοια κίνηση θα ενίσχυε τα πατριωτικά αισθήματα, θα επέφερε οφέλη για την κυβέρνηση που θα το κατόρθωνε και θα μετέτρεπε σε εθνικό ήρωα τον πολιτικό που θα παραλάμβανε τα μάρμαρα .

V.
Συμπεράσματα

Δεχόμενοι ότι ο Έλγιν δεν είχε νόμιμη άδεια απόσπασης των μαρμάρων, αφού πρωτότυπό της ποτέ δεν παρουσιάστηκε ποτέ αλλά και το έγγραφο που προσκόμισε δεν παρέχει πλήρη ελευθερία τέλεσης όλων των πράξεων στις οποίες προέβη, τα μάρμαρα του Παρθενώνα παράνομα αποσπάστηκαν από το ναό και παράνομα εξήχθησαν από την υπό οθωμανική κατοχή Ελλάδα. Συνεπώς και η αγορά τους από τη βρετανική Κυβέρνηση δεν είναι νόμιμη αφού αγόρασε πράγμα προερχόμενο από παράνομη δραστηριότητα. Άρα οι διατάξεις των εθνικών δικαίων που τυγχάνουν εφαρμογής υποχρεώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να επιστρέψει τα μάρμαρα στη χώρα προέλευσής τους, στην Ελλάδα. Επίσης η κοινοτική νομοθεσία και τα διεθνή συμβατικά κείμενα οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Ταυτόχρονα γίνονται δεκτές και εισηγήσεις για εφαρμογή ως γενικής αρχής του διεθνούς δικαίου που διαμορφώθηκε μέσα από κρατικές και θεσμικές πρακτικές και αποτελούν έθιμο, ήτοι του σεβασμού της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών .

Μία άλλη προσέγγιση θα τόνιζε τη σημασία της προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο ζήτημα των μαρμάρων. Η αλλοίωση σε σημείο βανδαλισμού ενός σημαντικού μνημείο, ενταγμένο στις τοποθεσίες παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, προσέβαλε την ιστορία, την τέχνη, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Θα μπορούσε να γίνει λόγος, πέραν των εθνικών νομοθεσιών σε επίπεδο Συνταγμάτων και κοινής νομοθεσίας, για παραβίαση τόσο των άρθρων 18 και 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και των άρθρων 9 και 10 της ΕΣΔΑ .

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει τακτική και υποστηρίζει το αίτημά της για επιστροφή των μαρμάρων περισσότερο σε ηθική και πολιτική βάση και λιγότερο σε νομική. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην πρόοδο όσον αφορά τα επιμέρους προσκόμματα που έθετε το Ηνωμένο Βασίλειο και αφορούσαν κυρίως την ατμοσφαιρική ρύπανση και την έλλειψη κατάλληλου μουσείου. Ασφαλώς ρόλο προς την αλλαγή αυτή έπαιξε και η μεταστροφή της κοινής γνώμης, παγκόσμια, υπέρ των ελληνικών θέσεων. Όμως η εγκατάλειψη της πρόταξης των νομικών επιχειρημάτων είναι λάθος κίνηση για τον απλό λόγο ότι οι ελληνικοί νομικοί ισχυρισμοί υπερτερούσαν των βρετανικών. Το γεγονός αυτό το γνώριζαν στο Βρετανικό Μουσείο και για αυτό το λόγο στα νομικά επιχειρήματα της Ελλάδας αντέτειναν την απογύμνωση των μουσείων σε όλο τον κόσμο που έχουν εκθέματα από άλλες χώρες, επιχείρημα μη νομικό, ασυνεπές και έωλο.

Συνεπώς θα πρέπει η Ελλάδα να εστιάσει την προσοχή της, πέραν των ηθικών θεμάτων, στην σαφή επανατοποθέτηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των νομικών ισχυρισμών της. Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως το θέμα δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μονομερώς, ως πολιτικού ή ηθικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος. Το ζήτημα έχει και νομικές πτυχές, τις οποίες θα πρέπει η Ελλάδα και να προβάλει και να εμείνει σε αυτές. Έτσι ο συνδυασμός επιχειρημάτων και η κατάλληλη προβολή τους θα (είθε να) οδηγήσει στην επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.


υποσημειώσεις:

1 Όπως το κατέτασσε το περιοδικό ΤΙΜΕ, Top 10 Plundered Artifacts, φύλλο της 05.03.2009
2 Ο όρος ελγινισμός είναι γαλλικής έμπνευσης. Βλ. Elginism, What is elginism? Διαδίκτ. http://www.elginism.com/definition/
3 Christopher Casey, Grecian Grandeurs and the Rude Wasting of Old Time: Britain, the Elgin Marbles, and Post-Revolutionary Hellenism, Foundations, Vol. III, No. 1, 30.10.2008
4 ελλην. Υπ.Πολιτισμού, Το ιστορικό της αφαίρεσης, διαδίκτυο: http://odysseus.culture.gr/a/1/12/ga125.html
5 εφημ. The Guardian, Elgin Marbles: fact or fiction?, φύλλο 21.07.2004.
6 Smith, Elgin and his collection, Hellenic Studies 36, 163, 1916
7 Έτσι σήμερα από τους 97 σωζόμενους λίθους της ζωφόρου του Παρθενώνα, οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 64 σωζόμενες μετόπες, οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο. Από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων, οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα βλ. Ελλην. Υπ.Πολιτισμού, Το ιστορικό της αφαίρεσης
8 The Guardian, Elgin Marbles: fact or fiction?
9 Το 1785 ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Marie Gabriel Auguste de Choiseul-Gouffier είχε πάρει, έχοντας φιρμάνι από το Σουλτάνο -μεταξύ άλλων αρχαιοτήτων της Αττικής- ένα κομμάτι από την ανατολική ζωφόρο και μια μετώπη από τη νότια πλευρά του κτιρίου. Χαρακτηριστική είναι η άποψη ότι: «εάν όλα είχαν πάει καλά, τα μάρμαρα του Παρθενώνα...δεν θα ήταν στο βρετανικό μουσείο αλλά στο Μουσείο του Λούβρου», βλ. James Allan Evans, The Parthenon marbles--past and future, Contemporary Review, Οκτ. 2001, vol. 279, is. 1629; σελ. 214.
10 Casey, Grecian Grandeurs and the Rude Wasting of Old Time": Britain, the Elgin Marbles, and Post-Revolutionary Hellenism
11 εφημ. International Herald Tribune. The story of the Elgin Marbles, φύλο 14.07.2004
12 Περιοδ. Newsweek, Romancing the Stones, τεύχος 02.05.2008
13 Μελίνα Μερκούρη, Στο όνομα της δικαιοσύνης και της ηθικής παρακαλώ δώστε τα πίσω, λόγος στην Oxford Union, αναδημ. εφημ. Ελευθεροτυπία, φύλλο 21.06.2009
14 Λήδα Ζαμπετάκη, Τα μάρμαρα του Παρθενώνα, η πορεία στο χρόνο και η σημερινή πραγματικότητα, Μεσόγειος, 03.07.1998
15 Christopher Hitchens, The Elgin Marbles: Should They Be Returned to Greece?, 1998,σελ. 8,
16 Irine A. Stamatoudi, The law and ethics deriving from the Parthenon marbles, web journal of current legal issues in.ass. Blackstone Press Ltd, 1997, 2, σελ. 3
17 Jeanette Greenfield, The return of the cultural treasures, εκδ. Cambridge University Press, 1989, σελ. 83
18 ο.π. σελ. 74
19 Το ελληνικό memorandum και τα επισυναπτόμενα έγγραφα είναι διαθέσιμα σε διαδικτ. http://www.culture.gr/6/68/682/g68209.html
20 Richard Brilliant, Antiquities: International Cultural Property? Who owns the past, International Journal of Cultural Property, 1999, vol. 8, σελ. 563-567
21 Το 1912 και τι 1914-15 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Bingham πήρε κτερίσματα από το Περού για μελέτη στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, και από τότε παραμένουν εκεί, ενώ η National Geographic Society (χρηματοδοτούσε τον Bingham) έχει παραδεχτεί ότι τα κτερίσματα πάρθηκαν με τα μορφή δανείου –άλλη γνώμη υποστηρίζει ότι ο περουβιανός ΑΚ του 1852 προβλέπει ότι ο ανευρών κτερίσματα τα διατηρεί στην κυριότητά του ενώ και ο Bingham είχε νόμιμη εξουσιοδότηση από τις αρχές για να προβεί σε ανασκαφές. Κάποια κτερίσματα επιστράφηκαν από τις ΗΠΑ στο Περού ενώ για τα υπόλοιπα το Γέιλ υποστηρίζει ότι, με βάση ομοσπονδιακή νομολογία, έχει νόμιμα την κυριότητά τους. Το 2007 η Κυβέρνηση του Περού και το αμερικανικό Πανεπιστήμιο έφτασαν κοντά σε συμφωνία, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία κέντρου ερευνών στην περουβιανή πόλη Kούσκο και το Περού να έχει την κυριότητα των κτερισμάτων τα οποία θα μελετούσαν επιστήμονες του Γέιλ. Για επιστημονικούς σκοπούς, παρότι η κυριότητα θα αναγνωρίζονταν στο Περού, κάποιες αρχαιότητες θα παρέμεναν στο Γέιλ. Η συμφωνία δεν καρποφόρησε και το 2008 η περουβιανή Κυβέρνηση υπέβαλλε μήνυση κατά του Γέιλ. βλ. Molly L. McIntosh, Exploring Machu Picchu: An analysis of the legal and ethical issues surrounding the repatriation of the cultural property, Duke Journal of comparative and international Law, vol. 17, σελ. 199-221
22 Το 1971 ο κρατήρας κλάπηκε από συλημένο ετρουσκικό τάφο στο Greppe Sant'Angelo κοντά στο Κερβετέρι της Ιταλίας. Στις 10 Νοεμβρίου 1972 ο έμπορος αρχαιοτήτων Robert Hecht Jr. (εκκρεμούν κατηγορίες σε βάρος του) πούλησε έναντι 1 εκατ. Δολαρίων τον κρατήρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Ο Hecht ισχυρίζεται ότι αγόρασε τον κρατήρα από έναν Λιβανέζο έμπορο, αλλά αποδείχτηκε ότι τον αγόρασε από Ιταλό έμπορο, καταδικασθέντα για παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων το 2004. βλ. Thomas Hoving, Super Art Gems of New York City, διαδικτ. περιοδ. Artnet, 29.01.2006
23 Το 2006 η ιταλική Κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με το Μουσείο Μητροπολιτικής Τέχνης, κερδίζοντας την επιστροφή του κρατήρα με αντάλλαγμα τον μακροχρόνιο δανεισμό άλλων ιταλικών αρχαιοτήτων στο μουσείο. Το 2008 ο κρατήρας επιστράφηκε στην Ιταλία. Βλ. Elisabetta Povoledo, Ancient Vase Comes Home to a Hero’s Welcome, εφημ. New York Times, φύλλο της 19.01.2008
24 Stamatoudi, σελ. 4
25 ΕΕ L 074 , 27.03.1993 σελ. 0074 – 0079. Τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2001/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, ΕΕ L 187 της 10.07.2001 σελ. 0043 - 0044
26 ΕΕ L 395, 12.12.1992
27 Malcolm N. Saw, International Law, εκδ. Grotius, Cambridge, 1991, σελ. 82
28 UNESCO Convention on the Means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property, Nov. 14, 1970, 823 U.N.T.S. 231
29 Molly L. McIntosh, σελ. 212-215
30 UNIDROIT Convention on Stolen or Illegally Exported Cultural Objects,
Ανοικτή για υπογραφή από 24.06. 1995, 34 I.L.M. 1330, 1995
31 Patrick J. O’Keefe, Commentary on the UNESCO 1970 Convention on Illicit Traffic, Institute of Art and Law, Leicester, 2000, σελ. 14-15
32 Daniel O’Connell, The Law of state succession, 1956, Cambridge University Press, σελ. 226
33 Stamatoudi, σελ. 5
34 Δημήτριος Παπαστεργίου, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, τ. Ιβ εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νίκη, 2000, σελ. 89
35 Νικόλαος Τριάντος, Αστικός Κώδικας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 1165
36 Τα κριτήρια Wavarley προέκυψαν από την αναφορά (Waverley Report) στην Επιτροπή για την Εξαγωγή Προϊόντων Τέχνης του 1952 και αφορούν την άδεια για εξαγωγή καλλιτεχνικών προϊόντων μεγάλης αισθητικής αξίας.
37 Μελίνα Μερκούρη, Στο όνομα της δικαιοσύνης και της ηθικής παρακαλώ δώστε τα πίσω,
38 Απόσπασμα: «Οι καλλιτέχνες να μη συναντήσουν αντίδραση στο να περπατήσουν, να επιθεωρήσουν, να μελετήσουν τις μορφές και τα κτίρια που επιθυμούν να σχεδιάσουν ή να αντιγράψουν , ή στο να τοποθετήσουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο ναό, ή στο να αντιγράψουν σε ασβεστόλιθο ή σε γύψο τα αναφερόμενα κοσμήματα και μορφές ή στο να σκάψουν, αν το βρίσκουν αναγκαίο, σε αναζήτηση επιγραφών ανάμεσα στα απορρίματα. Ούτε να παρεμποδιστούν απο το να πάρουν οποιαδήποτε κομμάτια από πέτρες με επιγραφές ή με μορφές».
Για το κείμενο του φιρμανιού στην αγγλική γλώσσα, βλ. Διαδικτ. http://www.damon.gr/marmara/firman_gr.htm
39 Την άποψη διατύπωσε ο Βασίλης Δημητριάδης, καθηγ. Τουρκικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης, βλ. σε David Rudenstine, Did Elgin cheat the Marbles?, The Nation, vol. 270, no. 21, 2000, σελ. 30
40 Kate Fitz Gibbon, Who Owns the Past?: Cultural Policy, Cultural Property, and the Law, Rutgers University Press, 2005, σελ.115
41 Το ιταλικό κείμενο ανέφερε «qualche pezzi di pietra», δηλαδή μερικά κομμάτια από πέτρα, ενώ το αγγλικό ανέφερε «any pieces from stones», δηλαδή οποιαδήποτε κομμάτια από πέτρες»
42 David Rudenstine, The Legality of Elgin's Taking: A Review Essay of Four Books on the Parthenon Marbles, International Journal of Cultural Property, vol 8, no. 1, 1999, σελ. 356-376
43 ελλην. Υπ.Πολιτισμού, Το ιστορικό της αφαίρεσης. Διαδίκτ.
44 Νεοκλής Σαρρής, Η οσμανική πραγματικότητα, τ. ΙΙ, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα, 1990, σελ. 223 επ.
45 John Henry Merryman, Whither the Elgin Marbles? στο γενικό John Henry Merryman. Imperialism, Art and Restitution, Cambridge University Press, New York, 2006, σελ 980-113
46 John Henry Merryman, Thinking about the Elgin Marbles, Michigan Law Review, vol. 83, no. 8, Αυγ. 1985, σελ. 1898-1899
47 Αρθρ. 23 του Sale of Good Act του 1979
48 Ο Έλγιν διέπραξε τα εγκλήματα της κλοπής διακεκριμένης μορφής και φθορά ξένης ιδιοκτησίας διακεκριμένης μορφής, τα οποία προέκυπταν και από το ρωμαϊκό δίκαιο-ius privatum (6ο βιβλίο της Εξάβιβλου του Αρμενόπουλου), Γ. Νάκος, Ιστορία ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου, University Studio Press, Θεσ/νικη, 1991, σελ. 195
49 John Henry Merryman, Thinking about the Elgin Marbles: Critical essays on cultural property, Art and Law, 2000, σελ. 776
50 Ο Γερμανικός ΑΚ στο άρθρο 138 υιοθετεί επίσης την αρχή της ακυρότητας της contra bones mores δικαιοπραξίας.
51 Stamatoudi, σελ. 8
52 ο.π., όπου και παραπέρα παραπομπές.
53 Ενδεικτικό είναι ότι όταν ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για την απομάκρυνση των μαρμάρων, οι Τούρκοι τον έκλεισαν στη φυλακή. Βλ. Διαδίκτ. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, Απάντηση στις βρετανικέ αντιρρήσεις, http://www.greece.org/parthenon/marmara/index.htm
54 Διαδικτ. Πανδέκτης, Views in Greece from drawings by Edward Dodwell, ESQ. F.S. 1821, http://pandektis.ekt.gr/dspace/handle/123456789/160647
55 S. 2 Limitation Act 1980 και αρθρ. 937 ΑΚ.
56 Case Phillips v Lamdin, δημοσιευμ. σε διαδικτ.: http://www.vanuatu.usp.ac.fj/Courses/LA313_Commercial_Law/Cases/Phillips_v_Lamdin.html
Και Case Ville de Geneve et Fondation Abegg v Consorts Margail D.1985.208. Για αυτή σχολιασμός βλ. Lyndel V. Prott, Movables and Immovables as Viewed by the Law, International Journal of Cultural Property, 1992, 1, σελ. 389-392
57 Stamatoudi, σελ. 10
58 s. 28 Limitation Act, αρθρ. 255 ΑΚ
59 Unesco Doc. SHC-76/CONF.615/5,5 «is no event shall the State, which hold the cultural property in question, be able to invoke any statute of limitation»
60 Merryman, σελ. 57
61 Jeanette Greenfield, σελ. 59
62 Merryman, σελ. 45
63 John Henry Merryman, Whither the Elgin Marbles? σελ. 98-113
64 I. Brownlie, Principles of the Public International Law, Claredon Press, 4η εκδ., Oxforfd, 1990, σελ. 512 επ., Εμ. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, τεύχ. Α’, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 91-103
65 Stamatoudi, σελ. 5
66 Ως σημείο καμπή για την αλλαγή της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα της διεκδίκησης των μαρμάρων πρέπει να αποτελέσει το υπόμνημα του 1999 προς την επιτροπή του βρετανικού κοινοβουλίου.

Τα Κολλέγια ως σύγχρονη νομική πραγματικότητα

Ι. Εισαγωγή

Ενόψει της έναρξης του νέο εκπαιδευτικού έτους πολλές είναι οι εκκρεμότητες και οι απορίες σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας τους και σχετικά με τα δικαιώματα που αποκτούν οι απόφοιτοι των κολλεγίων. Σημαντικές είναι οι νομοθετικές εξελίξεις που οδηγούν σε απόκτηση επαγγελματικών δικαιωμάτων από τους αποφοίτους ενώ ασαφές παραμένει το τι μέλλει γενέσθαι με τα ακαδημαϊκά δικαιώματα. Στον τομέα αυτό καταλυτική είναι η συμβολή της νομολογίας των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων προς τον τομέα της πλήρους εξομοίωσης με τα ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Στην προσπάθεια για όσο το δυνατό παροχή απλουστευμένων νομικών δεδομένων εντάσσεται το παρόν άρθρο. Ασφαλώς λόγω της περιορισμένης έκτασης δεν είναι δυνατή η πλήρης και αναλύτικη επεξήγηση του υπάρχοντος status λειτουργίας. Ωστόσο επιδιώκεται η χρηστική και περιεκτική διασάφηση αποριών σχετικά με αυτά τα ζητήματα.

ΙΙ. Η ελληνική και αλλοδαπή πραγματικότητα για τα Κολλέγια

Η έννοια του Κολλεγίου στο Εξωτερικό

Τα εκπαιδευτήρια που παρέχουν μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση, προσφέροντας εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε σύμπραξη με αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού (ν. 3696/2008, ΦΕΚ Α’ 177/25.08.2008), με στενότερη η χαλαρή συνεργασία. Μέχρι την πρόσφατη νομοθετική αλλαγή τα Κολλέγια είχαν τη νομική μορφή των Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών (εφεξής ΕΕΣ), η έννοια των οποίων αναλύεται πιο κάτω.

Στην Ελλάδα η έννοια του Κολλεγίου είναι, ακόμα και σήμερα σχετικά άγνωστη. Ωστόσο στο εξωτερικό, και ειδικά στον αγγλοσαξωνικό χώρο είναι αρκετά διαδεδομένα ως βαθμίδα εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά στις περισσότερες των περιπτώσεων το κολλέγιο αποτελεί μια ενδιάμεση βαθμίδα εκπαίδευσης από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια. Δηλαδή έχουν το χαρακτήρα προπαρασκευαστικού τμήματος για την εισαγωγή των σπουδαστών στο πανεπιστήμιο ή για τη συμμετοχή τους σε εξετάσεις για την εισαγωγή σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι στη Βρετανία τα κολλέγια δεν χορηγούν πτυχία αλλά απλώς προετοιμάζουν τους φοιτητές για το πανεπιστήμιο. Τις περισσότερες φορές το Πανεπιστήμιο διατηρεί ταυτόχρονα και Κολλέγιο (λ.χ. King's College, στα πλαίσια του University of Cambridge).

Στις ΗΠΑ το κολλέγιο είναι η συνήθης βαθμίδα συνέχειας των λυκειακών σπουδών. Τις περισσότερες φορές είναι τετραετούς φοίτησης και οδηγούν στην απόκτηση πτυχίου. Υπάρχουν βέβαια και 2ετούς φοίτησης που έχουν περισσότερο χαρακτήρα επαγγελματικής κατάρτισης και δεν χορηγούν πτυχίο. Τα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ διαφέρουν από τα κολλέγια στο ότι έχουν τουλάχιστον δύο προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και εστιάζουν τη δραστηριότητά τους κυρίως στην έρευνα. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που το προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του πανεπιστημίου γίνεται στον κολλέγιο ενώ το μεταπτυχιακό στο πανεπιστήμιο (π.χ. College του University of Chicago ή Harvard College στο Harvard, ή Columbia College στο Columbia).

Η έννοια του Κολλεγίου στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου οι χορηγούμενες βεβαιώσεις ή άλλης ονομασίας βεβαιώσεις των κολλεγίων δεν είναι ισότιμα με του τίτλους που χορηγούν τα ΑΕΙ, ΤΕΙ ή ΙΕΚ. Από αυτό προκύπτει με σαφήνεια ότι τα κολλέγια δεν είναι ιδιωτικά πανεπιστήμια. Άλλωστε τούτο απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα (βλ. ενότητα νομοθετικό πλαίσιο). Τα κολλέγια επίσης απαγορεύεται να χρησιμοποιούν παραπλανητικούς τίτλους. Έτσι ο μόνος νόμιμος τίτλος τους είναι «Κολλέγιο». Κάθε άλλη έννοια, όπως πανεπιστήμιο, σχολή, οργανισμός, ινστιτούτο ακαδημία κ.α. στην ελληνική ή σε αλλοδαπή γλώσσα είναι παράνομη.

Η ίδρυση και λειτουργία των κολλεγίων (από φυσικά, νομικά πρόσωπα ή από ένωση προσώπων) υπόκειται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο. Το Υπουργείο Παιδείας, κατόπιν γνώμης της Επιτροπής Αξιολόγησης και Ελέγχου Κολλεγίων χορηγεί άδειες ίδρυσης και λειτουργίας, εάν και εφόσον πληρούνται οι αναγκαίοι όροι (κτιριακές υποδομές, επιφάνεια χώρων διδασκαλίας, διοικητική στελέχωση, πληρότητα προγράμματος σπουδών, διδάσκοντες, αξιοπιστία και οικονομική δυνατότητα. Βλ. ΥΑ 129450/ΔΣ/8-10-2008, ΦΕΚ Β’ 2105/10.10.2008). Η χορηγούμενη άδεια έχει τριετή διάρκεια και είναι ανανεώσιμη εφόσον εξακολουθεί το κολλέγιο να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις. Σε περιπτώσεις παράβασης του νόμου επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, υπό τη μορφή χρηματικών προστίμων (έως και 100.000 €) ή και με διακοπή της λειτουργίας και σφράγισης του κολλεγίου. Η κύρωση έχει τη μορφή απόφασης του Υπουργείου Παιδείας, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Αξιολόγησης και Ελέγχου Κολλεγίων.

Από το 1970 λειτουργούν στην Ελλάδα δύο αμερικάνικα κολλέγια (Deree στην Αθήνα και Anatolia στη Θεσσαλονίκη). Σήμερα υπάρχουν σε όλη τη χώρα 45 κολλέγια, με τα 18 να έχουν συνεργασία με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, βρετανικά κυρίως, τα 6 με αμερικανικά και τα 21 να λειτουργούν δίχως συνεργασίες (κάποια από αυτά ωστόσο υποστηρίζουν εξ αποστάσεως προγράμματα σπουδών ευρωπαϊκών πανεπιστημίων). Οι συνεργασίες εξαρτώνται από το καθεστώς λειτουργίας του αλλοδαπού πανεπιστημίου, τη νομοθεσία της χώρας-έδρας του πανεπιστημίου και τα ειδικά χαρακτηριστικά τόσο του πανεπιστημίου όσο και του κολλεγίου (μέγεθος, κύρος, μέθοδοι πιστοποίησης).

Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών

Τα ΕΕΣ υπόκεινται στο νομοθετικό καθεστώς του ν.δ. 9/09.10.1935 (ΦΕΚ 451/1935), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 1966/1991 (ΦΕΚ Α’ 147/26.09.1991). Τα ΕΕΣ δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν. 3696/2008 για τα κολλέγια, αλλά υπόκεινται και αυτά σε έντονο κρατικό έλεγχο. Ωστόσο ο έλεγχος της πολιτείας αφορά την παραπλάνηση των καταναλωτών για το χαρακτήρα τους και τη χορήγηση στο πέρας των σπουδών βεβαιώσεις παρακολούθησης και όχι πτυχίων• αντίθετα δεν υπάρχει έλεγχος στο πρόγραμμα σπουδών τους. Τα ΕΕΣ απαγορεύεται να παραπλανούν για το χαρακτήρα τους, χρησιμοποιώντας όρους όπως πανεπιστήμιο, σχολή, ΤΕΙ, κολλέγιο, οργανισμός, ινστιτούτο ή ακαδημία. Έτσι η σημαντική διαφορά τους με τα κολλέγια είναι ότι τα εργαστήρια απαγορεύεται να παρέχουν ή να διαφημίζουν ότι παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε συνεργασία με ιδρύματα του εξωτερικού. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 5.000 ΕΕΣ με τα μισά περίπου να παρέχουν υπηρεσίες εκμάθησης πληροφορικής.

Συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού

Τα κολλέγια είναι ο φορέας εκείνος που παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης και κατάρτισης σε σύμπραξη με αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Η δύο νομικής φόρμες συνεργασίας που ακολουθούνται είναι η συμφωνία πιστοποίησης και η συνεργασία δικαιόχρησης.

Στη συμφωνία πιστοποίησης (validation) το κολλέγιο υποβάλλει πρόταση συνεργασίας για κάποιο ή κάποια τμήματα σπουδών του σε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αλλοδαπής. Το τελευταίο καλείται επίσης να προβεί σε επιθεωρησιακό έλεγχο των εγκαταστάσεων, του προσωπικού και του κανονισμού φοίτησης και άλλων διοικητικών, λειτουργικών και εκπαιδευτικών θεμάτων.

Η δικαιόχρηση (franchise) σημαίνει ότι και η πιστοποίηση. Υπάρχει όμως ο πρόσθετος όρος ότι τα προγράμματα σπουδών του κολλεγίου δεν θα προτείνονται από το κολλέγιο καθαυτό αλλά θα είναι ίδιο με εκείνο του αλλοδαπού πανεπιστημίου. Δηλαδή ένα πανεπιστήμιο σε ένα κράτος χορηγεί διπλώματα για σπουδές που πραγματοποιούνται σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος.

Υπάρχει και η διαδικασία που ακολουθούν τα συνεργαζόμενα με βρετανικά πανεπιστήμια κολλέγια. Τα κολλέγια πιστοποιούνται από βρετανικό οργανισμό πιστοποίησης και λειτουργίας σχολών. Ασφαλώς υπάρχει η βασική μορφή συνεργασίας validation ή franchise αλλά ακολουθείται η πιστοποίηση από το Βρετανικό Συμβούλιο Πιστοποίησης-BAC (British Accreditation Council for independent further and higher education). O BAC αναγνώρισε τα συνεργαζόμενα κολλέγια (υπάγονται σε έλεγχο από το 2001) ως ανεξάρτητα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης το 2006. Τέλος υπάρχει άλλος ένας βρετανικός φορέας ελέγχου, η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου Ανώτερης Εκπαίδευσης-QAA (Quality Assurance Agency for higher education).

III. Νομικό πλαίσιο λειτουργίας Κολλεγίων

Νομοθετικό Πλαίσιο (ελληνικό-κοινοτικό)

Η συνταγματική επιταγή ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου δικαίου (αρθρ. 16 παρ. 5 Συντ.). Στο ίδιο άρθρο (16 παρ. 8 Συντ.) ορίζεται ότι το κράτος ασκεί έλεγχο και εποπτεία στην ίδρυση και λειτουργία των εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν σε αυτό. Ο ν. 1268/1982 (ΦΕΚ Α’ 87/16.07.1982, τροποπ. ο ν. 3549/2007) θεσπίζει κρατική υποχρέωση για παροχή ανώτατης παιδείας στους Έλληνες μέσω των ΑΕΙ, ανώτατη παιδεία τεχνολογικής κατεύθυνσης (ν. 3328/2005, ΦΕΚ Α’/01.04.2005) μέσω των ΤΕΙ και ότι γενικά η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από ΑΕΙ, ΤΕΙ που λειτουργούν στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή ως ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης.

Θεμελιώδης αρχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών στην ΕΕ, που συνίσταται και στην ελευθερία εγκατάστασης και άσκησης επαγγέλματος σε κράτος-μέλος άλλο από αυτό που απέκτησαν τα επαγγελματικά προσόντα. Το άρθρο 53 της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκή Κοινότητας (ΣΕΚ) προβλέπει έκδοση οδηγιών για αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων, ενώ τα 149, 150 ΣΕΚ κατανέμουν εθνική αρμοδιότητα οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος (αρμοδιότητα των κρατών μελών). Στο δευτερογενές δίκαιο υπάρχει η βασική Οδηγία 89/48/ΕΟΚ/21.12.1988 του Συμβουλίου (ΕΕ L 19/6, 24.01.1989) περί αναγνώρισης των διπλωμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης τριετούς διάρκειας, η Οδηγία 2001/19/ΕΚ/14.05.2001 του Ευρ. Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 206, 31.07.2001) περί του συστήματος αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και η Οδηγία 2005/36/ΕΚ/07.09.2005 του Ευρ. Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 255 255, 30.09.2006) περί της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων. Η Οδηγία του 2005 δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο. Από το σύνολο των παραπάνω κοινοτικών διατάξεων προκύπτει ότι οι Οδηγίες δεν υποχρεώνουν σε ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών των κολλεγίων αλλά σε αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.

Ακαδημαϊκή Αναγνώριση

Η βεβαίωση και η διαπίστωση της ισοτιμίας ή αντιστοιχίας του τίτλου που απονέμει ομοταγές πανεπιστήμιο (δλδ το πανεπιστήμιο της αλλοδαπής που αναγνωρίζεται από τα αρμόδια όργανα της χώρας έδρας του, εφόσον πληροί τις ταχθείσεις προϋποθέσεις) της αλλοδαπής συνιστά την έννοια της ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Ως τίτλος σπουδών νοείται κάθε πτυχίο ή δίπλωμα με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει ολοκληρώσει με επιτυχία πρόγραμμα σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης. Η ισοτιμία αφορά των αναγνώριση του τίτλου σπουδών ενώ η αντιστοιχία και ισοτιμία αναφέρεται επιπλέον στο πρόγραμμα σπουδών που ακολούθησε ο απόφοιτος σε σχέση με το αντίστοιχο ημεδαπό ΑΕΙ-ΤΕΙ. Η αναγνώριση των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής στην Ελλάδα γίνεται από το ΝΠΔΔ Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ, διάδοχος του ΔΙΚΑΤΣΑ).

Τα πτυχία των ελληνικών κολλεγίων, όπως γίνεται αντιληπτό δεν αναγνωρίζονται ακαδημαϊκά ως ισότιμα ή ισότιμα και αντίστοιχα με τα πτυχία των ΑΕΙ και ΤΕΙ (αναλύεται παρακάτω). Όμως στη Βρετανία (όσον αφορά τα πτυχία των συνεργαζόμενων κολλεγίων με βρετανικά ιδρύματα) τα πτυχία αναγνωρίζονται από τον αντίστοιχο ΔΟΑΤΑΠ-NARIC (National Recognition and Information Council). Συνεπώς ο απόφοιτος κολλεγίου-συνεργαζόμενου με βρετανικό ίδρυμα έχει στη Βρετανία πλήρη επαγγελματικά αλλά και ακαδημαϊκά δικαιώματα με αποφοίτους βρετανικών πανεπιστημίων με σπουδές στη Βρετανία.

Επαγγελματική Αναγνώριση

Η επαγγελματική αναγνώριση συνίσταται στην αναγνώριση ενός διπλώματος που εκδίδεται σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ με στόχο να επιτρέψει στον κάτοχό του να ασκήσει σε άλλος κράτος-μέλος. Η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 165/2000 (ΦΕΚ Α’ 149/28.06.2000). Όμως το ΠΔ 165/2000 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα επαγγέλματα, εξαιρώντας όσα καλύπτονται από ειδικές Οδηγίες (γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσηλευτές, αρχιτέκτονες). Αρμόδιο εθνικό όργανο είναι το Τμήμα Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων του Υπουργείου Παιδείας, ενώ λειτουργεί υπό το ΥΠΕΠΘ το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙ-ΣΑΕΙΤΤΕ), το οποίο ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί της αναγνώρισης του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος στην Ελλάδα.

Το ΣΑΕΙ-ΣΑΕΙΤΤΕ δέχεται αίτηση αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων του κατόχου του τίτλου. Εξετάζει προϋποθέσεις, όπως τουλάχιστον τριετείς σπουδές ή αναγνωρισμένο τριτοβάθμιο ίδρυμα στη χώρα πραγματοποίησης των σπουδών. Αντίστοιχο όργανο στον ΟΕΕΚ υπάρχει για την αναγνώριση τίτλων μέσης και κατώτερης τεχνικής επαγγελματικής σχολής του εξωτερικού.

Άρα προκύπτει ότι οι κάτοχοι τίτλων από κολλέγια, έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα για την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα με αποφοίτους των ΑΕΙ-ΤΕΙ. Δεν ισχύει το ίδιο για τα ακαδημαϊκά δικαιώματα. Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι ο απόφοιτος οικονομικών σπουδών ενός κολλεγίου μπορεί να εγγραφεί στο Οικονομικό Επιμελητήριο ως λογιστής, αλλά δε θα μπορεί να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ως υποψήφιος πανεπιστημιακού επιπέδου. Η τάση όμως είναι σήμερα προς την κατεύθυνση και της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών των κολλεγίων.

Νομολογία για αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων
(ελληνική-κοινοτική)

Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν εκδώσει πλήθος δικαστικών αποφάσεων επί αιτήσεων ακύρωσης, αφορούσες απορριπτικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων του κράτους (ΔΟΑΤΑΠ και ΣΕΑΤΕΚ) για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών. Έως σήμερα η νομολογία του ΣτΕ είναι κατά της αναγνώρισης ως ετών σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης των σπουδών που πραγματοποιήθηκαν σε τμήμα ή παράρτημα αλλοδαπού πανεπιστημίου στην Ελλάδα, εφόσον αυτό έχει τη νομική μορφή ιδιωτικού φροντιστηρίου ή ΕΕΣ (ΟλΣτΕ 2274/1990, ΤοΣ 1990, σελ. 617, ΟλΣτΕ 3457/1998, Αρμ 1999, σελ. 125). Ως προς την επαγγελματική αναγνώριση των τίτλων σπουδών, η νομολογία δέχεται τη λειτουργία των κολλεγίων, ως ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (ΟλΣτΕ 2287/2001, ΕλλΔνη 2002, τ. 43, σελ. 1179). Εκκρεμές παραμένει το ζήτημα της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων από τίτλο αλλοδαπού ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, που η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει ως πανεπιστήμιο (προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ ΣτΕ 778/2007, Αρμ 2007, σελ. 907). Νομολογία υπάρχει και στο ποινικό ζήτημα της εξαπάτησης σπουδαστή ως προς την κτήση αναγνωρισμένου πτυχίου με σπουδές στην Ελλάδα (ΕφΑθ 3819/2006, ΕλλΔνη 2006, τ. 47). Σημαντική, προς την κατεύθυνση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης είναι και η υπόθεση IdEF κατά Ελληνικού Δημοσίου.

Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφασή του, C-274/05 Επιτροπή κατά Ελλάδας (ΕΕ C 129 της 09.06.2007), έκρινε πως η Ελλάδα παραβιάζει την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ. Τούτο διότι δεν αναγνώριζε τα διπλώματα που χορήγησαν αρμόδιες Αρχές άλλου κράτος μέλους (στα πλαίσια συμφωνίας με ελληνικό ιδιωτικό ίδρυμα), ότι επέβαλε αντισταθμιστικά μέτρα, ότι το ΣΑΕΙΤΤΕ εξέταζε το αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα απ’ το οποίο αποφοίτησε ο διπλωματούχος ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ότι δεν επέτρεψε τη μετάταξη δημοσίου υπαλλήλου σε κατηγορία εργαζομένων πανεπιστημιακού επιπέδου. Το ΔΕΚ έκρινε τέλος ότι η μέθοδος αναγνώρισης (που επιτρέπει η Οδηγία) δεν οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Όμως εφόσον αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους έθεσαν προϋποθέσεις που τηρήθηκαν για τη χορήγηση διπλωμάτων, τότε τα διπλώματα που χορηγήθηκαν, μέσω franchise, από ελληνικό κολλέγιο δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ως εκ τούτου κακώς η Ελλάδα δεν αναγνώρισε το χορηγηθέν δίπλωμα που πληροί τους όρους του εκπαιδευτικού συστήματος του κράτους-μέλους έδρας του συνεργαζόμενου πανεπιστημίου και έτσι παραβίασε την Οδηγία. Τέλος το ΔΕΚ έκρινε ότι το η ποιότητα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν κινδυνεύει από την αναγνώριση των διπλωμάτων, αφού η ποιότητα αυτών έγινε αποδεκτή από εκπαιδευτικό σύστημα άλλου κράτους-μέλους. Παρόμοιες αποφάσεις είναι οι Πέρος, C-141/04, Συλλογή 2005 και η Valentina Neri, C-153/02, Συλλογή 2006.

Νομολογιακή αναγνώριση ακαδημαϊκών δικαιωμάτων


Η απόφαση 17346/2008 ΔιοικΠρΑθ (τριμελές, 29ο τμήμα - α’ δημοσ. Nomos 17346/2008 ΔΠΡ ΑΘ 483215) είναι πολύ σημαντική καθώς διαφαίνεται η προοπτική ακαδημαϊκής ισοτιμίας των πτυχίων των ΑΕΙ-ΤΕΙ με τα διπλώματα των Κολλεγίων. Η υπόθεση αφορούσε την ηθική βλάβη που υπέστη το συμπράττον με το Δημόσιο Πανεπιστήμιο Paris 13 (Paris-Nord) ελληνικό Κολλέγιο εξαιτίας των παράνομων πράξεων του ΔΟΑΤΑΠ σε συνδυασμό με δηλώσεις του υπουργού Παιδείας. Στην υπόθεση γίνεται αναφορά στην απόφαση C-274/05 και το ΔιοικΠρΑθ κάνει δεκτά τα όσα έκρινε και το ΔΕΚ. Χαρακτηριστικά στην απόφαση γίνεται λόγος για τις σπουδές σε κολλέγιο και ότι: «οι σπουδές αυτές δεν κρίνεται ότι εντάσσονται στο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας, ώστε να απαιτείται η πραγματοποίηση τους σε δημόσιες ανώτατες σχολές, αλλά στο σύστημα εκπαίδευσης του κράτους μέλους που χορηγεί τα διπλώματα, κατά τρόπο όμοιο σε όλους τους σπουδαστές του, ύστερα από ομοειδείς σπουδές, ανεξαρτήτως του τόπου πραγματοποίησης αυτών». Τέλος το δικαστήριο έκρινε ότι το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει 20.000 € ως αποζημίωση για ηθική βλάβη του κολλεγίου. Η απόφαση IdEF αναμένεται να προσβληθεί με ένδικα μέσα καθώς η διακύβευσή της είναι αρκετά μεγάλη.

IV. Συμπεράσματα

Από όλα τα παραπάνω, τόσο στο πρώτο μέρος όσο και στο δεύτερο προκύπτει ότι τα κολλέγια είναι πλέον μια απτή πραγματικότητα και εν τοις πράγμασι και νομικά. Ο χαρακτήρας τους δεν επιτρέπει να θεωρηθούν στην Ελλάδα, ακαδημαϊκά, ως πανεπιστήμια. Όμως τα απονεμόμενα διπλώματα έχουν τη φύση επαγγελματικού προσόντος ισάξιου με τα πτυχία ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ανοικτό βέβαια παραμένει το ζήτημα της ακαδημαϊκή αναγνώρισης των διπλωμάτων αυτών. Έτσι προκύπτει ότι το θέμα δε θα παραμείνει αδρανές αλλά θα εξακολουθεί να απασχολεί την ελληνική νομοθεσία και νομολογία, ασφαλώς δε πολύ περισσότερο την ελληνική κοινωνία.

Βιβλιογραφία

 Κωνσταντίνος Καρκανιάς, Κολλέγια ένας αναδυόμενος πόλος, εισήγ. σε επιστ. συνέδριο πανεπιστημίου Πατρών, θέμα: Επιστημονικός Διάλογος για την Ελληνική Εκπαίδευση, Αθήνα 28-30.11.2008.
 Παναγιώτης Πουλής, Εκπαιδευτικό Δίκαιο και Θεσμοί, γ’ εκδ., εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 2006.
 Βασίλειος Σκουρής, Δίκαιο της Παιδείας, β’ εκδ., εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1995.
 Χάρης Ταγαράς, Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων στην ΕΕ, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002.
 Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας - Συνήγορος Καταναλωτή, Τα κέντρα μεταλυκειακής εκπαίδευσης (κολλέγια και ΕΕΣ), εκδ. ΔΣΑ-Συνηγ.Κατ., Αθήνα, 2009.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ

Εισαγωγή
1. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη ή Συνθήκη της Λισαβόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΛΕΕ)[1] επιφέρει σημαντικές αλλαγές και στο τρόπο λειτουργίας του θεσμικού οργάνου του Κοινοβουλίου. Οι αλλαγές αυτές είναι προς τη θετική κατεύθυνση της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων και του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύνοψη των αλλαγών θα επιφέρει η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Οι αλλαγές αυτές υπήρχαν και στο απορριφθέν Σύνταγμα [2]. Ως προς τη θεσμική δομή της Ένωσης, η Συνθήκη επαναλαμβάνει το τρίπτυχο: Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, εμπλουτίζοντάς το ή ενισχύοντας το ρόλο του πρώτο. Ταυτόχρονα, ενόψει και της ενίσχυσης του ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, υπάρχει σχετική αναφορά στις διατάξεις της Συνθήκης για τις Βουλές των κρατών μελών.

Ιστορικά
2. Οι ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφέρονταν σε «Συνέλευση» και στους «αντιπροσώπους των λαών που έχουν συνενωθεί στην Κοινότητα» [3]. Συνήλθε στις 19 Μαρτίου 1958 και αποτελούνταν από 142 μέλη. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 αναφέρθηκε επίσημα σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και το ίδιο το όργανο από το 1962 αυτοαποκαλούνταν έτσι. Με την ΕΕΠ υιοθετήθηκε επίσης η διαδικασία της συνεργασίας. Ήταν μία εξελιγμένη μορφή της διαδικασίας διαβούλευσης που ίσχυε μέχρι τότε. Το 1993 η συνθήκη του Mάαστριχτ, θέσπισε τη διαδικασία της συναπόφασης, καθιστώντας το έτσι το Κοινοβούλιο συννομοθέτη [4].

2.1 Η άμεση και καθολική ψηφοφορία εντούτοις για την εκλογή των μελών έγινε πράξη μετά από αρκετά νομικά και πολιτικά εμπόδια [5]. Οι πρώτες εκλογές έγιναν στις 07-10.06.1979 ενώ το Συμβούλιο είχε καθιερώσει από το 1976 την άμεση και καθολική εκλογή [6]. Δυστυχώς όμως τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν τις εθνικές εκλογικές νομοθεσίες στις ευρωεκλογές, παρότι το Ευρωκοινοβούλιο έχει καταθέσει σχέδια κοινού εκλογικού συστήματος [7]• έτσι δεν υπάρχει ομοιότητα στον τρόπο εκλογής των μελών του Κοινοβουλίου. Στην Ελλάδα με το ν. 1180/81 [8] υπήρξε μεγάλη αλλαγή στα τότε εκλογικά πράγματα καθώς εισάχθηκε η ενιαία εκλογική περιφέρεια ως το σύνολο της Επικράτειας, η «λίστα» στα κομματικά ψηφοδέλτια και η κατάργηση του σταυρού προτίμησης [9].


Σύνθεση
3. Με τη συνθήκη της Λισαβόνας το Κοινοβούλιο θα υποστεί τροποποιήσεις ως προς τη σύνθεσή του. Δεν προβλέπεται καμία αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής των ευρωπαϊκών εκλογών. Πρέπει να διεξάγονται βάσει άμεσης καθολικής ψηφοφορίας, με ελεύθερη και μυστική ψήφο, και να επιτρέπουν στους Ευρωπαίους πολίτες να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους για θητεία πέντε ετών [10]. Κατ’ αρχάς η σύνθεση των μελών του Ευρωκοινοβουλίου συνίσταται από τους «αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης» και όχι από αντιπροσώπους των λαών των κρατών που έχουν συνενωθεί στην Κοινότητα [11]. Έπειτα ο αριθμός των ευρωβουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 751 (750 συν ο πρόεδρος), ενώ η κατανομή των εδρών μεταξύ των χωρών μελών θα γίνει με βάση την αρχή της φθίνουσας αναλογικότητας [12]. Η παραπάνω αρχή επάγεται τα εξής, ότι οι ευρωβουλευτές των πολυπληθέστερων χωρών θα εκπροσωπούν μεγαλύτερο αριθμό πολιτών από τους ευρωβουλευτές των χωρών με μικρότερο πληθυσμό. Τέλος η Συνθήκη προβλέπει ακόμη ότι κάθε χώρα μέλος δεν θα μπορεί να έχει λιγότερους από 6 και περισσότερους από 96 ευρωβουλευτές [13].

Αρμοδιότητες
4. Ως προς τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι ενισχύεται η διαδικασία της συναπόφασης (της υιοθέτησης νομοθετημάτων μόνο μετά από πλήρη συμφωνία τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου Υπουργών). Όμως πλέον μετονομάζεται σε συνήθη νομοθετική διαδικασία (αρθρ. 294 ΣΛΕΕ) [14]. Σχεδόν το σύνολο της κοινοτικής νομοθετικής λειτουργίας (γύρω στο 95%), με πολύ λίγες εξαιρέσεις λ.χ. φορολογία, θα υποβάλλεται στη διπλή έγκριση, με ίσους όρους, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου [15]. Κατά τον τρόπο αυτό ενισχύεται σημαντικά η δημοκρατική νομιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [16]. Συνεπώς καθίσταται σαν σώμα «συννομοθέτης της Ένωσης» [17] και άρα αποκτά το Κοινοβούλιο ισότιμη θέση με το Συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί τα κράτη μέλη για το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας της ΕΕ. Τέλος το Κοινοβούλιο εκλέγει, συμβολικά, τον πρόεδρο της Επιτροπής και δίνει την έγκρισή του για τη συγκρότηση σε συλλογικό όργανο της Επιτροπής [18], του ύπατου αρμοστή για την εξωτερική πολιτική συμπεριλαμβανομένου [19].

4.1 Αντιμετωπίζεται έτσι το «δημοκρατικό έλλειμμα», για το οποίο κατηγορείται η ΕΕ. Έτσι δυο αλλαγές κλειδιά που προτείνονται στη Συνθήκη της Λισαβόνας αποσκοπούν στην επέκταση της δημοκρατικής λογοδοσίας για τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Αρχικά προτείνεται όπως ο ρόλος του Κοινοβουλίου ενισχυθεί με την επέκταση της «συναπόφασης» σε ένα τεράστιο φάσμα θεμάτων [20].

4.2 Ειδικότερα έτσι ενισχύονται οι αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου στους τομείς του αστικού δικαίου, των πολιτικών του ασύλου, της μετανάστευσης και των θεωρήσεων, καθώς και της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Ακόμα τα ίδια ισχύουν για την κοινής γεωργική πολιτική, την κοινή αλιευτική πολιτική, την έγκριση λεπτομερών κανόνων για τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας ενώ διατάξεις του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ μπορούν να τροποποιηθούν κατόπιν διαβούλευσης με το Κοινοβούλιο. Επιπλέον η υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, η υλοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων, η Συνθήκη της Λισαβόνας τοποθετεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο αφορούν το Κοινοβούλιο. Ζητήματα ακόμα διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού θα υπάγοντα σε μια ειδική νομοθετική διαδικασία και θα απαιτεί την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, και της γενετήσιας εκμετάλλευσης, ο πολιτισμός, συμπεριλαμβανομένου του αθλητισμού θα υπάγονται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

4.3 Ταυτόχρονα επεκτείνονται οι εξουσίες του κοινοβουλίου σε δημοσιονομικά θέματα, καθώς καταργείται η διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών. Mε αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται πλήρης ισότητα μεταξύ κοινοβουλίου και συμβουλίου όσον αφορά την έγκριση του συνόλου του ετήσιου προϋπολογισμού, ενώ στο κοινοβούλιο αναγνωρίζεται επίσης το δικαίωμα να εγκρίνει το νομικά δεσμευτικό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο. Επίσης ο πρόεδρος της Eπιτροπής θα εκλέγεται από το Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, ύστερα από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Ακόμα αποκτά το Ευρωκοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας αναθεώρησης των συνθηκών και θα λαμβάνει μέρος στη διαδικασία μέσω της συμμετοχής του στη συνέλευση που προετοιμάζει την αναθεώρηση [21].

4.4 Τέλος ως προς τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, η έγκριση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου γίνεται επίσης γενικός κανόνας. Το Κοινοβούλιο συγκαταθέτει για την έγκριση διεθνών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ένωση. Ακόμη και στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΠΑ, αρμοδιότητος του Συμβουλίου), το Κοινοβούλιο έχει γενικό δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης [22].

Εθνικά Κοινοβούλια
5. Σημαντική είναι η Συνθήκη της Λισαβόνας και για τα Εθνικά Κοινοβούλια. Η Δημοκρατία αποτελεί θεμέλιο της Ένωσης αυτή καθεαυτή και οι συνιστώσες της, δηλαδή η δημοκρατική ισότητα των πολιτών, ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η συμμετοχική δημοκρατία [23]. Αυξημένο ρόλο παίζουν στην προσπάθεια για «περισσότερη δημοκρατία» τα εθνικά κοινοβούλια, όπως ειδικότερα ορίζει το νέο αρθρ. 12 ΣΕΕ.

5.1 Ειδικότερα εισάγεται το σύστημα της «έγκαιρης προειδοποίησης επικουρικότητας» [24] που απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποστέλλει όλες τις νέες προτάσεις νομοθετημάτων στα εθνικά κοινοβούλια πριν αρχίσει η μελέτη τους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών. Αν τα εθνικά κοινοβούλια ψηφίσουν ότι θεωρούν το προτεινόμενο νομοθέτημα ως παραβίαση της εθνικής επικουρικότητας [25], τότε θα πρέπει να αναπεμφθεί στην Επιτροπή για τροποποίηση ή απόσυρση. Ακόμα οι εθνικές βουλές θα ενημερώνονται και θα τους κοινοποιούνται όλα τα σχέδια των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Τέλος θα αξιολογούν τις πολιτικές στον τομέα του χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, την Europol και την Eurojust.

5.2 Κατά τον παραπάνω τρόπο επεκτείνεται η δημοκρατική λογοδοσία για τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ και ως προς τα κράτη μέλη, μειώνοντας έτσι το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για πρώτη φορά έτσι η θέσπιση της νομοθεσίας της ΕΕ υπόκειται στην προγενέστερη διερεύνηση από τις Εθνικές Βουλές, οι οποίες θα έχουν την ευκαιρία να προκαλέσουν την προτεινόμενη νομοθεσία εάν δεν προσαρμόζεται στην αρχή της επικουρικότητας [26]. Σημαντική είναι ακόμα η πρόνοια για ενημέρωση των εθνικών βουλών για τις αιτήσεις προσχώρησης στην Ένωση και για τη διακοινοβουλευτική συνεργασία με το Ευρωκοινοβούλιο.

Συμπεράσματα
6. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη δίνει νέα ώθηση στην Ευρώπη. Η Ένωση πλέον ενισχύεται και προσαρμόζεται στην πραγματικότητα των 27 κρατών μελών. Το Ευρωκοινοβούλιο δε θα μπορούσε παρά να ενισχύσει τη θεσμική και νομική θέση του. Έτσι υπάρχουν οι, και στο Σύνταγμα υφιστάμενες, διατάξεις σχετικές με την επέκταση των εξουσιών του Κοινοβουλίου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ένωσης και την εφαρμογή ενός νέου συστήματος κατανομής των εδρών μεταξύ κρατών μελών. Το σημαντικότερο άλλωστε όλων είναι ότι Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί πλέον πραγματικό συννομοθέτη, ενώ η επιρροή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επεκτείνεται στο σύνολο του προϋπολογισμού. Όλα ασφαλώς τα παραπάνω μόλις τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας [27], δηλαδή αφού εγκριθεί από το νομοθετικό σώμα κάθε κράτους μέλους και κατατεθεί στην κυβέρνηση της Ιταλίας.

-------------------------------

[1]Γενικό για τη Μεταρρυθμιστική συνθήκη, βλ. του ίδιου, «Πώς φτάσαμε και τι είναι η Συνθήκη της Λισσαβόνας, Συνθήκη Λισσαβόνας ή Μεταρρυθμιστική Συνθήκη», ιστότοπος:
http://emmanouilidismanos.blogspot.com/2008/06/blog-post_22.html
[2]αρθρ. I-20, I-34, III-330 έως III-340, III-396, III-403 έως III-409 Ευρ. Συντ.
[3]Αρθρ. 20 ΣΕΚΑΧ, αρθρ. 189 ΣΕΚ
[4]Αρθρ. 190 ΙV β ΣΕΚ
[5]Π. Στάγκος-Ευγ.Σαχπεκίδου, «Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Τεύχος Ι, εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νική, 2003, σελ. 158
[6]ΕΕ L. 278, 08.10.1976
[7]Πρώτο το Ψήφισμα 28.01.1982, PE, 1-988/81/Α
[8]ΦΕΚ Α’/188
[9]Ο Μάνεσης έκανε λόγο για ευοίωνες προοπτικές για τον εκσυχρονισμό των θεσμών. Βλ. εφημ. Το Βήμα, 02.02.1982
[10]Στο άρθρο III-330 του Ευρ. Συντάγματος διατηρούνταν όπως και στη ΣΛΕΕ, η νομική βάση που καθορίζει ότι οι ευρωπαϊκές εκλογές πρέπει να οργανώνονται σύμφωνα με μια ενιαία διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα που δεν ισχύει ακόμη. Το άρθρο του Συντ. αναφέρονταν στη θέσπιση ευρωπαϊκού νόμου ή νόμου πλαισίου που θα καθορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση της συγκεκριμένης απαίτησης.
[11]Νέο αρθρ. 14 παρ. 2 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και σημερινό αρθρ. 189 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΣΕΚ), αντίστοιχα
[12]Νέο άρθρ. 14 παρ. 2 ΣΕΕ
[13]Ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αποζημίωση των μελών του Κοινοβουλίου, η οποία πλέον καθιερώνεται (ως ενιαία αποζημίωση), ίση με το 38,5% των αποδοχών των μελών του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Το ποσό αυτό υπολογίζεται σε περίπου 7.800 Ευρώ μεικτά το μήνα (6.000 καθαρά).
[14]Π. Στάγκος-Ευγ.Σαχπεκίδου, «Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Τεύχος ΙΙ, εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νική, 2009, σελ. 63,
[15]Κώστας Δ. Μπλιάτκας επιμ. «Αφιέρωμα 1958-2008: 50 χρόνια Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» β' μέρος, εφημ. Μακεδονία, 15.06.2008, ειδικοτ. Μποτόπουλος, «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Μέσα και πέρα από τις συνθήκες».
[16]Ψήφισμα Ευρ.Κοινοβ. σχετικά με τον νέο ρόλο και τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου ως προς την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας. ημ, 07.05.2009, εισηγ. Jean-Luc DEHAENE Jo LEINEN A6-0145/2009
[17]Στάγκος-Σαχπεκίδου, σελ. 64
[18]Νέα άρθρ. 17 παρ. 7 και 17 παρ. 7 εδ. γ’ ΣΕΕ
[19]Andrew Duff, «True Guide to the treaty of Lisboan», εκδ. Alliance of Liberals and Democrats for Europe.
[20]Όταν το Κοινοβούλιο ξεκίνησε, είχε απλώς το δικαίωμα να το συμβουλεύεται το Συμβούλιο Υπουργών. Σιγά, σιγά του έχουν δοθεί δικαιώματα συναπόφασης με το Συμβούλιο Υπουργών για όλο και περισσότερους τομείς πολιτικής.
[21]Μποτόπουλος, ο.π.
[22]ο.π. υποσημ. 4
[23]Νέα αρθρ. 9, 10 παρ1, 2 εδ. α’, 3, 11 ΣΕΕ.
[24]Ενημερωτικό Φυλλάδιο για τη ΣΛΕΕ, ιστότοπος: www.careforeurope.eu
[25]δηλ. θεωρήσουν ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα θα ήταν καλύτερα να τύχει χειρισμού από τα Κράτη Μέλη παρά από την ΕΕ. Γενικότερα η Ένωση και η Κοινότητα, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους, δρουν μόνο όταν η δράση τους είναι πιο αποτελεσματική από αντίστοιχα μέτρα εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής εμβέλειας.
[26]The Law Society, «A guide to the Treaty of Lisbon, European Union insight», Ιανουαρ. 2009, ιστότοπος: http://www.lawsociety.org.uk/accessibility.law
[27]Στις 6 Μαΐου 2009 η Γερουσία της Τσεχίας ενέκρινε τη Συνθήκη, ενώ εκκρεμεί το φθινόπωρο του 2009 η διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία ώστε να επικυρωθεί η συνθήκη (στις 12 Ιουνίου 2008 απορρίφθηκε με 53%).

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Το άτοπο της «λευκής» ψήφου και του «παρών» στην ποινική ευθύνη υπουργών (1).

1. Η υπόθεση Παυλίδη αποτέλεσε μια πολύ καλή ευκαιρία να αναδειχθεί το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Παρόμοιες καταστάσεις απασχόλησαν την πολιτική ζωή της χώρας αλλά και τον κλάδο του ποινικού και συνταγματικού δικαίου κατά το διάστημα 1989-1995 (2). Το κλίμα «ποινικοποίησης» της πολιτικής ζωής ήταν καταλύτης στο να αναδειχθούν οι αδυναμίες (3) των τότε ρυθμίσεων και να τροποποιηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος (αναθεώρηση 2001) και τη θέσπιση δύο νέων εκτελεστικών (και οργανικών του Ειδικού Δικαστηρίου) νόμων (4), του ν. 2509/1997 (5) και 3126/2003 (6), με τον τελευταίο να αντικαθιστά τον πρώτο (7). Παραμένουν ωστόσο τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος γης ποινικής ευθύνης των υπουργών, δηλαδή η πρωτοβουλία της Βουλής για την εκκίνηση των διαδικασιών και η, κατόπιν, αρμοδιότητα ειδικού ποινικού δικαστηρίου επί των υποθέσεων αυτών.

1.1 Το 2009, στην υπόθεση του υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Αρ. Παυλίδη, ανέκυψε σχετικό ζήτημα με την αποκλειστική αρμοδιότητα (8) της Βουλής όσον αφορά τις διαδικασίες άσκησης ποινικής δίωξης, ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης (αρθρ. 86 παρ. 2 Συντ.). Το θέμα που όμως, δεν απασχόλησε τη δημοσιότητα, από νομικής πλευράς, ήταν οι το «παρών» μελών της Βουλής, ή η «λευκή» ψήφος. Τούτο γεννά ερωτήματα που χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης καθώς αποτελούν σημαντικά γεγονότα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του κοινοβουλίου.

Η αρμοδιότητα της Βουλής
2. Κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη παράθεση των σταδίων της πορείας της υπόθεσης μέχρι την ψηφοφορία της Βουλής. Ακολουθήθηκε κατ’ αρχήν η κατ’ αρθρ. 86 παρ. 3 κοινοβουλευτική διαδικασία. Έτσι υποβλήθηκε πρόταση δίωξης από τριάντα τουλάχιστο μέλη της Βουλής και κατόπιν αυτής συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση. Ακολούθως σε δεύτερο στάδιο η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφάσισε (κατόπιν υποβολής του αιτιολογημένου πορίσματος στο σώμα) περί της άσκησης ή όχι της ποινικής δίωξης.

2.1 Μετά την κατάθεση επομένως του πορίσματος στην Ολομέλεια της Βουλής ακολουθεί συζήτηση που είναι γενική και έχει ως αντικείμενο την παραδοχή ή όχι της πρότασης άσκησης ποινικής δίωξης (9). Ακολούθως διενεργείται μυστική ψηφοφορία ξεχωριστά για κάθε τυχόν καταλογιζόμενη πράξη ή παράλειψη και λαμβάνεται απόφαση με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του κοινοβουλίου. Προκύπτει έτσι εμφανώς και πάλι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών ή όσων διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.2 Αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης εκκινά από τη σκέψη ότι πρέπει να υπάρχει φραγμός στη «δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής» (10). Όμως και πάλι συγκρούεται με τη δυσπιστία που θέτει ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στην αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. Από την άλλη η αμεροληψία των βουλευτών είναι ασφαλώς λιγότερη, αφού επικρατούν οι πολιτικές σκοπιμότητες και θυσιάζεται στο βωμό των ωφελειών, όλων των κομματικών σχηματισμών, το πνεύμα του νόμου και ο ρόλος της Βουλής. Η κομματικοποίηση της διαδικασίας, αν και «μακιαβελικά» λογική και ορθή, πλήττει το κύρος των θεσμών καθώς, εφόσον η Βουλή αποκτά δικαστικά και εισαγγελικά χαρακτηριστικά τότε απαιτείται η μη επιρροή της βούλησής της.

2.3 Άρα η διαφοροποίηση της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης που αποτελεί «οιονεί θεσμική εγγύηση» (11) συνιστά όντως θετικά βήματα και γι’ αυτό είναι κοινό γνώρισμα αρκετών δημοκρατικών συστημάτων το ειδικό ποινικό καθεστώς των υπουργών (12). Η σχετική φιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με την αλλαγή της νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη ίσως παραβλέπει το γεγονός ότι και η σχετική νομοθεσία παρέχει εχέγγυα προστασίας από συνεχείς μηνύσεις των υπουργών που έτσι θα αδυνατούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους αλλά ο μέγιστος κριτής, η Βουλή, δεν ανταποκρίνεται ως πρέπει στον εκ του συντάγματος ρόλο της.

Η Βουλή ως δικαιοδοτικό όργανο
3. Η αρμοδιότητα της Βουλής επί της υπουργικής ποινικής ευθύνης καταλήγει σε δύο επιλογές. Είτε ασκεί ποινική δίωξη σε βάρος του μέλους της κυβέρνησης (ακριβέστερα της πρώην κυβέρνησης, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δε θα παραπέμψει υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, εκθέτοντας πολιτικά την κυβέρνηση (13)) είτε δεν ασκεί (14). Ο ρόλος της Βουλής κατά τις ως άνω δύο περιπτώσεις είναι ουσιαστικά δικαιοδοτικός. Ετσι λοιπόν στεγανοποιείται απολύτως το σύστημα ελέγχου των ποινικών αδικημάτων των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών και ανατίθεται εξ ολοκλήρου στη Βουλή (15).

3.1 Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα εισαγγελικής αρχής, αφού είναι αρμόδια μα παραπέμψει τον υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο (16). Παλαιότερα (πριν την αναθεώρηση του 2001) η Βουλή «κατηγορούσε» τον υπουργό και στο ακροατήριο του ειδικού δικαστηρίου, όχι μόνο στον ανακριτή ή το συμβούλιο (17). Η κατάργηση του θεσμού των κατηγόρων – βουλευτών (της Επιτροπής της Βουλής) που εκπροσωπεί την κατηγορία ήταν ένα βήμα μπροστά. Οι κατήγορο-βουλευτές δεν εκπροσωπούν πλέον την Εισαγγελική Αρχή , η οποία παρίσταται δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (18).

3.2 Στα πλαίσια των καθηκόντων τους οι βουλευτές ατομικά, που συνιστούν συλλογικά τη Βουλή, θα πρέπει να λάβουν θέση υπέρ ή κατά της άσκησης ποινικής δίωξης, ούτως ώστε η απόλυτη πλειοψηφία των βουλήσεων των μελών του κοινοβουλίου να αποτελέσει την απόφαση της Βουλής περί δίωξης ή όχι. Τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία του κοινοβουλίου (interna corporis), ένα εκ των οποίων είναι και η απόφαση για παραπομπή σε δίκη ρυθμίζονται ειδικότερα από τα αρθρ. 153-158 του Κανονισμού της Βουλής (19). Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα δικαστικού οργάνου και ουσιαστικά είναι η ίδια, αντί των δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, που απονέμει δικαιοσύνη.

3.3 Κατά τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι υπάρχει σαφής εφαρμογή των βασικών κανόνων του αστικού και ποινικού δικαίου και στο δημόσιο-συνταγματικό, σε ότι έχει να κάνει με την αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατ’ αρθρ 86 Συντ. Έτσι δεν είναι νοητή σε ένα κράτους δικαίου η αρνησιδικία, δηλαδή η αποστέρηση του δικαιώματος κρίσης από τη δικαιοσύνη. Η δίκαιη δίκη θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα και προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο από το αρθρ. 8 Συντ. και σε περιφερειακό από το αρθρ. 6 ΕΣΔΑ.

3.4 Κάθε δικαιοδοτικό όργανο, συνίσταται από τις ατομικές κρίσεις των μελών του. Έτσι και η Βουλή, ως όργανο αποκλειστικά αρμόδιο για άσκηση ποινικής δίωξης, δηλαδή ως όργανο ταγμένο στη δικαιοσύνη, αποφασίζει για τα ενώπιον της θέματα με βάση τις ατομικές βουλήσεις των βουλευτών. Η κρίση του μέλους της Βουλής επί του ζητήματος στης άσκησης ή όχι ποινικής δίωξης αποτελεί ουσιαστικά άσκηση δικαστικής εξουσίας και πρέπει να δεσμεύεται ο βουλευτής από τις αρχές του δικαίου.

3.5 Άρα όταν ο βουλευτής ψηφίζει «παρών» ή «λευκό» ουσιαστικά δεν εκφέρει, ως οφείλει, την κρίση του για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης. Αρνείται κατά τον τρόπο αυτό την ορθή άσκηση των καθηκόντων του. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την αρμόδια δικαστική αρχή, όταν πρόκειται να αποφανθεί για ένα γεγονός, να δηλώνει αντί του ναι ή όχι, αθώος ή ένοχος, να ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι, απλά «παρούσα» ή «λευκό». Η λευκή ψήφος ή η δήλωση «παρών» αποτελεί άρνηση κρίσης και ως εκ τούτο οδηγεί σε αρνησιδικία. Ο βουλευτής μπορεί να δηλώσει δηλαδή «παρών» αλλά ο δικαστής στην έδρα δεν θα κρίνει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου λέγοντας παρών. Όμως ο βουλευτής στις διαδικασίες της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι ουσιαστικά δικαστής και έτσι η κρίση του θα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη, όχι επαμφοτερίζουσα και ασαφής δικαιολογούμενος όμως λέγοντας «παρών».

Συμπεράσματα
4. Τα άτοπα στα οποία οδηγούν οι παραπάνω σκέψεις καθιστούν εμφανή την ανάγκη αλλαγή του καθεστώτος για την ποινική υπουργική ευθύνη. Άλλωστε πλέον γίνεται και από ακαδημαϊκούς λόγος για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου (20). Άλλοι υπογραμμίζουν την τακτική της Θέμιδας να ερευνά υποθέσεις τέλεσης εγκλημάτων πολιτικής υφής, που όμως για να παρακαμφθεί ο σκόπελος του αρθρ. 86 Συντ. ασκούνται ποινικές διώξεις κατά μελών δ.σ. εταιρειών, επιχειρήσεων και οργανισμών για αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο εταιρικής διαχείρισης και όχι κατά του εποπτεύοντος υπουργού (21).

4.1 Όλες όμως οι ατέλειες του υπάρχοντος συστήματος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την τακτική του ολίγον έγκυος από ορισμένα μέλη της Βουλής, που ουσιαστικά αρνήθηκαν να ασκήσουν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Η τακτική αυτή είναι λανθασμένη και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Είναι νομικά αδιάφορο αν δήλωσαν παρόντες ή ψήφισαν λευκό για να αποφύγουν τη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή. Ασφαλώς και υπάρχουν πιέσεις στους βουλευτές να ακολουθήσουν τις επιταγές του κόμματος αλλά αφού ο βουλευτής αναλαμβάνει το ρόλο του δικαστή πρέπει να είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος και να μην του ασκούνται πιέσεις. Όλα αυτά είναι όμως μια άλλη ιστορία..

υποσημειώσεις:

1 Το παρόν κείμενο αποτελεί έκφραση νομικών απόψεων και σε καμία περίπτωση δεν περιέχει κομματικές κρίσεις και τοποθετήσεις επί των υπό μελέτη θεμάτων.
2 Α. Λομβέρδος, «Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σελ. 111 επ.
3 Βλ. γενικά το Ι. Μανωλεδάκης - Ε.Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών – Μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης-προτάσεις για την τροποποίησή της», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993
4 Π. Παραράς, «Σύνταγμα 1975», Corpus III, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σελ. 246
5 ΦΕΚ 50 A’/10-04-1997
6 ΦΕΚ 66 Α’/19-03-2003
7 Γ. Δημητρόπουλος, «Ποινική ευθύνη των μελών της κυβερνήσεως», εκδ. Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα, 2008, σελ. 25
8 Κ. Χρυσόγονος, «Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 2003, Θεσ/νίκη, σελ. 561
9 Κ. Μαυριάς, «Συνταγματικό Δίκαιο», β΄ αναθεωρ. εκδ., Αντ. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 583
10 Ε. Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών», Υπεράσπιση, 1993, σελ. 456
11 Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 558
12 Γ. Κουτρουγκάλος, «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των υπουργών», Εφαρμ. 1996, σελ. 54 επ.
13 Βενιζέλος, ο.π. σελ. 454
14 Υπάρχει και η δυνατότητα εφόσον έχει ασκήσει η Βουλή ποινική δίωξη να την ανακαλέσει (αρθρ. 68 παρ.3 εδ. στ’ Συντ.) ή να την αναστείλει, κατόπιν θετικής ψήφου της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών.
15 Αργ. Καρράς, «Η συνταγματική αναθεώρηση», Ποινικός Λόγος, 2001
16 Ένα ειδικό δικαστήριο δε συνεδριάζει μόνιμα, δηλαδή τα μέλη του δεν είναι μόνιμα και αποκλειστικά απασχολούμενα σε αυτό. Αντίθετα συνέρχεται μόνο για να δικάσει ορισμένο είδος υποθέσεων. Η αρμοδιότητά του όμως καθορίζεται γενικά και αφηρημένα με νόμο και αφορά απεριόριστο αριθμό μελλοντικών υποθέσεων. Το ειδικό δικαστήριο πρέπει να διακρίνεται από το έκτακτο δικαστήριο το οποίο απαγορεύεται εκ του Συντάγματος. Μετά τη Μεταπολίτευση σημαντικές υποθέσεις στο Ειδικό Δικαστήριο ήταν το σκάνδαλο με το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι (1990) και το σκάνδαλο Κοσκωτά (1992).
17 Ν. Ανδρουλάκης, «Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών», 1989, σελ. 61
18 Γ. Δημητρόπουλος, ο.π., σελ. 23
19 Ε. Βενιζέλος, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», τ. Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1991, σελ. 436
20 Ο Βενιζέλος θεωρεί ότι είναι δυνατόν μέσα στα όρια του υπάρχοντος συνταγματικού πλαισίου (με αρκετά πλατιά ερμηνευτική διάθεση, βέβαια) να ανατεθεί το όλο έργο της προκαταρκτικής εξέτασης και της κύριας ανάκρισης σε δικαστικό συμβούλιο που θα εκλέγεται από τη Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3. Ο Αλιβιζάτος θεωρεί ότι «ολόκληρη η ποινική διαδικασία κατά υπουργών, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης έως την άσκηση δίωξης και την κύρια ανάκριση, πρέπει να διεξάγεται (χωρίς ανάμειξη της Βουλής) από τους εισαγγελείς και τους τακτικούς δικαστές, όπως ισχύει για κάθε πολίτη. Της ίδιας άποψης είναι και ο Χρυσόγονος, προσθέτοντας ότι «πρέπει να προηγηθεί απόφαση της Βουλής που θα δίνει την άδεια για την έναρξη των ποινικών διαδικασιών»
21 Βλ. Χρ. Ζέρβα, «Συναίνεση περί ευθύνης υπουργών», εφημ. Ελευθεροτυπία, 12.04.2009
22 Γ. Γεραπετρίτης, «Δικαιοσύνη με πολλά πρόσωπα», εφημ. Καθημερινή, 05.11.2008.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης