ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ

Εισαγωγή
1. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη ή Συνθήκη της Λισαβόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΛΕΕ)[1] επιφέρει σημαντικές αλλαγές και στο τρόπο λειτουργίας του θεσμικού οργάνου του Κοινοβουλίου. Οι αλλαγές αυτές είναι προς τη θετική κατεύθυνση της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων και του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύνοψη των αλλαγών θα επιφέρει η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Οι αλλαγές αυτές υπήρχαν και στο απορριφθέν Σύνταγμα [2]. Ως προς τη θεσμική δομή της Ένωσης, η Συνθήκη επαναλαμβάνει το τρίπτυχο: Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, εμπλουτίζοντάς το ή ενισχύοντας το ρόλο του πρώτο. Ταυτόχρονα, ενόψει και της ενίσχυσης του ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, υπάρχει σχετική αναφορά στις διατάξεις της Συνθήκης για τις Βουλές των κρατών μελών.

Ιστορικά
2. Οι ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφέρονταν σε «Συνέλευση» και στους «αντιπροσώπους των λαών που έχουν συνενωθεί στην Κοινότητα» [3]. Συνήλθε στις 19 Μαρτίου 1958 και αποτελούνταν από 142 μέλη. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 αναφέρθηκε επίσημα σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και το ίδιο το όργανο από το 1962 αυτοαποκαλούνταν έτσι. Με την ΕΕΠ υιοθετήθηκε επίσης η διαδικασία της συνεργασίας. Ήταν μία εξελιγμένη μορφή της διαδικασίας διαβούλευσης που ίσχυε μέχρι τότε. Το 1993 η συνθήκη του Mάαστριχτ, θέσπισε τη διαδικασία της συναπόφασης, καθιστώντας το έτσι το Κοινοβούλιο συννομοθέτη [4].

2.1 Η άμεση και καθολική ψηφοφορία εντούτοις για την εκλογή των μελών έγινε πράξη μετά από αρκετά νομικά και πολιτικά εμπόδια [5]. Οι πρώτες εκλογές έγιναν στις 07-10.06.1979 ενώ το Συμβούλιο είχε καθιερώσει από το 1976 την άμεση και καθολική εκλογή [6]. Δυστυχώς όμως τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν τις εθνικές εκλογικές νομοθεσίες στις ευρωεκλογές, παρότι το Ευρωκοινοβούλιο έχει καταθέσει σχέδια κοινού εκλογικού συστήματος [7]• έτσι δεν υπάρχει ομοιότητα στον τρόπο εκλογής των μελών του Κοινοβουλίου. Στην Ελλάδα με το ν. 1180/81 [8] υπήρξε μεγάλη αλλαγή στα τότε εκλογικά πράγματα καθώς εισάχθηκε η ενιαία εκλογική περιφέρεια ως το σύνολο της Επικράτειας, η «λίστα» στα κομματικά ψηφοδέλτια και η κατάργηση του σταυρού προτίμησης [9].


Σύνθεση
3. Με τη συνθήκη της Λισαβόνας το Κοινοβούλιο θα υποστεί τροποποιήσεις ως προς τη σύνθεσή του. Δεν προβλέπεται καμία αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής των ευρωπαϊκών εκλογών. Πρέπει να διεξάγονται βάσει άμεσης καθολικής ψηφοφορίας, με ελεύθερη και μυστική ψήφο, και να επιτρέπουν στους Ευρωπαίους πολίτες να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους για θητεία πέντε ετών [10]. Κατ’ αρχάς η σύνθεση των μελών του Ευρωκοινοβουλίου συνίσταται από τους «αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης» και όχι από αντιπροσώπους των λαών των κρατών που έχουν συνενωθεί στην Κοινότητα [11]. Έπειτα ο αριθμός των ευρωβουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 751 (750 συν ο πρόεδρος), ενώ η κατανομή των εδρών μεταξύ των χωρών μελών θα γίνει με βάση την αρχή της φθίνουσας αναλογικότητας [12]. Η παραπάνω αρχή επάγεται τα εξής, ότι οι ευρωβουλευτές των πολυπληθέστερων χωρών θα εκπροσωπούν μεγαλύτερο αριθμό πολιτών από τους ευρωβουλευτές των χωρών με μικρότερο πληθυσμό. Τέλος η Συνθήκη προβλέπει ακόμη ότι κάθε χώρα μέλος δεν θα μπορεί να έχει λιγότερους από 6 και περισσότερους από 96 ευρωβουλευτές [13].

Αρμοδιότητες
4. Ως προς τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι ενισχύεται η διαδικασία της συναπόφασης (της υιοθέτησης νομοθετημάτων μόνο μετά από πλήρη συμφωνία τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου Υπουργών). Όμως πλέον μετονομάζεται σε συνήθη νομοθετική διαδικασία (αρθρ. 294 ΣΛΕΕ) [14]. Σχεδόν το σύνολο της κοινοτικής νομοθετικής λειτουργίας (γύρω στο 95%), με πολύ λίγες εξαιρέσεις λ.χ. φορολογία, θα υποβάλλεται στη διπλή έγκριση, με ίσους όρους, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου [15]. Κατά τον τρόπο αυτό ενισχύεται σημαντικά η δημοκρατική νομιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [16]. Συνεπώς καθίσταται σαν σώμα «συννομοθέτης της Ένωσης» [17] και άρα αποκτά το Κοινοβούλιο ισότιμη θέση με το Συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί τα κράτη μέλη για το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας της ΕΕ. Τέλος το Κοινοβούλιο εκλέγει, συμβολικά, τον πρόεδρο της Επιτροπής και δίνει την έγκρισή του για τη συγκρότηση σε συλλογικό όργανο της Επιτροπής [18], του ύπατου αρμοστή για την εξωτερική πολιτική συμπεριλαμβανομένου [19].

4.1 Αντιμετωπίζεται έτσι το «δημοκρατικό έλλειμμα», για το οποίο κατηγορείται η ΕΕ. Έτσι δυο αλλαγές κλειδιά που προτείνονται στη Συνθήκη της Λισαβόνας αποσκοπούν στην επέκταση της δημοκρατικής λογοδοσίας για τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Αρχικά προτείνεται όπως ο ρόλος του Κοινοβουλίου ενισχυθεί με την επέκταση της «συναπόφασης» σε ένα τεράστιο φάσμα θεμάτων [20].

4.2 Ειδικότερα έτσι ενισχύονται οι αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου στους τομείς του αστικού δικαίου, των πολιτικών του ασύλου, της μετανάστευσης και των θεωρήσεων, καθώς και της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Ακόμα τα ίδια ισχύουν για την κοινής γεωργική πολιτική, την κοινή αλιευτική πολιτική, την έγκριση λεπτομερών κανόνων για τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας ενώ διατάξεις του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ μπορούν να τροποποιηθούν κατόπιν διαβούλευσης με το Κοινοβούλιο. Επιπλέον η υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, η υλοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων, η Συνθήκη της Λισαβόνας τοποθετεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο αφορούν το Κοινοβούλιο. Ζητήματα ακόμα διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού θα υπάγοντα σε μια ειδική νομοθετική διαδικασία και θα απαιτεί την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, και της γενετήσιας εκμετάλλευσης, ο πολιτισμός, συμπεριλαμβανομένου του αθλητισμού θα υπάγονται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

4.3 Ταυτόχρονα επεκτείνονται οι εξουσίες του κοινοβουλίου σε δημοσιονομικά θέματα, καθώς καταργείται η διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών. Mε αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται πλήρης ισότητα μεταξύ κοινοβουλίου και συμβουλίου όσον αφορά την έγκριση του συνόλου του ετήσιου προϋπολογισμού, ενώ στο κοινοβούλιο αναγνωρίζεται επίσης το δικαίωμα να εγκρίνει το νομικά δεσμευτικό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο. Επίσης ο πρόεδρος της Eπιτροπής θα εκλέγεται από το Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, ύστερα από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Ακόμα αποκτά το Ευρωκοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας αναθεώρησης των συνθηκών και θα λαμβάνει μέρος στη διαδικασία μέσω της συμμετοχής του στη συνέλευση που προετοιμάζει την αναθεώρηση [21].

4.4 Τέλος ως προς τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, η έγκριση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου γίνεται επίσης γενικός κανόνας. Το Κοινοβούλιο συγκαταθέτει για την έγκριση διεθνών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ένωση. Ακόμη και στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΠΑ, αρμοδιότητος του Συμβουλίου), το Κοινοβούλιο έχει γενικό δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης [22].

Εθνικά Κοινοβούλια
5. Σημαντική είναι η Συνθήκη της Λισαβόνας και για τα Εθνικά Κοινοβούλια. Η Δημοκρατία αποτελεί θεμέλιο της Ένωσης αυτή καθεαυτή και οι συνιστώσες της, δηλαδή η δημοκρατική ισότητα των πολιτών, ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η συμμετοχική δημοκρατία [23]. Αυξημένο ρόλο παίζουν στην προσπάθεια για «περισσότερη δημοκρατία» τα εθνικά κοινοβούλια, όπως ειδικότερα ορίζει το νέο αρθρ. 12 ΣΕΕ.

5.1 Ειδικότερα εισάγεται το σύστημα της «έγκαιρης προειδοποίησης επικουρικότητας» [24] που απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποστέλλει όλες τις νέες προτάσεις νομοθετημάτων στα εθνικά κοινοβούλια πριν αρχίσει η μελέτη τους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών. Αν τα εθνικά κοινοβούλια ψηφίσουν ότι θεωρούν το προτεινόμενο νομοθέτημα ως παραβίαση της εθνικής επικουρικότητας [25], τότε θα πρέπει να αναπεμφθεί στην Επιτροπή για τροποποίηση ή απόσυρση. Ακόμα οι εθνικές βουλές θα ενημερώνονται και θα τους κοινοποιούνται όλα τα σχέδια των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Τέλος θα αξιολογούν τις πολιτικές στον τομέα του χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, την Europol και την Eurojust.

5.2 Κατά τον παραπάνω τρόπο επεκτείνεται η δημοκρατική λογοδοσία για τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ και ως προς τα κράτη μέλη, μειώνοντας έτσι το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για πρώτη φορά έτσι η θέσπιση της νομοθεσίας της ΕΕ υπόκειται στην προγενέστερη διερεύνηση από τις Εθνικές Βουλές, οι οποίες θα έχουν την ευκαιρία να προκαλέσουν την προτεινόμενη νομοθεσία εάν δεν προσαρμόζεται στην αρχή της επικουρικότητας [26]. Σημαντική είναι ακόμα η πρόνοια για ενημέρωση των εθνικών βουλών για τις αιτήσεις προσχώρησης στην Ένωση και για τη διακοινοβουλευτική συνεργασία με το Ευρωκοινοβούλιο.

Συμπεράσματα
6. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη δίνει νέα ώθηση στην Ευρώπη. Η Ένωση πλέον ενισχύεται και προσαρμόζεται στην πραγματικότητα των 27 κρατών μελών. Το Ευρωκοινοβούλιο δε θα μπορούσε παρά να ενισχύσει τη θεσμική και νομική θέση του. Έτσι υπάρχουν οι, και στο Σύνταγμα υφιστάμενες, διατάξεις σχετικές με την επέκταση των εξουσιών του Κοινοβουλίου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ένωσης και την εφαρμογή ενός νέου συστήματος κατανομής των εδρών μεταξύ κρατών μελών. Το σημαντικότερο άλλωστε όλων είναι ότι Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί πλέον πραγματικό συννομοθέτη, ενώ η επιρροή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επεκτείνεται στο σύνολο του προϋπολογισμού. Όλα ασφαλώς τα παραπάνω μόλις τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας [27], δηλαδή αφού εγκριθεί από το νομοθετικό σώμα κάθε κράτους μέλους και κατατεθεί στην κυβέρνηση της Ιταλίας.

-------------------------------

[1]Γενικό για τη Μεταρρυθμιστική συνθήκη, βλ. του ίδιου, «Πώς φτάσαμε και τι είναι η Συνθήκη της Λισσαβόνας, Συνθήκη Λισσαβόνας ή Μεταρρυθμιστική Συνθήκη», ιστότοπος:
http://emmanouilidismanos.blogspot.com/2008/06/blog-post_22.html
[2]αρθρ. I-20, I-34, III-330 έως III-340, III-396, III-403 έως III-409 Ευρ. Συντ.
[3]Αρθρ. 20 ΣΕΚΑΧ, αρθρ. 189 ΣΕΚ
[4]Αρθρ. 190 ΙV β ΣΕΚ
[5]Π. Στάγκος-Ευγ.Σαχπεκίδου, «Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Τεύχος Ι, εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νική, 2003, σελ. 158
[6]ΕΕ L. 278, 08.10.1976
[7]Πρώτο το Ψήφισμα 28.01.1982, PE, 1-988/81/Α
[8]ΦΕΚ Α’/188
[9]Ο Μάνεσης έκανε λόγο για ευοίωνες προοπτικές για τον εκσυχρονισμό των θεσμών. Βλ. εφημ. Το Βήμα, 02.02.1982
[10]Στο άρθρο III-330 του Ευρ. Συντάγματος διατηρούνταν όπως και στη ΣΛΕΕ, η νομική βάση που καθορίζει ότι οι ευρωπαϊκές εκλογές πρέπει να οργανώνονται σύμφωνα με μια ενιαία διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα που δεν ισχύει ακόμη. Το άρθρο του Συντ. αναφέρονταν στη θέσπιση ευρωπαϊκού νόμου ή νόμου πλαισίου που θα καθορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση της συγκεκριμένης απαίτησης.
[11]Νέο αρθρ. 14 παρ. 2 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και σημερινό αρθρ. 189 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΣΕΚ), αντίστοιχα
[12]Νέο άρθρ. 14 παρ. 2 ΣΕΕ
[13]Ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αποζημίωση των μελών του Κοινοβουλίου, η οποία πλέον καθιερώνεται (ως ενιαία αποζημίωση), ίση με το 38,5% των αποδοχών των μελών του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Το ποσό αυτό υπολογίζεται σε περίπου 7.800 Ευρώ μεικτά το μήνα (6.000 καθαρά).
[14]Π. Στάγκος-Ευγ.Σαχπεκίδου, «Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Τεύχος ΙΙ, εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/νική, 2009, σελ. 63,
[15]Κώστας Δ. Μπλιάτκας επιμ. «Αφιέρωμα 1958-2008: 50 χρόνια Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» β' μέρος, εφημ. Μακεδονία, 15.06.2008, ειδικοτ. Μποτόπουλος, «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Μέσα και πέρα από τις συνθήκες».
[16]Ψήφισμα Ευρ.Κοινοβ. σχετικά με τον νέο ρόλο και τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου ως προς την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας. ημ, 07.05.2009, εισηγ. Jean-Luc DEHAENE Jo LEINEN A6-0145/2009
[17]Στάγκος-Σαχπεκίδου, σελ. 64
[18]Νέα άρθρ. 17 παρ. 7 και 17 παρ. 7 εδ. γ’ ΣΕΕ
[19]Andrew Duff, «True Guide to the treaty of Lisboan», εκδ. Alliance of Liberals and Democrats for Europe.
[20]Όταν το Κοινοβούλιο ξεκίνησε, είχε απλώς το δικαίωμα να το συμβουλεύεται το Συμβούλιο Υπουργών. Σιγά, σιγά του έχουν δοθεί δικαιώματα συναπόφασης με το Συμβούλιο Υπουργών για όλο και περισσότερους τομείς πολιτικής.
[21]Μποτόπουλος, ο.π.
[22]ο.π. υποσημ. 4
[23]Νέα αρθρ. 9, 10 παρ1, 2 εδ. α’, 3, 11 ΣΕΕ.
[24]Ενημερωτικό Φυλλάδιο για τη ΣΛΕΕ, ιστότοπος: www.careforeurope.eu
[25]δηλ. θεωρήσουν ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα θα ήταν καλύτερα να τύχει χειρισμού από τα Κράτη Μέλη παρά από την ΕΕ. Γενικότερα η Ένωση και η Κοινότητα, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους, δρουν μόνο όταν η δράση τους είναι πιο αποτελεσματική από αντίστοιχα μέτρα εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής εμβέλειας.
[26]The Law Society, «A guide to the Treaty of Lisbon, European Union insight», Ιανουαρ. 2009, ιστότοπος: http://www.lawsociety.org.uk/accessibility.law
[27]Στις 6 Μαΐου 2009 η Γερουσία της Τσεχίας ενέκρινε τη Συνθήκη, ενώ εκκρεμεί το φθινόπωρο του 2009 η διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία ώστε να επικυρωθεί η συνθήκη (στις 12 Ιουνίου 2008 απορρίφθηκε με 53%).

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Το άτοπο της «λευκής» ψήφου και του «παρών» στην ποινική ευθύνη υπουργών (1).

1. Η υπόθεση Παυλίδη αποτέλεσε μια πολύ καλή ευκαιρία να αναδειχθεί το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Παρόμοιες καταστάσεις απασχόλησαν την πολιτική ζωή της χώρας αλλά και τον κλάδο του ποινικού και συνταγματικού δικαίου κατά το διάστημα 1989-1995 (2). Το κλίμα «ποινικοποίησης» της πολιτικής ζωής ήταν καταλύτης στο να αναδειχθούν οι αδυναμίες (3) των τότε ρυθμίσεων και να τροποποιηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος (αναθεώρηση 2001) και τη θέσπιση δύο νέων εκτελεστικών (και οργανικών του Ειδικού Δικαστηρίου) νόμων (4), του ν. 2509/1997 (5) και 3126/2003 (6), με τον τελευταίο να αντικαθιστά τον πρώτο (7). Παραμένουν ωστόσο τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος γης ποινικής ευθύνης των υπουργών, δηλαδή η πρωτοβουλία της Βουλής για την εκκίνηση των διαδικασιών και η, κατόπιν, αρμοδιότητα ειδικού ποινικού δικαστηρίου επί των υποθέσεων αυτών.

1.1 Το 2009, στην υπόθεση του υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Αρ. Παυλίδη, ανέκυψε σχετικό ζήτημα με την αποκλειστική αρμοδιότητα (8) της Βουλής όσον αφορά τις διαδικασίες άσκησης ποινικής δίωξης, ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης (αρθρ. 86 παρ. 2 Συντ.). Το θέμα που όμως, δεν απασχόλησε τη δημοσιότητα, από νομικής πλευράς, ήταν οι το «παρών» μελών της Βουλής, ή η «λευκή» ψήφος. Τούτο γεννά ερωτήματα που χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης καθώς αποτελούν σημαντικά γεγονότα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του κοινοβουλίου.

Η αρμοδιότητα της Βουλής
2. Κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη παράθεση των σταδίων της πορείας της υπόθεσης μέχρι την ψηφοφορία της Βουλής. Ακολουθήθηκε κατ’ αρχήν η κατ’ αρθρ. 86 παρ. 3 κοινοβουλευτική διαδικασία. Έτσι υποβλήθηκε πρόταση δίωξης από τριάντα τουλάχιστο μέλη της Βουλής και κατόπιν αυτής συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση. Ακολούθως σε δεύτερο στάδιο η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφάσισε (κατόπιν υποβολής του αιτιολογημένου πορίσματος στο σώμα) περί της άσκησης ή όχι της ποινικής δίωξης.

2.1 Μετά την κατάθεση επομένως του πορίσματος στην Ολομέλεια της Βουλής ακολουθεί συζήτηση που είναι γενική και έχει ως αντικείμενο την παραδοχή ή όχι της πρότασης άσκησης ποινικής δίωξης (9). Ακολούθως διενεργείται μυστική ψηφοφορία ξεχωριστά για κάθε τυχόν καταλογιζόμενη πράξη ή παράλειψη και λαμβάνεται απόφαση με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του κοινοβουλίου. Προκύπτει έτσι εμφανώς και πάλι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών ή όσων διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.2 Αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης εκκινά από τη σκέψη ότι πρέπει να υπάρχει φραγμός στη «δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής» (10). Όμως και πάλι συγκρούεται με τη δυσπιστία που θέτει ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στην αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. Από την άλλη η αμεροληψία των βουλευτών είναι ασφαλώς λιγότερη, αφού επικρατούν οι πολιτικές σκοπιμότητες και θυσιάζεται στο βωμό των ωφελειών, όλων των κομματικών σχηματισμών, το πνεύμα του νόμου και ο ρόλος της Βουλής. Η κομματικοποίηση της διαδικασίας, αν και «μακιαβελικά» λογική και ορθή, πλήττει το κύρος των θεσμών καθώς, εφόσον η Βουλή αποκτά δικαστικά και εισαγγελικά χαρακτηριστικά τότε απαιτείται η μη επιρροή της βούλησής της.

2.3 Άρα η διαφοροποίηση της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης που αποτελεί «οιονεί θεσμική εγγύηση» (11) συνιστά όντως θετικά βήματα και γι’ αυτό είναι κοινό γνώρισμα αρκετών δημοκρατικών συστημάτων το ειδικό ποινικό καθεστώς των υπουργών (12). Η σχετική φιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με την αλλαγή της νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη ίσως παραβλέπει το γεγονός ότι και η σχετική νομοθεσία παρέχει εχέγγυα προστασίας από συνεχείς μηνύσεις των υπουργών που έτσι θα αδυνατούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους αλλά ο μέγιστος κριτής, η Βουλή, δεν ανταποκρίνεται ως πρέπει στον εκ του συντάγματος ρόλο της.

Η Βουλή ως δικαιοδοτικό όργανο
3. Η αρμοδιότητα της Βουλής επί της υπουργικής ποινικής ευθύνης καταλήγει σε δύο επιλογές. Είτε ασκεί ποινική δίωξη σε βάρος του μέλους της κυβέρνησης (ακριβέστερα της πρώην κυβέρνησης, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δε θα παραπέμψει υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, εκθέτοντας πολιτικά την κυβέρνηση (13)) είτε δεν ασκεί (14). Ο ρόλος της Βουλής κατά τις ως άνω δύο περιπτώσεις είναι ουσιαστικά δικαιοδοτικός. Ετσι λοιπόν στεγανοποιείται απολύτως το σύστημα ελέγχου των ποινικών αδικημάτων των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών και ανατίθεται εξ ολοκλήρου στη Βουλή (15).

3.1 Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα εισαγγελικής αρχής, αφού είναι αρμόδια μα παραπέμψει τον υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο (16). Παλαιότερα (πριν την αναθεώρηση του 2001) η Βουλή «κατηγορούσε» τον υπουργό και στο ακροατήριο του ειδικού δικαστηρίου, όχι μόνο στον ανακριτή ή το συμβούλιο (17). Η κατάργηση του θεσμού των κατηγόρων – βουλευτών (της Επιτροπής της Βουλής) που εκπροσωπεί την κατηγορία ήταν ένα βήμα μπροστά. Οι κατήγορο-βουλευτές δεν εκπροσωπούν πλέον την Εισαγγελική Αρχή , η οποία παρίσταται δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (18).

3.2 Στα πλαίσια των καθηκόντων τους οι βουλευτές ατομικά, που συνιστούν συλλογικά τη Βουλή, θα πρέπει να λάβουν θέση υπέρ ή κατά της άσκησης ποινικής δίωξης, ούτως ώστε η απόλυτη πλειοψηφία των βουλήσεων των μελών του κοινοβουλίου να αποτελέσει την απόφαση της Βουλής περί δίωξης ή όχι. Τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία του κοινοβουλίου (interna corporis), ένα εκ των οποίων είναι και η απόφαση για παραπομπή σε δίκη ρυθμίζονται ειδικότερα από τα αρθρ. 153-158 του Κανονισμού της Βουλής (19). Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα δικαστικού οργάνου και ουσιαστικά είναι η ίδια, αντί των δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, που απονέμει δικαιοσύνη.

3.3 Κατά τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι υπάρχει σαφής εφαρμογή των βασικών κανόνων του αστικού και ποινικού δικαίου και στο δημόσιο-συνταγματικό, σε ότι έχει να κάνει με την αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατ’ αρθρ 86 Συντ. Έτσι δεν είναι νοητή σε ένα κράτους δικαίου η αρνησιδικία, δηλαδή η αποστέρηση του δικαιώματος κρίσης από τη δικαιοσύνη. Η δίκαιη δίκη θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα και προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο από το αρθρ. 8 Συντ. και σε περιφερειακό από το αρθρ. 6 ΕΣΔΑ.

3.4 Κάθε δικαιοδοτικό όργανο, συνίσταται από τις ατομικές κρίσεις των μελών του. Έτσι και η Βουλή, ως όργανο αποκλειστικά αρμόδιο για άσκηση ποινικής δίωξης, δηλαδή ως όργανο ταγμένο στη δικαιοσύνη, αποφασίζει για τα ενώπιον της θέματα με βάση τις ατομικές βουλήσεις των βουλευτών. Η κρίση του μέλους της Βουλής επί του ζητήματος στης άσκησης ή όχι ποινικής δίωξης αποτελεί ουσιαστικά άσκηση δικαστικής εξουσίας και πρέπει να δεσμεύεται ο βουλευτής από τις αρχές του δικαίου.

3.5 Άρα όταν ο βουλευτής ψηφίζει «παρών» ή «λευκό» ουσιαστικά δεν εκφέρει, ως οφείλει, την κρίση του για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης. Αρνείται κατά τον τρόπο αυτό την ορθή άσκηση των καθηκόντων του. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την αρμόδια δικαστική αρχή, όταν πρόκειται να αποφανθεί για ένα γεγονός, να δηλώνει αντί του ναι ή όχι, αθώος ή ένοχος, να ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι, απλά «παρούσα» ή «λευκό». Η λευκή ψήφος ή η δήλωση «παρών» αποτελεί άρνηση κρίσης και ως εκ τούτο οδηγεί σε αρνησιδικία. Ο βουλευτής μπορεί να δηλώσει δηλαδή «παρών» αλλά ο δικαστής στην έδρα δεν θα κρίνει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου λέγοντας παρών. Όμως ο βουλευτής στις διαδικασίες της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι ουσιαστικά δικαστής και έτσι η κρίση του θα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη, όχι επαμφοτερίζουσα και ασαφής δικαιολογούμενος όμως λέγοντας «παρών».

Συμπεράσματα
4. Τα άτοπα στα οποία οδηγούν οι παραπάνω σκέψεις καθιστούν εμφανή την ανάγκη αλλαγή του καθεστώτος για την ποινική υπουργική ευθύνη. Άλλωστε πλέον γίνεται και από ακαδημαϊκούς λόγος για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου (20). Άλλοι υπογραμμίζουν την τακτική της Θέμιδας να ερευνά υποθέσεις τέλεσης εγκλημάτων πολιτικής υφής, που όμως για να παρακαμφθεί ο σκόπελος του αρθρ. 86 Συντ. ασκούνται ποινικές διώξεις κατά μελών δ.σ. εταιρειών, επιχειρήσεων και οργανισμών για αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο εταιρικής διαχείρισης και όχι κατά του εποπτεύοντος υπουργού (21).

4.1 Όλες όμως οι ατέλειες του υπάρχοντος συστήματος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την τακτική του ολίγον έγκυος από ορισμένα μέλη της Βουλής, που ουσιαστικά αρνήθηκαν να ασκήσουν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Η τακτική αυτή είναι λανθασμένη και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Είναι νομικά αδιάφορο αν δήλωσαν παρόντες ή ψήφισαν λευκό για να αποφύγουν τη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή. Ασφαλώς και υπάρχουν πιέσεις στους βουλευτές να ακολουθήσουν τις επιταγές του κόμματος αλλά αφού ο βουλευτής αναλαμβάνει το ρόλο του δικαστή πρέπει να είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος και να μην του ασκούνται πιέσεις. Όλα αυτά είναι όμως μια άλλη ιστορία..

υποσημειώσεις:

1 Το παρόν κείμενο αποτελεί έκφραση νομικών απόψεων και σε καμία περίπτωση δεν περιέχει κομματικές κρίσεις και τοποθετήσεις επί των υπό μελέτη θεμάτων.
2 Α. Λομβέρδος, «Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σελ. 111 επ.
3 Βλ. γενικά το Ι. Μανωλεδάκης - Ε.Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών – Μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης-προτάσεις για την τροποποίησή της», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993
4 Π. Παραράς, «Σύνταγμα 1975», Corpus III, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σελ. 246
5 ΦΕΚ 50 A’/10-04-1997
6 ΦΕΚ 66 Α’/19-03-2003
7 Γ. Δημητρόπουλος, «Ποινική ευθύνη των μελών της κυβερνήσεως», εκδ. Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα, 2008, σελ. 25
8 Κ. Χρυσόγονος, «Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 2003, Θεσ/νίκη, σελ. 561
9 Κ. Μαυριάς, «Συνταγματικό Δίκαιο», β΄ αναθεωρ. εκδ., Αντ. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 583
10 Ε. Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών», Υπεράσπιση, 1993, σελ. 456
11 Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 558
12 Γ. Κουτρουγκάλος, «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των υπουργών», Εφαρμ. 1996, σελ. 54 επ.
13 Βενιζέλος, ο.π. σελ. 454
14 Υπάρχει και η δυνατότητα εφόσον έχει ασκήσει η Βουλή ποινική δίωξη να την ανακαλέσει (αρθρ. 68 παρ.3 εδ. στ’ Συντ.) ή να την αναστείλει, κατόπιν θετικής ψήφου της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών.
15 Αργ. Καρράς, «Η συνταγματική αναθεώρηση», Ποινικός Λόγος, 2001
16 Ένα ειδικό δικαστήριο δε συνεδριάζει μόνιμα, δηλαδή τα μέλη του δεν είναι μόνιμα και αποκλειστικά απασχολούμενα σε αυτό. Αντίθετα συνέρχεται μόνο για να δικάσει ορισμένο είδος υποθέσεων. Η αρμοδιότητά του όμως καθορίζεται γενικά και αφηρημένα με νόμο και αφορά απεριόριστο αριθμό μελλοντικών υποθέσεων. Το ειδικό δικαστήριο πρέπει να διακρίνεται από το έκτακτο δικαστήριο το οποίο απαγορεύεται εκ του Συντάγματος. Μετά τη Μεταπολίτευση σημαντικές υποθέσεις στο Ειδικό Δικαστήριο ήταν το σκάνδαλο με το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι (1990) και το σκάνδαλο Κοσκωτά (1992).
17 Ν. Ανδρουλάκης, «Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών», 1989, σελ. 61
18 Γ. Δημητρόπουλος, ο.π., σελ. 23
19 Ε. Βενιζέλος, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», τ. Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1991, σελ. 436
20 Ο Βενιζέλος θεωρεί ότι είναι δυνατόν μέσα στα όρια του υπάρχοντος συνταγματικού πλαισίου (με αρκετά πλατιά ερμηνευτική διάθεση, βέβαια) να ανατεθεί το όλο έργο της προκαταρκτικής εξέτασης και της κύριας ανάκρισης σε δικαστικό συμβούλιο που θα εκλέγεται από τη Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3. Ο Αλιβιζάτος θεωρεί ότι «ολόκληρη η ποινική διαδικασία κατά υπουργών, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης έως την άσκηση δίωξης και την κύρια ανάκριση, πρέπει να διεξάγεται (χωρίς ανάμειξη της Βουλής) από τους εισαγγελείς και τους τακτικούς δικαστές, όπως ισχύει για κάθε πολίτη. Της ίδιας άποψης είναι και ο Χρυσόγονος, προσθέτοντας ότι «πρέπει να προηγηθεί απόφαση της Βουλής που θα δίνει την άδεια για την έναρξη των ποινικών διαδικασιών»
21 Βλ. Χρ. Ζέρβα, «Συναίνεση περί ευθύνης υπουργών», εφημ. Ελευθεροτυπία, 12.04.2009
22 Γ. Γεραπετρίτης, «Δικαιοσύνη με πολλά πρόσωπα», εφημ. Καθημερινή, 05.11.2008.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης