ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Κτηματολόγιο στο Δήμο Αλμωπίας (Αριδαία) και στο Δήμο Έδεσσας (πλην της πόλης Έδεσσας)



Με αφορμή την έναρξη των δηλώσεων εμπράγματων δικαιωμάτων στις περιφέρειες τόσο του Δήμου Αλμωπίας (πόλη της Αριδαίας και χωριά των άλλοτε Δήμων Αριδαίας και Εξαπλατάνου) όσο και του Δήμου Έδεσσας (άλλοτε Δήμου Βεγορίτιδας -πλέον του Αγίου Αθανασίου-  και άλλοτε Δήμου Έδεσσας πλην της πόλης και των οικισμών Κλησοχώρι και Προάστιο) ακολουθεί άρθρο σχετικά με τη φύση και τις διαδικασίες του Κτηματολογίου. 



Το Εθνικό Κτηματολόγιο είναι μία πλήρης καταγραφή όλων των ακινήτων της περιοχής που κυρήσσεται υπό Κτηματογράφηση καθώς και των δικαιωμάτων που υπάρχουν επί αυτών των ακινήτων κατά την τρέχουσα χρονική στιγμή και εφ’ εξής.
Το Εθνικό Κτηματολόγιο είναι ένα θεμελιώδες έργο για την Ελλάδα.
Τα οφέλη από τη δημιουργία του είναι πρώτιστα η καταγραφή και κατοχύρωση- προστασία της ιδιοκτησίας των πολιτών.
Αποτελεί ένα σύστημα πολύ πιο σύγχρονο και ολοκληρωμένο από το σύστημα Υποθηκών και Μεταγραφών που ισχύει στα Υποθηκοφυλακεία, καθώς ως κτηματοκεντρικά δομημένο σύστημα το Κτηματολόγιο δίνει τη δυνατότητα έρευνας με βάση το ακίνητο και όχι το πρόσωπο, όπως συμβαίνει σήμερα στα Υποθηκοφυλακεία.
Παράλληλα, με τη δημιουργία του Κτηματολογίου δημιουργείται και η κτηματολογική βάση που δίνει τη δυνατότητα της χωρικής- γεωμετρικής απεικόνισης και καταγραφής των ακινήτων.
Επιπλεόν, με τη λειτουργία του Κτηματολογίου δίνεται η δυνατότητα καταγραφής και κατοχύρωσης δικαιωμάτων, που δεν είναι καταχωρισμένα σε καμία άλλη βάση δεδομένων, όπως είναι η συνήθης στην ελληνική περιφέρεια άτυπη πρακτική της χρησικτησίας.
Ως εκ τούτου, με τη δημιουργία του Κτηματολογίου ενισχύεται η διαφάνεια και η ασφάλεια στις μεταβιβάσεις ακινήτων, ενώ παράλληλα περιορίζεται η γραφειοκρατεία με απλούστερες και ταχύτερες διαδικάσιες μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας.)

Υποχρέωση να υποβάλει δήλωση στο Κτηματολόγιο έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εμπράγματο ή εγγραπτέο δικαίωμα σε ακίνητο: 
Συγκεκριμένα, υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχει ο ιδιοκτήτης ακινήτου, ο οποίος έχει δικαίωμα κυριότητας, πλήρους ή ψιλής και κάθε δικαιούχος επικαρπίας, ισόβιας ή ορισμένου χρόνου. Επίσης, υποχρέωση υποβολής δήλωσης ενώπιον του Κτηματολογίου έχει κάθε δικαιούχος δικαιώματος προσδοκίας υπό αίρεση ή προθεσμία, κάθε δικαιούχος προσωπικής ή πραγματικής δουλείας (οποιουδήποτε περιεχομένου, π.χ. διόδου, οίκησης), ο δικαιούχος εμπράγματης ασφάλειας(υποθήκη, προσημείωση υποθήκης κλπ), κατάσχεσης(συντηρητική, αναγραστική, αναγγελία απαίτησης που επέχει θέση κατάσχεσης, δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού), εγγραπτέας αγωγής, εγγραπτέας μίσθωσης (χρονομεριστική, χρηματοδοτική, υπερενναετής) και κάθε άλλου εγγραπτέου δικαιώματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν.2664/1998.
Η δήλωση μπορεί να υποβληθεί είτε από τον ίδιο το δικαιούχο είτε από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό του δικαιούχου στο αρμόδιο Γραφείο Κτηματογράφησης. Σε περίπτωση που κάποιος τρίτος καταθέσει δήλωση στο Γραφείο Κτηματογράφησης για λογαριασμό του δικαιούχου, απαιτείται απλή εξουσιοδότηση, δηλαδή χωρίς τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής.
Κατά την υποβολή  δήλωσης ενώπιον του αρμόδιου Γραφείου Κτηματογράφησης, η δήλωση πρέπει να συνοδεύεται από απλό φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας του δηλούντος, απλό φωτοαντίγραφο αποδεικτικού ΑΦΜ(εκκαθαριστικό εφορίας, λογαριασμός ΔΕΗ) και απλό φωτοαντίγραφο των τίτλων που θεμελιώνουν το δηλούμενο δικαίωμα.
Η διαδικασία υποβολής δήλωσης γίνεται με την προσκόμιση της δήλωσης στο αρμόδιο Γραφείο Κτηματογράφησης, τον υπολογισμό του τέλους Κτηματογράφησης με την έκδοση εντύπου «Προσωρινής Καταχώρισης Δήλωσης και Υπολογισμού Τέλους», την πληρωμή στη συνέχεια του εν λόγω τέλους στις συνεργαζόμενες τράπεζες και τέλος την προσκόμιση του πρωτότυπου παραστατικού πληρωμής της τράπεζας στο Γραφείο Κτηματογράφησης και την παραλαβή του αποδεικτικού υποβολής δήλωσης.
Η καταβολή του τέλους Κτηματογράφησης γίνεται σε τράπεζες και ΕΛΤΑ, με την προσκόμιση του εκτυπωμένου εντύπου υπολογισμού τέλους.

Ειδικές περιπτώσεις δικαιωμάτων:
Όσον αφορά το δικαίωμα υψούν, αποτελεί ξεχωριστό δικαίωμα κατά τη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, δηλαδή αυτό συμμετέχει με ξεχωριστό ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο κι ως εκ τούτου υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης για το εν λόγω δικαίωμα ενώπιον του Γραφείου Κτηματογράφησης.
Όσον αφορά τους βοηθητικούς χώρους, δηλαδή τις αποθήκες και τις θέσεις στάθμευσης, στις περιπτώσεις που δεν αποτελούν παρακολουθήματα άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών, αλλά αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητους χώρους, δηλαδή συμμετέχουν με ποσοστό συγκυριότητας επί του γεωτεμαχίου, υπάρχει και σε αυτή την περίπτωση η υποχρέωση υποβολής δήλωσης στο Κτηματολόγιο.
Σε περίπτωση δικαιώματος με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, αν δεν υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατά την υποβολή της δήλωσης στο Κτηματολόγιο πρέπει να προσκομιστούν και να κατατεθούν έγγραφα που να αποδεικνύουν τη χρησικτησία, π.χ. λογαριασμοί ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ, μισθωτήρια, ένορκες βεβαιώσεις, προσύμφωνο, πράξη αναγνώρισης ορίων κλπ. Από τα έγγραφα αυτά θα πρέπει να αποδεικνύεται η 20ετής νομή και κατοχή του ακινήτου.
Σε περίπτωση δικαιώματος με αιτία κτήσης κληρονομιά, ακόμη κι αν δεν έχει γίνει αποδοχή κληρονομίας από τους δικαιούχους, υπάρχει η δυνατότητα υποβολής δήλωσης στο Κτηματολόγιο με την προσκόμιση των απαραίτητων νομιμοποιητικών εγγράφων κληρονομικού δικαιώματος, αναλόγα με το αν πρόκειται για εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή.
(Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, τα απαραίτητα έγγραφα για τη θεμελίωση του δικαιώματος είναι τα εξής:
α. Ο τίτλος του κληρονομούμενου- θανόντος,
β. Ληξιαρχική πράξη θανάτου,
γ. Αντίγραφο της δημοσιευμένης διαθήκης,
δ. Πιστοποιητικό μη δημοσίευσης ετέρας διαθήκης και
ε. Πιστοποιητικό μη αποποίησης κληρονομιάς
Στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, τα απαραίτητα έγγραφα για τη θεμελίωση του δικαιώματος του κληρονόμου είναι τα εξής:
α. Ο τίτλος του κληρονομούμενου- θανόντος,
β. Ληξιαρχική πράξη θανάτου,
γ. Πιστοποιητικό εγγυτέρων- πλησιεστέρων συγγενών,
δ.  Πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης και
ε. Πιστοποιητικό μη αποποίησης κληρονομιάς.)
Να τονίσουμε, τέλος, ιδιαίτερα ότι μέχρι την έναρξη λειτουργίας του γραφείου Κτηματογράφησης στην περιοχή σας σκόπιμο είναι να εντοπίσετε τυχόν εκκρεμότητες που ενδεχομένως έχετε σχετικά με την ακίνητη περιουσία σας και να προβείτε στις απαραίτητες διορθώσεις. Για παράδειγμα, μπορείτε με τη συνδρομή κάποιου νομικού να ελέγξετε αν οι τίτλοι κυριότητάς σας έχουν μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο, εάν υπάρχουν σφάλματα στα συμβόλαια, να προβείτε σε άρσεις των διαλυτικών αιρέσεων στα συμβόλαιά σας ή να τακτοποίησετε εκκρεμή προσύμφωνα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα προσύμφωνα καθώς δε μεταγράφονται στα Υποθηκοφυλακεία, δεν κατοχυρώνουν το δικαιώμά σας, εκτός αν έχουν συμπληρωθεί 20 χρόνια από την υπογραφή τους, που σε αυτή την περίπτωση μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικό άσκησης χρησικτησίας. Ωστόσο, καλό είναι να προβείτε σε διορθώσεις τέτοιου είδους εκκρεμοτήτων και στην οριστικοποίηση των προσυμφώνων σας προκειμένου να υποβάλετε δηλώσεις στο Κτηματολόγιο με έγγραφα που θεμελιώνουν και κατοχυρώνουν έναντι τρίτων τα δικαιώματά σας.

 


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Αντισυνταγματικό το παράβολο των 200€ για κατάθεση έφεσης ως "καθαρά εισπρακτικό μέτρο". Απόφαση 108/2014 Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων

ΕφΙωαννίνων 108/2014

Παράβολο έφεσης - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθ. 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 - Ιδιόγραφη διαθήκη - Πρακτικά δημοσίευσης διαθήκης - Επισύναψη φωτοτυπίας - Ανακοπή ακύρωσης -.

Κρίθηκε ότι δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ, 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Το αρμόδιο για τη δημοσίευση διαθήκης όργανο, προβαίνει στη δημοσίευση, αφού προηγουμένως εξετάσει, αυτεπαγγέλτως και διαπιστώσει, ότι πρόκειται για υποστατή διαθήκη, ήτοι έγγραφο που έχει χαρακτήρα διάταξης τελευταίας βούλησης, κάτι που δεν συμβαίνει, πλην άλλων και όταν η ανάγνωση του είναι αδύνατη, αφού τότε αποκλείεται η παραπάνω διαπίστωση, ενώ η δημοσίευση, τεχνητά, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δυνατή μόνο με την επισύναψη φωτοτυπίας του στην πράξη δημοσίευσης, ουδένα των σκοπών δημοσιότητας που επιδιώκονται, εξυπηρετεί (σχόλια και απόφαση από τον ιστότοπο του ΔΣΑ).

Αριθμός απόφασης 108/2014

ΤΟ ΜΌΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

 
      Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Λάμπρο Καρέλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και τη γραμματέα Αναστασία Βαρδάκα.

      Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 2 Απριλίου 2014, για να δικάσει την εξής υπόθεση:

      Της εκκαλούσης ..., κατοίκου Κήπων Ζαγορίου Ιωαννίνων, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπάσιο.

      Με την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων απορρίφθηκε η από 8-7-2013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης.

      Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεση της, με την οποία ζητά, όσα αναφέρονται σ' αυτή,

      Με την 119/21-3-2014 πράξη ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης η ανωτέρω.

      Εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο και παραστάθηκε η εκκαλούσα, όπως αναφέρεται παραπάνω.

     Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσης ζήτησε, όσα αναφέρονται στις προτάσεις του και στα πρακτικά.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


     Η υπό κρίση από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεση στρέφεται κατά της 24/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ), η από 8-7-2013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης, για την ακύρωση της από 18-5-2012 πράξης και των 293/2012 πρακτικών δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούσα δεν επικαλείται και από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ, από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, στις 31-1-2014, δεν έχει περάσει τριετία (άρθρα 495, 498, 499, 500, 518 παρ. 2, 739, 741, 760 επ. ΚΠολΔ). Επίσης, αρμόδια φέρεται στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 19, 741, 760 επ. ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 19 ισχύει μετά το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 44 παρ. 1 του νόμου 3994/2011 (σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με την εφαρμογή και των άρθρων 748 και 760 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 760 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1, 741 ΚΠολΔ).

     Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το νδ 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμως ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλΔικ 36-571). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή. Ειδικότερα:


     Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.

     Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί, καθόσον: α) η ανάγκη «αποτροπής άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων», με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση του με την αιτιολογική έκθεση (ΚΝοΒ 60-561), επαρκώς, αλλά και δικαιότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, θεραπεύεται με τις από ετών υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να παρίστανται η νέα ρύθμιση περιττή ως προς την απονομή της δικαιοσύνης τουλάχιστον και η ανωτέρω δικαιολόγηση της μη πειστική, β) Με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται επιστροφή του παραβόλου μόνο «σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης» του διαδίκου που το κατέθεσε και όχι, όπως στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται και, όπως, για λόγους συνέπειας και προς αυτή, αλλά και προς τον ανωτέρω προβαλλόμενο σκοπό, θα έπρεπε, αν πρόκειται για μη αβάσιμο ένδικο μέσο. Βέβαια και αν ακόμη προβλεπόταν η επιστροφή του παραβόλου στην περίπτωση του μη αβασίμου ενδίκου μέσου και πάλι θα επρόκειτο για μέτρο που δεν συνάδει με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης και των δικαστηρίων, αφενός μεν διότι δεν αποκλείεται το σφάλμα της δικαστικής κρίσης που θα το χαρακτήριζε ως αβάσιμο και αφετέρου διότι το αβάσιμο ένδικο μέσο δεν ταυτίζεται και δεν συμπίπτει με το προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο. Αν, συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου δεν ήταν αυτή που προαναφέρθηκε, αλλά η υποβοήθηση της αποτελεσματικής λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης, οπωσδήποτε θα έκανε λόγο, όχι, όπως πράττει, για αβάσιμο, αλλά για προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο ένδικο μέσο, παράλληλα δε, θα προέβλεπε την επιστροφή του παραβόλου, όχι σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση που, σύμφωνα με τη δικαστική κρίση, η έφεση,, έστω και αν απορρίφθηκε και, συνεπώς, ηττήθηκε ο εκκαλών, δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη, γ) Πέραν των ανωτέρω, αν ο πραγματικός σκοπός της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε, η επιστροφή του παραβόλου θα προβλεπόταν, όχι μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής νίκης εκείνου που το κατέθεσε, αλλά σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν ήταν αβάσιμη, αφού άλλο απόρριψη της έφεσης, η οποία απόρριψη επάγεται με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την αιτία απόρριψης, εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και άλλο δικαστική κρίση για το ότι η έφεση που ασκήθηκε ήταν αβάσιμη, περίπτωση, η καταπολέμηση της οποίας, εφόσον συνέτρεχαν και οι ανωτέρω λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, δ) Δεν προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής του παραβόλου ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο, απορρίψει μεν την έφεση, κρίνει, όμως, δικαιολογημένη την άσκηση αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όπως, για τη συμφωνία της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης με τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις, θα έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεση της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (σχετ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι' αυτό, απ' όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου από τις παραπάνω διατάξεις δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, με την πρόβλεψη καταλογισμού του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση του για την ουσία της υπόθεσης, αφού μόνο τότε θα μπορούσε να κρίνει ειδικά για όλες τις παραμέτρους σχετικά με το δικαιολογημένο ή μη της επιβολής του. θ) Αφού, τέλος, το παράβολο αποτελεί προκαταβολική κύρωση σε βάρος του εκκαλούντος, για την περίπτωση που αυτός δεν ήθελε εξέλθει ολικά ή μερικά νικητής του δικαστικού αγώνα, με τη θέσπιση του ως προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης, πριν δηλαδή την κρίση για τη νίκη ή ήττα του εκκαλούντος, δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβάσιμων εφέσεων, αφού η έφεση, βάσιμη ή αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί, πέραν του ότι με την υπόψη ρύθμιση η κρίση για το βάσιμο ή μη αυτής μεταφέρεται σε διάφορο από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο και μάλιστα πριν τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, ενώ, παράλληλα, το βάσιμο ή μη της έφεσης, ως θέμα που συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με το κατά πόσο ο εκκαλών έχει δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όχι, είναι, αλλά και θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο από παράβολα ή και την προκαταβολή τους. Θα αποτραπεί έτσι και το παράδοξο να διαβλέπει το Εφετείο, ότι η έφεση είναι και στην ουσία βάσιμη και ότι, για, προφανείς ακόμη, λόγους δικαιοσύνης, επιβάλλεται η παραδοχή της, πλην να την απορρίπτει, λόγω μη (προ)καταβολής του οικείου παραβόλου από τον εκκαλούντα.

     Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από τη διαπίστωση ότι οι αυξημένης   ισχύος   διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δεν κατοχυρώνουν τα ένδικα μέσα και το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Και τούτο, διότι, το δικαίωμα ενδίκου μέσου, ήτοι το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νόμο 1705/1987 και το οποίο, αφορά μεν ποινικές καταδίκες, πλην, όμως, επειδή απηχεί γενικότερη άποψη του διεθνούς νομοθέτη για δικαίωμα ολοκληρωμένης προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, εφαρμόζεται αναλογικά και εν προκειμένω (Κ. Χιώλου, Αντισυνταγματικοί περιορισμοί ασκήσεως αναιρέσεων κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, ΝοΒ 44-328 επ.) και το οποίο άρθρο ευθέως παραβιάζεται με το παραπάνω παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης και, μάλιστα, αδιακρίτως, για κάθε υπόθεση, αφού εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου από την παραπάνω οικονομική προϋπόθεση, η οποία είναι άσχετη με τους περιορισμούς της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου του Εβδόμου Πρωτοκόλλου, των οποίων θα μπορούσε να γίνει αναλογική μεταφορά με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ενώ η επιστροφή του παραβόλου με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν θεραπεύει την παραβίαση (και την αδικία), αφού δεν αίρει τον αποκλεισμό όσων δεν μπορούν να το προκαταβάλουν. Εκτός τούτων, όταν, παρά την, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται για την παραδεκτή άσκηση της, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, πολύ περισσότερο, να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στο ένδικο αυτό μέσο, όπως, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, συμβαίνει με το παράβολο για το οποίο γίνεται λόγος.

      Τέλος, οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), καθόσον, προβλέποντας, αδιακρίτως, το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ' αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ' αυτούς, που, μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα, στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση, όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου.

      Το παραπάνω ύψος του παραβόλου δεν αναιρεί όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πρωτίστως, διότι ή το ύψος του είναι χαμηλό και, συνεπώς, δυνατή η προκαταβολή του, από όλους, οπότε δεν επιτυγχάνεται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβασίμων εφέσεων ή το ύψος του είναι πρόσφορο για την αποτροπή αβασίμων εφέσεων, οπότε, όμως, αδύνατη η προκαταβολή του από τους μη έχοντες τη σχετική δυνατότητα.

      Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1769, 1771, 1774 ΑΚ και 808 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για τη δημοσίευση διαθήκης όργανο, προβαίνει στη δημοσίευση, αφού προηγουμένως εξετάσει, αυτεπαγγέλτως και διαπιστώσει, ότι πρόκειται για υποστατή διαθήκη, ήτοι έγγραφο που έχει χαρακτήρα διάταξης τελευταίας βούλησης (Μπαλής, ΚλρΔ, 1965, παρ. 76. Βουζίκας, ΚλρΔ, β' τεύχος, 1975, παρ.94/ΙΙ, σελ. 354. Παπαντωνίου, ΚλρΔ, 1985, παρ. 76, σελ. 307. Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 808, σελ. 892, 897. Επίσης, Π. Νικολόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1769, αρ. 9), κάτι που δεν συμβαίνει, πλην άλλων και όταν η ανάγνωση του είναι αδύνατη, αφού τότε αποκλείεται η παραπάνω διαπίστωση, ενώ η δημοσίευση, τεχνητά, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δυνατή μόνο με την επισύναψη φωτοτυπίας του στην πράξη δημοσίευσης, ουδένα των σκοπών δημοσιότητας που επιδιώκονται, εξυπηρετεί. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του ΚλρΔ του ΑΚ και εκείνες του άρθρου 173 του ίδιου Κώδικα για την ερμηνεία των διαθηκών, αφού η ερμηνεία προϋποθέτει ύπαρξη διαθήκης, ενώ, στην παραπάνω περίπτωση, δεν υφίσταται διαθήκη, με την ανωτέρω νομική έννοια του όρου, για να τεθεί και θέμα ερμηνείας της. Στην υπόθεση που εκδικάζεται, από τα 293/2012 πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τα οποία δημοσιεύθηκε, με την επισύναψη φωτοτυπίας του σ' αυτά, το από 7-5-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του … φερόμενο, κείμενο, όπως και από το πρωτότυπο του κειμένου αυτού, που προσκομίζεται, συνάγεται, ότι η ανάγνωση του εν λόγω κειμένου είναι αδύνατη, με συνέπεια να μη μπορεί να διαγνωσθεί, όχι μόνο το περιεχόμενο του, αλλά ούτε και το όνομα  του προσώπου απ' το οποίο τούτο προέρχεται. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, το κείμενο αυτό δεν συνιστά υποστατή διαθήκη και, ως εκ τούτου, η δημοσίευση του ως διαθήκης ήταν αδύνατη.

Αφού, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τα ανωτέρω, αλλά, αντίθετα, έκρινε, ότι ορθώς δημοσιεύθηκε το εν λόγω κείμενο ως ιδιόγραφη διαθήκη του ..., απορρίπτοντας στη συνέχεια την παραπάνω ανακοπή ακύρωσης της πράξης και των πρακτικών δημοσίευσης του, εσφαλμένα τις αποδείξεις και, συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού εκτίμησε και τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε. Γι' αυτό, οι σχετικοί λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και στην ουσία. Στη συνέχεια, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1, 741, 760 επ. ΚΠολΔ), πρέπει, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, η παραπάνω ανακοπή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία και να ακυρωθούν η πράξη και τα πρακτικά δημοσίευσης της ανωτέρω ως διαθήκης φερομένης, σύμφωνα με το διατακτικό, χωρίς σκέψη για δικαστική δαπάνη, πρωτίστως, λόγω μη υποβολής σχετικού αιτήματος (άρθρα 106, 741, 746, 760 επ. ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την 8-72013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή αυτή. Και

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 18-5-2012 πράξη της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και τα 293/2012 πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με τη δημοσίευση του, ως ιδιόγραφη διαθήκη του ... φερομένου, από 7-5-2011
κειμένου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 29 Απριλίου 2014, χωρίς να παρίστανται η εκκαλούσα και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της.

               Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Αντισυνταγματικότητα πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ σε εμπράγματες αγωγές, 210/2014 ΜονΠρωτΧανίων


Η πρώτη απόφαση, σε νομολογιακή συνέχεια της οποίας εκδόθηκε η 15203/2014 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δέχεται ότι: "εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών)."
Ορθότατα δέχεται επίσης πως: "η παραπάνω ρύθμιση [περί πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ] συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε  πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών."
Τέλος κρίνει επί πιο συγκεκριμένων παραδειγμάτων που όμως δεν αναφέρονται περιοριστικά αλλά ενδεικτικά (λ.χ. μισθωτικές διαφορές) πως: "ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του... θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς....και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. "
 
Το κείμενο της απόφασης έχει ως εξής:
 
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
                                ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     210/2014
                         ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Ευαγγελάτο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Χανίων Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Νίκη Αντωνιάδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Χ.Τ. του Ι., κατοίκου Χανίων, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Χαράλαμπου Πιτσιγαυδάκη.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευδοκίας Σαφαρή.
Ο καλών-ενάγων με την από 18-11-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2013 κλήση του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επαναφέρει προς συζήτηση και ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 14-6-2012, οπότε και ματαιώθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής:«Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού.. 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/ 2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη..5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.» Η διάταξη αυτή που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φάρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε  πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.  Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις η αδυναμία καταβολής του φόρου μπορεί να σχετίζεται με την μη καταβολή των μισθωμάτων και επομένως η ασυνέπεια του μισθωτή όχι μόνο κάνει τον εκμισθωτή φορολογικό παραβάτη, αλλά τον εμποδίζει και να του ασκήσει οποιαδήποτε εμπράγματη αγωγή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία Ι σ. 415).
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 224 ΚΠολΔ) ισχυρίζεται ότι είναι αποκλειστικός κύριος ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση «………..» του Δήμου Χανίων και περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια στην κρινόμενη αγωγή. Ότι το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Χανίων …………………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι το ανωτέρω ακίνητο εμφανίζεται σύμφωνα με τις πρώτες σχετικές με το Δήμο Χανίων κτηματολογικές εγγραφές με ΚΑΕΚ ………………….. και αναγραφόμενο ως δικαιούχο του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας το εναγόμενο. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων, επικαλούμενος έννομο συμφέρον και συγκεκριμένα προσβολή του δικαιώματος της κυριότητάς του επί του επίδικου ακινήτου, ζητεί να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος του περιγραφόμενου στην αγωγή επίδικου ακινήτου, κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 100%, να διαταχθεί η διόρθωση στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων, ώστε στο Κτηματολογικό Φύλλο με ΚΑΕΚ …………………….να αναγραφεί ως αποκλειστικός κύριος του ως άνω ακινήτου και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται στο δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ.2, 29, 218 παρ.1 και 176 ΚΠολΔ, 6 παρ.2 και 17 παρ.4 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει σήμερα). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1033 επ. ΑΚ, 6 παρ.2, 12 παρ.1 στοιχ.α΄, 13 παρ.2, 17 παρ.1 του ν. 2664/1998, 68 και 70 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της: α) ασκήθηκε εμπρόθεσμα (εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει σήμερα), β) ο ενάγων προσκομίζει το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/2012 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων, από το οποίο προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του επίδικου ακινήτου (άρθρο 220 ΚΠολΔ, σε συνδ. με 12 παρ.1 στοιχ.ιβ του ν. 2664/1998). Εξάλλου, είναι παραδεκτή η συζήτηση της αγωγής, χωρίς να υφίσταται ανάγκη προσκόμισης από τον ενάγοντα του πιστοποιητικού του ΕΝΦΙΑ, καθώς η διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 που ορίζει ότι είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, αν δεν προσκομισθεί το ως άνω πιστοποιητικό, είναι μη εφαρμοστέα, επειδή έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρθρα 17,20 και 25 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Από την εκτίμηση της ένορκης ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο αυτού του δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη θέση «……….»έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης του 771,40 τμ, κατά δε νεότερη και ακριβή μέτρηση 844 τμ, όπως αυτό εμφανίζεται στο από …………….. τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………….. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στον ενάγοντα από αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………….. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Χανίων …………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στον τόμο ………. με ΑΜ ……….. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …………………., είχε αποκτήσει το ως άνω ακίνητο από αγορά από τον ……………….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………..συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρώτες σχετικές με τον πρώην Δήμο Σούδας και νυν Δήμο Χανίων κτηματολογικές εγγραφές, το ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ ………………, εμφανίζεται εσφαλμένα ότι ανήκει στο εναγόμενο κατά αποκλειστική και πλήρη κυριότητα. Περαιτέρω, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο ακίνητο του ανήκει, εντούτοις ο ισχυρισμός αυτός δεν ενισχύθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, καθώς δεν προσκομίζεται ούτε ένα σχετικό έγγραφο, ούτε το εναγόμενο εξέτασε μάρτυρα στο ακροατήριο, ούτε προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στο παρελθόν στον ενάγοντα ή στο δικαιοπάροχό του πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι υφίσταται αδιάλειπτη και συνεχής σειρά νόμιμων τίτλων δυνάμει των οποίων ο ενάγων έχει αποκτήσει από το έτος 1982 το ακίνητο χωρίς ποτέ να ενοχληθεί και να αμφισβητηθεί η κυριότητά του από κανέναν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
                                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος σε ποσοστό 100% του περιγραφόμενου στο ιστορικό της παρούσας ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση «……………..» του Δήμου Χανίων (πρώην Δήμου Σούδας) έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης του 771,40 τμ, κατά δε νεότερη και ακριβή μέτρηση 844 τμ και φέρει ΚΑΕΚ ………………
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση στα Κτηματολογικά Βιβλία και λοιπά κτηματολογικά στοιχεία του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων σχετικά με το ως άνω ακίνητο, ώστε να αναγραφεί ότι ο ενάγων έχει την αποκλειστική και πλήρη κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου με τίτλο κτήσης το υπ’ αριθμ. …………….. συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Χανίων ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στον τόμο ………….με ΑΜ …………
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στα Χανιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25 Απριλίου 2014.
O ΔIKAΣTHΣ                                             H ΓPAMMATEAΣ

Αντισυνταγματική η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ για τη συζήτηση εμπράγματων αγωγών (ΠΠΘ 15203/2014)

Παραθέτω εξαιρετικής χρησιμότητας και άρτιας νομικής σκέψης, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που κρίνει αντισυνταγματική την υποχρέωση προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ στις δίκες με εμπράγματο αντικείμενο κατ' άρθρο 54α του Ν. 4174/2013. 
Από τα πιο σημαντικά στοιχεία είναι ότι το Δικαστήριο υποβιβάζει το ταμειακό συμφέρον ως υπέρτερο της ανάγκης παροχής δικαστικής προστασίας-έστω της απλής προσφυγής στο Δικαστήριο, η οποία κατέστη δυσχερής λόγω της οικονομικής κρίσης:
"....είναι προφανές ότι είναι [η διάταξη του άρθου 54α] φορολογικής  φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της  Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών  ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της  ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας)....

Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις,  ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών  συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της  απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο.....

Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν  συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη  ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής."
Ειδικότερα επί των αναγνωριστικών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αγωγών, όπου ζητείται η προσκόμιση ΕΝΦΙΑ για ένα ακίνητο, επί το οποίου ο ενάγων δεν έχει την κυριότητα, ζητείται η φορολόγηση κάτι που δεν αποτελεί ιδιοκτησία. Ορθά έκρινε η δικαστική απόφαση πως: 
"ο ενάγων αξιώνει την αναγνώριση της κυριότητας και την  απόδοση του πράγματος από τον εναγόμενο που νέμεται ή κατέχει το ακίνητο.... ο ενάγων καλείται να καταβάλει φόρο  για ένα ιδιοκτησιακό αγαθό που βρίσκεται σε επιδικία και επιπλέον δεν απολαμβάνει."

Ελπίδα όλων είναι η Απόφαση αυτή να δημιουργήσει πάγια νομολογία στο θέμα ώστε να πάψει η Δικαιοσύνη να είναι προνόμιο των λίγων και οικονομικά ισχυρών, αλλά έσχατο καταφύγιο -ύστερα από την προσπάθεια εξωδικαστικής και εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών- για τον κάθε πολίτη.
Παραθέτω στη συνέχεια το σύνολο του κειμένου της απόφασης, όπως αυτή έχει δημοσιευτεί στο φορολογικό ηλεκτρονικό τύπο (taxheaven.gr):



ΠΠΘεσ. Αριθμός 15203/2014
Αντισυνταγματική η διάταξη περί απαράδεκτου συζητήσεως ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής λόγω της μη προσκομίσεως πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που προβλέπεται από το άρθρο 54α του ν.4174/2013
Αριθμός απόφασης 15203/2014
Αριθμός κατάθεσης κλήσης: 27787/07.11.2013  
                 
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ                             
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών,  Πέτρο Αλικάκο, Πρωτοδίκη, Χρυσάνθη Νεραντζίδου, Πάρεδρο(επειδή κωλύονται οι λοιποί Τακτικοί  Δικαστές) - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ζωή Παπαδοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 31 Ιανουαρίου του 2014, για να δικάσει τις  με αριθμό κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 11576/2011 διεκδικητική αγωγή και 2435/2013  προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που φέρονται προς  συζήτηση με την με αριθμό 27787/7-11-2013 κλήση, κατόπιν της με αριθμό 6705/06.8.2013  απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε στο  παρόν δικαστήριο, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ κύριας αγωγής: …………………………………………………….., κατοίκου  Ραχώνας Νομού Πέλλας, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου  Τορπουζίδη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 6416), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ κύριας αγωγής: 1) …………………… του  …………………………………. της …………………………, κατοίκου Χαριλάου Θεσσαλονίκης, οδός  ………………………………. και 2) …………………………… του …………………… και της …………………………. κατοίκου  ομοίως, που παραστάθηκαν αμφότεροι διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Τσιάκου  (ΑΜΔΣΘ 2941),  η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ- ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ παρεμπίπτουσας αγωγής: 1)  …………………………………………………………. και της ……………………, κατοίκου  …………………………………………………………. Θεσσαλονίκης, οδός ………………………………… αρ. …..και 2)  …………………………………….κατοίκου ομοίως, που παραστάθηκαν αμφότεροι διά της πληρεξούσιας  δικηγόρου τους Μαρίας Τσιάκου (ΑΜΔΣΘ 2941), η οποία δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου  της με αρ. κατ. 2435/2013 προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσας αγωγής

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ παρεμπίπτουσας αγωγής:  ……………………… του ………………………………………………., κατοίκου Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης, η  οποία δεν παραστάθηκε.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως  σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα  αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.                                                

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ                           
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση, με την με αριθμό 27787/7.11.2013 κλήση, η με  αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου 11576/7.11.2013 διεκδικητική αγωγή της  καλούσας- ενάγουσας κατά των καθ’ ων η κλήση - εναγομένων και η με αριθμό κατάθεσης  ενώπιον του Ειρηνοδικείου 2435/4.2.2013 προσεπίκληση δικονομικής εγγυήτριας  -  παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης των δεύτερων κατά της ……………………………………….., κατόπιν  της με αριθμό 6705/6.8.2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που κήρυξε εαυτό καθ’  ύλη αναρμόδιο και τις παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο. Ωστόσο με προφορική δήλωση της  πληρεξούσιας δικηγόρου των καθ’ ων η κλήση – προσεπικαλούντων –εναγόντων  (παρεμπίπτουσας αγωγής) στο ακροατήριο, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την  παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αυτοί παραιτήθηκαν από το  δικόγραφο της με αριθμό κατ. 2435/2013 προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσας  αγωγής αποζημίωσης κατά της ..............., η οποία αν και κλητεύθηκε νόμιμα για τη σημερινή  δικάσιμο (βλ. την με αριθμό 1924γ/20.11.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του  Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κουρκουβάτη) δεν παρέστη,  οπότε και η εν λόγω  προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (άρθρα 294,295 ΚπολΔ). 
Με το  Ν. 4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων  (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και δη στο άρθρο 1 αυτού  ορίζεται
« 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος  επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2  του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα  ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα  εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της  οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου….. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής  ή οιονεί νομής, της κατοχής,…..» , στο άρθρο 2 αυτού
« 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε  πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: 
α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης  του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με  την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως….
γ) Ο  κληρονόμος και ειδικότερα: αα) ….ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί  διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους….
ζ) Ο νομέας  επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε,  δεν επιστρέφεται…..
3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που  βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του….
8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α  ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία  εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν  στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα…», 

κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9  παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν. 4254/2014:

«Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής:

«Αρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων.
1. Είναι αυτοδικαίως  άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται,  αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται  δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το  συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το  οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου  Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα  απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες  δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα  οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη.
Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο  συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου  πλειστηριασμού..
3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του  πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα  της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία,  περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο  φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις  ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία  είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη……
5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου  εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης  υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το  πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.»

Η τελευταία αυτή διάταξη, περί  απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής  φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της  Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών  ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της  ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). 

Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6  παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης  προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές  λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ενωσης δεν επιτρέπεται να  καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου,  στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση  με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν  πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του.
Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας  αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των  γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα  παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως  αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή  άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός  της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή  φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη  εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση  των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους.
Ομως, εφόσον η επιβολή  φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να  αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των  επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας  μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το  χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας  (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί  εισοδημάτων και περιουσιών).

Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις,  ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών  συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της  απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο.

Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν  συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη  ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής.

Ενώ, δεν φαίνεται να  υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου  δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί.
Επομένως, η παραπάνω  ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται  σε  πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του  δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε  εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη  Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των  φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.

Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας,  παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος  της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να  προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις.

Διαφορετικά θα  ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω  πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της  κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα  973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το  δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται  ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την  άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του  οποιουδήποτε καταπατητή.

Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα  διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν  επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας  εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. 

Αλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι  διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη  ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ Ολ. ΣΤΕ  601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ  1164/2009, ΑΠ 205/2006, MoνΠρωτΧαν 2/2014 (MoνΠρωτΧαν 210/2014 αδημ., ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά  Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87,  απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική  Δικονομία Ι σ. 415).

Εξάλλου, ειδικά στην περίπτωση της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου του  άρθρου 1094 του ΑΚ, με την οποία  ο ενάγων αξιώνει την αναγνώριση της κυριότητας και την  απόδοση του πράγματος από τον εναγόμενο που νέμεται ή κατέχει το ακίνητο, αφενός δεν νοείται  να είναι φορολογικά υπόχρεοι για το ίδιο ακίνητο τόσο ο ενάγων που το διεκδικεί, όσο και ο  εναγόμενος που το νέμεται και που συνήθως προβάλει δικαίωμα ιδίας κυριότητας, οπότε υπάρχει  πολλαπλή φορολόγηση του ιδίου ακινήτου, και μάλιστα με μη δυνατότητα επιστροφής του  καταβληθέντος φόρου στον ηττηθέντα διάδικο, αφετέρου ο ενάγων καλείται να καταβάλει φόρο  για ένα ιδιοκτησιακό αγαθό που βρίσκεται σε επιδικία και επιπλέον δεν απολαμβάνει.
Τέλος, είναι  διαφορετική η περίπτωση του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, που απαγορεύει τη συζήτηση  εμπράγματης αγωγής, της οποίας το αντικείμενο φέρεται να περιήλθε στον ενάγοντα με  κληρονομική διαδοχή, εάν δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου για την  υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας ή πράξη επιβολής φόρου, καθόσον η εν λόγω διάταξη –σε  αντίθεση με την προρρηθείσα του άρθρου 9 παρ.2 του Ν. 4223/2013- επιβάλει μόνο υποχρέωση  υποβολής δήλωσης και όχι και καταβολής και εξόφλησης του αντίστοιχου φόρου.

Αλλωστε η πάγια  νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ ολ 1331/1985 Ελλ.Δ/νη 26.1133, ΑΠ 437/1998 Ελλ.Δ/νη 39.1275,  ΕφΘρ 214/2014) έκρινε ότι η  μη αναστολή της συζητήσεως, κατά τις επιταγές της  διατάξεως του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973 που επιδιώκει φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι  μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες των φορολογικών οργάνων, χωρίς  να απαιτείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, που δεν διέταξε την αναστολή, για την επίτευξη των  επιδιωκομένων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και  συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν δημιουργεί απαράδεκτο, που συνεπάγεται  την εξαφάνιση της απόφασης, που δεν το διέταξε .

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ η κληρονομική  διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως  κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των  ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί  αυτών, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από του χρόνου του θανάτου του  κληρονομουμένου, μόνον εάν αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά  και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί τούτο(ΑΠ 1722/2011,  Τ.Ν.Π Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθ. 1  και 1198 ΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ακινήτου μεταβιβάζεται με  σύμβαση, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται. Για να μεταβιβαστεί όμως  με σύμβαση η κυριότητα ακινήτου, για οποιαδήποτε αιτία, χαριστική ή επαχθή, απαιτείται να  υπάρχει το δικαίωμα σ` εκείνον, ο οποίος το μεταβιβάζει, κατά το χρόνο μεταγραφής της σχετικής  συμβάσεως (ΑΠ 934/2000 ΑρχΝ 2001.490, ΑΠ 888/1977 ΝοΒ 1978.703, ΕφΑθ 4562/1992 ΑρχΝ  1992.464, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΑΚ, υπ` άρθρο 1033 αριθ. 2).

Εάν, συνεπώς, εκείνος που  μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή η  κυριότητα αυτού, σύμφωνα με τη γενική αρχή του β.ρ.δ «ουδείς μετάγει πλέον ου έχει  δικαιώματος» (Πανδ. 50 . 17.54 - Βασ 2.3.54), η οποία έχει διατηρηθεί και υπό την ισχύ του  Αστικού Κώδικα (ΕφΔωδ 82/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 1997.1901, ΕφΑθ 7217/1991  ΕλλΔνη 1993.637, Μπαλής, ΓενΑρχ, 8η έκδ., παρ. 30, σελ. 95 και ΕμπρΔικ, 4η έκδ., παρ.61, σελ.  160 επ., Απ. Γεωργιάδης, Εμπρ Δικ, τ. ΙΙ.1, σελ124). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι άκυρη η  δικαιοπραξία και μάλιστα τόσο η υποσχετική, όσο και η εκποιητική, η οποία καταρτίζεται σε  εκτέλεση της υποσχετικής (ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 38.1900, ΕφΘεσ 2462/1990 ΕλλΔνη 33.1224,  ΕφΑθ 1008/1982 Αρμ ΛΣΤ.718, Γαζής στην ΕρμΑΚ, υπ` άρθρο 513, Ζέπος, ΕνοχΔικ, Β` έκδ., σελ.  57). Επομένως, όπως συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 ΑΚ, η  πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως  συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (βλ. ΑΠ 729/2011 ΕλλΔνη 2011.1027, ΑΠ 1199/1989  ΕλλΔνη 1991.531, ΕφΑθ 2077/2009 ΕλλΔνη 2010.785, ΕφΔωδ 305/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997  ΕλλΔνη 1997. 1901). Εναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της  κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτήν απαιτείται (1033 ΑΚ) αυτός που  μεταβιβάζει να είναι κύριος και συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν  αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (ΕφΠειρ 503/1997 ό.π., ΠΠρΑθ  3746/2011 Νόμος).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή  προκύπτει, ότι ο κύριος ακινήτου αξιώνει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της  κυριότητας του και την  απόδοση του ακινήτου.
Ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στο δεύτερο αίτημα  ή μόνο στο πρώτο αίτημα, οπότε η αγωγή έχει το χαρακτήρα αναγνωριστικής. Η σημασία  αναφέρεται στην έκταση του δεδικασμένου. Στη δίκη πάντως που αφορά διεκδικητική αγωγή  κρίνεται παρεμπιπτόντως και το δικαίωμα της κυριότητας, γιατί στην αγωγή αυτή, κατά νομική  αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας χωρίς να πρόκειται για  σώρευση αγωγών (ΑΠ 135/2012 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Ο αληθής κύριος στην διεκδικητική του αγωγή  έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου» (βλ. Κ.  Παπαδόπουλου, ό.π., παρ. 117, 4δ, σελ. 308), με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα  όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης, λόγω της έλλειψης κυριότητας του  μεταβιβάσαντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να  αναγνωριστεί ότι ο μεν μεταβιβάσας δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε  αποκτών, λόγω της έλλειψης αυτής του δικαιοπαρόχου, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή  για αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της  ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., 117,  4ζ, ΕφΠειρ 503/1997 ό.π.). Επιπροσθέτως δε, η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς, η  οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν έχει ανάγκη ανακοινώσεως σε άλλον, τελειούται με  την δήλωση και δεν υπόκειται σε ανάκληση.

Η δήλωση όμως αυτή είναι άκυρη:
α) εάν έγινε από  ανίκανο για δικαιοπραξία, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες γι’ αυτό διατυπώσεις,
β) εάν έγινε από  πλάνη για τον λόγο της επαγωγής,
γ) εάν έγινε πριν από την επαγωγή και
δ) εάν έγινε με αίρεση ή  προθεσμία ή μερικώς,
ε) ενώ ακόμη είναι δυνατόν να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή βάσει  των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επ., 150 επ., 1526, 1527,  1625, 1851,1857 ΑΚ),
στ) ενώ η σχετική δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς δυνατόν  επίσης να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής (ΑΠ 729/2011 ΕλλΔνη 2011,1027, Εφθεσ  300/2010 Αρμ 2011,776, Β. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ», τόμος ΣΤ`, ημίτομος Α`, άρθρο 1857 ΑΚ,  παρ. 1, σελ. 622-623, Αναστασίου Αθανασόπουλου «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμος Β`, άρθρα 1195- 1197 ΑΚ, αρ. 3, σελ. 952, Απ. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ», τόμος IX, άρθρο 1857  ΑΚ, σελ. 559-560) ή ζ) ως άκυρη εάν γίνει για μέρος μόνον της κληρονομιάς (ΠΠρΑμφ 87/2012,).
Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 εδαφ. α`  του ΑΚ προκύπτει, ότι ο νομέας του πράγματος ενέχεται σε απόδοση των ωφελημάτων που έχουν  εξαχθεί από αυτό και εκείνων που μπορούσαν να εξαχθούν κατά τους κανόνες της τακτικής  διαχείρισης από την επίδοση της (διεκδικητικής) αγωγής.

Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας  για την οποία νέμεται το πράγμα και ανεξαρτήτως οχλήσεως προς απόδοση και αρκεί η  πληροφόρηση του νομέα με οιονδήποτε τρόπο, ότι δεν έχει δικαίωμα νομής (ΑΠ 958/2004).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει ότι ο πατέρας της ................. του .............  και της ............. και η δεύτερη σύζυγός του .................. απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα σε  ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το λεπτομερώς στην αγωγή περιγραφόμενο διαμέρισμα  4ου ορόφου οικοδομής κείμενης στη Θεσσαλονίκη επί της οδού ............ αρ....., εμβαδού 34 τμ ,  δυνάμει του με αριθμό ......./31.1.1997 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου  Θεσσαλονίκης .............., που νόμιμα μεταγράφηκε. Οτι η ίδια μετά το θάνατο του ανωτέρω την  17-1-1998, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καλούμενη στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής με  τον αδερφό της και την τότε σύζυγο του θανόντα, τον κληρονόμησε κατά τα 3/8 και κατέστη  κυρία σε ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, δυνάμει της με αριθμό 44/2010  Εκθεσης Αποδοχής Κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης,  νομίμως μεταγραφείσης εις τόμο .... και αριθμό .... των Βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου  Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η σύζυγος του πατέρα της .............., πέρα από το  ποσοστό που λόγω αγοράς της ανήκε, αποδέχτηκε κακόπιστα δυνάμει της με αριθμό  ......../10.7.1998 αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..................  και όλο το υπόλοιπο ποσοστό του 50% του θανόντα συζύγου της, εμφανιζόμενη ως η μοναδική εξ  αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η οικογενειακή μερίδα που  δημιουργήθηκε στην Κοινότητα Κλειδιού Ημαθίας για τον ερχόμενο από τη Γεωργία Ελληνα σύζυγό  της δεν ήταν ενήμερη.
Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έτσι η σύζυγος του πατέρα της  .......... εμφάνισε εαυτήν αποκλειστική κυρία, νομέα και κάτοχο του ως άνω ακινήτου, το οποίο εν  συνεχεία και χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα τουλάχιστον για το ποσοστό 18,75% που η  ενάγουσα αναδρομικά κι εκ του χρόνου επαγωγής απέκτησε αποδεχόμενη την κληρονομιά του  πατέρα της, πούλησε δυνάμει του με αριθμό ........../2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου  Θεσσαλονίκης ......... κατ΄ ισομοιρία στους εναγομένους που τώρα το νέμονται ότι η μισθωτική  αξία όλου του ακινήτου είναι 250 ευρώ μηνιαίως, του δε ποσοστού της ενάγουσας 46,87 ευρώ.
Με  βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητά: α) να αναγνωριστεί ότι είναι συγκυρία του λεπτομερώς  περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου της κατά ποσοστό 18,75% και να υποχρεωθούν οι  εναγόμενοι να της το αποδώσουν,  β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα τόσο της με αριθμό  3308/10.7.1998 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης  ..................., όσο και του με αριθμό ....../2003 πωλητήριου συμβολαίου της ιδίας, τουλάχιστον  κατά το ποσοστό που είναι κυρία η ενάγουσα, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της  καταβάλουν εις ολόκληρο ως απόδοση ωφελήματος, το ποσό των 46,87 ευρώ μηνιαίως από την  επίδοση σε αυτούς της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που  θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.  Με αυτό το ιστορικό και τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή στην οποία σωρεύονται διεκδικητική αγωγή  κυριότητας ακινήτου, αγωγή ακύρωσης συμβολαίου και απόδοσης ωφελημάτων (στην οποία  παραδεκτά δηλώνεται η παραίτησή τους από το δικόγραφο της με αριθμό 16.882/2.11.2010  αγωγής τους), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου  αυτού κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (αρ. 7, 9, 11 περ. 1, 18 και 30 ΚΠολΔ), δεδομένου  ότι η δεύτερη σωρευόμενη αγωγή, συνιστά διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, υπαγόμενη στην  αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη προηγηθείσα  νομική σκέψη, το αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας συμβολαίου πώλησης λόγω έλλειψης  κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντα, αλλά και το αίτημα ακύρωσης της αποδοχής  κληρονομιάς ως δικαιοπραξίας για λόγο που δεν περιλαμβάνεται στους ανωτέρω εκτιθέμενους δεν  είναι νόμιμα, και επομένως η αντίστοιχη σωρευόμενη αγωγή, είναι μη νόμιμη κι απορριπτέα. Κατά  τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις 1094, 1096, 1193, 1194, 1195, 1710,  1813, 1820, 1846 του ΑΚ και 907, 908, 176 ΚΠολΔ και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για  την ουσιαστική βασιμότητά της δεδομένου ότι για το παραδεκτό της : α) περίληψή της έχει  εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, όπως αποδεικνύεται από  το προσκομιζόμενο κι επικαλούμενο με αριθμό 24.579/5.8.2011 σχετικό πιστοποιητικό, β)έχει  καταβληθεί το απαιτούμενο για το αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ.τα προσκομιζόμενα  υπό σειρά Α αγωγόσημα με αριθμούς 397710, 397709, 358973, 432806, 432807, 593044) και γ)  προσκομίσθηκε η κατ΄άρθρο 5 του Ν. 2308/1995 δήλωση κτηματογράφησης, ενώ κατά την  νομική σκέψη που προηγήθηκε δεν υποχρεούται η ενάγουσα στην προσκόμιση πιστοποιητικού  ΕΝ.Φ.Ι.Α. καθότι το ακίνητο βρισκόταν στη νομή των εναγομένων οι οποίοι και ήταν φορολογικά  υπόχρεοι ως προς αυτό.    

Για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, με την οποία απαγορεύεται η άσκηση  του δικαιώματος άμα υπερβαίνει τα όρια τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο  κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, πρέπει από τη μια μεριά ο δικαιούχος να  μην έχει ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το δικαίωμά του, από την άλλη δε να συντρέχουν  περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο δικαιούχος έχει δημιουργήσει με τη συμπεριφορά  του εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και έτσι η παρ’ όλα αυτά  άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σ` ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε κάτω από  ορισμένες συνθήκες και για μεγάλο χρονικό διάστημα  διατηρήθηκε και που η ανατροπή του  συνεπάγεται βαριές συνέπειες για τον υπόχρεο, να αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα  χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (Ολ ΑΠ 7/2002, Ολ ΑΠ  8/2001, ΑΠ 1023/2011,).
Οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και το κληρονομικό δικαίωμα της  ενάγουσας αμφισβητώντας τη συγγενική της σχέση με τον ............ Περαιτέρω κι επικουρικά  ισχυρίζονται ότι καταχρηστικά η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμά της δεκατρία χρόνια μετά το θάνατο  του πατέρα της ανατρέποντας μια ήδη δημιουργηθείσα από αυτούς κατάσταση σχετιζόμενη με την  απόκτηση, τη συντήρηση κι απόλαυση του ακινήτου επιπλέον ότι οι ίδιοι νέμονται και κατέχουν  καλόπιστα το ακίνητο πλέον της οκταετίας από τότε που το αγόρασαν, σε συνέχεια της επί  πενταετίας καλόπιστης νομής και κατοχής αυτού από την δικαιοπάροχό τους, οπότε και το έχουν  έτσι αποκτήσει. Ο πρώτος εκ των ανωτέρω ισχυρισμών σκοπεί να θεμελιώσει την ένσταση της  καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος που απορρίπτεται ως μη νόμιμος διότι και αληθές  υποτιθέμενο το πραγματικό των ισχυρισμών που επικαλούνται οι εναγόμενοι δεν πληρεί τις  προϋποθέσεις για τη συνδρομή της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ κατά την προηγηθείσα νομική  σκέψη. Ο δεύτερος ισχυρισμός συνιστά την ένσταση της τακτικής χρησικτησίας, είναι νόμιμος  θεμελιούμενος στα άρθρα 1041 και 1051 του ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων,  ενός για κάθε διάδικη πλευρά, που περιέχονται στα με αριθμό 6705/2013 πρακτικά της 11.4.2013  δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, και από όλα τα έγγραφα που  προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια,  χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπό κρίση  αγωγής, καθώς και από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η ενάγουσα, η γνησιότητα των οποίων  δεν αμφισβητήθηκε,  αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά  περιστατικά:   Ο .................. του .......... και της .......... γεννήθηκε στις 17.12.1939 στο Σοχούμι Αμπχαζίας  Γεωργίας και στις 3.12.1965 παντρεύτηκε την επίσης ελληνικής ιθαγενείας ............... του .............  Στον έγγαμο βίο τους οι ανωτέρω απέκτησαν δύο τέκνα, την ...............(ενάγουσα) που γεννήθηκε  στις 26.9.1966 στο Ρουστάβι της Γεωργίας, γενομένης σχετικής καταχώρησης στο αρμόδιο  ληξιαρχείο με αριθμό πράξης 1422/3.10.1966 και τον ........... που γεννήθηκε στο ίδιο μέρος στις  30.7.1971, γεγονός επίσης καταχωρημένο με αριθμό πράξης 1283/5.8.1971. Εν συνεχεία, ο μεταξύ  αυτών γάμος λύθηκε στις 17.12.1989 συνταχθείσης επ’ αυτού της με αριθμό 63 πράξης στο  ληξιαρχείο του Τετριτσκάρο, ενώ εκδόθηκε και το με αριθμό 397340/20.1.1990 πιστοποιητικό  διάλυσης του γάμου τους. Το έτος 1997 ο ............. ήλθε προς εγκατάσταση στην Ελλάδα, όπου  μετά την διαπίστωση της από γεννήσεως ελληνικής ιθαγένειάς του δυνάμει της με αριθμό  158/15.1.1997 απόφασης του Νομάρχη Ημαθίας, εξέδωσε το με αριθμό ........... δελτίο  αστυνομικής ταυτότητας της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, κατέστη δημότης Κοινότητας  Κλειδιού Ημαθίας και κατοίκησε στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω  προκύπτουν από τα επικυρωμένα αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που προσκομίζει κι  επικαλείται η ενάγουσα, τα δε πιστοποιητικά γέννησης αυτής και του αδερφού της, το διαβατήριο  της μητέρας της και το πιστοποιητικό λύσης του γάμου των γονέων της, συνταγμένα στη ρωσική  γλώσσα με συνημμένη την επίσημη μετάφρασή τους. Στην ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη  Ημαθίας, πέρα της από γέννησης διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας του ...................,  διαπιστώθηκε η από θρησκευτικό γάμο απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας της δεύτερης συζύγου  του, ............. του ......... και της .........., γεννηθείσας στο Σοχούμι Αμπχαζίας, η οποία έτσι  πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα, ενώ έμειναν κενά τα πεδία της απόφασης που αναφέρονται στην  ύπαρξη τέκνων. Περαιτέρω, παραγγέλθηκε η εγγραφή της οικογένειας στο μητρώο αρρένων και  στο δημοτολόγιο του Κλειδιού Ημαθίας, οπότε και ο Πρόεδρος της εν λόγω Κοινότητας ενέκρινε  την εγγραφή των ανωτέρω στην με αριθμό ...... οικογενειακή μερίδα. Κατά την ανωτέρω  διαδικασία της εγκατάστασης του .............. στην Ελλάδα και της πολιτογράφησής του με την  έκδοση ελληνικού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ουδεμία αναφορά έγινε εκ μέρους του στην  ύπαρξη των τέκνων που είχε αποκτήσει με την πρώην σύζυγό του ............ Πέραν τούτου και προς  απόδειξη ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών ότι η ......................, ήταν σύζυγός του και  δικαιούταν να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, έγινε χρήση του με αριθμό ............ αντιγράφου  της με αριθμό ......... ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών, επί της οποίας  μνημονεύεται ότι α)  στο Αλαχάντσκι Αμπχαζίας τελέστηκε την 23/4/1968 ο πολιτικός γάμος των  ανωτέρω για τον οποίο συνετάχθη η με αριθμό 184/23.4.1968 πράξη του εκεί Ληξιάρχου και β) ο  χ.ο.(θρησκευτικός) γάμος έγινε στις 25.5.1968 μετά τον οποίο η σύζυγος κράτησε το επίθετο  ............. Τα ανωτέρω βεβαιούμενα στην ληξιαρχική πράξη γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών  η οποία προσκομίζεται σε απλό αντίγραφο και στην σε αυτή μνημονευόμενη ληξιαρχική πράξη του  Ληξιάρχου του Αλαχάντσκι Αμπχαζίας, αλλοδαπού δημοσίου εγγράφου το οποίο ουδόλως  προσκομίζεται, περί της οικογενειακής κατάστασης του .................. έρχονται σε αντίθεση και είναι  λογικά ασύμβατα με τα περιστατικά που αποδεικνύονται από την ενάγουσα δεδομένου ότι  εμφαίνεται α) ο δεύτερος γάμος του ............... να έχει τελεστεί, ενώ υφίσταται ο πρώτος, γεγονός  που τον καθιστά δίγαμο, β) το δεύτερο παιδί του ........................ ονόματι ..............., να είναι  γεννημένος μετά την τέλεση του β’ γάμου, αλλά από τη σύζυγο του α’ γάμου και γ) να τελείται  γάμος κατά τον θρησκευτικό τύπο το 1968 στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Τα ανωτέρω  αποδειχθέντα από την ενάγουσα με έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα ουδέποτε προσβλήθηκε,  σε συνδυασμό με την μη προσκομιδή πρωτοτύπων εγγράφων από την πλευρά των εναγομένων  συνηγορούν υπέρ της έγερσης αμφιβολιών για την υπόσταση του επικαλούμενου β γάμου του  θανόντα κι όχι για τη συγγενική σχέση της ενάγουσας με αυτόν. Εξάλλου αυτή η πεποίθηση του  Δικαστηρίου ενισχύεται εκ του ότι  η ................ερχόμενη στην Ελλάδα με την μητέρα της δυνάμει  της με αριθμό ............./27.9.2002 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής  Μακεδονίας απέκτησε τη ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση στις 22.9.2003 κι εγγράφηκε στα  δημοτολόγια του Δήμου Γιαννιτσών Νομού Πέλλης. Στην εκεί οικογενειακή μερίδα με αριθμό .........  εγγράφηκε η μητέρα της ......... ως αποκτήσασα την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση στις  6.6.2007 και ο αδερφός της .............. ως αποκτήσας την ελληνική ιθαγένεια στις 30.7.1971 από  γεννήσεως. Στα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα που μνημονεύθηκαν στην αρχή του σκεπτικού  (πιστοποιητικά γέννησης ενάγουσας και αδελφού της, πιστοποιητικό διάλυσης γάμου των γονέων  της) αναγράφεται η ελληνική ιθαγένεια αυτών των προσώπων. Ωστόσο, ερχόμενοι στην Ελλάδα σε  διαφορετικά χρονικά διαστήματα ο καθένας, ανάλογα με το κάθε φορά επίκαιρο νομοθετικό  καθεστώς, που ρύθμιζε την απόδοση ιθαγένειας στους ομογενείς, ο μεν .............. αλλά και ο υιός  του ............... που τη αιτήθηκαν πριν το έτος 2000, τους αναγνωρίστηκε λόγω γέννησης, η δε  ενάγουσα και η μητέρα της που την αιτήθηκαν μετά την αλλαγή του νόμου το 2000, τους  αποδόθηκε λόγω πολιτογράφησης. Με την ανωτέρω δε αίτησή της η ενάγουσα κατέθεσε ως  δικαιολογητικό και την προηγηθείσα απόφαση κτήσης ιθαγένειας του πατέρα της .......... και το  δελτίο αστυνομικής ταυτότητας αυτού, που σύμφωνα με το άρθρο 76 Ν. 2910/2001 είναι  προαπαιτούμενα αναγνώρισης της ιθαγένειας του αιτούντα και λήφθησαν υπόψη από τα αρμόδια  όργανα. Περαιτέρω, ο ................... εν ζωή και η .............. απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα νομή  και κατοχή σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας δυνάμει του με αριθμό ......./31-1-1997  πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ............... , νομίμως μεταγραφέντος  στα Βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εις τόμο ...... και αριθμό ......, ένα αυτοτελές και  διηρημένο διαμέρισμα του 4ου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής επί της οδού ...... αρ.  ........, έχον πρόσοψη στην πρασιά της οικοδομής, εμβαδού καθαρού 34 τ.μ. αποτελούμενου από  ένα δωμάτιο, σαλόνι, κουζίνα και προχώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 2,19% εξ αδιαιρέτου στο  οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους, η δε οικοδομή κτίσθηκε σε οικόπεδο εμβαδού  285 τ.μ. που συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης βόρεια με οικία ιδιοκτησίας ..................., νότια με  οικία τέως ανταλλάξιμου ακινήτου και τώρα με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και σήμερα με  την οδό ......... και από τις λοιπές πλευρές του με οικοδομές αγνώστων ιδιοκτητών,  με προσωρινό  ΚΑΕΚ 19 044 27 17 003. Αυτός και η ........... αποδείχθηκε ότι είχαν οικογενειακές σχέσεις με τα  παιδιά του ..... (ενάγουσα) και ............... από τον πρώτο του γάμο, αφού το ζευγάρι τύγχανε  ομόδειπνο με τον γιό του και τη σύζυγο αυτού, οι οποίοι έμεναν στα Κουφάλια, όπου ο  ...................... απεβίωσε στις 17.1.1998 και κηδεύτηκε εκεί με φροντίδες του υιού του και της  δεύτερης συζύγου του ................., συνταχθείσης της με αριθμό 8/17.1.1998 ληξιαρχικής πράξης  θανάτου. Εκ των ανωτέρω δημιουργείται πλήρης δικανική πεποίθηση στο παρόν Δικαστήριο περί  του ότι η δεύτερη σύζυγος του ................... γνώριζε την ύπαρξη των τέκνων αυτού και δη του  υιού του από τον προηγούμενο γάμο. Ωστόσο, μετά το θάνατο του ανωτέρω, αυτή προέβη στην  αποδοχή όλης της κληρονομίας του συζύγου της που συνίστατο στην κατά 50% συγκυριότητα  του ως άνω διαμερίσματος, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, δυνάμει της με αριθμό  3308/10.7.1998 αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ................., που  μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης σε τόμο ........... και αριθμό  ....... Για τη σύνταξή αυτής της αποδοχής, η  .............. προσκόμισε ως δικαιολογητικό, το με  αριθμό 359/9.3.1998 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της Κοινότητας Κλειδιού Ημαθίας,  στο οποίο δεν εμφαίνοταν τα τέκνα του ..............., καθότι ως προελέχθη δεν έγινε καμία σχετική  δήλωση κατά την εγγραφή αυτού στα αντίστοιχα δημοτολόγια, η δε συμβολαιογράφος δεν  αναζήτησε επιπλέον αποδεικτικά της οικογενειακής κατάστασης του θανόντα από τη χώρα στην  οποία γεννήθηκε και έζησε μέχρι το 1997. Εν συνεχεία, η ..............., φερόμενη ως αποκλειστική  κυρία νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 100% του ανωτέρω ακινήτου το πώλησε και το μεταβίβασε  στους εναγομένους σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμό ....../2003  συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε σε τόμο ........ και αριθμό .....  των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να έχει τέτοιο δικαίωμα ως  αποδείχθηκε εφόσον υπήρχαν και άλλοι κληρονόμοι, ήτοι τα τέκνα του συζύγου της. Εν συνεχεία,  η ενάγουσα που κληρονόμησε τον θανόντα πατέρα της καλούμενη στην πρώτη τάξη της εξ  αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον αυτός δεν άφησε διαθήκη, ως κόρη του σε ποσοστό 3/8 (καθότι ο  αδελφός της κληρονόμησε το αντίστοιχο ποσοστό ενώ η εν ζωή σύζυγος κληθείσα με την πρώτη  τάξη των εξ αδιαθέτου κληρονόμησε το ?, ήτοι 2/8.), προέβη στην με αριθμό 44/2010 δήλωση  αποδοχή κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που νόμιμα  μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης σε τόμο ...... με αριθμό ....,  αποκτώντας έτσι  την κυριότητα του άνω ακινήτου κατά ποσοστό 18,75% (=3/8Χ50%) αναδρομικά από το θάνατο  του πατέρα της, ήτοι το έτος 1998. Οι εναγόμενοι δε, μετά την αγορά του ανωτέρω ακινήτου το  νέμονται και το κατέχουν μέχρι σήμερα χρησιμοποιώντας το ως φοιτητική τους κατοικία όσο  σπούδαζαν, από τις 4/9/2012 δε και μετά το έχουν εκμισθώσει για διάρκεια δύο ετών στον  ..............., αντί μισθώματος 200 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω αποδείχθηκε η συγγενική σχέση της  ενάγουσας με τον πατέρα της .............., το κληρονομικό της δικαίωμα και η αποδοχή της  κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο, νόμιμα μεταγεγραμμένο, οπότε αυτή πρέπει να αναγνωρισθεί  κυρία του ανωτέρω ακινήτου στο ποσοστό του 18,75 % και να διαταχθεί η απόδοση του σε  αυτήν από τους εναγομένους, απορριπτομένης κατ΄ ουσίαν της ενστάσεως αυτών περί απόκτησης  κυριότητας διά της τακτικής χρησικτησίας, καθότι πλήν του νόμιμου τίτλου, δεν πληρώθηκε ως  όρος η επί δεκαετίας καλόπιστη νομή του ακινήτου, αφού δεν αποδείχθηκε η καλοπιστία της  δικαιοπαρόχου τους .................., ώστε στα χρόνια της δικής τους νομής να προσμετρηθούν και τα  χρόνια εκείνης. Περαιτέρω πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ως νομείς να της αποδώσουν το  ωφέλημα του ενοικίου που εξάγεται από το ακίνητο, σε ποσοστό 18,75%, ήτοι ποσό 37,5(=200  ευρώ Χ18,75%) ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της αγωγής κι έπειτα, να καταδικασθούν οι  εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας,  ενώ δεν συντρέχουν  εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του Δικαστηρίου για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά  εκτελεστής.                                                                                 


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
   ΘΕΩΡΕΙ την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης με αρ. κατ. 2435/2013 προσεπίκληση  δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης ως μη ασκηθείσα.

   ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης με αρ. κατ.  11576/1-8-2011 αγωγή.

  ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε στο σκεπτικό απορριπτέο.

  ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή

   ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα συγκυρία κατά ποσοστό 18,75 % σε ένα αυτοτελές και διηρημένο  διαμέρισμα του 4ου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής επί της οδού .............. αρ. ......, έχον  πρόσοψη στην πρασιά της οικοδομής, εμβαδού καθαρού 34 τ.μ. αποτελούμενου από ένα δωμάτιο,  σαλόνι, κουζίνα και προχώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 2,19% εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και  στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους, η δε οικοδομή κτίσθηκε σε οικόπεδο εμβαδού 285 τ.μ. που  συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης βόρεια με οικία ιδιοκτησίας .............., νότια με οικία τέως  ανταλλάξιμου ακινήτου και τώρα με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και σήμερα με την οδό  ..............και από τις λοιπές πλευρές του με οικοδομές αγνώστων ιδιοκτητών, με προσωρινό ΚΑΕΚ  19 044 27 17 003.

   ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τους εναγομένους να της αποδώσουν το ανωτέρω ποσοστό

   ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλλουν κατ΄ισομοιρία στην ενάγουσα ως ωφέλημα το  ποσό των 37,5 ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της αγωγής κι εφεξής.

   ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην πληρωμή των εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο  ποσό των 600 ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε την 1.8.2014 και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια  συνεδρίαση την 1.9.2014.

   Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ           Ν.Σ.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης