ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ. ΕΝΝΟΙΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΕΡΓΑ.

Εισαγωγή

1. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται η υποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων. Η κατασκευή υποδομών πλέον πραγματοποιείται είτε με σύμβαση με τον ιδιωτικό τομέα είτε με σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ)[1]. Η σημασία των ΣΔΙΤ είναι πολύ σημαντική αν αναλογιστεί κανείς την αδυναμία των δυτικών οικονομιών να χρηματοδοτήσουν με δημόσιους πόρους μεγάλα έργα υποδομών. Με τις ΣΔΙΤ επιτυγχάνεται η χρηματοδότηση της κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης μιας υποδομής ή μιας υπηρεσίας παροχής από ιδιωτικά κεφάλαια και φορείς. Κατά τον τρόπο αυτό το κράτος δεν αναλαμβάνει το κόστος των υποδομών και υπηρεσιών που παρέχει στους πολίτες[2]. Σε αντιστάθμισμα όμως είτε ο ιδιώτης εισπράττει κάποια ανταποδοτικά τέλη για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα είτε αποπληρώνεται απευθείας από το δημόσιο με τις «πληρωμές διαθεσιμότητας» σε έργα μη ανταποδοτικού χαρακτήρα. Έτσι δίκαια οι ΣΔΙΤ έχουν χαρακτηριστεί ως μια εύκαμπτη ζώνη ανάμεσα στο κράτος και στην επιχειρηματικότητα[3].

Πρώιμες μορφές

2. Οι ΣΔΙΤ εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1980 στη Μ. Βρετανία. Η αδυναμία της διακυβέρνησης Θάτσερ να χρηματοδοτήσει μεγάλα δημόσια έργα, λόγω της οικονομικής πολιτικής περικοπής των δημοσίων δαπανών, οδήγησε το 1992, τη διάδοχο κυβέρνηση Μέιτζορ στη θεσμοθέτηση της Ιδιωτικής Οικονομικής Πρωτοβουλίας (Private Finance Initiative-PFI)[4]. Τις πρωτοβουλίες αυτές ενθάρρυναν και οι Εργατικοί του Μπλερ. Σήμερα πολλά κράτη έχουν υιοθετήσει τις ΣΔΙΤ, σε σημεία που να υπερέχουν των έργων που κατασκευάζονται μέσω προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων. Έτσι χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ολλανδία στην Ευρώπη, αλλά και η Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδάς προχωρούν στην βελτίωση των υποδομών και υπηρεσιών τους μέσω των ΣΔΙΤ.

Νομική φύση, Ν. 3389/2005

3. Τη νομική φύση και τη λειτουργία των ΣΔΙΤ καθορίζει ο νόμος πλαίσιο 3389/2005[5]. Ο νόμος αυτός συνιστά το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των ΣΔΙΤ. Θεσπίζει δύο νέα όργανα, τη Διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ και την Ειδική Γραμματεία ΣΔΙΤ[6]. Διακρίνει επίσης τα έργα που θα κατασκευαστούν με τις ΣΔΙΤ σε ανταποδοτικά και σε μη ανταποδοτικά. Θεσμοθετεί τη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης των έργων ΣΔΙΤ. Ακόμα, ορίζει τις διαγωνιστικές διαδικασίες και εξασφαλίζει τον υγιή και ανόθευτο ανταγωνισμό. Επίσης το νομικό πλαίσιο ολοκληρώνεται με τις κοινοτικές διατάξεις. Έτσι αν και δε γίνεται ρητή αναφορά στις ΣΔΙΤ, ισχύει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (άρθρ. 43-49 ΣΕΚ) που αφορούν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει αναγνωριστεί ότι η χρησιμοποίηση ΣΔΙΤ θα μπορούσε να συμβάλει στην υλοποίηση διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών. Επιπλέον, εφαρμόζονται λεπτομερείς διατάξεις στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τις οδηγίες για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων[7]. Κρίνεται έτσι επιβεβλημένη η ανάγκη έκδοσης οδηγίας που θα εναρμονίζει τις εθνικές νομοθεσίες στα θέματα των ΣΔΙΤ[8].

3.1 Ταυτόχρονα με τις ΣΔΙΤ διατηρούνται σε ισχύ τόσο οι Ιδιωτικές Συμβάσεις που συνάπτει το Δημόσιο ή οι ΟΤΑ (συμβάσεις παραχώρησης, λ.χ. συμβάσεις Electric Power Company και Ulen Co. στη δεκαετία του 1920, αεροδρόμιο Σπάτων, γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου). Επιπλέον συνεχίζεται, με ασφαλώς ελαττωμένους πόρους (ελληνικούς και κοινοτικούς) λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων, το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων (λ.χ. μετρό Θεσσαλονίκης)

Βασικές έννοιες-όργανα

3.2 Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό νόμο 3389/2005 χρήζουν αποσαφήνισης κάποιες έννοιες. Έτσι στο άρθρ. 1 παρ. 2 δίνεται ο ορισμός των ΣΔΙΤ. Σε αυτόν ορίζεται ότι αντικείμενο των ΣΔΙΤ είναι η εκτέλεση έργων ή και η παροχή υπηρεσιών. Το αντικείμενο των Συμβάσεων ανήκει στην αρμοδιότητα του Δημοσίου Φορέα βάσει διάταξης νόμου ή βάσει σύμβασης ή βάσει του καταστατικού του. Η Σύμβαση προβλέπει ότι η χρηματοδότηση θα γίνει εν όλω ή εν μέρει με κεφάλαια και πόρους που εξασφαλίζει ο Ιδιωτικός Φορέας, ενώ η Σύμβαση είναι από επαχθή αιτία[9]. Επιπρόσθετα ο Ιδιωτικός Φορέας αναλαμβάνει ουσιώδες μέρος των κινδύνων[10]. Δεν μπορούν να υπαχθούν στις ΣΔΙΤ δραστηριότητες, που ανήκουν κατά το Σύνταγμα άμεσα και αποκλειστικά στο Κράτος (π.χ. η εθνική άμυνα, η αστυ­νόμευση, η απονομή της δικαιοσύνης και η εκτέλεση των ποινών που επιβάλλονται από τα αρμόδια δικαστήρια-όσον αφορά τον κλάδο της παροχής των ανάλογων υπηρεσιών) [11]. Τέλος δεν υπάγονται στις ΣΔΙΤ όσα έργα ξεπερνούν, προ Φ.Π.Α., το ποσό των 200 εκ. ευρώ (με το σκεπτικό να μην αφορούν τα ΣΔΙΤ τις μεγάλες κατασκευαστικές, αλλά και εταιρίες μικρού και μεσαίου μεγέθους).

3.3 Δημιουργείται ακόμα η Διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ (ΔΕΣΔΙΤ)[12]. Αυτή εξειδικεύει την κυβερνητική πολιτική στα θέματα εκτέλεσης έργων με ΣΔΙΤ. Μετέχουν οι υπουργοί Οικονομίας, ΠΕΧΩΔΕ και Ανάπτυξης. Εγκρίνει την υπαγωγή των συμπράξεων στις διατάξεις του νόμου και αποφασίζει για το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στη χρηματοδότηση της κατασκευής της υποδομής ή υπηρεσίας. Έπειτα συστήνεται η Ειδική Γραμματεία ΣΔΙΤ (στα πλαίσια του Υπ.ΕΘν.Οικ. & Οικονομικών). Αυτή αποτελεί τον κεντρικό μηχανισμό λειτουργίας των ΣΔΙΤ από κρατικής πλευράς. Αξιολογεί (προωθώντας τις σχετικές προτάσεις στην Διυπουργική) και παρακολουθεί τα έργα. Ταυτόχρονα διαχέει τεχνογνωσία και πληροφορίες σε τυχόν άλλους εμπλεκόμενους φορείς (δημόσιους και ιδιώτες). Παρόλα αυτά δεν προκηρύσσει η ίδια τα έργα, πολλώ δε μάλλον δεν τα εκτελεί.

Έργα ΣΔΙΤ

3.4 Τα έργα ΣΔΙΤ διακρίνονται σε ανταποδοτικά ή μη. Ως ανταποδοτικά έργα ΣΔΙΤ νοούνται εκείνα τα έργα ή οι υπηρεσίες, στις οποίες πέρα από τη χρηματοδότηση, το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη συντήρησή τους, οι ιδιωτικοί φορείς αναλαμβάνουν και την εκμετάλλευσή τους (με είσπραξη λ.χ. διοδίων σε αυτοκινητόδρομο). Έτσι από την εκμετάλλευση αυτή, μέσω της είσπραξης τελών από τους τελικούς χρήστες για τη χρήση του έργου ή της υπηρεσίας, οι ιδιωτικοί φορείς αποπληρώνουν την αρχική χρηματοδότηση και προσδοκούν στην εξασφάλιση εύλογου κέρδους. Ο ιδιωτικός φορέας αναλαμβάνει πέραν του κινδύνου της χρηματοδότησης και κατασκευή και τον κίνδυνο της ζήτησης[13]. Συνήθως αφορά έργα στις μεταφορές, την ενέργεια, το περιβάλλον, τον τουρισμό κ.α. Άρα ο κίνδυνος είναι ψηλός (high risk) καθώς τα προσδοκώμενα κέρδη εξαρτώνται από τη ζήτηση. Ανάλογα υψηλές είναι βέβαια και οι αποδόσεις του κεφαλαίου.

3.5 Ως μη ανταποδοτικά έργα ΣΔΙΤ νοούνται εκείνα τα έργα ή οι υπηρεσίες, στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης για τους ιδιωτικούς φορείς. Ο ιδιώτης αποπληρώνεται απ’ ευθείας από το κράτος, ενώ αναλαμβάνει τους κινδύνους χρηματοδότησης και κατασκευής, όχι όμως και αυτόν της ζήτησης[14]. Αντ’ αυτού επιβαρύνεται με τον κίνδυνο της διαθεσιμότητας. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο ιδιώτης είναι χαμηλός (low risk) καθώς δεν εξαρτώνται τα κέρδη από τη ζήτηση, αλλά από η διαθεσιμότητα. Έτσι τα έσοδα είναι συνάρτηση της τήρησης των προδιαγραφών απόδοσης. Αφορά τα κοινωνικού χαρακτήρα έργα, δηλαδή σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, νοσοκομεία, στρατιωτικές/αστυνομικές/πυροβεστικές εγκαταστάσεις κ.α.

Διαδικασίες

3.6 Για την υπογραφή μιας ΣΔΙΤ απαιτείται ο Δημόσιος φορέας να υποβάλει πρόταση προς τη ΕΓΣΔΙΤ[15]. Η τελευταία θα την αξιολογήσει και, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια υπαγωγής, την εντάσσει στον κατάλογο προτεινόμενων συμπράξεων. Έπειτα υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ΔΕΣΔΙΤ. Εάν εγκριθεί, χρηματοδοτείται και εντάσσεται στο ΠΔΕ. Προσλαμβάνονται σύμβουλοι υποστήριξης (χρηματοοικονομικοί, τεχνικοί, νομικοί) και προετοιμάζεται η διαγωνιστική διαδικασία. Προκηρύσσεται το έργο, υποβάλλουν οι ιδιώτες προσφορές και κατόπιν αξιολόγησής τους επιλέγεται ο ανάδοχος.

3.7 Η επιλογή των ιδιωτών που αναλαμβάνουν ένα έργο ΣΔΙΤ γίνεται μετά από δημόσιο διαγωνισμό. Με το πέρας του διαγωνισμού, ο υποψήφιος Ιδιωτικός Φορέας που επιλέγεται συστήνει μία ανώνυμη Εταιρεία Ειδικού Σκοπού (ΕΕΣ). Η ΕΕΣ υπογράφει με το Δημόσιο (την Αναθέτουσα Αρχή) σύμβαση, με την οποία ρυθμίζονται όλα τα θέματα που αφορούν το έργο και επίσης, εξασφαλίζει την χρηματοδότησή του[16]. Εγκρίνονται ασφαλώς και οι σχετικές μελέτες και διοικητικές άδειες. Η ΕΕΣ αναλαμβάνει την ευθύνη της υλοποίησης της υποδομής του έργου Kαι της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμπραξης. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, η ΕΕΣ εισπράττει τμηματικές πληρωμές διαθεσιμότητας από το Δημόσιο ή/και τέλη από τους πολίτες και έτσι αποπληρώνει τα δάνεια που έχει συνάψει και έπειτα μερισματοποιεί τα κέρδη. Τέλος η ΕΕΣ δύναται να υλοποιεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις είτε με ίδια μέσα είτε μέσω επιλεγμένων υπεργολάβων (κατασκευαστικές εταιρίας/εταιρίες λειτουργίας) που πληρούν τα κριτήρια που έθεσε αρχικά η αναθέτουσα αρχή. Στα πλαίσια των παραπάνω διαδικασιών ισχύουν πάντοτε οι βασικές αρχές της ίσης μεταχείρισης, διαφάνειας, αναλογικότητας, ελευθερίας ανταγωνισμού κ.λπ.) αλλά και τα κριτήρια της πλέον συμ­φέρουσας από οικονομικής άποψης προ­σφοράς ή της χαμηλότερης τιμής.

3.8 Ο νόμος καθορίζει επιπλέον το ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων σύμπραξης, καθώς και τα θέματα που αφο­ρούν στη χρηματοδότηση της εκτέλεσης των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών[17]. Υπάρχουν στο νόμο και κά­ποιες ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με τη διαδικασία είσπραξης του συμβατικού ανταλ­λάγματος, την έκδοση των απαραίτητων αδει­ών, τα πιθανά αρχαιολογικά ευρήματα κατά την κατασκευή του έργου, την προστασία του περιβάλλοντος και τις απαλλοτριώσεις[18]. Στα τελευταία άρθρα καθορίζονται τα πολλαπλά νομικά θέματα που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη σύναψη και εκτέλεση των Συμβάσεων ΣΔΙΤ, όπως είναι η εκχώρηση απαιτήσεων, το κύρος των εμπραγμάτων ασφαλειών, οι εταιρικοί μετα­σχηματισμοί, τα φορολογικά ζητήματα και η επίλυση διαφορών με διαιτησία[19].

Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα ΣΔΙΤ

4. Τα πλεονεκτήματα των ΣΔΙΤ είναι αρκετά. Υπάρχει η δυνατότητα χρηματοδότησης πρόσθετων έργων και υπηρεσιών, πέραν του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων και εκτός των συμβάσεων παραχώρησης που απαιτούν κύρωση, με νόμο, από τη Βουλή. Επιπλέον μεταβιβάζονται οι κίνδυνοι της κατασκευής και λειτουργίας των υποδομών και υπηρεσιών στους ιδιωτικούς φορείς. Επιπλέον βελτιώνεται το επενδυτικό κλίμα, καθώς οι εταιρίες αναλαμβάνουν έργα που αλλιώς δε θα υλοποιούνταν αλλά και μπορούν να υπολογίζουν τα κέρδη τους σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και να επιτύχουν μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα.

4.1 Τα μειονεκτήματα είναι από την άλλη μια παράμετρος που πρέπει επίσης να εκτιμηθεί. Ο μηχανισμός προώθησης, ανάθεσης και παρακολούθησης των έργων ΣΔΙΤ χαρακτη­ρίζεται από συγκεντρωτισμό. Διαπιστώνεται έλλειψη επαρκώς στελεχω­μένης και εκπαιδευμένης Δημόσιας Διοίκη­σης. Δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση ανάμεσα στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και στο σύστημα των Συμπράξεων και εκφράζονται φόβοι ότι το δεύτερο θα εφαρμοσθεί εις βά­ρος του πρώτου.

ΣΔΙΤ στο ν. Πέλλας και την υπόλοιπη χώρα

5. Τέλος σε ό,τι αφορά τις ΣΔΙΤ στο νομό Πέλλας υπάρχει σε εξέλιξη η Κατασκευή και συντήρηση 2 νέων σχολείων στο Δήμο Γιαννιτσών, του ΟΣΚ, ύψους 5,4 εκ. € που βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας των τευχών διαγωνισμού για την επιλογή των Ιδιωτικών Φορέων Σύμπραξης. Η Κατασκευή και συντήρηση κτιρίου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Γιαννιτσών, της ΚΕΔ, ύψους 4,1 εκ. €, που βρίσκεται στο στάδιο της υποβολής προσφορών από υποψήφιους Ιδιωτικούς Φορείς Σύμπραξης σε εξέλιξη. Τέλος στις ΣΔΙΤ υπάγεται και η εγκατάσταση συστημάτων ασφάλειας σε 3 θέσεις αποθήκευσης πυρομαχικών στο Δήμο Γιαννιτσών, του ΥπΕθνΑμ., ύψους 3,9 εκ. €, με το έργο να βρίεσκεται στο στάδιο της προετοιμασία των τευχών διαγωνισμού για την ανάθεση υπηρεσιών συμβούλου. Άλλα σημαντικά έργα ΣΔΙΤ στην υπόλοιπη χώρα είναι η κατασκευή και συντήρηση 27 σχολικών υποδομών στην Αττική, στην Κεντρική Μακεδονία κ.α. Επιπλέον η κατασκευή και συντήρηση 7 πυροσβεστικών σταθμών, 11 κτιρίων της ΕΛ.ΑΣ, κατασκευή και συντήρηση 5 Διοικητηρίων Νομαρχιών και Περιφερειών, 3 νέα καταστήματα κράτησης, 2 νέα δικαστικά μέγαρα, η μετασκευή του Ολυμπιακού Κέντρου Φαλήρου (TAE KWO DO) σε Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο και τέλος η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων ασφαλείας σε 12 λιμάνια της χώρας, συνολικού ύψους 2,5 δισεκ. €. Το πλέον πρόσφατο έργο που εντάχθηκε στις ΣΔΙΤ είναι η διαμπερής αρτηρία (υποθαλάσσια) Θεσσαλονίκης[20].



[1] Η διεθνής ορολογία που χρησιμοποιείται είναι Public-Private Partnership (PPP ή P3)

[2] Βλ. γενικά για τις ΣΔΙΤ σε Ιάκωβο Βενιέρη, «ΣΔΙΤ, το συμβατικό πλαίσιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2007 καθώς και σε Αθ. Καϊση, «ο Ν. 3389/2005 για τις ΣΔΙΤ», εκδ. Σάκκουλα, 2006

[3] Βλ. σε Αμ.Μυρωνάκη, Αγ. Λατσίνου, Αικ Σιάμπου, Π.Ρογκάκου, Αθ. Παναγιωτόπουλο, «Συμπράξεις Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα»

[4] «Betreibermodell» η αντίστοιχη πρωτοβουλία στη Γερμανία

[5] ΦΕΚ A’ 232

[6] Βλ. Ν. 3389/2005, Κεφάλαιο Β’, αρθρ. 3 έως 6

[7] Βλ. οδηγίες 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ, 93/37/ΕΟΚ, 93/38/ΕΟΚ και νεώτερες οδηγίες 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ. και σχετικά ελληνικά προεδρικά διατάγματα 59, 60/2007 ΦΕΚ Α’ 63 και 64

[8] Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τις ΣΔΙΤ και το κοινοτικό δίκαιο των Δημοσίων Συμβάσεων και των Συμβάσεων Παραχώρησης. COM (2004) 327, C-120/18/2005. Επίσης πρόοδο συνιστά και το ανακοινωθέν STAT/04/11-2-2004 της EUROSTAT.

[9] Έτσι τόσο ο Δημόσιος, όσο και ο Ιδιωτικός Φορέας αναλαμβάνουν βάρη και υποχρεώσεις.

[10] Ως τέτοιοι νοούνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη χρηματοδότηση, κατασκευή, διαθεσιμότητα (υποδομή ή υπηρεσία διαθέσιμη προς χρήση) ή τη ζήτηση του αντικειμένου της Σύμπραξης και των συναφών κινδύνων, όπως ενδεικτικά του διαχειριστικού και του τεχνικού κινδύνου

[11] Έτσι εντάσσονται στις ΣΔΙΤ όσες δραστηριότητες αφορούν έμμεσα (δηλαδή τις υποδομές για την άσκηση των αντίστοιχων υπηρεσιών) τις παραπάνω κατηγορίες.

[12] ο.π. υποσημ. 3

[13] Το αν οι πολίτες θα κάνουν την προβλεπόμενη χρήση του έργου ή της υπηρεσίας - ώστε κατ’επέκταση ο ιδιώτης να μπορέσει να εισπράξει τα προσδοκώμενα από την σύμπραξη έσοδα.

[14] Αφορά τη διαχείριση και συντήρηση της υποδομής ή της υπηρεσίας, ώστε να διατηρείται η λειτουργικότητά της σε σαφώς καθορισμένα από το δημόσιο επίπεδα ποιότητας για όσο χρόνο ορίζεται στη σχετική σύμβαση.

[15] Βλ. Ν. 3389/2005, Κεφάλαιο Γ’, αρθρ. 7-16

[16] Η χρηματοδότηση προέρχεται συνήθως κατά ένα μικρό ποσοστό από τα ίδια κεφάλαια των ιδιωτών και κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από δανειακά κεφάλαια. η συνήθης σχέση ιδίων προς δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση έργων σύμπραξης είναι 10 ή 20 προς 90 ή 80. Έτσι η τραπεζική χρηματοδότηση, στην οποία οι ιδιώτες καταφεύγουν, συνεπάγεται και στενό έλεγχο από τις δανείστριες τράπεζες προς τους πρώτους. Η Ευρ.Τράπεζα Επενδύσεων χρηματοδοτεί επίσης έργα ΣΔΙΤ. Βλ. www.eib.org/general/events/efs2005_07_thomson.pdf - 478k - 40%

[17] Ν. 3389/2005, Κεφάλαιο Δ, αρθρ. 17-18

[18] Ν. 3389/2005, Κεφάλαιο Ε, αρθρ. 19-24

[19] Ν. 3389/2005, Κεφάλαιο ΣΤ, αρθρ. 25-32

[20] Bλ. Βουλή των Ελλήνων, «Κύρωση Σύμβασης Παραχώρησης του έργου της Υποθαλάσσιας Αρτηρία Θεσσαλονίκης», 2007 καθώς και ΥΠΕΧΩΔΕ, «Εισηγητική έκθεση για την Υποθαλάσσια Αρτηρία Θεσσαλονίκης», 2007

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Ελεύθερη κυκλοφορία Εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών. Η περίπτωση της Estée Lauder

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΕΚ

02.02.1994, C-315/92

Verband Sozialer Wettbewerb eV

κατά

Clinique Laboratories SNC και

Estee Lauder Cosmetics GmbH


Α.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

1) Σύντομο Ιστορικό

1.1 Η πολυεθνική εταιρία Estée Lauder, παράγει καλλυντικά, τα οποία διαθέτει, μέσω θυγατρικών, της σε χώρες μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με το όνομα Clinique. Στη Γερμανία, λόγω της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης, τα προϊόντα πωλούνταν με την ονομασία Linique, ώστε να μη συχγέονται με φαρμακευτικά ή ιατρικά προϊόντα. Στο εθνικό δικαστήριο (Landgericht Berlin) άσκησε αγωγή μια επαγγελματική ένωση κατά της γερμανικής και γαλλικής θυγατρικής, της αμερικανικής Estée Lauder, διότι θεωρούσε ότι παραβιάζονταν ο γερμανικός νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού.

1.2 Το γεγονός της κυκλοφορίας των καλλυντικών στον μεν Κοινοτικό χώρο (πλην Γερμανίας), ως «Clinique», σε ένα δε κράτος μέλος σαν «Linique», συνεπάγονταν αυξημένα έξοδα για την παραγωγό εταιρία, όταν η τελευταία ήθελα να το εισάγει από στη Γερμανία. Η Γερμανία θεωρούσε ότι προείχε η προστασία των καταναλωτών και η προστασία της υγείας των προσώπων, από την επιβάρυνση της Estée Lauder, με επιπλέον έξοδα.

1.3 Το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η διαφορά, αποφάσισε τη διεξαγωγή αποδείξεων, μέσω της διενέργειας δημοσκόπησης, προκειμένου να αποδειχθεί το γεγονός της παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού λόγω της σύγχυσης μεταξύ καλλυντικών και ιατροφαρμακευτικών προϊόντων. Ενόψει του ότι η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας θα ήταν άνευ νοήματος αν παραβιάζονταν η Συνθήκη ΕΚ, και δη του (σημερινού) άρθρου 28[1] και (τότε 30), αποφάσισε να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα[2] στο ΔΕΚ.

2) Νομικό Πλαίσιο

2.1 Τα άρθρα που απασχολούν το ΔΕΚ, στην υπό μελέτη απόφαση, είναι το 28 και 30 ΣΕΚ, τα οποία έχουν αντικαταστήσει τα 30, 36 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ[3]. Το 28 αναφέρεται στους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος ενώ το 30 συνιστά εξαίρεση στην αρχική, του 28, απαγόρευση. Στη σκέψη 12 & 17 το ΔΕΚ επισημαίνει ότι κάθε πράξη της Κοινότητας, εντασσόμενη στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ερμηνεύεται στα πλαίσια των διατάξεων της ΣΕΚ, όπως οι τελευταίες έχουν ερμηνευτεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.[4]

2.2 Ειδικότερα υπάρχουν και δύο νομοθετικές πράξεις (οδηγίες) του Συμβουλίου, που ως παράγωγο κοινοτικό δίκαιο τυγχάνουν εφαρμογής. Οι οδηγίες αναφέρονται στην προσέγγιση των νομοθεσιών σε ό,τι έχει να κάνει με την παραπλανητική διαφήμιση και τα καλλυντικά προϊόντα. Στις εν λόγω οδηγίες αντιστοιχούν και οι εθνικές διατάξεις του γερμανικού δικαίου.

2.2.1 Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ της 10.09.1984 του Συμβουλίου[5], αφορά την προστασία του καταναλωτή από παραπλανητικές διαφημίσεις. Ωστόσο περιορίζεται σε μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών. Τούτο διότι περιέχει ελάχιστα κριτήρια και στόχους για το χαρακτηρισμό μιας διαφήμισης ως παραπλανητικής αλλά και διότι θέτει ελάχιστες προδιαγραφές για την προστασία από την παραπλανητική διαφήμιση. Έτσι αφήνεται στον εθνικό νομοθέτη να εξειδικεύσει τις επιταγές της οδηγίας.

2.2.2 Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ της 27.07.1976 του Συμβουλίου[6], από την άλλη προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σε ζητήματα που αφορούν τα καλλυντικά προϊόντα.

2.3 Οι δύο παραπάνω οδηγίες, ενσωματώθηκαν στο γερμανικό εθνικό δίκαιο, η μεν πρώτη στο νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό (Gesetz gegen unlauteren WettbewerbUWG, αρθρ. 3), η δε δεύτερη στο νόμο για τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης (Lebensmittel- und BedarfsgegnstaendegesetzLMBG, αρθρ. 27).

3) Έννοια εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων

3.1 Στη σκέψη 19 το ΔΕΚ αποφαίνεται καταφατικά στο ζήτημα περί του χαρακτήρα των επιπλέον εξόδων, με τα οποία επιβαρύνονταν η εταιρία, λόγω των εθνικών διατάξεων. Η χρησιμοποίηση στο σύνολο του Κοινοτικού Χώρου του ονόματος Clinique, αλλά η διαφοροποίησή του, ως προς το πρώτο γράμμα C, στη Γερμανία, συνεπάγονταν οικονομική επιβάρυνση της Estée Lauder. Στη Γερμανία τα καλλυντικά προϊόντα έπρεπε να φέρουν διαφορετική συσκευασία, με το διαφορετικό όνομα, καθώς και παραγωγή καινούριων διαφημιστικών μέσων. Τα έξοδα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν τα προϊόντα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, και στη Γερμανία, με το όνομα που κυκλοφορούν και στον υπόλοιπο κοινοτικό χώρο.

3.2 Η έννοια του εμπορεύματος, στο κοινοτικό δίκαιο, είναι ευρεία και όχι στενά ερμηνευόμενη. Έτσι ως εμπορεύματα νοούνται όχι μόνο τα αγαθά (goods) που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλάγων, αλλά και όλα τα κινητά πράγματα που είναι, που με αντικειμενικά κριτήρια, είναι δεκτικά μετακίνησης[7]. Επιπλέον στον όρο μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοστώσεις, το ΔΕΚ[8] έχει περιλάβει όλα τα μέτρα[9] που «μπορούν να παρεμποδίσουν άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο».

3.3 Ως τέτοια μέτρα το ΔΕΚ, στην προκείμενη απόφαση, κρίνει και τα αυξημένα έξοδα της παραγωγού και εισαγωγού εταιρίας. Έτσι θεωρεί ότι με έμμεσο τρόπο, πλην όμως όχι «καθ’ όλα τυχαίο» ή «υπερβολικά υποθετικό και έμμεσο»[10], το γερμανικό κράτος επιβάλλει μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοστώσεις, όταν επιβαρύνει την εταιρία με επιπλέον έξοδα, ώστε να μπορέσει να συμμορφωθεί η τελευταία με τις εθνικές διατάξεις, προκειμένου να εισάγει τα προϊόντα της στη Γερμανία. Επίσης, δυνατόν να ενταχθούν τα εμπόδια αυτά, στα «τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο». Σαν τέτοια νοούνται όσα εμπόδια ανακύπτουν από το γεγονός ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών διαφέρουν στις προβλεπόμενες για κάθε προϊόν τεχνικές προδιαγραφές και πιο συγκεκριμένα, στην παρούσα υπόθεση, σε ό,τι έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις ονομασίας, επισήμανσης και συσκευασίας των καλλυντικών[11], ακόμα και αν οι νομοθεσία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα (εν προκειμένω όλα τα καλλυντικά), εφόσον η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται η από κάποιο στόχο γενικότερου ενδιαφέροντος[12], εδώ η προστασία των καταναλωτών και η υγεία των προσώπων.

3.4 Άρα, όπως και στην απόφαση του ΔΕΚ έκρινε[13] το γεγονός ότι η εταιρία πρέπει για την αγορά ενός μόνο κράτους μέλους να μετέλθει επιπλέον έξοδα, είναι αρκετό για να αποφανθεί ότι πρόκειται για περιορισμό της ελευθερίας του εμπορίου. (Στην επόμενη ενότητα θα αναλυθεί το κατά πόσο τα δύο τελευταία υπηρετούν τέτοιους στόχους)

Β.

ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Ι) Προδικαστική παραπομπή

Ι.Ι Στη σκέψη 7, το ΔΕΚ, επαναλαμβάνει το νομολογιακό κανόνα περί αυτεπάγγελτης έρευνας και ερμηνείας κοινοτικού κανόνα, ακόμα και αν δεν έχει προταθεί από τους διαδίκους[14]. Έτσι στη γνωμοδοτική λειτουργία του το ΔΕΚ, εφαρμόζει το γενική αρχή του δικαίου «Ιus novit curia». Τούτο προκειμένου να υπάρχει πληρέστερη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, καθώς συχνά τα εθνικά δικαστήρια αρκούνται σε λιτά και αόριστα προδικαστικά ερωτήματα, μη θέτωντας υπόψη του ΔΕΚ, το σύνολο των κανόνων που αφορούν την υπόθεση. Το τελευταίο γίνεται κυρίως, όπως και στην παρούσα, επί του παράγωγου κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου.

II) Αντίθεση στο άρθρο 28 ΣΕΚ

ΙΙ.Ι Το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς καθώς και τα μέτρα ισοδύναμου προς αυτούς αποτελέσματα. Η αντίθεση στο άρθρο 28 στην προκειμένη περίπτωση αφορά διάταξη (οι γερμανικοί UWG, LMBG) που εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα και αποβλέπει στο να επιβάλλει στους παραγωγούς (εδώ στην Estée Lauder), ορισμένους όρους παραγωγής προκειμένου να τους επιτρέψει να διαθέτουν τα προϊόντα τους υπό ορισμένη ονομασία, συσκευασία, διαφήμιση.

ΙΙ.ΙΙ Η γερμανική πλευρά επικαλείται την αυξημένη προστασία των καταναλωτών και της δημόσιας υγείας, προκειμένου να θεμελιώσει την απόφασή της να θέσει περιορισμούς στην εισαγωγή των καλλυντικών. Έτσι σημειώνει ότι η ονομασία Clinique δυνατόν να προσδώσει στα εισαγόμενα καλλυντικά ιδιότητες, τις οποίες δεν έχουν. Έτσι η Γερμανία, όντως πιο ευαίσθητη σε ανάλογα ζητήματα (παραπλανητικής διαφήμισης) θέσπισε αυστηρότερη νομοθεσία ως προς τις ιδιότητες των προϊόντων. Τούτο επιπλέον διότι η οδηγία 84/450/ΕΟΚ περιέχει πολλές αόριστες έννοιες, που χρήζουν εξειδίκευσης, ως προς την έννοια της παραπλανητικής διαφήμισης. Όμως τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις, αρκεί όμως να ερμηνεύονται σε «συμφωνία με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων»[15]. Το ΔΕΚ δέχεται, στις σκέψεις 8-11 και 12, την αρχή της ερμηνείας σύμφωνα με το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο, για τις θεσπιζόμενες επί οδηγιών εθνικές διατάξεις, και επαναλαμβάνει το επιτρεπτό της εναντίωσης των εθνικών διατάξεων προς το 28, αρκεί να συντρέχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

ΙΙ.ΙΙΙ Προκειμένου να γίνει δεκτή η εξαίρεση από το άρθρο 28 ΣΕΚ, το ΔΕΚ έχει διαμορφώσει, με μια σειρά αποφάσεων[16], κανόνες που επιτρέπουν τη μη εφαρμογή του 28 ΣΕΚ. Έτσι ο κανόνας της cassis de Dijon δέχεται ότι αν η εθνική ρύθμιση εισάγει παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου (και ισχύει αδιακρίτως), επιτρέπεται μόνον αν το εθνικό μέτρο εξυπηρετεί επιτακτικές ανάγκες. Στην προκείμενη περίπτωση η υπάρχει εθνική ρύθμιση, καθώς οι σχετική οδηγία περί παραπλανητικής διαφήμισης είναι αόριστη και ασαφής, η οποία πρέπει να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου. Οι επιτακτικές ανάγκες που επικαλείται η γερμανική πλευρά συνίστανται σε δύο βάσεις. Ο σκοπός γενικότερου συμφέροντος είναι διττός. Αφενός η προστασία των καταναλωτών αφετέρου η προστασία της δημόσιας υγείας.

IIV H προστασία των καταναλωτών, από την ενδεχόμενη παραπλάνησή τους από το γεγονός ότι θα επέλθει σύγχυση των ιδιοτήτων των προϊόντων μεταξύ καλλυντικών και ιατροφαρμακευτικών εμπίπτει στο άρθρο 28 ΣΕΚ, ενώ η προστασία της υγείας στο άρθρο 30. Το τελευταίο (30 ΣΕΚ) προβαίνει σε περιοριστική αναφορά των περιπτώσεων που είναι επιτρεπτή η απόκλιση από το 28 ενώ ό,τι δεν περιλαμβάνεται στο 30 ΣΕΚ, γίνεται δεκτό ως νομολογιακή εξαίρεση από το 28, αν συντρέχουν επιτακτικές ανάγκες.

ΙΙΙ) Διαφορές 28 - 30 ΣΕΚ, για το επιτρεπτό των εξαιρέσεων τους

ΙΙΙ.Ι Το ΔΕΚ εξετάζει τα, τεθέντα από το εθνικό δικαστήριο, ζητήματα περί επιτρεπτό του περιορισμού στην εισαγωγή των καλλυντικών, λόγω προστασίας της δημόσιας υγείας και της προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Η μεν πρώτη εκδοχή ρυθμίζεται στο πρωτογενές δίκαιο από το άρθρο 30 ΣΕΚ, η δε δεύτερη προκύπτει νομολογιακά ως επιτρεπτή εξαίρεση από το 28 ΣΕΚ.

ΙΙΙ.ΙΙ Το άρθρο 30 (πρώην 37) περιέχει ρητή εξαίρεση από τις απαγορευτικές διατάξεις των αρθρ. 28-29, σε ό,τι αφορά τα μέτρα που εισάγουν άμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων. Η παράθεση των επιτρεπτών εξαιρέσεων είναι περιοριστική και έχει να κάνει με λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην πράξη το 30 εφαρμόζεται πολύ συχνά από τα κράτη μέλη. Έτσι το ΔΕΚ έκρινε ότι το 30 πρέπει να εφαρμόζεται κατόπιν αυστηρής και περιορισμένης ερμηνείας[17] και αφού προηγηθεί έλεγχος αναλογικότητας των μέτρων[18]. Τέλος το άρθρο 30 ΣΕΚ εφαρμόζεται μόνο για προϊόντα που διέρχονται τα σύνορα. Αν συνεπώς το μέτρο αφορά αδιακρίτως εθνικά κι εισαγόμενα προϊόντα εφαρμόζεται το 28/29, και θα κριθεί επιτρεπτό κατόπιν των νομολογιακών κανόνων.

ΙΙΙ.ΙΙΙ Οι εξαιρέσεις από το αρθρ. 28 (πρώην 30) ΣΕΚ αποτελούν νομολογιακή κατασκευή, καθώς δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη. Επίσης δεν αφορά απαγορεύσεις και πρακτικές σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων αλλά εφαρμοζόμενων αδιάκριτα. Δεν αφορούν επίσης όλες τις απαγορεύσεις και πρακτικές, αλλά μόνον όσες επηρεάζουν έμμεσα την κυκλοφορία των προϊόντων. Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι επί του αρθρ. 28 ΣΕΚ δεν συνίσταται, κυριολεκτικά, εξαίρεση, αλλά πρόκειται για έναν εμπεριεχόμενο στο άρθρο αυτοπεριορισμό της έκτασης εφαρμογής του.

IV) Τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσόστωση στην απόφαση

IV.I Προκειμένου να κρίνει το Δικαστήριο, αν τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία ως προς την εισαγωγή των καλλυντικών της Estée Lauder, είναι επιτρεπτά υπό το πρίσμα του αρθρ. 28 ΣΕΚ, πρέπει να προβεί σε έλεγχο αναλογικότητας[19]. Απαραίτητο στο να θεωρηθούν επιτρεπτά είναι να υπάρχει «προσήκουσα σχέση»[20] μεταξύ του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών από παραπλανητικές διαφημίσεις και της εθνικής διάταξης (μέσου), αλλά και να μην είναι δυνατή η ευόδωση του σκοπού με λιγότερο επαχθή για το ενδοκοινοτικό εμπόριο μέτρα.

IV.II Όπως ισχυρίζεται η Γερμανία, η ονομασία Clinique, μπορεί να προσδώσει στο καλλυντικό προϊόν ιδιότητες ιατροφαρμακευτικού χαρακτήρα. Άλλωστε η συνήχηση του γαλλικού όρου Clinique, με το γερμανικό Klinik (κλινική-νοσοκομείο) μπορεί να οδηγήσει τον καταναλωτή σε λάθος συμπεράσματα. Βέβαια η αρχή της αμοιβαιότητας[21] επιβάλλει η Γερμανία να επιδείξει αμοιβαία εμπιστοσύνη προς τη γαλλική νομοθεσία, όπως για την τελευταία η χρήση του όρου Clinique φαίνεται να τηρεί την προστασία της βασική επιτακτικής ανάγκης της μη παραπλάνησης των καταναλωτών. Στις προτάσεις του ο εισαγγελέας[22] δέχεται ότι είναι δυνατό, λόγω γλωσσικών διαφορών ή κοινωνικών συνηθειών οι Γερμανοί καταναλωτές να παραπλανώνται. Επίσης ο εισαγγελέας δέχεται η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να θεσπίζει αυστηρότερη νομοθεσία, από ότι ένα άλλο κράτος μέλος.

IV.III Από την άλλη, η Επιτροπή αντιτείνει ότι τα καλλυντικά της Estée Lauder διατίθενται αποκλειστικά από αρωματοπωλεία και τμήματα καλλυντικών πολυκαταστημάτων και όχι από φαρμακεία ή νοσοκομεία. Επίσης προσθέτει ότι η ονομασία Clinique αποτελεί το όνομα πώλησης του προϊόντος, και ότι υπάρχει κατάλληλη επισήμανση στη συσκευασία του προϊόντος ότι πρόκειται για καλλυντικό και ότι υπάρχει επιπλέον ένδειξη για διενέργεια ελέγχων προκειμένου να μην εμφανιστεί στο χρήστη-καταναλωτή αλλεργία ή δερματική πάθηση.

ΙV.IV Με τις απόψεις της Επιτροπής συντάσσεται το Δικαστήριο, αλλά προσθέτει και το κριτήριο της αμοιβαιότητας, με την έννοια ότι στις άλλες κοινοτικές χώρες το προϊόν κυκλοφορεί με την ονομασία Clinique[23]. Έτσι δεν κάνει δεκτή το ΔΕΚ τη δικαιολόγηση του τεχνικού εμποδίου που θέτει η Γερμανία, ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσόστωση. Το ΔΕΚ θεωρεί ότι η χρήση του όρου Clinique, είναι δυνατή και για το καλλυντικό προϊόν και ότι η συνήχηση με το Klinik δεν αρκεί να παραπλανήσει τους καταναλωτές για τη φύση του πρώτου, υπό τις συνθήκες που αυτό διατίθεται στη γερμανική αγορά.

Γ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Α. To ΔΕΚ στην υπό μελέτη απόφασή του προχωράει ένα βήμα εμπρός από τη νομολογία cassis de Dijon. Θεωρεί ότι οι, ταχθείσες σε προγενέστερες αποφάσεις του, προϋποθέσεις για το επιτρεπτό της εξαίρεσης από το άρθρο 28 ΣΕΚ θα πρέπει να πληρούνται και όταν οι επιτακτικές ανάγκες, αποτελούν αντικείμενο των κοινοτικών πράξεων. Έτσι σημαίνει ότι ο κανόνας της cassis δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση της έλλειψης κοινοτικών ρυθμίσεων, αλλά και όταν αυτές υπάρχουν σαν οδηγίες, ενσωματωμένες στο εθνικό δίκαιο. Στην παρούσα αυτές υπήρχαν, έστω και αν η οδηγία 84/450/ΕΟΚ παρέχει ασαφή, αόριστα και χρήζοντα εξειδίκευσης κριτήρια και στόχους (σε αντίθεση με την 76/768 ΕΟΚ που προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών).

Β. Επιπλέον σημαντική είναι η πρώτη διαφορά μεταξύ του εισαγγελέα και του Δικαστηρίου, επί των απόψεων για το χαρακτήρα των εθνικών μέτρων ως επιτακτικών αναγκών. Ο μεν πρώτος προτείνει να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία έπρεπε να γίνουν αποδεκτά, εντασσόμενα στη νομολογιακή εξαίρεση του αρθρ. 28 ΣΕΚ και τη ρητή του αρθρ. 30 ΣΕΚ. Το δε δεύτερο δεν θεωρεί ότι πληρούνται τα κριτήρια για παραπλάνηση των καταναλωτών ή κίνδυνο της δημόσιας υγείας.

Γ. Επιπλέον, υπήρξε και δεύτερη διαφορά μεταξύ εισαγγελέα και Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο Gulmann πρότεινε να κρίνει το εθνικό δικαστήριο αν τα μέτρα της Γερμανίας εμποδίζουν την ενδοκοινοτική ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του αλλά και την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Αντίθετα το ΔΕΚ προχωράει στην εξέταση των τεθέντων ζητημάτων, απαντώντας κατηγορηματικά στο εθνικό δικαστήριο[24] ότι τα εθνικά μέτρα αντιτάσσονται στο άρθρο 28 της Συνθήκης και ότι δεν είναι δυνατό να ενταχθούν στην εξαίρεση είτε του αρθρ. 30 ΣΕΚ είτε αυτή (νομολογιακή) του αρθρ. 28 ΣΕΚ.

Δ. Τέλος πρέπει να τονιστεί η σημασία της απόφασης, ως προς την εξέλιξη της φιλελευθεροποίησης της ελεύθερης διακίνησης ενδοκοινοτικά των εμπορευμάτων. Το ΔΕΚ, ερμηνεύει τις κοινοτικές διατάξεις και παράλληλα επεκτείνει τους νομολογιακούς κανόνες (cassis) που έχει ήδη θεσπίσει. Έτσι το Δικαστήριο, υποκαθιστά το νομοθέτη, προωθώντας την κοινοτική ιδέα και αίροντας τα εμπόδια στην ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων ενισχύει την, τότε στα πρώτα βήματα, ενωσιακή προοπτική.

***************************

Bιβλιογραφία

Π. Δάγτογλου, Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996.

Π.Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999

P.Oliver, Goods and services: two freedoms compared, Mélanges Walbroeck, Brylant, Bruxelles, 1999.

Β. Σκουρής, Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004

Χ. Ταγαράς, Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων υπηρεσιών, κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Β’ έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002.



[1] Απαγόρευση περιορισμών της ενδοκοινοτικής ελευθερίας κυκλοφορίας εμπορευμάτων.

[2] «Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθέμιτου ανταγωνισμού που επιτρέπει την απαγόρευση της εισαγωγής και της εμπορίας προϊόντος που παρασκευάστηκε και/ή διατέθηκε στο εμπόριο νομίμως εντός άλλου ευρωπαϊκού κράτους, με τη δικαιολογία ότι η ονομασία του προϊόντος Clinique, ενέχει τον κίνδυνο παραπλάνησεως των καταναλωτών – καθόσον αυτοί μπορεί να το εκλάβουν ως προϊόν με θεραπευτικό αποτέλεσμα – όταν το προϊόν αυτό διατίθεται στο εμπόριο υπό την αυτή ονομασία ανεμπόδιστα εντός άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;»

[3] Με τη Σ.τ.Α. περιορίστηκαν σε 4 τα άρθρα που αφορούν τις ποσοστώσεις και τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς αυτές. Τούτο διότι κρίθηκε μη λειτουργική η ύπαρξη περισσότερων διατάξεων – παλαιό 31,32,33 ΣΕΟΚ- που ήταν δίχως αιτία αναλυτικότατες και λεπτομερειακότατες.

[4] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 09.06.1992, C-47/90 Delhaize et Le Lion.

[5] Βλ. EE L 250, σελ. 17

[6] Βλ. ΕΕ ειδ. εκδ. 13/004 σελ. 145

[7] Προς το συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η χρησιμοποίηση, στην αγγλική βιβλιογραφία του όρο: «free movement of goods», βλ. και σε P.Oliver, Goods and services: two freedoms compared, Mélanges Walbroeck, Brylant, Bruxelles, 1999.

[8] Απόφαση ΔΕΚ, 11.07.1974, Procureur du roi κατά Dassonville,8/74, Rec. σελ. 837

[9] εμπορική κανονιστική ρύθμιση ή και απλή διοικητική πρακτική

[10] Γαλλική ορολογία: «trop aléatoire et indirect». Bλ. και αποφ. ΔΕΚ, 21.09.1999 ΒΑSF

[11] Βλ. σκέψη 13, αλλά και απόφ. ΔΕΚ 20.02.1979, 120/78 cassis de Dijon.

[12] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 24.11.1993, C-267/91 & C-268/91, Keck και Mithouard.

[13] Βλ. σκέψη 19 απόφασης.

[14] Αποφ. ΔΕΚ 12.12.1990, C-241/89, SHARP

[15] Βλ. και προτάσεις εισαγγελέα Gulmann, σκέψη 12, επί της υπό μελέτη απόφασης.

[16] Σημαντικότερη η αποφ. ΔΕΚ 20.02.1979, 120/78, Rewe (cassis de Dijon)

[17] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 12.10.1978, Eggers

[18] Βλ. ενδ. αποφ. ΔΕΚ 19.10.2000, Επιτροπή/Ελλάδα.

[19] Βλ. αποφ. ΔΕΚ, 16.05.1989, 382/87, Buet.

[20] Βλ. προτάσεις εισαγγελέα Gulmann, σκέψη 21.

[21] Βλ. σκέψη 21 εδ. δ’, αλλά και όπως έμμεσα την υπονοεί η cassis de Dijon (υποσημ. αρ. 16)

[22] Βλ. προτάσεις Gulmann, σκέψη 25 παρ. και σκέψη 26.

[23] Βλ. σκέψεις 21 έως 23

[24] Ναι μεν το ΔΕΚ επιτελεί, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 234 ΣΕΚ, γνωμοδοτική λειτουργία, αλλά οι αποφάσεις του δεσμεύουν πλήρως το εθνικό δικαστήριο που απευθύνει το προδικαστικό ερώτημα και υποχρεούται να λάβει υπόψη του την απόφαση του ΔΕΚ.

Η ανταλλαγή αιχμαλώτων Ισραήλ-Χεζμπολάχ. Κόστος και Κέρδη για το Ισραήλ

Εισαγωγή

1. Στις 15 Ιουλίου 2008 γράφτηκε στο Ισραήλ το τέλος σε ένα δράμα που βιώνουν οι πολίτες εκατέρωθεν των συνόρων[1]. Το τίμημα που πληρώνουν είναι βαρύ και συχνά είναι η ίδια τους η ζωή. Δύο χρόνια μετά τον πόλεμο του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ στο Νότιο Λίβανο, οι σωροί 2 Εβραίων στρατιωτών ανταλλάχθησαν με τις σωρούς 200 Λιβανέζων αλλά και 5 κρατουμένων στις ισραηλινές φυλακές, μεταξύ αυτών και ενός μέλους της Χεζμπολάχ που κατηγορείται για απάνθρωπα εγκλήματα εις βάρος Ισραηλινών το 1979.

Η απαγωγή και η συμφωνία ανταλλαγής

1.1 Η δυσαναλογία στο δούναι και λαβείν μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ είναι προφανής και αδικαιολόγητη για ένα δυτικό παρατηρητή, κατανοητή πλήρως όμως αν εξεταστεί η τακτική του Ισραήλ σε παρόμοια ζητήματα. Ο Εχούντ Γκόλντβασερ και Γκιλάντ Σαλίτ συνελείφθησαν από τη Χεζμπολάχ στις 12.06.2006 στα σύνορα του Ισραήλ με το Λίβανο[2] και το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για την έκρηξη του Πολέμου του Ιουλίου[3]. Δύο χρόνια μετά η διακυβέρνηση Όλμερτ ανταλλάσει τους δυο, νεκρούς από την πρώτη στιγμή της απαγωγής τους, στρατιώτες ελευθερώνοντας μεταξύ των 5 Λιβανέζων και τον Σαμίρ Καντάρ. Ο τελευταίος, μέλος της PLO, εξέτιε ποινή κάθειρξης 547 χρόνων σε ισραηλινή φυλακή, καταδικασμένος για ανθρωποκτονία ενός στρατιώτη, ενός πολίτη και ενός 4χρονού κοριτσιού το 1979 στην πόλη Ναχαρίγια.

1.2 Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Εχούντ Όλμερτ ήλθε σε συμφωνία με τον αρχηγό της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα ώστε να λάβει χώρα η εκατέρωθεν ανταλλαγή προσώπων, ζώντων και νεκρών. Τη μεσολάβησή (mediation) του παρείχε ο Γερμανός Γκέρχαρντ Κόνραντ, απεσταλμένος του ΟΗΕ, ώστε να επιτευχθεί η συμφωνία. Η εμπλοκή του ΟΗΕ έγινε στα πλαίσια επίλυσης ανθρωπιστικών κρίσεων που προέκυψαν από τον Πόλεμου του Ιουλίου, όπως προβλέπει το ψήφισμα 1701/2006 του Σ.Α. των ΗΕ[4], με το οποίο και έληξε ο πόλεμος. Τα ΗΕ συνεπικούρησε η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού[5].

1.3 Η συμφωνία ανταλλαγής των σωρών των Ισραηλινών στρατιώτων με τους 5 κρατουμένους προέβλεπε επιπλέον την παροχή πληροφοριών από τη Χεζμπολάχ για έναν ακόμα αγνοούμενο Ισραηλινό στρατιωτικό. Πρόκειται για τον αξιωματικό της ΙΑF (Israeli Air Force) Ρον Άραντ, ο οποίος αγνοείται από το 1986. To Ισραήλ δεν τον θεωρεί τυπικά νεκρό, αν και η Χεζμπολάχ δηλώνει ότι δεν βρίσκεται πια στη ζωή, αλλά αγνοεί άλλα στοιχεία. Τέλος στη συμφωνία γίνεται αναφορά και στην τύχη 3 διπλωματών του Ιράν που αγνοούνται από το 1982 και το Ισραήλ δεν έχει δώσει στοιχεία για την τύχη τους[6].

Τα υπέρ και τα κατά της ανταλλαγής

2. Το Ισραήλ φάνηκε στην περίπτωση της ανταλλαγής των σωρών των στρατιωτών του να σταθμίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κίνησής του αυτής. Από τη μια ο σεβασμός προς τους νεκρούς στρατιώτες του και προς τις οικογένειές τους και από την άλλη το κύρος της χώρας και η συνδιαλλαγή της με μια τρομοκρατική, κατ’ αυτήν, οργάνωση[7].

Αιχμάλωτοι πολέμου στο Διεθνές Δίκαιο

2.1 Προτού μελετηθούν τα αρνητικά και θετικά της κίνησης των Ισραηλινών, θα πρέπει να ακολουθήσει μια ερμηνεία του όρου αιχμάλωτος πολέμου. Οι Εβραίοι Γκόλντβασερ και Σαλίτ υπάγονταν στη Σύμβαση της Γενεύης ΙΙΙ της 12ης Αυγούστου 1949 περί μεταχειρίσεως των αιχμαλώτων πολέμου. Ως αιχμάλωτοι πολέμου νοούνται οι στρατεύσιμοι εμπόλεμου κράτους, που βρίσκονται στα χέρια του εχθρού. Της Σύμβασης της Γενεύης είχε προηγηθεί ο στρατιωτικός κώδικας της Χάγης του 1907 που αναγνώριζε μια σχετική νομική προστασία στους αιχμαλώτους πολέμου. Ακολούθησε η Σύμβαση της Γενεύης της 27ης Ιουλίου 1929, η οποία έδωσε τη θέση της στην τώρα ισχύουσα Σύμβαση της Γενεύης ΙΙΙ του 1949[8]. Το άρθρο 4 της Σύμβασης δίνει τον ορισμό των αιχμαλώτων πολέμου. Από τις προϋποθέσεις που θέτει αξίζει να επισημανθεί, για την περίπτωσή των Γκόλντβασερ και Σαλίτ, ότι απαιτείται προκειμένου να εφαρμοστεί η Σύμβαση, να υπάρχει ένοπλη σύρραξη μεταξύ αντισυμβαλλόμενων μερών. Παρότι η Σύμβαση διευρύνει τις περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να θεωρηθεί ως αιχμάλωτος πολέμου[9] δε φαίνεται να εμπίπτουν σε αυτήν, τυπικά, οι δύο Ισραηλινοί στρατιώτες.

Κόστος για το Ισραήλ (νομικό-πολιτικό)

2.2 Στον πόλεμο του Ιουλίου υπήρξε μεν επίσημη κήρυξη πολέμου από το Ισραήλ κατά του Λιβάνου, καθώς το πρώτο κατηγορούσε το δεύτερο ότι οι επιθετικές κινήσεις της Χεζμπολάχ συνιστούσαν πράξη πολέμου από πλευράς του Λιβάνου. Τότε στην κυβέρνηση του Λιβάνου συμμετείχαν δύο μέλη της Χεζμπολάχ και το Ισραήλ θεώρησε τη λιβανέζικη κυβέρνηση υπεύθυνη για τις εχθρικές πράξεις της Χεζμπολάχ στα λιβανοϊσαηλινά σύνορα[10]. Όμως οι μάχες διεξήχθησαν με την οργάνωση Χεζμπολάχ και όχι με τον εθνικό στρατό του Λιβάνου, Επίσης οι 2 ισραηλινοί στρατιώτες συνελείφθησαν από τη Χεζμπολάχ και όχι τις κυβερνητικές λιβανέζικες δυνάμεις. Τέλος η Χεζμπολάχ δεν αναγνωρίζεται από το Ισραήλ ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, αλλά σαν τρομοκρατική οργάνωση. Τη συγκεχυμένη αυτή κατάσταση επιβεβαιώνει και η ανακοίνωση του ισραηλινού ΥπΕξ ότι το Ισραήλ δε βρίσκεται σε πόλεμο με την κυβέρνηση του Λιβάνου, αλλά με την τρομοκρατική οργάνωση Χεζμπολάχ, παρόλο που διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφος του Λιβάνου[11].

2.3 Έτσι το Ισραήλ φαίνεται να κινείται μεν στα πλαίσια της προστασίας των ανθρωπιστικών δικαιωμάτων των νεκρών στρατιωτών του και των οικογενειών τους ταυτόχρονα δε υποπίπτει σε δύο ολισθήματα. Αφενός μεν αναγνωρίζει τη Χεζμπολάχ ως συνομιλητή και αναγνωρίζει τις παράνομες πράξεις της, ως πολεμικές πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενεύης ΙΙΙ. Έτσι καθιστά με έμμεσο τρόπο τη Χεζμπολάχ ως μέρος της διεθνούς κοινότητας, παρά το γράμμα της ανωτέρω Σύμβασης που εφαρμόζεται μόνο μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών. Αφετέρου νομιμοποιεί τη δράση της απαγωγής από μια τρομοκρατική οργάνωση πολιτών ή στρατιωτικών ενός κράτους. Έτσι δημιουργείται διεθνές έθιμο, με την έννοια της νομιμοποίησης πράξεων αιχμαλώτισης από ένα μη συμβαλλόμενο μέλος της Σύμβασης της Γενεύης ΙΙΙ, το οποίο συνιστά κατά τα άλλα παρία της διεθνούς κοινότητας.[12]

2.3 Τα παραπάνω νομικά κενά συμπληρώνονται από το κόστος που έχει η ανταλλαγή των αιχμαλώτων σε επίπεδο διεθνών σχέσεων για το Ισραήλ. Παρέδωσε έναν κρατούμενο, τον Καντάρ, ο οποίος στα μάτια των πολιτών του Ισραήλ είναι χαρακτηριστική φιγούρα εξτρεμιστή- τρομοκράτη[13]. Επιπλέον έδειξε σημεία αδυναμίας, καθώς έθεσε σα χώρα, πάνω από το κρατικό-εθνικό της συμφέρον την ικανοποίηση μιας ηθικής δέσμευσης που έχει αναλάβει έναντι των πολιτών της. Όσον αφορά τα θετικά για τη Χεζμπολάχ, και άρα εξ αντιδιαστολής αρνητικά για το Ισραήλ, υπογραμμίζεται η ενίσχυση της εικόνας της στο διεθνή και εσωτερικό κοινό. Οι ογκώδεις διαδηλώσεις υποδοχής των 5 κρατουμένων από τους Ισραηλινούς, είναι χαρακτηριστικές του γεγονότος ότι αντιμετωπίζονται σαν ήρωες στα μάτια των Λιβανέζων[14] αλλά και του υπόλοιπου αραβικού κόσμου. Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι πλέον η Χεζμπολάχ δε θα χρειάζεται να κρατά στη ζωή τους αιχμαλώτους της, καθώς το γεγονός της ανταλλαγής έδειξε ότι το Ισραήλ δέχεται να παραδώσει ζωντανούς αιχμαλώτους έναντι σωρών από την άλλη πλευρά. Τέλος η Χεζμπολάχ ενισχύει το κύρος της τόσο στα μάτια των Δυτικών όσο και μεταξύ των Αράβων. Καπελώνει την επίσημη λιβανέζικη κυβέρνηση που δε συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις και υπερκερά την παλαιστινιακή Χαμάς σε ζητήματα επιτυχιών στον αγώνα κατά του Ισραήλ[15]

Κέρδη από την ανταλλαγή (ηθικά-ουσιαστικά)

3. Η συμφωνία της ανταλλαγής των αιχμαλώτων μεταξύ μιας ισχυρής δύναμης και μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης σίγουρα δεν έγινε εν θερμώ και δίχως στάθμιση κόστους-οφέλους. Σίγουρα το Ισραήλ έκρινε ότι προέχει η υποχρέωση που έχει έναντι των στρατιωτών του και των πολιτών του, απ’ ότι η αποφυλάκιση μαχητών της Χεζμπολάχ[16].

3.1 Βέβαια, παραπολιτικά, βάλλεται ο Όλμπερτ για προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από σκάνδαλο. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν φήμες για δωροδοκία του από τον επιχειρηματία Μορίς Ταλάνσκυ, αμερικανικής καταγωγής. Τα αντιπολιτευόμενο κόμμα Λικούντ ζητά την παραίτηση του Όλμερτ ενώ και η υπουργός Εξωτερικών, Τζίπι Λίβνι, επιθυμεί εκλογές[17].

3.2 Πέραν των εξελίξεων στα παραπολιτικά του Ισραήλ ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι είναι ζήτημα ηθικής η διάσωση αιχμαλώτων, είτε νεκρών είτε ζωντανών από την πατρίδα τους. Οι ισραηλινοί ακόμα θυμούνται τη δυσάρεστη κατάληξη της ομηρίας των αθλητών τους, το 1972 στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, όπου και σκοτώθηκαν 11 όμηροι. Αν και οι συλληφθέντες απελευθερώθηκαν αργότερα, στα πλαίσια αεροπειρατείας που λειτούργησε ως αντιστάθμισμα σε ανταλλαγή, οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας κατάφεραν να εντοπίσουν και να ξανασυλλάβουν τους δύο από τους τρεις δράστες[18] ενώ η ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε παλαιστινιακούς στόχους. Από τη σφαγή του Μονάχου φάνηκε, το πόσο μεγάλη αξία έχει για τους Ισραηλινούς η ασφάλεια των πολιτών του.

3.3 Πέραν της βαρύτητας που έχει η ασφάλεια των πολιτών του, το Ισραήλ τιμά τους νεκρούς του. Σε σημείο μάλιστα, όπως καταδεικνύει το περιστατικό της συμφωνίας ανταλλαγής των Γκόλντβασερ και Σαλίτ, ώστε να προέχει άλλων ζητημάτων ασφαλείας. Οι Ισραηλινοί φαίνεται πως έχουν διδαχτεί από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και ειδικότερα από τη Ναυμαχία των Αργινουσών. Το 406 π.Χ. ο αθηναϊκός στόλος κατανίκησε τον πελοποννησιακό, αλλά οι στρατηγοί των Αθηναίων καταδικάστηκαν από την Εκκλησία του Δήμου και εκτελέστηκαν για παράβαση καθήκοντος, καθώς δε συνέλλεξαν τα πτώματα των πεσόντων Αθηναίων[19]. Στη σύγχρονη εποχή φαίνεται το κράτος του Ισραήλ να διατηρεί τις ίδιες ευαισθησίες στο ζήτημα της απόδοσης των οφειλόμενων τιμών στους πεσόντες (το ελληνικό κράτος δεν επιδεικνύει ανάλογη σπουδή για ζητήματα ανάλογα και κυρίως για τους αγνοουμένους της Κύπρου).

3.4 Το Ισραήλ καταφέρνει να διατηρεί κατά τον τρόπο αυτό το ηθικό του λαού του σε υψηλά επίπεδα. Η φιλοπατρία και η αίσθηση της προσφοράς για το κράτος είναι ανεπτυγμένες σε σημείο που να αναγκάζεται αφενός το κράτος να υπακούει στις επιταγές τις λαϊκής βούλησης αλλά να θέλει δε πάλι το κράτος να ενισχύσει αυτή την αντίληψη, προκειμένου να διατηρεί σε εγρήγορση τον πληθυσμό. Η γεωγραφική θέση και το γενικότερο πρόβλημα της Μ. Ανατολής (συχνοί πόλεμοι, επιθέσεις αυτοκτονίας κ.α.) αναγκάζουν το Ισραήλ να συσπειρώνει το λαό του, να τιμά τους πεσόντες. Κατά αυτόν τον τρόπο η κοινή γνώμη στο Ισραήλ αποδέχεται τις βιαιοπραγίες που διαπράττει αυτό στους Παλαιστίνιους, αποδέχεται ενδεχόμενα προληπτικά χτυπήματα, και δέχεται τεράστια κονδύλια να ξοδεύονται σε στρατιωτικές δαπάνες και όχι στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Η ηγεσία του Ισραήλ φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως το ρόλο που καλείται να παίξει και διαμορφώνει ανάλογα και τη βούληση του λαού. Έτσι το ηθικό κριτήριο συνυπάρχει με τις εθνικές μεταβλητές σε ζητήματα λήψης αποφάσεων και προάσπισης του εθνικού συμφέροντος[20].

3.5 Οι Ισραηλινοί έτσι φροντίζουν και να δικαιολογούν την συμφωνία ανταλλαγής, προκειμένου να μην εκληφθεί η στάση τους αυτή ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Άλλωστε επιμένουν πως θα ενταθούν οι προσπάθειες προκειμένου να ξανασυλληφθούν τα απελευθερωθέντα μέλη της Χεζμπολάχ[21].

Συμπεράσματα

4. Τα παραπάνω γεγονότα δείχνουν ότι ίσως η συμφωνία ανταλλαγής να μην είναι μονοδιάσταση. Επιτυχία της Χεζμπολάχ, ήττα του Ισραήλ. Το τελευταίο έχει δείξει ότι κινείται πολύ προσεκτικά σε θέματα εθνικής ασφάλειας, σε σημείο που παραβιάζει το ανθρωπιστικό δίκαιο επιτιθέμενο σε αμάχους. Η σημασία που επέδειξε στους νεκρούς στρατιώτες αποτελεί ηθικό και ουσιαστικό κέρδος. Το βέβαιο είναι ότι η τακτική του Ισραήλ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί αφορμή για να καταστρώσουν σχέδια αντιμετώπισης παρόμοιων καταστάσεων τα άλλα κράτη. Όσο για τη σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ-Ισραήλ φαίνεται πως παίρνει νέα τροπή μετά από τα παραπάνω γεγονότα.



[1] Βλ. σε «Ανταλλαγή κρατουμένων», εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 16.07.2008, και σε Έρση Βάτου, «Μια ανταλλαγή κλείνει πληγές», εφημ. Ελευθεροτυπία, 16.06.2007.

[2] Βλ. σε Greg Myre και Steven Erlanger, «Clashes spread to Lebanon as Hezbollah raids Israel»,εφημ. New York Times μέσω της International Herald Tribune, 12 Ιουλίου 2006

[3] Ως «War of July» ονομάζεται στο Λίβανο ο πόλεμος του 2006. Βλ. σε AFP (2006). "Timeline of the July War 2006", εφημ.The Daily Star. Αναρτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2006.

[4] Βλ. και σχετικό ανακοινωθέν του γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μουν, ιστότοπος ΗΕ, www.un.org/News/Press/docs//2008/sgsm11703.doc.htm και το ψήφισμα S/RES/1701(2006), ιστότοπος ΗΕ http://documents-dds-ny.un.org/doc/UNDOC/GEN/N06/465/03/pdf/N0646503.pdf?OpenElement

[5] Βλ. συνέντευξη του Έρικ Μάρκλεϊ, υπευθύνου της ΔΕΕΣ για τη Μ.Ανατολή, ιστότοπος ΔΕΕΣ, http://www.icrc.org/web/eng/siteeng0.nsf/htmlall/israel-lebanon-interview-160708

[6] Βλ. σε ανάλυση του Yossi Melman, «Ron Arad info crucial in advancing Hezbollah deal», εφημ. Haaretz, 08 Ιουλίου 2008.

[7] Το Ισραήλ και άλλα 5 κράτη (ΗΠΑ, Ην.Βασίλειο, Καναδάς, Αυστραλία, Κάτω Χώρες) αναγνωρίζουν τη Χεζμπολάχ ως τρομοκρατική οργάνωση. Βλ. σε Ekrem Krasniqi, «EU lawmakers label Hizbollah 'terrorist’ group», International Relations and Security Network, SN SECURITY WATCH, 11.03.2005

[8] Βλ. σε λήμμα «Prisoner of war», της Encyclopedia Britannica

[9] Βλ. αρθρ. 4 παρ. 2 που περιλαμβάνει εθνοφρουρές και εθελοντικά σώματα υπό την προϋπόθεση τήρησης άλλων τεσσάρων προϋποθέσεων.

[10]Βλ. επίσημες δηλώσεις του πρωθυπουργού Όλμερτ: «Lebanon is responsible and will bear the consequences». Israel Ministry of Foreign Affairs,12 Ιουλίου 2006 και σε Alon Gideon,, Aluf Benn, Amos Harel και Yoav Stern «Israel holds Lebanon government responsible for Hezbollah attack». Εφημ. Haaretz, 13 Ιουλίου 2006.

[11] Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του ΥπΕξ: «Israel is not fighting Lebanon but the terrorist element there, led by Nasrallah and his cohorts, who have made Lebanon a hostage and created Syrian- and Iranian-sponsored terrorist enclaves of murder». Israeli Ministry of Foreign Affairs, 16 Ιουλίου 2006

[12] Αρκετά ενδιαφέρουσα η ανάλυση του Jonathan Spyer, «A success for Hizbullah - and its price», The Jerusalem Post, 16 Ιουλίου 2008.

[13] Οι άλλοι τέσσερεις φυλακισμένοι που δόθηκαν στη Χεζμπολάχ, της οποίας αποτελούσαν ένοπλα μέλη, είναι οι Χοντρ Ζαϊντάν, Μάχερ Κουράνι, Μοχάμαντ Σορούρ και Χουσέιν Σλεϊμάν

[14] Βλ. ρεπορτάζ CNN, «Lebanon hails militants freed in prisoner swap», 17.07.2008, ιστότοπος: http://edition.cnn.com/2008/WORLD/meast/07/16/israel.swap/index.html

[15] Η Χαμάς κρατά επίσης όμηρο τον δεκαενέα Γκίλαντ Σαλίτ, βλ. σε Editorial, «Free,Gilad Shalit», σε εφημ. Haaretz, 22 Ιουνίου 2008.

[16] Κατά της άποψης αυτής, βλ. σε Πέτρο Παπακωνσταντίνου, «Το Ισραήλ πληρώνει ακριβά τον πόλεμο», εφημ. Καθημερινή, 17 Ιουλίου 2008

[17] Βλ. σε Χάρη Μπότσαρη, «Ο γνωστός άγνωστος “Mr. Heszollah”», Πρώτο Θέμα Online, 08 Ιουλίου 2008, ιστότοπος: http://www.protothema.gr/content.php?id=9892

[18] Βλ. σε Samuel Katz, «Jerusalem Or Death: Palestinian Terrorism», σελ. 34

[19] Βλ. σε Ελευθέριο Βουρβάχη, «Η ναυμαχία των Αργινουσών Η δίκη και η σε θάνατο καταδίκη των Αθηναίων στρατηγών (406 π.Χ.)», εκδ. Ενάλιος, σελ. 5 επ., λήμμα «Πελοποννησιακός Πόλεμος», Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή, τ. 3 σελ. 151, και σε Κων/νο Παπαρηγόπολου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδ. Αγγελάκη, τ. 2, σελ. 296-7

[20] Βλ. σε Θεόδωρο Κουλουμπή, «Διεθνείς Σχέσεις, Εξουσία και Δικαιοσύνη», εκδ. Παπαζήση, σελ. 140, 158 επ.

[21] Βλ. δηλώσεις Σιμόν Πέρες, προέδρου Ισραήλ: «επίπονη, αλλά αναγκαία» η συμφωνία ανταλλαγής των δύο νεκρών στρατιωτών, και «το ηθικό πλεονέκτημα ανήκει στη χώρα του που πενθούσε, πάνω από τις σορούς των στρατιωτών Ελντάντ Ρεγκέβ και Εχούντ Γκόλντβασσερ, και όχι στον Λίβανο, που, επαίσχυντα, επιφύλαξε υποδοχή ηρώων στους 5 απελευθερωθέντες πρώην κρατούμενους για τρομοκρατική δράση», http://www.skai.gr/master_story.php?id=88514

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης