ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ‘80: Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΗΠΑ την περίοδο 1980-1985.

Δημοσιευμένο άρθρο στο περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τ. Ιανουαρίου 2012

Η δεκαετία του 1980 ήταν μια μικρογραφία του Ψυχρού Πολέμου, από το 1945 έως και τη λήξη του. Η προηγούμενη δεκαετία του ’70 χαρακτηριζόταν από την παγκόσμια Ύφεση και την προσέγγιση των δύο συνασπισμών. Αντίθετα, το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80 οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με τις ΗΠΑ οξύνθηκαν σε τέτοιο βαθμό που η περίοδος αυτή συγκρίνεται με την κρίσιμη περίοδο 1945-1949 και 1961-1963. Εξαιτίας αυτού γίνεται λόγος για ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο αυτή την πενταετία. Ιδίως ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών έγινε πολύ έντονος και φαινόταν να μεταφερόταν και στο διάστημα. Οι ηγεσίες σε ΕΣΣΔ και ΗΠΑ αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σκληρές στην εξωτερική πολιτική τους• στη μεν ΕΣΣΔ η γηραιοί ηγέτες της -παρότι αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλα εσωτερικά προβλήματα- δεν ήταν ευέλικτοι, ώστε να αντιληφθούν ότι η χώρα τους δεν μπορούσε οικονομικά να ανταποκριθεί στη νέα όξυνση της περιόδου 1980-1985. Στις δε ΗΠΑ η κυβέρνηση Ρέηγκαν ακολουθούσε μια ιδιαίτερα σκληρή πολιτική στον εξωτερικό τομέα, επιδιώκοντας την όξυνση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ ούτως ώστε να την εξουθενώσουν από άποψη οικονομικών δυνατοτήτων και άρα να αναδειχθούν οι ΗΠΑ νικητές του Ψυχρού Πολέμου. Το ότι η ΕΣΣΔ τελικά κατέρρευσε δε συνεπάγεται πλήρη δικαίωση της πολιτικής Ρέηγκαν. Αυτό γιατί, παρόλο που μετά το 1985 ο Γκορμπατσόφ αντιλήφθηκε πως η ΕΣΣΔ αδυνατούσε να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στο ψυχρό κλίμα της πενταετίας 1980-1985, θεωρείται πως εάν από το 1980 συνεχιζόταν η Ύφεση της δεκαετίας του ’70 οι δύο υπερδυνάμεις θα είχαν οδηγηθεί νωρίτερα σε εξομάλυνση των σχέσεών τους με άμεσα τα οφέλη για την παγκόσμια ειρήνη• ίσως μάλιστα να μην κατέρρεε η ΕΣΣΔ. Από την άλλη όμως το γεγονός ότι τα δομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ ήταν τόσο μεγάλα που, παρά το ότι την οδήγησαν στο να αλλάξει το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της με αποτέλεσμα αρχικά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και μετέπειτα την κατάρρευση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης, καταδεικνύει ότι η σκληρή πολιτική των ΗΠΑ ήταν αποτελεσματική.

Εσωτερικές Εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ το 1980-1985
H εποχή της στασιμότητας
Από την αρχή της δεκαετίας του 1980, δηλαδή στα τελευταία χρόνια της ηγεσίας του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, έγινε αντιληπτό ότι τα οικονομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ είχαν αρχίσει να συσσωρεύονταν και να καθίσταντο συστημικά. Κυριαρχούσε η γραφειοκρατία και ο συγκεντρωτισμός. Όλες οι αποφάσεις ακόμα και για τις ανάγκες των κατά τόπους εργοστασίων λαμβάνονταν στη Μόσχα. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως υπήρχε άγνοια των οικονομικών αναγκών της κάθε επιχείρησης από τους γραφειοκράτες της πρωτεύουσας. Η οικονομική μεταρρύθμιση του 1979, του πρωθυπουργού της ΕΣΣΔ Κοσύγκιν, που είχε θέσει ως στόχο την εξάλειψη του τοπικισμού, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των υπουργείων και την ανακατανομή των κονδυλίων στις διάφορες υπηρεσίες της ΕΣΣΔ, ήταν αναιμική και εγκαταλείφθηκε τελείως από τον Τιχόνοφ (αντικαταστάτης του Κοσύγκιν μετά το θάνατο του τελευταίου το 1980). Οι αλλαγές του 1979 θεωρούνται ως τελευταία προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις στην ΕΣΣΔ πριν την περεστρόικα και τη γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ [1].
Την ίδια χρονική περίοδο εντάθηκε η πολιτική διαφθορά σε κεντρικό επίπεδο. Ακόμα και τα στατιστικά στοιχεία παραποιούνταν, προκειμένου να φαίνεται προς τα έξω πως επιτυγχάνονταν οι οικονομικοί στόχοι της κυβέρνησης. Επιπλέον και στη βάση της οικονομικής διαδικασίας υπήρχαν σοβαρότατα προβλήματα καθώς δεν υπήρχαν μετακινήσεις εργαζομένων από αντιπαραγωγικές θέσεις εργασίας σε παραγωγικές, δεν υπήρχε αντικατάσταση εργαζομένων παρότι συχνά οι εργαζόμενοι ήταν αδιάφοροι για την εργασία τους (στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε επίσημα ανεργία) ενώ είχαν ενταθεί σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματα μέθης των εργαζομένων [2].
Ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ είχε αρχίσει να επιδιώκει την προσωπολατρεία, παρόλο που τα τελευταία χρόνια της ζωής του η υγεία του ήταν πολύ εξασθενημένη. Εξαιτίας της κακής του υγείας την περίοδο 1980-1982 την πραγματική ηγεσία δεν την ασκούσε ο ίδιος αλλά μια ομάδα παλαιών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποτελούμενη από τους Σούσλοφ, Ουστίνοφ, Γκρομύκο, Αντρόποφ και Τσερνιένκο. Ταυτόχρονα αυτή η ομάδα που ασκούσε την εξουσία δεν επιθυμούσε την απομάκρυνση του Μπρέζνιεφ, φοβούμενο το κάθε μέλος της ότι δεν ήταν αρκετά έτοιμο να υπερκεράσει τους υπολοίπους στην κούρσα της διαδοχής [3]. Όλα τα παραπάνω δυσάρεστα, για τη Σοβιετική Ένωση, φαινόμενα συνεχίζονταν μέχρι και το 1985 και ανάγκασαν τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ να χαρακτηρίσει την πενταετία αυτή ως εποχή της στασιμότητας.
Στις 12 Νοεμβρίου του 1982 εξελέγη ως γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης ο πρώην επικεφαλής της KGB, Γιούρι Αντρόποφ, διαδεχόμενος τον αποθανόντα Μπρέζνιεφ. Ο Αντρόποφ κατάφερε να κερδίσει στην κούρσα της διαδοχής το δεύτερο Γενικό Γραμματέα του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Σούσλοφ, που εμφανιζόταν επίσης ως διάδοχος του Μπρέζνιεφ. Ο 68χρονος Αντρόποφ τον Ιούνιο του 1983 εκλέχθηκε και πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Αυτός είχε ως στόχο τον εκσυγχρονισμό της Σοβιετικής Ένωσης ύστερα από τα τελευταία χρόνια στασιμότητας της εποχής Μπρέζνιεφ, ειδικά στον οικονομικό τομέα. Βέβαια, εύστοχα παρατηρήθηκε πως ο Αντρόποφ ήθελε μεταρρυθμίσεις, όχι όμως και φιλελευθεροποίηση [4]. Κατά τη διάρκεια της θητείας του άλλαξε άμεσα τους αξιωματούχους στα κυβερνητικά πόστα, αντικαθιστώντας τους με νεώτερους, και προωθούσε νέα στελέχη στο προσκήνιο. Λόγω της πολύ εξασθενημένης υγείας του -από τα μέσα του 1983 έως το θάνατό του στις 9 Φεβρουαρίου του 1984 ήταν βαριά ασθενής- προωθούσε ως διάδοχό του το Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο τελευταίος ωστόσο δεν κατάφερε να αναλάβει τις τύχες της ΕΣΣΔ, αφού τον Αντρόποφ διαδέχθηκε ο αντίπαλός του το 1982 για τη διαδοχή του Μπρέζνιεφ, Κονσταντίν Τσερνιένκο.
Ο Τσερνιένκο αναδείχθηκε ηγέτης της ΕΣΣΔ στις 11 Απριλίου του 1984, παρά τις προβλέψεις για διαδοχή του Αντρόποφ από τον Γκορμπατσόφ. Η περίοδος της ηγεσίας του χαρακτηρίστηκε από προσπάθεια να προχωρήσουν κάποιες μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση, ιδίως στη λειτουργία και το ρόλο των εργατικών συνδικάτων, στους εκπαιδευτικούς θεσμούς και στην αύξηση των καταναλωτικών αγαθών. Εξαιτίας της εύθραυστης υγείας του ο 73χρονος Τσερνιένκο δεν εμφανιζόταν συχνά δημόσια και στην ουσία είχε αποδεχθεί πως την εξουσία θα ασκούσαν μαζί του και τα νεότερα μέλη του ΚΚΣΕ που επεδίωκαν μεταρρυθμίσεις στο κράτος. Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1985 και την ηγεσία ανέλαβε ο 54χρονος Γκορμπατσόφ, ο νεότερος πολιτικός που έγινε γ.γ. του ΚΚΣΕ.
Ο θάνατος του Τσερνιένκο έκλεισε μία χαμένη τετραετία για τη Σοβιετική Ένωση. Δύο γηραιοί ηγέτες είχαν μεν επίγνωση της ανάγκης αλλαγών στην εσωτερική πολιτική, αδυνατούσαν δε να τις εφαρμόσουν. Δεν μπόρεσαν έτσι να αναστρέψουν την αρνητική πορεία της σοβιετικής οικονομίας. Έντονη δυσμενή επίπτωση στην οικονομία της ΕΣΣΔ είχε ιδίως η μεγάλη μείωση το 1985 των τιμών του πετρελαίου (κατά ⅔), εξαιτίας της πίεσης των ΗΠΑ προς τη Σαουδική Αραβία να ρίξει τις τιμές. Η οικονομία της ΕΣΣΔ επλήγη ανεπανόρθωτα καθώς το κύριο εξαγωγικό προϊόν της ήταν το πετρέλαιο. Τέλος στην εξωτερική πολιτική οι Αντρόποφ και Τσερνιένκο ήταν αδύναμοι να ορθώσουν το ανάστημα της ΕΣΣΔ στην αμερικανική επιθετικότητα• παρόλα αυτά επέμεναν σε μια πολιτική όξυνσης του των σχέσεων, παρά ύφεσης.

Ο ρεηγκανισμός στις ΗΠΑ
Η αρχή της δεκαετίας του 1980 βρήκε τις ΗΠΑ στο τέλος μιας περιόδου οικονομικού τέλματος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού (16% το 1980), σε συνδυασμό με αύξηση της ανεργίας και χαμηλούς ή αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η άνοδος του πληθωρισμού οδηγούσε σε ονομαστική αύξηση τόσο των εισοδημάτων των αμερικανών όσο και των τιμών των ακινήτων τους και άρα συνεπαγόταν τη φορολόγησή τους σε μεγαλύτερα κλιμάκια. Ολόκληρη η αμερικανική κοινωνία αντιδρούσε στην υπερφορολόγησή της [5]. Κρίσιμη ήταν επίσης η άνοδος των θρησκευτικών ομάδων, ιδίως των ευαγγελικών, που πρέσβευαν ιδιαίτερα συντηρητικές απόψεις και είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή στις ΗΠΑ. Στις δύο αυτές συνιστώσες στηρίχτηκε ο Ρέηγκαν για να νικήσει στις εκλογές του 1980, επικαλούμενος μείωση της φορολογίας και μια συντηρητική στροφή στην πολιτική των ΗΠΑ [6].
Από τα πρώτα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Ρέηγκαν ήταν προς τον περιορισμό του πληθωρισμού. Έτσι προχώρησε σε κατάργηση των ελέγχων στις τιμές των προϊόντων (ιδίως στο πετρέλαιο), στους μισθούς, τις τιμές και γενικά περιόρισε τον κρατικό παρεμβατισμό, ενώ ακολούθησε σκληρή νομισματική πολιτική (ο ίδιος ο Ρέηγκαν είχε δηλώσει πως το πρόβλημα για την οικονομία ήταν η ίδια η κυβέρνηση). Επίσης μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές και συνέδεσε την άνοδο σε ανώτερα κλιμάκια φορολογίας με την άνοδο του πληθωρισμού, ώστε να επέρχεται αυτή μόνο με την αύξηση των πραγματικών και όχι των ονομαστικών εισοδημάτων των φορολογουμένων. Ταυτόχρονα ο Ρέηγκαν προχώρησε –αναποτελεσματικά- σε περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ αύξησε τις αμυντικές δαπάνες. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους των ΗΠΑ, που όμως ήταν μικρότερα αυτών των ευρωπαϊκών κρατών. Τέλος η κυβέρνηση Ρέηγκαν δε δίστασε να συγκρουστεί με τα συνδικάτα, ιδίως το 1981 οπότε και τήρησε σκληρή στάση έναντι των απεργών ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, στέλνοντας έτσι μήνυμα πως δεν θα ανεχτεί απεργιακές συνδικαλιστικές δράσεις.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν το 1982 οι ΗΠΑ να βυθιστούν περισσότερο σε οικονομική ύφεση. Ωστόσο από το 1983 τα μέτρα άρχισαν να αποδίδουν. Η οικονομία βασισμένη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, απαλλαγμένη από τον κρατικό έλεγχο άρχισε να αναπτύσσεται. Οι ΗΠΑ γνώρισαν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, που διατηρήθηκαν μέχρι και τη δεκαετία του ’90. Νέοι τομείς βγήκαν στο προσκήνιο όπως οι νέες τεχνολογίες, τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και η μεσαία τάξη γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Ακόμα και οι αμυντικές δαπάνες, παρότι αύξαναν το έλλειμμα δημιουργούσαν βιομηχανική ανάπτυξη [7]. Αυτό το μείγμα επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής, με έντονα τα συντηρητικά χαρακτηριστικά στάθηκε η αφορμή για να χαρακτηρισθεί ως «reagenomics».

Σοβιετοαμερικανικές σχέσεις 1980-1985

Η εξωτερική πολιτική του Αντρόποφ και του Τσερνιένκο συνέπεσε με την έντονη όξυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Ωστόσο η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ εκείνη τη χρονική στιγμή διαμορφωνόταν κυρίως από τον γηραιό υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομύκο. Ο Γκρομύκο, που παρέμενε στην ίδια θέση από το 1957 ήταν προσκολλημένος στο παρελθόν και φαινόταν πως δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της νέας εποχής [8]. Η σοβιετική ηγεσία επομένως ήταν κατώτερη των περιστάσεων και δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως η σκληρή στάση στην εξωτερική πολιτική απαιτούσε και ισχυρό κοινωνικό και ιδίως οικονομικό υπόβαθρο, που όμως στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε.

Οι πύραυλοι SS-20 και Pershing
Μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ ήταν η ανάπτυξη σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς με το σύνολο της δυτικής Ευρώπης στην εμβέλεια βολής τους. Από το 1977 είχε αρχίσει η ανάπτυξη των σοβιετικών πυραύλων «6SS-20» [9], τους οποίους η ΕΣΣΔ θεωρούσε ότι ανήκαν στην κατηγορία των τακτικών πυρηνικών και άρα ότι δε δεσμευόταν από τη συνθήκη SALT Ι του 1972 για τα στρατηγικά όπλα. Το ΝΑΤΟ αρχικά αντέδρασε ήπια και συμφώνησε το 1979 να συνεχιστούν οι συνομιλίες για την υπογραφή της SALT ΙΙ. Ταυτόχρονα εξέφρασε την πρόθεση της συμμαχίας για την εγκατάσταση 464 πυραύλων εδάφους-αέρος cruise (GLCM) και 108 πυραύλους Pershing II στη Δ. Γερμανία και την Ολλανδία• με τις νέες τοποθεσίες εγκατάστασης των αμερικανικών πυραύλων, ο χρόνος ανταποδοτικού χτυπήματος κατά της ΕΣΣΔ μειώνονταν κατά 500%) [10].
Κρίσιμο ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε και η Διπλή Απόφαση του ΝΑΤΟ, της 12ης Δεκεμβρίου 1979 [11], όπου η Συμμαχία πρότεινε στα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας την αμοιβαία απόσυρση από την Ευρώπη των μέσου βεληνεκούς βαλλιστικών πυραύλων, διαφορετικά θα ανέπτυσσε το ΝΑΤΟ ίσο αριθμό πυραύλων με αυτούς των Σοβιετικών (στρατηγική μηδενικής επιλογής). Έμμεσα επαναφερόταν στο προσκήνιο το αμερικανικό δόγμα περί σίγουρης αμοιβαίας καταστροφής, δηλαδή η απόλυτη καταστροφή όλων όσων συμμετείχαν (επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι) σε πυρηνική σύρραξη.
Ο στόχος της ΕΣΣΔ φάνηκε, λόγω των αμερικανικών αντιδράσεων, πως ήταν δύσκολο να επιτευχθεί. Η σοβιετική ηγεσία ανέμενε μια «φινλαδοποίηση» της Δυτικής Ευρώπης. Ο συνδυασμός της σοβιετικής υπεροχής σε συμβατικά όπλα με τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη έδινε την υπεροπλία στην ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ -θεωρούσε η ηγεσία της ΕΣΣΔ- δε θα διακινδύνευαν πυρηνικό σοβιετοαμερικανικό πόλεμο χάρη της προστασίας ευρωπαϊκών πόλεων. Έτσι τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη θα αντιλαμβάνονταν πως ήταν αδύνατη η άμυνά τους έναντι της ΕΣΣΔ, αφού δε θα τους κάλυπταν αμυντικά οι ΗΠΑ. Συνεπώς θα άλλαζαν στάση και θα επεδίωκαν την ουδετερότητά τους, την αποστασιοποίηση τους από το ΝΑΤΟ και συνεπώς θα προσκολλούνταν πολιτικά στην ΕΣΣΔ [12].
Μετά το 1982 η ΕΣΣΔ προσπάθησε διπλωματικά να ανατρέψει την εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων προτείνοντας την απόσυρση ή καταστροφή μέρους των SS-20 αλλά τελικά δεν κατέλεξαν σε συμφωνία. Έτσι οι διαπραγματεύσεις για τη SALT ΙΙΙ της Γενεύης (η ισχύς της SLAT II έληγε το 1985) για την αποχώρηση των SS-20 από την Ευρώπη, που άρχισαν στις 30 Νοεμβρίου του 1981, οδηγήθηκαν σε αποτυχία. Καταλυτικό γεγονός ήταν η απόφαση του Bundestag στη Βόννη να επικυρώσει το 1983 τον αριθμό των πυραύλων που θα εγκαθίσταντο στη Δυτική Γερμανία. Έτσι τον Ιανουάριο του 1984 οι αμερικανικοί πύραυλοι είχαν εγκατασταθεί σε Δυτ.Γερμανία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τις έντονες αντιδράσεις τη κοινής γνώμης και τις μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις σε Δυτική αλλά και Ανατολική Ευρώπη (ακόμα και ο Χόνεκερ της Ανατολικής Γερμανίας αντέδρασε τον Οκτώβριο του 1983 στην προοπτική εγκατάστασης των πυραύλων στη χώρα του). Η τοποθέτηση των Pershing II αποτέλεσε ένα δυνατό μήνυμα της Δύσης προς την ΕΣΣΔ, αφού η πρώτη εμφανιζόταν ενιαία με συνοχή και πυγμή [13].
Γενικά η στάση της ΕΣΣΔ κατά την κρίση των πυραύλων SS-20 και Pershing II ήταν σκληρή. Αρχικά οι γηραιοί ηγέτες της και ο υπουργός Εξωτερικών Γκρομύκο πίστευαν πως οι ΗΠΑ δεν θα τοποθετούσαν τους δικούς τους πυραύλους στην Ευρώπη, στηριζόμενοι στο αντιπυρηνικό και αντιπολεμικό κλίμα που επικρατούσε στις κοινωνίες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Όταν άρχισε το 1983 η εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων δεν επεδίωξαν το συμβιβασμό αλλά κράτησαν και πάλι σκληρή στάση• η ΕΣΣΔ αποχώρησε τόσο από τις συνομιλίες για τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς (INF) όσο και από τις συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων (START-μετεξέλιξη της SALT). Τέλος η ΕΣΣΔ παραπάνω το σκοινί, ενισχύοντας τις πυρηνικές δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία.

Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν
Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν στα τέλη του 1979 δημιούργησε μεγάλη κρίση ανάμεσα στα δύο μπλοκ συνασπισμών, και σκίαζε την πρώτη πενταετία του ’80. Στις 27 Δεκεμβρίου 1979, για πρώτη φορά έως τότε, σοβιετικά στρατεύματα αναπτύσσονταν σε έδαφος εκτός Συμφώνου Βαρσοβίας. Αφορμή στάθηκε η κλήση της σοβιετόφιλης αφγανικής κυβέρνησης προς την ΕΣΣΔ, ώστε η τελευταία να βοηθήσει στην απομάκρυνση των Μουτζαχεντίν που στόχευαν στην κατάκτηση της εξουσίας. Τα κίνητρα της ΕΣΣΔ ανάγονταν τόσο στο φόβο της ενίσχυσης των αντισοβιετικών ερεισμάτων σε Αφγανιστάν αλλά και Ιράν και Πακιστάν όσο και στην ύπαρξη μουσουλμανικών τουρκογενών πληθυσμών στις σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, στις οποίες υπήρχε διαρκής πολιτική αστάθεια η οποία θα μπορούσε να ενισχυθεί από μία αντισοβιετική ηγεσία στο Αφγανιστάν. Βέβαια υπήρχε και το δέλεαρ -μέσω του Αφγανιστάν- η Σοβιετική Ένωση να πλησιάσει τον Ινδικό Ωκεανό και τον Περσικό Κόλπο [14]. Η ΕΣΣΔ τελικά όμως ενεπλάκη σε έναν σχεδόν δεκαετή πόλεμο, όπου μέχρι το 1985 είχε τον έλεγχο μόνο των μεγάλων πόλεων και των οδικών αξόνων του Αφγανιστάν, ενώ προσπαθούσε αναποτελεσματικά να αντιμετωπίσει τις τακτικές ανταρτοπολέμου των Μουτζαχεντίν. Διέθετε για τον ασταθή έλεγχο μιας χώρας της δικής της σφαίρα επιρροής 90.000 στρατιώτες και μεγάλους οικονομικούς πόρους, που επιβάρυναν την ασθενή οικονομία της.
Σε απάντηση οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τους Μουτζαχεντίν με οικονομική βοήθεια 600 εκ. δολλαρίων κατ’ έτος, σε επίπεδο προπαγάνδας (εμφάνιζαν διεθνώς το Αφγανιστάν, ως το Βιετνάμ των Σοβιετικών), με φορητό οπλισμό ακόμα και με πυραύλους Stinger. Υπήρξε εμπλοκή και της CIA για την ενίσχυση των Μουτζαχεντίν, μέσω της επιχείρησης «Κυκλώνας» [15]. Ταυτόχρονα ο Κάρτερ το 1979 αποφάσισε τη μη απόσυρση της επικύρωσης της SALT II από τη Γερουσία και τη διακοπή εξαγωγής σιτηρών από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες στην ΕΣΣΔ (γεγονός που όμως τροφοδότησε με ψήφους τον Ρέηγκαν στις προεδρικές του 1980). Σε διεθνές επίπεδο, οι Αμερικανοί προώθησαν καταδικαστικό της σοβιετικής εισβολής ψήφισμα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ [16] ενώ μεγάλη στήριξη τους αντάρτες του Αφγανιστάν προσέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, η Αίγυπτος ακόμα και η Κίνα [17]. Κίνητρα των ΗΠΑ ήταν η μη εξάπλωση της σοβιετικής επιρροής τόσο κοντά στις ενεργειακές πηγές του Κόλπου και η μη εμφάνιση των ΗΠΑ ως υποχωρούσας δύναμης (ιδίως μετά την ανατροπή του Σάχη και την ομηρία Αμερικανών στο Ιράν το 1979).

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1980 και 1984
Ένα ακόμα μέσο πίεσης της Δύσης προς την ΕΣΣΔ, το οποίο είχε ιδιαίτερη συμβολική σημασία και έπληξε το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το μποϋκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980 στη Μόσχα. Η σοβιετική πρωτεύουσα είχε κερδίσει στο νήμα το Λος Άντζελες στη διεκδίκηση των αγώνων και ήθελε να αποτελέσουν οι αγώνες ευκαιρία για προβολή της σοβιετικής ισχύος. Ωστόσο μετά τα γεγονότα του Αφγανιστάν 65 δυτικές χώρες δεν έστειλαν αθλητές στη Μόσχα, ενώ αντίθετα συμμετείχαν 80 μόλις κράτη (μεταξύ αυτών και το Αφγανιστάν με 11 αθλητές) [18]. Ταυτόχρονα κάποιες άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες συμμετείχαν στους αγώνες, αλλά παρέλασαν με την ολυμπιακή σημαία αντί της εθνικής, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Από την άλλη, οι ΗΠΑ έφτασαν στο σημείο να διοργάνωσαν και «αντιαγώνες» -τους Liberty Bell Classic- στη Φιλαδέλφεια, στους οποίους συμμετείχαν αθλητές 29 χωρών, κυρίως από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Δυτική Γερμανία αλλά και την Κίνα [19].
Σαν επιστέγασμα των οξυμένων σοβιετοαμερικανικών σχέσεων το 1983-1984, η ΕΣΣΔ αποφάσισε να μποϋκοτάρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (ως «αντίποινα» και στο μποϋκοτάζ των αντίστοιχων αγώνων του 1980 στη Μόσχα). Στο μποϋκοτάζ συμμετείχαν 14 ανατολικά κράτη –η Ρουμανία έσπασε το μποϋκοτάζ και συμμετείχε στους αγώνες- και το Ιράν. Τα ανατολικά κράτη διοργάνωσαν αντιαγώνες (Αγώνες Φιλίας) κατ’ αντιστοιχία με τους Liberty Bell Classic.

Γενικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής του Ρέηγκαν
Η εκλογή του Ρόναλντ Ρέηγκαν στην προεδρία των ΗΠΑ διαμόρφωσε ένα πολωτικό σκηνικό στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων. Ο Ρέηγκαν ηγούνται μιας συντηρητικής ομάδας στα πλαίσια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η οποία είχε ως πολιτική στόχευση στον εξωτερικό τομέα την μεγιστοποίηση της ισχύος των ΗΠΑ και τη σωστή χρήση της, αντί της συμβιβαστικής πολιτικής των συζητήσεων και των συμφωνιών με την ΕΣΣΔ, την οποία θεωρούσαν πως δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν [20].
Στα πλαίσια αυτά, από την αρχή της θητείας του ο Ρέηγκαν τάχθηκε υπέρ της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ, της απελευθέρωσης και του μη ελέγχου των τιμών του πετρελαίου, της προώθησης της πυρηνικής ενέργειας και της εγκατάλειψης της SALT II. Λόγω της σκληρής στάσης του, από την αρχή της προεδρίας του ο Ρέηγκαν χαρακτηρίστηκε όχι απλά αντικομμουνιστής, αλλά αντισοβιετικός [21]. Στόχος της κυβέρνησης Ρέηγκαν ήταν να ξεκινήσουν οι ΗΠΑ ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμού τους, αφού η ΕΣΣΔ –υποστήριζαν πως- είχε αποκτήσει υπεροχή στο στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Απώτερος σκοπός της κυβέρνησης Ρέηγκαν ήταν να επισπεύσει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Επικαλούνταν οι ΗΠΑ προβάδισμα της ΕΣΣΔ στο στρατιωτικό τομέα, όμως ήξεραν πως αυτό ήταν αναληθές. Μέσω της νέας κούρσας εξοπλισμών η ΕΣΣΔ δε θα άντεχε οικονομικά και θα κατέρρεε. Βέβαια το κόστος ήταν δυσβάσταχτο και για τις ΗΠΑ και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού όλο και αυξάνονταν• συνολικά οι ΗΠΑ δαπάνησαν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια όλη την οκταετία Ρέηγκαν και οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες ανήλθαν από τα 134 δισεκατομμύρια δολάρια το 1980 σε 253 δισ το 1989 [22]. To 1982 o Ρέηγκαν προχώρησε σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής ισοτιμίας των στρατιωτικών δυνατοτήτων ΕΣΣΔ και ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Ρέηγκαν εξέδωσε την «Οδηγία για την Άμυνα» του 1982. Η οδηγία αυτή έκανε λόγο για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να επιβιώσουν ενός μακρού σε διάρκεια σοβιετοαμερικανικού πυρηνικού πολέμου και έτσι να τελείωναν τον πόλεμο επιβάλλοντας τους όρους τους στην ΕΣΣΔ [23].
Από την άλλη, κάποιες κινήσεις εκτόνωσης του κλίματος μεταξύ των υπερδυνάμεων ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας και δεν έφταναν στο σημείο να αλλάξει η σκληρή πολιτική των ΗΠΑ. Τέτοιες ήταν ιδίως η άρση της απαγόρευση της εξαγωγής σιτηρών στην ΕΣΣΔ τον Απρίλιο του 1981, που έγινε περισσότερο για να ικανοποιηθούν οι ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι των αγροτικών Μεσοδυτικών πολιτειών παρά για να βοηθηθεί η ΕΣΣΔ, αλλά και η μη αντίδραση –πέραν της λεκτικής καταδίκης- των ΗΠΑ στην επιβολή στρατιωτικού νόμου από τον Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία το 1980. Ταυτόχρονα ο Ρέηγκαν προσπάθησε να επιβάλλει τις αμερικανικές απόψεις για τις σχέσεις με την ΕΣΣΔ και στους δυτικοευρωπαϊκούς συμμάχους, απαιτώντας οι τελευταίοι να απέχουν από το σχεδιαζόμενο έργο της κατασκευής αγωγού αερίου μεταξύ ΕΣΣΔ και Δυτικής Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι αρχικά (ιδίως ο καγκελάριος Σμιτ) δεν επιθυμούσαν την καπήλευσή τους από έναν ισχυρογνώμονα Αμερικανό πρόεδρο, αλλά μετά το 1982 ο Ρέηγκαν βρήκε θερμούς συμμάχους στο πρόσωπο της πρωθυπουργού του ΗΒ, Μάργκαρετ Θάτσερ (όχι όμως στο θέμα της SDI) και του νέου καγκελάριου Χέλμουτ Κολ.

Οξυμμένες λεκτικές αντιπαραθέσεις
To 1983 ήταν ένα έτος που η λεκτική αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων έλαβε πολύ μεγάλες διαστάσεις. Είχε προηγηθεί από τις 8 Ιουνίου του 1982 ενώπιον του βρετανικού Κοινοβουλίου η σκληρή αναφορά του Ρέηγκαν για την ΕΣΣΔ ως σωρός στάχτης της ιστορία (ash-heap of history) [24]. Ο ίδιος ο Ρέηγκαν στις 8 Μαρτίου του 1983 στη Φλόριντα αποκάλεσε την ΕΣΣΔ ως αυτοκρατορία του κακού (evil empire), σε μία ομιλία του όπου επίσης υπεραμύνθηκε της αύξησης των πυρηνικών εξοπλισμών αλλά και της ανάγκης τοποθέτησης αμερικανικών πυραύλων στη Δυτική Ευρώπη [25].
H σοβιετική απάντηση ήταν έντονη. Μέσω του πρακτορείου ειδήσεων TASS η ΕΣΣΔ χαρακτήρισε τις ΗΠΑ ως ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που αγωνιζόταν να κυριαρχήσει στον πλανήτη, και πως η ΕΣΣΔ θα αντιστεκόταν στο όνομα της ανθρωπότητας. Μάλιστα κατηγόρησαν τον Ρεηγκαν ως πολεμοχαρή και ανισόρροπο αντικομμουνιστή. Τέλος ο ίδιος ο Αντρόποφ δήλωσε πως το να μετατρεπόταν η ιδεολογική μάχη σε ένοπλη σύρραξη θα ήταν πάρα πολύ δαπανηρό για όλη την ανθρωπότητα [26]. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η παρατήρηση πως με το λόγο του για την «αυτοκρατορία του κακού» ο Ρέηγκαν πόλωσε τόσο πολύ τις σχέσεις με την ΕΣΣΔ, ώστε η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη όσο αυτή της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα το 1962 [27].

Ο «πόλεμος των άστρων»
Το πλέον όμως κρίσιμο και επικίνδυνο στάδιο στις σχέσεις ΕΣΣΔ-ΗΠΑ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 ήταν ο «πόλεμος των Άστρων» που εξήγγειλε στις 23 Μαρτίου του 1983 ο Ρέηγκαν. Η Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (Strategic Defense Initiative-SDI) ήταν ένα πρόγραμμα δημιουργίας αμυντικού συστήματος προστασίας των ΗΠΑ από σοβιετικούς διηπειρωτικούς πυραύλους μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογικών μέσων στο διάστημα• το κόστος σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση ανερχόταν για τα πέντε πρώτα χρόνια σε 26 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1984 δημιουργήθηκε μάλιστα στα πλαίσια του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και ο Οργανισμός για τη Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία. Η SDI προέβλεπε τη χρήση δορυφόρων και όπλων λέιζερ και πυραύλων στο κενό αέρος του διαστήματος σε συνδυασμό με επίγειες συστοιχίες πυραύλων και κέντρα ελέγχου, προκειμένου να αχρηστεύσουν τους σοβιετικούς διηπειρωτικούς πυραύλους στα όρια ατμόσφαιρας-διαστήματος. Αρχικά η SDI εστιαζόταν σε αμυντικά συστήματα μεγάλης κλίμακας, αλλά σταδιακά δόθηκε το βάρος στα μικρότερα συστήματα [28].
Μεγάλη κριτική ασκήθηκε στο εσωτερικό των ΗΠΑ για τo πρόγραμμα SDI. Οι επικριτές του προγράμματος το θεωρούσαν τεχνολογικά ανέφικτο και πολυδάπανο. Ο ίδιος ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Ρέηγκαν, Ρ.Μακφάρλεϊν, δε θεωρούσε τη SDI ως στρατιωτικά εφικτή και αξιοποιήσιμη λύση για τις ΗΠΑ, αλλά ως διαπραγματευτικό όπλο, προκειμένου να το αποσύρει με ανάλογες μεγάλης κλίμακας αμυντικές παραχωρήσεις των Σοβιετικών [29]. Ακόμα και η Αμερικανική Εταιρία Φυσικών, το 1987, υποστήριξε πως η SDI ήταν ανέφικτη με την τότε τεχνολογία και πως σε δέκα χρόνια από τότε θα μπορούσε να καταλήξει στο εάν η SDI θα ήταν τότε εφικτή [30]. Οι υποστηρικτές της SDI θεωρούν πως χάρη σε αυτήν η ΕΣΣΔ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κούρσα των εξοπλισμών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεχόμενη την ήττα της στο Ψυχρό Πόλεμο. Αντίθετα όμως οι επικριτές της κάνουν λόγο, πέραν της αύξησης των ελλειμμάτων και του χρέους των ΗΠΑ, για την καθυστέρηση της ομαλοποίησης των σχέσεων με την ΕΣΣΔ• πιστεύουν πως εάν δε μεσολαβούσε η SDI οι σχέσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ θα ομαλοποιούνταν πιο γρήγορα απ’ ότι έγινε με την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία [31].
Επιπλέον το πιο επικίνδυνο με την SDI ήταν το γεγονός ότι άλλαζε πλήρως το πυρηνικό δόγμα την ΗΠΑ. Έτσι ο Ρέηγκαν εγκατέλειψε το δόγμα της βέβαιης αμοιβαίας καταστροφής (Mutuall Assured Destruction-MAD) για χάρη της στρατηγικής όχι της αμοιβαίας βέβαιης καταστροφής αλλά της επικράτησης (prevailing). H αρχή είχε γίνε με τον Κάρτερ, ο οποίος στις 25 Ιουλίου 1980 εξήγγειλε τη στρατηγική της επικράτησης [32], δηλαδή το να μην καταστρέψουν οι ΗΠΑ όλες τις πόλεις και τις οικονομικές εγκαταστάσεις της ΕΣΣΔ αλλά το να εξολοθρεύσουν πρώτα την ηγεσία της και μετά κάποιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις προτού προλάβαινε η Σοβιετική Ένωση να αντεπιτεθεί, καταστρέφοντας τις ΗΠΑ. Όμως η εγκατάλειψη της MAD δημιουργούσε πολλά προβλήματα, τα οποία τόνιζαν οι επικριτές της SDI. Έτσι θεωρούσαν ότι με την υπεροπλία τους οι ΗΠΑ θα ήταν αυτές που θα χτυπούσαν πρώτες με πυρηνικά, οδηγώντας σε πυρηνικό πόλεμο, αλλά και ότι η ΕΣΣΔ θα προσπαθούσε να καλύψει το χάσμα, οδηγούμενες οι δύο υπερδυνάμεις σε νέα κούρσα υπερεξοπλισμών [33].
Η αντίδραση της ΕΣΣΔ στην SDI ήταν να προσπαθήσει να εμφανιστεί διεθνώς ως φιλειρηνική, σε αντίθεση με τις φιλοπόλεμες ΗΠΑ. Προσπάθησε μάλιστα να καλλιεργήσει το κλίμα το διχασμού στο δυτικό στρατόπεδο στην Ευρώπη, αναφέροντας πως οι Αμερικανοί αδιαφορούν για τις επιπτώσεις της κούρσας των εξοπλισμών στη Δυτική Ευρώπη. Γνώριζαν οι Σοβιετικοί πολύ καλά ωστόσο πως με την SDI οι ΗΠΑ έπαιρναν σαφέστατο προβάδισμα στους εξοπλισμούς και πως αποκτούσαν την ικανότητά τους να έχουν -οι Αμερικανοί- την πρωτοβουλία σε ενδεχόμενη σύρραξη [34]. Έτσι για την ΕΣΣΔ η SDI έγινε ο υπ’ αριθμό 1 πολιτικός και αμυντικός στόχος. Μάλιστα μέσω του TASS χαρακτήρισαν τον Ρέηγκαν ως νέο Χίτλερ και την SDI ως επικίνδυνη, αποσταθεροποιητική και προβοκατόρικη. Βέβαια, ήδη από το 1984, οι Σοβιετικοί επιστήμονες δήλωναν πως η SDI ήταν τεχνολογικά ανέφικτη και ότι όποια πρόοδος θα γινόταν επ’ αυτής θα ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμη από την ΕΣΣΔ [35]. Ο ίδιος ο Σοβιετικός φυσικός Αντρέι Ζαχάροφ είχε πει πως η SDI ήταν μια γραμμή Μαζινώ στο διάστημα, ακριβή και ευάλωτη σε αντίμετρα [36]. Ταυτόχρονα όμως και οι ίδιοι οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να αυξήσουν τα κονδύλιά τους στον τομέα της χρήσης νέων τεχνολογιών για την ασφάλειά τους. Έτσι παρότι αρχικά επέμεναν πως περιορίζονταν σε βασική έρευνα, αργότερα (το 1987) αποκαλύφθηκαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Τατζικιστάν όπου λάμβαναν χώρα δοκιμές όπλων λέιζερ [37].

Συμπεράσματα
Η πενταετία 1980-1985 ήταν η τελευταία χρονική περίοδος που η παγκόσμια ειρήνη απειλήθηκε τόσο έντονα. Στις δύο υπερδυνάμεις υπήρχαν ηγέτες που, στη μεν ΕΣΣΔ ήταν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, στις δε ΗΠΑ επεδίωκαν εσκεμμένα την όξυνση. Η αμερικανική οικονομία μπόρεσε να ανταπεξέλθει στη νέα κούρσα των εξοπλισμών, παρά το ότι κυνηγούσε τεχνολογικές χίμαιρες. Αντίθετα η οικονομία της ΕΣΣΔ ήταν ανίκανη, λόγω των συστημικών προβλημάτων του σοβιετικού κράτους, να ανταποκριθεί σε μια επιθετική εξωτερική πολιτική, τόσο στην κούρσα των εξοπλισμών, όσο και στον πόλεμο του Αφγανιστάν αλλά και στους «λεονταρισμούς» με τους πυραύλους SS-20 και Pershing. Οι προεκτάσεις της τελευταίας αναλαμπής του Ψυχρού Πολέμου έφτασαν στο να χαθεί το κύρος ακόμα και των Ολυμπιακών Αγώνων που συνεπάγονταν εκεχειρία μεταξύ των εχθρικών κρατών.
Το κλίμα άλλαξε άρδην μετά την άνοδο στην εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Προσπάθησε να εφαρμόσει ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην ΕΣΣΔ μέσω της περεστρόικα και της γκλάσνοστ, αλλά τα συστημικά προβλήματα στη χώρα ήταν τόσο μεγάλα που οδήγησαν τελικά στην κατάρρευσή της. Αξιοσημείωτη ήταν όμως και η αλλαγή της στάσης του Ρέηγκαν και των ΗΠΑ. Ενθάρρυνε τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ και επεδίωξαν μαζί να προωθήσουν την ύφεση. Οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν 4 φορές, το 1985 στη Γενεύη, το 1986 στο Ρέικιαβικ, το 1987 στην Ουάσιγκτον και το 1988 στη Μόσχα (στη Μόσχα ο Ρέηγκαν δήλωσε πως η αυτοκρατορία του κακού αναφερόταν σε άλλη εποχή, σε αντίθεση με τη νέα εποχή των ομαλών σοβιετοαμερικανικών σχέσεων). Οι δύο ηγέτες συζητούσαν τον περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων και το 1987 συμφώνησαν τη δραστική τους μείωση των μέσου βεληνεκούς πυραύλων με τη συνθήκη INF και την απομάκρυνση των πυραύλων SS-20 και Pershing από την Ευρώπη. Ακόμα και οι λεκτικές αντιπαραθέσεις μειώθηκαν και έφτασαν στο σημείο ο Ρέηγκαν να καλεί τον Γκορμπατσόφ το 1987 να κατεδαφίσει το τείχος του Βερολίνου για χάρη της ειρήνης στην Ευρώπη, ενώ ο Γκορμπατσόφ το 1989 δήλωσε πως το νέο δόγμα της ΕΣΣΔ ήταν αυτό του Σινάτρα (I am doing it my way), επιτρέποντας τα κράτη-δορυφόρους της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν το δικό τους δρόμο μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού δίχως το φόβο της σοβιετικής επέμβασης. Ο Ψυχρός Πόλεμος τερματίστηκε κατόπιν σχετικών δηλώσεων των δύο ηγετών (Γκορμπατσόφ και Τζορτζ Μπους), στη Σύνοδο της Μάλτας, στις 3 Δεκεμβρίου του 1989 ενώ επίσημα ο Μπους, το 1991 όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ, δήλωσε πως οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο.

Παραπομπές:

1 M.Ellman & V.Kontorovich, The Destruction of the Soviet Economic System: an Insiders' History, εκδ. M.E. Sharpe, Oxford, 1998 σ. 97.
2 E.Bacon & M.Sandle, Brezhnev reconsidered, εκδ. Palgrave Macmillan, New York, 2002, σ. 45
3 R.Service, History of Modern Russia: From Tsarism to the Twenty-first Century, εκδ. Penguin Books, 2009, σ. 404
4 J.Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991. Πολιτική ιστορία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2001, σ. 381
5 Β.Schulman, The Seventies The Great Shift in American Culture, Society, and Politics, εκδ. Simon & Schuster, 2001, σ. 131, 207
6 Χ.Παπασωτηρίου, Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική, 1945-2002, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2003, σ. 332-336
7 D.D’Souza, Ronald Reagan: How an ordinary man became an extraordinary leader, εκδ. Simon & Schuster, New York, 1997, σ. 104 επ.
8 J.Young, σ. 78
9 Τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους ήταν: κινητοί πύραυλοι, με φέρουσα ικανότητα 3 ανεξάρτητων πυρηνικών κεφαλών, με βεληνεκές 4.400 χλμ. και εκτίμηση λάθους ως προς το στόχο μόλις 430 μ.
βλ. Τh. Cochran and etc., Nuclear Weapons Databook, Vol. IV:Soviet Nuclear Weapons, εκδ. Harper Business, New York, 1989, κεφ. SS-20
10 Η.Κουσκουβέλης, Θεωρία Διεθνών Σχέσεων στον Ψυχρό Πόλεμο. Αποτροπή και Πυρηνική Στρατηγική, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2000, σ. 165-167
11 Το έγγραφο διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΝΑΤΟ: http://www.nato.int/docu/basictxt/b791212a.htm Τελευταία προσπέλαση στις 30 Σεπτεμβρίου 2011.
12 R.Kugler, Commitment to Purpose: How Alliance Partnership Won the Cold War, εκδ. Rand Publishing, 1995, σ. 329 επ.
13 R.Kugler, σ. 422
14 P.Calvocoressi, Διεθνής Πολιτική, 1945-2000, εκδ. Τουρίκη, 2004, σ. 812 επ.
15 R.Gates, From the Shadows: The Ultimate Insider's Story of Five Presidents and How They Won the Cold War, εκδ. Simon & Schuster, 2007, σ. 146 επ.
16 Ψήφισμα ES-6/2 της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ του Ιανουαρίου 1980, διαδικτ.: www.un.org/documents/
17 G.Kepel, Jihad: The Trail of Political Islam, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, 2002, σ. 143.
18 Η Ελλάδα συμμετείχε κανονικά στους αγώνες με 42 αθλητές και η Κύπρος με 14.
19 E.Mertin, The Soviet Union and the Olympic Games of 1980 and 1984: Explaining Boycotts to their Own People, στο συλλογικό S. Wagg/D. Andrews (επιμ.) East plays West. Sport and the Cold War, εκδ. Routledge, Oxon, 2007, σ. 235–252.
20 Calvocoressi, σ. 92
21 A.Μαγούλας, Η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ρίζες του αμερικανικού ονείρου, 1600-1990, εκδ. Ακίδα, Αθήνα, 1997, σ. 840-841
22 Ο ίδιος Ρέηγκαν στην προεκλογική εκστρατεία του 1980 δήλωσε πως: «Οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να μας φτάσουν βιομηχανικά ή τεχνολογικά». Βλ.
D.D’Souza, σ. 99
23 1982 Defence Guidance, USGPO, Washington D.C., 1982
24 Ο λόγος ενώπιον του βρετανικού Κοινοβουλίου διαθέσιμος στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ρέηγκαν, διαδικτ.:
http://www.reagansheritage.org/html/reagan06_08_82.shtml τελευταία προσπέλαση 30.09.2011
25 Ο λόγος του Ρέηγκαν διαθέσιμος στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ρέηγκαν, διαδικτ: http://www.presidentreagan.info/speeches/empire.cfmτελευταία προσπέλαση 30.09.2011
26 M.Gravel-J. Lauria, A political odyssey: the rise of American militarism and one man's fight to stop it, εκδ. Seven Stories Press, New York, 2008, σ. 207
27 C.Andrew, For the President’s eyes only. Secret intelligence and the American Presidency from Washington to Bush, εκδ. Harper Collins, New York, σ. 461
28 D.Baucom, Missile Defense Milestones, 1944 – 1997, Federation of American Scientist, διαδικτ. δημοσ.: http://www.fas.org/spp/starwars/program/milestone.htm, τελευταία προσπέλαση 30.11.2011
29 M. Duric, The strategic defence initiative: US policy and the Soviet Union, εκδ. Ashgate Publishing Limited, Burligton, 2003, σ. 9
30 D. Schroeer, The Technological Feasibility of Strategic Defense, Physics and Society, vol. 16, no. 2σ. 4-6 και J.Michener, Orbital Debtis:-An Inexpensive Countenneasure to Space Based Weapons Systems, Physics and Society, vol. 16, no. 2, σ. 9-11
31 D’Souza, σ. 173 επ, και F.FitsGerald, Way out there in the blue: Reagan, Star Wars and the end of the Cold War, εκδ. Simon & Schuster, New York, 2001, σ. 265 επ.
32 Προεδρική Οδηγία/NCS 59, 25 July 1980, Βιβλιοθήκη Κάρτερ: www.jimmycarterlibrary.gov/documents/pddirectives/pd59.pdf
33 FitsGerald, σ. 265 επ.
34 Κ.Uchrinscko, Threat and Opportunity: The Soviet View of the Strategic Defense Initiative, μεταπτυχιακή εργασία στο Naval Postgraduate School Monterey CA, 1986.
35 M.Duric, σ. 42-43
36 J.Carroll, House of War: The Pentagon and the Disastrous Rise of American Power, εκδ. Houghton Mifflin Harcourt, 2007, σ. 408
37 Κουσκουβέλης, σ. 65-66


Πηγές:

i. Βάση δεδομένων εγγράφων NATO.
ii. Βάση δεδομένων εγγράφων ΟΗΕ.
iii. Βάση δεδομένων εγγράφων Βιβλιοθήκης Κάρτερ.
iv. Βάση δεδομένων εγγράφων Ιδρύματος Ρέηγκαν.

v. C.Andrew, For the President’s eyes only. Secret intelligence and the American Presidency from Washington to Bush, εκδ. Harper Collins, New York.
vi. E.Bacon & M.Sandle, Brezhnev reconsidered, εκδ. Palgrave Macmillan, New York, 2002.
vii. D.Baucom, Missile Defense Milestones, 1944 – 1997, Federation of American Scientist.
viii. P.Calvocoressi, Διεθνής Πολιτική, 1945-2000, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα, 2004.
ix. J.Carroll, House of War: The Pentagon and the Disastrous Rise of American Power, εκδ. Houghton Mifflin Harcourt, 2007.
x. Τh.Cochran and etc., Nuclear Weapons Databook, Vol. IV:Soviet Nuclear Weapons, εκδ. Harper Business, New York, 1989.
xi. D.D’Souza, Ronald Reagan: How an ordinary man became an extraordinary leader, εκδ. Simon & Schuster, New York, 1997.
xii. M. Duric, The strategic defence initiative: US policy and the Soviet Union, εκδ. Ashgate Publishing Limited, Burligton, 2003.
xiii. M.Ellman & V.Kontorovich, The Destruction of the Soviet Economic System: an Insiders' History, εκδ. M.E. Sharpe, Oxford, 1998.
xiv. F.FitsGerald, Way out there in the blue: Reagan, Star Wars and the end of the Cold War, εκδ. Simon & Schuster, New York, 2001.
xv. R.Gates, From the Shadows: The Ultimate Insider's Story of Five Presidents and How They Won the Cold War, εκδ. Simon & Schuster, 2007.
xvi. M.Gravel-J. Lauria, A political odyssey: the rise of American militarism and one man's fight to stop it, εκδ. Seven Stories Press, New York, 2008.
xvii. G.Kepel, Jihad: The Trail of Political Islam, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, 2002.
xviii. R.Kugler, Commitment to Purpose: How Alliance Partnership Won the Cold War, εκδ. Rand Publishing, 1995.
xix. E.Mertin, The Soviet Union and the Olympic Games of 1980 and 1984: Explaining Boycotts to their Own People, στο συλλογικό S. Wagg/D. Andrews (επιμ.) East plays West. Sport and the Cold War, εκδ. Routledge, Oxon, 2007.
xx. J.Michener, Orbital Debtis:-An Inexpensive Countenneasure to Space Based Weapons Systems, Physics and Society, vol. 16, no. 2.
xxi. R.Service, History of Modern Russia: From Tsarism to the Twenty-first Century, εκδ. Penguin Books, 2009.
xxii. D. Schroeer, The Technological Feasibility of Strategic Defense, Physics and Society, vol. 16, no. 2.
xxiii. Β.Schulman, The Seventies The Great Shift in American Culture, Society, and Politics, εκδ. Simon & Schuster, 2001.
xxiv. Κ.Uchrinscko, Threat and Opportunity: The Soviet View of the Strategic Defense Initiative, μεταπτυχιακή εργασία στο Naval Postgraduate School Monterey CA, 1986.
xxv. J.Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991. Πολιτική ιστορία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2001.

xxvi. Η.Κουσκουβέλης, Θεωρία Διεθνών Σχέσεων στον Ψυχρό Πόλεμο. Αποτροπή και Πυρηνική Στρατηγική, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2000.
xxvii. A.Μαγούλας, Η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ρίζες του αμερικανικού ονείρου, 1600-1990, εκδ. Ακίδα, Αθήνα, 1997.
xxviii. Χ.Παπασωτηρίου, Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική, 1945-2002, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2003.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης