ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης. Mια πρώτη προσσέγγιση

Εισαγωγή

Πρόσφατα το Υπουργείο Δικαιοσύνης προέβη στη σύνταξη νομοσχεδίου, με το οποίο θα κατοχυρώνεται νομικά η ελεύθερη συμβίωση των ζευγαριών, τα οποία δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε τέλεση γάμου. Με τον τρόπο αυτό η πολιτεία προσπαθεί να ρυθμίσει μια υπαρκτή κοινωνικά και ατομικά κατάσταση. Το πλήθος των ζευγαριών που συμβιούν δίχως να έχουν ενωθεί με τα δεσμά του γάμου, αλλά και οι συνέπειες του γεγονότος αυτού (γέννηση τέκνων εκτός γάμου, περιουσιακά ζητήματα, κληρονομικά θέματα) απαιτούν την παρέμβαση του κράτους. Σε επίσημες δηλώσεις των αρμοδίων φορέων γίνεται αντιληπτό ότι ο νομοθέτης επιθυμεί να ρυθμίσει, με ελαστικό τρόπο, ένα κοινωνικό γεγονός που έως σήμερα είναι εκτός νομικών διατάξεων.

Πρώιμες μορφές του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης (ΣΕΣ)

Με την αναμόρφωση του Οικογενειακού δικαίου (αρθρ. 16 ν. 1329/1983) το νέο άρθρο 1444 ΑΚ προέβλεπε ότι το δικαίωμα διατροφής χάνει όχι μόνον ο διαζευγμένος σύζυγος που ξαναπαντρεύεται, αλλά και εκείνος που ζει με κάποιον υπό καθεστώς ελεύθερης ένωσης. Έτσι είναι η πρώτη φορά που σε νομοθετικό κείμενο αναφέρεται η ελεύθερη συμβίωση. Επίσης τα άρθρα 1456 και 1457 ΑΚ (κατόπιν αλλαγής τους βάσει του αρθρ. 1 ν. 3089/2002 που) που αφορούν την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (βλ. τεχνητή εγκυμοσύνη) κάνουν ρητή αναφορά στη συμβίωση εκτός γάμου. Χαρακτηριστικά στο 1456 ΑΚ αναφέρει μεταξύ άλλων: «….Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί…». Γίνεται έτσι σαφής και ρητή αναφορά στην ελεύθερη ένωση δύο προσώπων. Επίσης στο 1457 ΑΚ καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται με δικαστική άδεια η «…τεχνητή γονιμοποίηση μετά τον θάνατο του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίο η γυναίκα συζούσε σε ελεύθερη ένωση…». Ως «ελεύθερη ένωση» νοείται η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Η νομολογία από την άλλη κινούμενη (όχι πάντα) προοδευτικότερα από ότι ο νομοθέτης από τη δεκαετία του έκρινε ότι είναι επιτρεπτή η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, μέσω διαθήκης, σε εξώγαμη σύντροφο. Η συγκεκριμένη απόφαση, αν ληφθεί υπόψη και το κοινωνικό status της εποχής, είναι πολύ σημαντική για την εξέλιξη του Οικογενειακού Δικαίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2003 έκρινε ότι δικαιούται σύνταξη η χήρα συνταξιούχου του ΙΚΑ καθώς είχε προηγηθεί «μακροχρόνια αδιάλυτη συμβίωση». Είναι πολύ σημαντική η απόφαση καθώς αναγνωρίστηκαν συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε χήρα-συμβιούσα με τον θανόντα συνταξιούχου- εκτός γάμου.

Βασικές κατευθύνσεις ΣΕΣ

Το ΣΕΣ, όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι μια συμβολαιογραφική πράξη, με την οποία τα ζευγάρια (ετερόφυλα) που το επιθυμούν, θα προβαίνουν σε ρύθμιση ζητημάτων οικονομικής φύσης, κληρονομικών δικαιωμάτων, σχέσεις με τα τέκνα και σχέσεις των συμπραττούντων προσώπων μεταξύ τους. Έτσι, με το νομοσχέδιο για το ΣΕΣ, η ελεύθερη συμβίωση εντάσσεται στο οικογενειακό δίκαιο και να συνιστά ένα θεσμικό υποκατάστατο του γάμου («εναλλακτικό μόρφωμα του γάμου» χαρακτηρίζεται στην αιτιολογική έκθεση του ν/σ). Στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προστατεύεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων υπήγαγε στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston, 18.12.1986, υπόθεση Saucedo Gomez, 26.1.1999). Όμως δεν υπάρχει θετική υποχρέωση των κρατών-μελών για θεσμική αναγνώριση της εξώγαμης συμβίωσης. Παρόλα αυτά ο έλληνας νομοθέτης ακόμα και μέσω του Συντάγματος (αρθρ. 21 παρ. 1) προστατεύει το θεσμό της Οικογένειας. Ως οικογένεια δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνο οι συμβίοι και τα τέκνα τους εντός γάμου, αλλά και οι ελεύθερα συμβιούντες (πόσο μάλλον όταν αποκτήσουν τέκνα). Επίσης το αρθρ. 5 παρ. 1 Συντ. προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Στην προσωπικότητα και το πώς ο καθένας τη διαμορφώνει εντάσσεται και ο τρόπος (νομικός ή μη) του τρόπου συμβίωσης (με σύντροφο ίδιου ή άλλου φύλου). Όμως ενόψει της διαμορφωθείσας κοινωνικής κατάστασης ο νομοθέτης παρεμβαίνει με το ν/σ προκειμένου να θεσπίσει τυπικό νόμο που θα καλύπτει και τις εκτός γάμου συντροφικές σχέσεις (των ετεροφύλων). Βασική αρχή των 16 άρθρων του νομοσχεδίου είναι ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ο αμιγώς συμβατικός τύπος, που απαιτείται για την κατάρτιση του ΣΕΣ.

Σημαντικά άρθρα ν/σ ΣΕΣ

Σύναψη-προϋποθέσεις ΣΕΣ

Έτσι το ΣΕΣ είναι ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο, που συντάσσεται από ενηλίκους, έχοντες πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, άρα δεν το συνάπτουν οι ανήλικοι από 15 έως 18 ετών (αρθρ. 1, 2 παρ. 1). Τα σχετικά με την καταχώρηση του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο Ληξιαρχείο (αρθρ.1 εδ. β’) θα οριστούν αργότερα είτε με νέο ή τροποποιητικό (του ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων») νόμο, είτε με υπουργική απόφαση. Το άρθρ. 2 του ν/σ απαριθμεί τις προϋποθέσεις κατάρτισης του ΣΕΣ. Πέραν της πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας οι άλλες αρνητικές προϋποθέσεις (διγαμία, συγγένεια, υιοθεσία), υιοθετούν τα ίδια κωλύματα, που ισχύουν και για το γάμο (αρθρ. 1350-1360, 1372 ΑΚ), με εξαίρεση την πλάγια αγχιστεία (κρίθηκε ότι, αν και διατηρείται ως κώλυμα για το γάμο, για το ΣΕΣ είναι υπερβολική μια τέτοια απαγόρευση). Στο άρθρο 3 καθιερώνεται σχετική ακυρότητα του συμφώνου. Τη σχετική ακυρότητα προβάλλουν μόνο τα πρόσωπα που το συνήψαν, τρίτοι που επικαλούνται οικογενειακό ή κληρονομικό έννομο συμφέρον (π.χ. τα τέκνα από προηγούμενο γάμο), καθώς και αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας, αν θίγεται η δημόσια τάξη (π.χ. σύμφωνο μεταξύ στενών συγγενών). Το άρθρο 5 ορίζει τα σχετικά με το επώνυμο της/του συζύγου και ισχύει ό,τι και στο γάμο (αρθρ. 1388 ΑΚ). Τέλος το άρθρο 4 ορίζει τα σχετικά με τη λύση του ΣΕΣ. Αυτό γίνεται αυτοδίκαια, μόλις ο ένας συμβαλλόμενος τελέσει γάμο (ερωτηματικό αποτελεί τι συμβαίνει στην περίπτωση μνηστείας) είτε με τον άλλο συμβαλλόμενο είτε με τρίτο πρόσωπο (άλλο σημείο προς διευκρίνιση είναι τι συμβαίνει αν ο γάμος είναι άκυρος/ακυρώσιμος. Λύεται το ΣΕΣ ή διατηρείται;). Το σύμφωνο λύνεται και με νέα, αντίθετη συμβολαιογραφική συμφωνία, αλλά και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αρκεί η τελευταία να επιδοθεί στο άλλο μέρος (κάθε νέα συμβολαιογραφική πράξη πρέπει να καταχωρίζεται στο ληξιαρχείο). Ως εκ τούτου δε μεσολαβεί στο ΣΕΣ, η διαδικασία του διαζυγίου.

Οικονομικές σχέσεις

Στη συνέχεια τα άρθρα 6 και 7 του ν/σ, καθορίζουν τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των μερών. Οι περιουσιακές τους σχέσεις ρυθμίζονται με ειδικότερες συμφωνίες που υποχρεωτικά εντάσσονται στο σύμφωνο (και όχι μεταγενέστερα ή παράλληλα με το ΣΕΣ). Τα όσα αποκτήθηκαν κατά τη συμβίωση και αφού αυτή διακοπεί, κατανέμονται με βάσει ρητή συμφωνία που υπάρχει στο ΣΕΣ. Αν δεν υπάρχει τέτοια, προβλέπεται αξίωση στα αποκτήματα, εφόσον αποδειχθεί από τον ενάγοντα η ύπαρξη και η έκταση της συμβολής. Δεν υπάρχει, δηλαδή, τεκμήριο συμβολής, όπως συμβαίνει στο γάμο (το 1/3 του αρθρ. 1400 ΑΚ). Σημαντικό επίσης ότι ο χαρακτήρας των οικονομικών αξιώσεων του ελευθέρως συμβιούντος είναι εντόνως προσωποπαγής (οι αξιώσεις στα αποκτήματα του ετέρου συντρόφου δεν θα είναι κληρονομητές από τους κληρονόμους του ενάγοντα, θα είναι όμως υπόχρεοι οι κληρονόμοι του εναγόμενου). Η αξίωση για τα αποκτήματα παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου.

Στο άρθρο 7 (εφαρμόζεται μόνο όταν το ΣΕΣ δεν είναι άκυρο) αντιμετωπίζεται η διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου. Θα πρέπει κατά τη σύναψη του ΣΕΣ να υπάρχει ρητή συμφωνία των μερών για τα ζητήματα διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου (αρκεί το μέρος που ζητά τη διατροφή να αντιμετωπίζει πρόβλημα αυτοδιατροφής-και να μην επέρχεται αδικαιολόγητος πλουτισμός του). Σε περίπτωση λύσης του ΣΕΣ με θάνατο υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος προσώπου (και όχι αξίωση για διατροφή, οπότε δε βαρύνονται με αυτή οι κληρονόμου του θανόντος). Ο υπόχρεος τη διατροφή δε δικαιούται να προτείνει την ένσταση ιδίας διακινδύνευσης (αρθρ. 1487) αν βαρύνεται και με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων (από προηγούμενο ΣΕΣ, γάμο, τέκνα κλπ). Ο δικαιούχος, πάντως, συμπορεύεται με διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου και προηγείται κάθε άλλου δικαιούχου (αρθρ.7 παρ. 4 και αιτιολ. εκθ.).

Σχέσεις συμβιούντων με τέκνα

Τα άρθρα 8 έως 11 ρυθμίζουν τις σχέσεις των συμβιούντων μερών με τα τέκνα. Πιο συγκεκριμένα στο άρθρ. 8 ν/σ ΣΕΣ καθιερώνει μαχητό τεκμήριο πατρότητας για τον άνδρα που συζεί (με ΣΕΣ) με τη μητέρα του τέκνου, το δε παραμένει και σε περίπτωση ακυρότητας ή ακυρωσίας του συμφώνου. Για την προσβολή του τεκμηρίου πατρότητας ισχύουν ανάλογα τα άρθρ. 1466 επ. ΑΚ και 614 επ. ΚΠολΔ. Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται το επώνυμο των τέκνων κατόπιν δήλωσης στο ΣΕΣ (ανάλογα με τα 1505,1506 ΑΚ). Αν όμως παραλειφθεί η δήλωση δεν συνεπάγεται επικράτηση του επωνύμου του πατέρα, αλλά διπλό επώνυμο. Στο άρθρο 10 αναφέρεται στη γονική μέριμνα τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια ΣΕΣ. Αυτά εξομοιώνονται απολύτως με τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο (αρθρ. 1507 επ. ΑΚ). Το δικαίωμα του έγγαμου ζεύγους για από κοινού υιοθεσία, ταυτόχρονη ή διαδοχική (ΑΚ 1545) αναγνωρίζεται και στο ζεύγος που συμβιώνει με ΣΕΣ (η υιοθεσία παραμένει ισχυρή και παράγει αποτελέσματα – χάριν προστασίας του υιοθετούμενου, ακόμα και αν το ΣΕΣ είναι άκυρο/ακυρώσιμο).

Κληρονομικά θέματα

Το άρθρο 12 αναφέρεται στα κληρονομικού δικαίου ζητήματα του ΣΕΣ. Η εξ αδιαθέτου διαδοχή του ζώντος συντρόφου, περιορίζεται στο 1/6 ως προς τα τέκνα εν σχέσει προς το ¼ που αφορά τους συζύγους και στο 1/3 ως προς τους κληρονόμους των υπολοίπων τάξεων, συγκριτικά προς το ½, που δικαιούνται οι σύζυγοι, ενώ αν δεν υπάρχουν συγγενείς, ο επιζών σύντροφος καλείται σε ολόκληρη την κληρονομία. Η νόμιμη μοίρα ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας. Η διαφορετική μεταχείριση με τα άρθρα 1813 επ ΑΚ (αφορά την εξ αδιαθέτου διαδοχή) του/της συζύγου από ότι ο/η σύμβιος οφείλεται στη χαλαρότερη μορφή σχέσεων που ορίζει το ΣΕΣ από ότι ο γάμος.

Αναγνώριση δικαιωμάτων-παραγραφή αξιώσεων-ιδιωτικό διεθνές

Στο άρθρο 13 ορίζεται ότι κάθε διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, που αναφέρεται σε συζύγους, ισχύει αναλόγως και για τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωση. Έτσι στα μέρη αναγνωρίζονται ασφαλιστικής και κοινωνικοπρονοιακής φύσης δικαιώματα (λ.χ συνταξιοδοτικό δικαίωμα, οικογενειακό επίδομα). Το άρθρο 14 αναφέρεται στην ισχύ και στο ΣΕΣ του 256 περίπτ. 1 ΑΚ (αναστολή παραγραφής αξιώσεων μεταξύ συζύγων). Το αρθρ. 15 αναφέρεται σε ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και ειδικότερα ως προς το δίκαιο εφαρμογής του forum. το ελληνικό δίκαιο (και άρα όσα ορίζει το ΣΕΣ) εφαρμόζεται εφόσον το σύμφωνο έχει συναφθεί στην Ελλάδα (είτε από Έλληνες είτε από Αλλοδαπούς πολίτες). Σε διαφορετική περίπτωση ισχύουν τα άρθρα 4 έως 33 (ελληνικό ιδιωτικό διεθνές). Η ρύθμιση του άρθρ. 15 ν/σ ΣΕΣ θεσπίστηκε ως έχει, καθώς άλλες χώρες αναγνωρίζουν άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις στα μέρη του ΣΕΣ, ενώ άλλες δεν αναγνωρίζουν καθόλου το θεσμό.

Κενά – Αντίθετες απόψεις

Κενά

Η έννοια του νομοσχεδίου, εμπεριέχει το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Κατά τη κοινοβουλευτική διαδικασία, ενδεχομένως σημεία του θα αλλάξουν, συμπληρώνοντας κενά ή ερμηνεύοντας κάποιες ασάφειες. Ασφαλώς και σε ένα νομοθετικό κείμενο δεν μπορεί να περιέχεται αναλυτική απαρίθμηση των περιπτώσεων εφαρμογής του αλλά αντ’ αυτού περιέχονται αρκετές αόριστες έννοιες και παραπομπές σε άλλες νομικές διατάξεις (ηπειρωτικό σύστημα-αντίθετα οι αγγλοσάξωνες είναι αναλυτικοί και προνοούν για την οποιαδήποτε περίπτωση αμφιβολίας). Συνεπώς ο κλήρος πέφτει στη νομολογία και τη θεωρία, άλλη μια φορά, να εξειδικεύσουν και να ερμηνεύσουν διατάξεις για το ΣΕΣ.

Παραπάνω (βλ. ενότητα «Σημαντικά άρθρα ν/σ ΣΕΣ», υποενότητα «Σύναψη-προϋποθέσεις ΣΕΣ») αναπτύχθηκαν κάποιες σκέψεις για τυχόν αμφιβολίες περί των διατάξεων του ν/σ. Άλλα ζητήματα που επιδέχονται διευκρινήσεων είναι το άρθρο 932 εδ. γ’ ΑΚ, (αφορά την χρηματική ικανοποίηση των μελών της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου, λόγω ψυχικής οδύνης). Θα περιλαμβάνεται στην αόριστη νομική έννοια «οικογένεια» ο συμβιώσας σύζυγος (το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι στην «οικογένεια» περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι συγγενείς του θύματος, δηλαδή ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη, καθώς και οι εξ αγχιστείας συγγενείς πρώτου βαθμού). Άλλο εκκρεμές ζήτημα είναι αν θα μπορεί να λυθεί το ΣΕΣ σε περίπτωση αφάνειας (αρθρ. 40 επ. ΑΚ) του ενός μέρους.

Αντιθέσεις

Οι αντίθετες βέβαια νομικές απόψεις είναι ισχυρές. Η νομολογία έκρινε (αρ. αποφ. 1735/2006 ΑΠ) χαρακτηριστικά ότι: «η "ελεύθερη ένωση" εντάσσεται στις "defacto οικογενειακές σχέσεις", δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής». Έτσι για το Αναιρετικό Δικαστήριο, η ελεύθερη ένωση δεν εντάσσεται στο οικογενειακό δίκαιο, αλλά ούτε σε κάθε άλλη ενότητα του δικαίου. Ως εκ τούτου δεν παράγει δικαιώματα και υποχρεώσεις και δεν δημιουργούνται έννομες καταστάσεις. Η άποψη αυτή είναι συντηρητική και με το ν/σ για το ΣΕΣ καταρρίπτεται (άλλωστε στην 21/2000 Ολ.ΑΠ κρίθηκε ότι κρίσιμο στοιχείο για την «είναι τα αισθήματα αγάπης και στοργής, που θα πρέπει να συνέχουν μίαν οικογένεια». Ένα ακόμα αντίθετο επιχείρημα στο ΣΕΣ είναι ότι στα άρθρα για το δικαίωμα στην προσωπικότητα και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (αρθρ. 57 εδ. β’ και 59 Α.Κ.) αναφέρονται, περιοριστικά, τα πρόσωπα που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα της οικογένειας: ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι από διαθήκη.

ΣΕΣ και ομοφυλοφιλία

Μεγάλη αναταραχή δημιουργήθηκε σχετικά με την επέκταση της ισχύος και εφαρμογή του ΣΕΣ σε συμβιούντες του ίδιου φύλου. Κάποιοι νομικοί τονίζουν ότι το ν/σ κινείται παρά το Σύνταγμα, καθώς παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1, 2 (αρχή της ισότητας των Ελλήνων) και το άρθρο 13 της Συνθήκης του Άμστερνταμ (Σ.τ.Α) της Ε.Ε. (απαγόρευση κάθε διάκριση βάσει του ερωτικού προσανατολισμού). Επιπλέον υποστηρίζουν ότι το άρθρ. 1350 ΑΚ (κάνει λόγο για “μελλόνυμφους” και “πρόσωπα”, χωρίς να διευκρινίζει το φύλο. Βέβαια οι παραπάνω ερμηνείες αγνοούν ότι η ομοφυλοφιλία προστατεύεται από την έννομη τάξη, μέσω του άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ως ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), αρκεί να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη. Είναι ζήτημα ερμηνείας αν η κοινωνία (χρηστά ήθη) είναι έτοιμη να δεχτεί την ομοφυλοφιλία (η μη επέκταση του ΣΕΣ σε ομοφυλόφυλους δείχνει ότι και η πολιτεία αναγνωρίζει ότι η κοινωνία δεν είναι ακόμα δεκτική σε κάτι τέτοιο).

Από την άλλη σε κάποιες χώρες ισχύει η αναγνώριση του γάμου των ομοφυλοφίλων. Εκτός από την Ισπανία, τον πολιτικό γάμο ομοφυλοφίλων έχουν θεσπίσει η Ολλανδία (πρώτη το 2001), το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Νότια Αφρική, η πολιτεία της Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ, η Γαλλία (Pacte Civil de Solidarité) ενώ η Νορβηγία κατέθεσε σχετικό σχέδιο νόμου). Πολλές άλλες χώρες έχουν θεσπίσει κάποιου σύμφωνο ανάλογο του ΣΕΣ για τους ομοφυλόφιλους (η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Αυστρία, είναι κράτη μέλη της ΕΕ όπου δεν ισχύει καμία νομοθετική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών). Παρόλη την προσωπική άποψη του καθενός είναι σαφές ότι για λόγους νομικούς θα κληθεί η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει ζητήματα που αφορούν τη συμβίωση ανθρώπων του ίδιου φύλου. Άρα είναι αναγκαία η ρύθμιση του ζητήματος (άλλωστε και ο υπ. Δικαιοσύνης, επισήμανε ότι ειδική επιτροπή θα μελετήσει το θέμα επέκτασης του ΣΕΣ σε ομοφυλοφιλικά ζευγάρια).

Συμπεράσματα

Το ν/σ για το ΣΕΣ αναμφίβολα συμβάλλει στην εξέλιξη του Οικογενειακού Δικαίου στην Ελλάδα. Οι κοινωνικές συνθήκες είναι ώριμες για κάτι τέτοιο, και τα ζητήματα που επιλύει είναι πολύ περισσότερα από την όποια ασάφεια δημιουργεί. Το ΣΕΣ δεν αποκλείει την ύπαρξη ελεύθερων συμβιώσεων, εκτός των διαδικασιών του. Οι συμβιώσεις αυτές θα εξακολουθούν να έχουν τη νομική σημασία, που έχουν και σήμερα. Το σύμφωνο είναι στην ουσία ο θεσμός «των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων - union libre» που ισχύει σε πολλά μέλη της ΕΕ. Διατηρεί τη διακριτική του σχέση με το γάμο, αλλά «περιορίζει» την ανεξέλεκτη, καταχρηστική ελευθερία που πολλές φορές δημιουργείται στις ελεύθερες (νομικώς) σχέσεις. Ως εκ τούτου το ΣΕΣ αποτελεί μια θετική εξέλιξη και ένα σημαντικό βήμα προόδου για την εξέλιξη των διαπροσωπικών σχέσεων και τον περιορισμό της ασυδοσίας σε μια ελεύθερη (από άποψη αναγνώρισης δικαιωμάτων εκατέρωθεν στο ζευγάρι) συμβίωση.

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Η ΜΟΥΣΙΚΗ, ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙA

Η πρωτοβουλία του μουσικού Συλλόγου Αρίων, για τη διοργάνωση διημέρου συναυλιών και παρουσίασης της δουλειάς καλλιτεχνών της περιοχής είναι δίχως αμφιβολία αξιέπαινη. Το μουσικό τοπίο στην περιοχή μας, είναι ευρύτατο, αλλά ταυτόχρονα και θολό. Οι νέοι καλλιτέχνες δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν στο ευρύ κοινό δείγματα της δουλειάς τους. Το βήμα που τους παρέχει ο Αρίωνας, αποτελεί σημαντικό σταθμό στα μουσικά δρώμενα της περιοχής και ως εκ τούτου αξίζει να χειροκροτήσουμε όλοι την προσπάθεια των συντελεστών της εκδήλωσης και την παρουσία των μουσικών.

Το πολιτιστικό διήμερο κινείται σε δύο άξονες. Ο μεν πρώτος αφορά την παραδοσιακή μουσική. Η μουσική του τόπου μας, η οποία αναπαράγεται με σεβασμό και πίστη στις βασικές αρχές της παράδοσης. Οι νέοι καλλιτέχνες προσεγγίζουν τις ρίζες και εμπνεόμενοι από τη μουσική των προγόνων μας προάγουν το σύγχρονο καλλιτεχνικό βίο. Η παραδοσιακή μουσική στην περιοχή μας, έχει δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν η τοπική (ντόπικη) μακεδονίτικη μουσική. Διακρίνεται για τον έντονο βαλκανικό ήχο, (λ.χ. χρήση χάλκινων πνευστών). Αφετέρου δε η μουσική των προσφύγων, η οποία μπόλιασε στον τόπο εγκατάστασης. Χωρίζεται, ανάλογα με τα επιμέρους φύλα του ελληνικού λαού (λ.χ. ποντιακά, θρακιώτικα).

Ο δεύτερος άξονας του πολιτιστικού διημέρου συνίσταται στην παρουσίαση μουσικών έργων από καλλιτέχνες που κινούνται στο χώρο της σύγχρονης μουσικής. Σε αυτή τη μεγάλη κατηγορία υπάγονται καλλιτέχνες του έντεχνου, έντεχνου – λαϊκού, ροκ κ.α. χώρου. Σε αυτή την ενότητα εντάσσεται μια πανδαισία μελωδιών και τραγουδιών. Το σημείο αυτό αποτελεί και τον κοινό τόπο σύμμειξης των στοιχείων της παράδοσης με το σήμερα. Έτσι τα σύγχρονα ακούσματα εμπνέονται (δεν μιμούνται-συνήθως με άκομψο τρόπο- όπως πολλές φορές συμβαίνει) και μέσω της αρμονικής σύνθεσης στοιχείων δημιουργούν νέο ύφος και ηχοχρώματα.

Οι νέοι καλλιτέχνες μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και τις ανησυχίες τους, περί την τέχνη στο κοινό της περιοχής μας. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι αυτονόητη ούτε και δεδομένη. Τα πολιτιστικά δρώμενα στις περισσότερες πόλεις κινούνται μεταξύ φολκλορικού κιτς και χαβαλοπρεπούς φαγητοποτοκρεπάλης. Η ποιοτική διαφορά έρχεται όταν οι άνθρωποι που αγαπούν τις Τέχνες, προσεγγίζουν με σεβασμό και ανιδιοτέλεια την καλλιτεχνική δημιουργία. Σε αυτήν την κατηγορία των πρέσβεων της Τέχνης, κάθε είδους, εντάσσονται και πρωτοβουλίες, σαν αυτή του πολιτιστικού μουσικού διημέρου.

Οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν ανάγκη τη μουσική, μόνο ως συμπλήρωμα του πανηγυριού ή του χορού. Η μουσική είναι τέχνη αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη. Βεβαίως και συνδυάζεται άψογα με τις άλλες μορφές τέχνης. Όμως πρέπει να υπάρξει μια διάχυση της Μουσικής, από τα στενά όρια μιας μικρής ομάδας στο σύνολο των πολιτών και εραστών των Τεχνών. Η διάχυση θα πρέπει να λάβει χώρα σε όλα τα είδη μουσικής. Η παραδοσιακή μουσική, θα γίνει η πηγή έμπνευσης και συνέχειας της πολιτιστικής πορείας του τόπου μας. Η έντεχνη μουσική φέρνει στο προσκήνιο το σύγχρονο ρομαντισμό και την αγωνία των ανθρώπων για το μέλλον. Η έντεχνη λαϊκή είναι η ενότητα των μεγάλων ελλήνων συνθετών, που δημιούργησαν σχολές που συνεχίζουν και οι νεότεροι (π.χ. χατζιδακική σχολή). Η λαϊκή μουσική τονίζει τις ανησυχίες και τους καημούς του απλού λαού για τα προβλήματά του. Από την άλλη, παρουσιάζονται σύγχρονες τάσεις, όπως ηλεκτρονική μουσική.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι τα περιθώρια για βελτίωση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων είναι πολύ μεγάλα. Οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, είναι δύσκολες. Οι φορείς προαγωγής των τεχνών και του πολιτισμού, δεν βρίσκουν χώρο και τρόπο να παρουσιάσουν τη δραστηριότητά τους. Όταν τα μίντια αρέσκονται στην προβολή των εμπορικών λεγόμενων τραγουδιών, βιβλίων, παραστάσεων, εκδηλώσεων τότε η προβολή των άλλων, των μη εμπορικών, είναι δυσχερής. Έτσι θα πρέπει να αναζητήσει με κόπο ο ενδιαφερόμενος το πού, πότε και πώς θα μπορέσει να παρακολουθήσει και να αφουγκραστεί την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Και για το ακριβοδίκαιο του όλου ζητήματος, πρέπει να τονιστεί ότι όπως υπάρχουν και φορείς που προάγουν πραγματικά τις τέχνες, έτσι υπάρχουν και μέσα επικοινωνίας που στόχο έχουν την ευαισθητοποίηση του κοινού σε πολιτιστικά θέματα.

Καταληκτικά, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα παρουσίασης του έργου των καλλιτεχνών στο κοινό, είναι η ζωογόνος δύναμη, για αυτούς. Μέσω της επαφής με τους ακροατές και μέσα από τις δικές τους κρίσεις, οι μουσικοί αλλά και οι εκπρόσωποι κάθε άλλης μορφής τέχνης γίνονται ωριμότεροι και καλύτεροι. Ο τελικός αποδέκτης των μουσικών, όλοι εμείς, οφείλουμε να είμαστε επικριτικοί σε κάθε είδους επιχείρηση εκφυλισμού των τεχνών αλλά και επιδοκιμαστικοί σε όλους, όσοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν δημιουργικά και εμπνευσμένα έργα. Οι προσπάθειες των φορέων, δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, είναι αξιέπαινες. Δεν πρέπει να εφησυχάσουμε όμως. Αντίθετα να ενισχυθεί και να πολλαπλασιαστεί η δράση μας, προς τους σκοπούς αυτούς. Η πνευματική και καλλιτεχνική άνοιξη είναι εφικτή, σε αυτήν καλό είναι να προσδοκούμε και αυτήν να επιδιώκουμε.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Η ΟΣΤΠΟΛΙΤΙΚ ΤΟΥ ΒΙΛΥ ΜΠΡΑΝΤ


Η Ostpolitik που εγκαινίασε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (BRD - Δυτική Γερμανία) Βίλυ Μπραντ, ήταν μια προσπάθεια αφενός αναθέρμανσης των σχέσεων μεταξύ των δύο Γερμανιών, μεταξύ της BRD και της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (DDR – Ανατολικής Γερμανίας), αφετέρου μία προσέγγιση με το ανατολικό μπλοκ, κυρίως την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ), η οποία και κρατούσε τα κλειδιά της εξωτερικής πολιτικής του κομμουνιστικού μπλοκ της Ανατολικής Ευρώπης. Κρίνεται αναγκαίο να παρουσιαστεί συνοπτικά η εικόνα των δύο γερμανικών κρατών της Ευρώπης του Ψυχρού Πολέμου, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η ουσιώδους σημασίας συμβολή της Οστπολιτίκ στον περιορισμό της έντασης στην Ευρώπη.

Η Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1949, τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον Κόκκινο Στρατό. Πρωτεύουσα είναι το Ανατολικό Βερολίνο. Η οικονομική της ανασυγκρότηση πραγματοποιήθηκε με την κοινωνικοποίηση του βιομηχανικού τομέα και συνάμα μία ριζική αγροτική μεταρρύθμιση. Όμως οι παραπάνω ενέργειες έγιναν με συγκεντρωτικό τρόπο, χωρίς τη συμμετοχή των εργαζομένων. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τις εξωτερικής δυσκολίες (απομόνωση από τις δυτικές χώρες, ασφυκτικός έλεγχος από τη Σοβιετική Ένωση) οδήγησαν την Ανατολική Γερμανία σε οξείς κοινωνικές εντάσεις τη δεκαετία του ’50. Στη συνέχεια ωστόσο το βιοτικό επίπεδο των ανατολικογερμανών βελτιώθηκε, όπως και άλλα σημαντικά μεγέθη της οικονομίας της, χωρίς όμως να μπορεί να συναγωνιστεί τους αντίστοιχους δείκτες της «άλλης» Γερμανίας. Παρόλα αυτά τότε η Ανατολική Γερμανία κατείχε τη δέκατη θέση στον πίνακα της παγκόσμιας βιομηχανικής δύναμης και διατηρούσε τα πρωτεία στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των σοσιαλιστικών κρατών, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης. Την εξουσία στη χώρα ασκούσε το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, υπήρχαν μεν άλλα τέσσερα κόμματα, κατέβαιναν στις εκλογές δε με ενιαίο ψηφοδέλτιο και οι κατανομή των 500 εδρών της λαϊκής Βουλής (νομοθετική εξουσία) γινόταν με πάγιο τρόπο. Την εκτελεστική εξουσία ασκούσε το υπουργικό συμβούλιο, υπό την επίβλεψη του κρατικού συμβουλίου (ανώτερη εκτελεστική εξουσία). Πρόεδρος του κρατικού συμβουλίου ήταν από ιδρύσεώς ου μέχρι το 1971 ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, ενώ έκτοτε ο Έριχ Χόνεκερ.

Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Γερμανία ήταν τριπλάσια σε πληθυσμό και υπερδιπλάσια σε έκταση από την Ανατολική το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70. Από τη Γιάλτα και τη διάσκεψη του Πότσδαμ αποφασίστηκε το μέλλον της μεταπολεμικής – μεταναζιστικής Γερμανίας, και δη ο διαχωρισμός της σε τέσσερις κατεχόμενες ζώνες (σοβιετική – Ανατολική Γερμανία, γαλλική, αμερικανική, αγγλική – Δυτική Γερμανία). Η ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος το 1949 με πρωτεύουσα τη Βόννη. Η χώρα ανορθώθηκε οικονομικά με τεράστιες αμερικανικές επενδύσεις (σχέδιο Μάρσαλ). Η Δυτ. Γερμανία εντάχθηκε το 1955 στο ΝΑΤΟ. Το 1957 της επεστράφη από τη Γαλλία το κρατίδιο του Σάαρ. Την ίδια χρονιά ήταν ένα από τα βασικότερα ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ. Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίστηκε από εσωτερική σταθερότητα, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ραγδαίας ανόδου των εξαγωγών. Η άσκηση μακρόχρονης χριστιανοδημοκρατικής διακυβέρνησης οδήγησε στις φοιτητικές ταραχές στο Δυτ. Βερολίνο το 1968. Ο αντίκτυπός τους και η γενικότερη πολιτική αλλαγή στη Δυτ. Ευρώπη για προοδευτικότερες τάσεις ανέβασαν στην εξουσία το SPD (σοσιαλδημοκράτες) με καγκελάριο το Βίλυ Μπραντ.

Ο Βίλυ Μπραντ γεννήθηκε το 1913 στο Λίμπεκ. Το πραγματικό του όνομα είναι Μπραντ Χέρμπερτ Καρλ. Ήταν νόθος και σε ηλικία 17 ετών έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Μετά το 1933 κατέφυγε στη Νορβηγία, όπου σπούδασε στο Όσλο και αργότερα πήγε στη Σουηδία, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1945 επιστρέφει στη Γερμανία και το 1950 εκλέγεται μέλος της Βουλής του Βερολίνου και αργότερα πρόεδρός της. Το 1957 εκλέγεται δήμαρχος της πόλης, θέση που διατήρησε μέχρι το 1961. το 1964 γίνεται πρόεδρος τους SPD (σοσιαλδημοκράτες). Το 1971 του απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης για την επιτυχία της οστπολιτίκ, την προσπάθεια περιφρούρησης της ειρήνης και της εξομάλυνσης των σχέσεων με το ανατολικό «στρατόπεδο». Διατέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς από το 1976 ως το 1992. Ο Μπραντ είχε, τέλος, ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων έχει πάρει το Χρυσό Κλειδί των Αθηνών και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου.

Το 1966 η BRD κυβερνάται για πρώτη φορά από ένα μεγάλο συνασπισμό CDU και SPD με καγκελάριο τον Κουρτ Γκέοργκ Κίζιγκερ. Ο Μπραντ ήταν ο νέος υπουργός Εξωτερικών και σε θέση πλέον να προωθήσει τις απόψεις του κόμματός τους για σύναψη δεσμών με την Ανατολική Γερμανία.

Χωρίς να έχει επίσημα αναγνωρίσει την DDR, ο Μπραντ προωθεί την πολιτική τη ύφεσης με το ανατολικό μπλοκ ως προτιμότερη από την αντιπαράθεση και ξεκίνησε διπλωματικές σχέσεις ακόμα και με χώρες που αναγνώρισαν την Ανατολική Γερμανία. Είχε την προσδοκία ότι οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας (αντίπαλο δέος του ΝΑΤΟ) θα νιώσουν καθησυχασμένες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ότι η Γερμανία θα αποκτήσει ισχυρό ρόλο στην κεντρική Ευρώπη και ότι τελικά θα γκρεμιστούν οι φραγμοί με την Ανατολική Γερμανία. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αποδείχτηκε ανασχετικός παράγοντας, κι έτσι η οστπολιτίκ του Μπραντ δεν έγινε πλήρης πραγματικότητα πριν γίνει ο ίδιος καγκελάριος.

Το Σεπτέμβριο του 1969 το SPD ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις εκλογές αρκετά ενωμένο, με κυβερνητική εμπειρία και με καλή εκπροσώπηση από τον Μπραντ. Στις 21/10/1969 ο Βίλυ Μπραντ εκλέγεται καγκελάριος από την ομοσπονδιακή Βουλή, ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της BRD και σχηματίζει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους (FDP). Υπουργός εξωτερικών και αντικαγκελάριος ορίζεται ο Βάλτερ Σέελ, αρχηγός των Φιλελευθέρων. Τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της 28ης Σεπτεμβρίου απέδωσαν 242 έδρες στους χριστιανοδημοκράτες – χριστιανοκοινωνιστές (CDUCSU) με 46,1%, στους σοσιαλδημοκράτες (SPD) 224 έδρες με 42,7% και στους φιλελευθέρους (FDP) 30 έδρες και 5,8%. Οι Εθνικοί Δημοκράτες, ένα δεξιό κόμμα, δεν κατάφεραν να εκπροσωπηθούν στο κοινοβούλιο.

Ο νέος καγκελάριος, συνεπικουρούμενος από τον ΥΠΕΞ Σέελ και τον Έγκον Μπαρ, ανέπτυξε με ευχέρεια την οστπολιτίκ του, αλλά και με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο από την εποχή που ήταν ο ίδιος υπουργός Εξωτερικών. Ο Μπραντ ήταν μετριοπαθής, λογικός και συνάμα δυναμικός. Βρισκόταν άλλωστε μπροστά σε μια συγκυρία κατά την οποία η ύφεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν όλο και πιο ευπρόσδεκτη από τις ΗΠΑ και υπήρχε μεγάλη ανάγκη να μην τεθεί σε κίνδυνο η ενότητα της Δύσης.

Βεβαίως από το 1966 πολλαπλασιάζονται στην ΟΔΓ τα σημάδια μιας επικείμενης αναθέρμανσης, η κυβέρνηση της Βόννης εγκαταλείπει διακριτικά το δόγμα Χάλσταϊν (τη διακοπή κάθε διπλωματικής σχέσης με όσες χώρες αναγνωρίζουν τη ΛΔΓ) και ο καγκελάριος Έραρντ προτείνει στις χώρες της ανατολικής ένα σύμφωνο μη επιθέσεως. Μέχρι το 1969 και την καγκελαρία του Μπραντ αυτοί οι μικροί βηματισμοί οφείλονται στην αντίθεση των χριστιανοδημοκρατών αλλά και την απροθυμία των σοβιετικών και ανατολικογερμανών ηγετών, οι οποίοι τρέμουν τον κίνδυνο μιας ιδεολογικής μόλυνσης μετά το «ξεπάγωμα» των σχέσεων με τη Βόννη.

Η ύφεση μεταξύ των υπερδυνάμεων διευκολύνει την οστπολιτίκ του Μπραντ. Οι ΗΠΑ, καίτοι φοβούνται για τη συνοχή του δυτικού στρατοπέδου, επιθυμούν μια ελάφρυνση των ευρωπαϊκών τους υποχρεώσεων καθώς τα σύννεφα στη νοτιοανατολική Ασία άρχιζαν να πυκνώνουν. Οι Ρώσοι αποδέχονται την προοπτική μιας διεθεύτησης του γερμανικού προβλήματος διότι επιθυμούσαν την αναγνώριση των τετελεσμένων από τον Β’ Π.Π., πράγμα που υλοποιείται με τις συμφωνίες του Ελσίνκι το 1975. Επιστέγασμα της ύφεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων είναι οι λεγόμενες Συμφωνίες για τον περιορισμό των Στρατηγικών Εξοπλισμών (SALT). Επιπρόσθετα η αποχώρηση του ανατολικογερμανού Ούλμπριχτ από την εξουσία και η άνοδος του Χόνεκερ καθώς και ο θάνατος του Ντε Γκωλ, που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην πολιτική αυτή, επιταχύνουν τις εξελίξεις.

Ο Βίλυ Μπραντ δίνει το σύνθημα τη αναθέρμανσης όταν χαρακτηρίζει ουτοπικές τις ελπίδες για επανένωση των Γερμανιών. Ταυτόχρονα προτείνει την έναρξη διαβουλεύσεων με το καθεστώς της ΛΔΓ. Αμέσως αρχίζουν συνομιλίες ανάμεσα στη Δυτική Γερμανία από τη μια και την Ανατολική, τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία από την άλλη. Ο Μπραντ φρόντιζε να δίνει προτεραιότητα στις επαφές με την ΕΣΣΔ, καθώς γνώριζε ότι αυτή υπαγορεύει τη γενικότερη στάση των άλλων κρατών.

Στις 12 Αυγούστου του 1970 υπογράφεται στη Μόσχα ένα πρώτο σύμφωνο, με το οποίο ΕΣΣΔ και ΟΔΓ αποκλείουν την προσφυγή στα όπλα και δηλώνουν ότι σέβονται «χωρίς περιορισμό την εδαφική ακεραιότητα όλων των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο των σημερινών τους συνόρων», άρα και τη γραμμή Όντερ – Νάισσε και τα μεταξύ των δύο Γερμανιών σύνορα. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1970 στη Βαρσοβία υπογράφεται το δεύτερο σύμφωνο μεταξύ ΟΔΓ κι Πολωνίας, που επαναλαμβάνει τι δεσμεύσεις του προηγούμενου συμφώνου και επιτρέπει επιπλέον. τη μετανάστευση των Πολωνών γερμανικής καταγωγής. Εκείνες τις μέρες ο καγκελάριος γονάτισε μπροστά στο μνημείο του γκέτο της Βαρσοβίας αποτίοντας φόρο τιμής. Από την άλλη μεριά η συμφωνία με την Πράγα θα καθυστερήσει μέχρι το Δεκέμβριο του 1973.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1971 μονογράφεται μετά από πολύμηνες και δύσκολες διαπραγματεύσεις η τετραμερή συμφωνία για το Βερολίνο, στερνό μήλο της έριδος ανάμεσα στις δύο Γερμανίες και επίμαχο ως τότε ζήτημα του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη. Στη συνθήκη του Βερολίνου οι τέσσερις δυνάμεις κατοχής της πόλης, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία και Γαλλία επιβεβαιώνουν τις ευθύνες και τα δικαιώματά τους όσον αφορά το Βερολίνο. Στη συνθήκη αναφέρεται σαφώς ότι το ειδικό status quo του Δυτ. Βερολίνου, το οποίο «δεν είναι συστατικό στοιχείο της Γερμανικής Δημοκρατίας», δε θα συνεδριάζει εκεί ξανά η ομοσπονδιακή βουλή, δε θα κυβερνάται τέλος από τη Βόννη, αλλά από τον εκάστοτε δήμαρχο (τότε τον Κλάους Σουτς, θέση που 10 χρόνια πριν κατείχε ο Μπραντ) και μια γερουσία. Η ΕΣΣΔ υποχρεώνεται να διευκολύνει τη μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ του Δυτ. Βερολίνου και της ΟΔΓ. Στη Συνθήκη αποφασίζεται ακόμα, οι κυβερνήσεις της ΟΔΓ, της ΛΔΓ και του Δυτ. Βερολίνου να ρυθμίσουν τα επιμέρους θέματα για τη διευκόλυνση τη επικοινωνίας και των επισκέψεων των Δυτικοβερολινέζων, στους οποίους δίδεται άδεια επίσκεψης 30 ημερών στο Ανατολικό Βερολίνο και τη ΛΔΓ.

Τέλος στις 21/12/1972 οι εκπρόσωποι των δύο Γερμανιών υπογράφουν τη «θεμελιώδη συνθήκη» με την οποία ΟΔΓ και ΛΔΓ αναγνωρίζονται αμοιβαία ως ισότιμα κράτη με κυριαρχικά δικαιώματα. Επειδή δεν είναι όμως «ξένα» μεταξύ τους ανταλλάσσουν «μόνιμους αντιπροσώπους» και όχι πρέσβεις. Επικαλούμενη τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, η συνθήκη ορίζει πως «Η ΟΔΓ και η ΛΔΓ θα διευθετούν τις διαφορές τους αποκλειστικά με ειρηνικά μέσα και θα απέχουν από την απειλή ή χρήση βίας. Επαναβεβαιώνουν το απαραβίαστο των μεταξύ τους υφιστάμενων συνόρων στο παρόν και στο μέλλον και δεσμεύονται να σεβαστούν ανεπιφύλακτα την εδαφική τους ακεραιότητα». Το 1973 επισφραγίζεται υ επιτυχία της Ostpolitik με την είσοδο των δύο Γερμανιών στον ΟΗΕ.

Μετά την επικύρωση των λεγόμενων και «Ανατολικών Συνθηκών», λόγω αυτής και μιας κυβερνητικής κρίσης στα μέσα του 1972 ο καγκελάριος έζησε δύσκολες στιγμές. Ο Μπραντ κερδίζει τη ψηφοφορία λόγω πρότασης μομφής εναντίον του από το CDU και ο λαός με διαδηλώσεις στάθηκε στο πλευρό του. Ο Μπραντ ήταν αρκετά ισχυρός και προκαλεί στο Σεπτέμβριο μια εικονική ήττα στο Bundestag προκειμένου να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Από τις εκλογές του Νοεμβρίου το SDP για πρώτη φορά με 46% περνά μπροστά από το CDU (45%) ενώ και το FDP βελτίωσε τα ποσοστά του κυμαινόμενο στο 8,5%.

Ο Ρεαλισμός υπερίσχυσε της νοσταλγίας και ο γερμανικός λαός έδωσε τη συναινεσή του σε μια θαρραλέα πολιτική, παρ’ όλο που μερικοί τη θεωρούσαν ξεπούλημα των νόμιμων δικαιωμάτων της ΟΔΓ και απεμπόληση των ιερών και οσίων στο βωμό μιας εξομάλυνσης που ευνοούσε το εμπόριο. Αυτό ήταν το τίμημα για να ξεπεράσει η Γερμανία το στάδιο του «πολιτικού νάνου» και να αποκτήσει στη διεθνή σκηνή πολιτικό ρόλο αντάξιο του μεγέθους της.

Η αντικειμενική, εξαιτίας της οικονομικής ύφεση (πετρελαϊκής κρίσης του 1973), μείωση των γερμανικών ενδιαφερόντων για συναλλαγές με τι σοσιαλιστικές χώρες στένεψε τα όρια της οστπολιτίκ. Επίσης η οστπολιτίκ δεν έφερε κάποια σημαντική αλλαγή στην κομμουνιστική εξουσία στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Μπραντ αν και είχε κερδίσει σαρωτικά τις εκλογές παραιτήθηκε από καγκελάριος εξαιτίας ενός σκανδάλου κατασκοπίας (συνελήφθη ένα μέλος του γραφείου του να κατασκοπεύει για λογαριασμό της Ανατολικής Γερμανίας). Διάδοχός του εκλέχτηκε ο Χέλμουτ Σμιτ ο οποίος συνέχισε μέχρι το 1982 τη δεκαεξάχρονη πολιτική κυριαρχία των σοσιαλδημοκρατών.

Παρόλο που κατηγορήθηκε ως ο καγκελάριος που είχε αποδεχθεί τη διαίρεση της Γερμανίας, ο Μπραντ είχε ενισχύσει τα θέση της χώρα του στον κόσμο. Το 1978 ως αποτέλεσμα της οστπολιτικ ο πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, επισκέφθηκε τη Βόννη και οι δυο χώρες υπέγραψαν μακροχρόνια συμφωνία εμπορικών συναλλαγών. Επιπρόσθετα οι προσωπικές επαφές ανάμεσα στους πολίτες της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας συνέχισαν να αυξάνονται. Βέβαια η οστπολιτίκ τέθηκε σε σοβαρό κίνδυνο όταν το 1979 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμμυ Κάρτερ, εξαιτίας της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν, σκλήρυνε τη θέση του έναντι της ΕΣΣΔ και ο Ψυχρός Πόλεμος αναβίωσε. Η γερμανική εξωτερική πολιτική ακολούθησε, όπως και η γαλλική υπό τον Ζισκάρ, πιο αυτόνομη πορεία. Τελικά είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή της βασικής συνθήκης μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών, που φάνταζαν, τότε, αμετάκλητα χωρισμένα, η ιστορία θα δικαίωνε τον πρώην δήμαρχο του Βερολίνου.

To δικομματικό πολιτικό σύστημα. Διέρχεται όντως κρίση;

Μέρος Β'


Στην Ελλάδα, υπάρχει έντονο το φαινόμενο του δικομματισμού. Ένα άτυπο όριο που τίθεται είναι το να συγκεντρώνουν τα δύο κόμματα εξουσίας, άνω του 80% των ψήφων κατά τις εκλογές. Παρατηρεί επίσης κανείς ότι ο δικομματισμός έχει συνδεθεί με περιόδους όπου η χώρα γνώρισε σταθερότητα και ανάπτυξη (Τρικουπική εποχή, Βενιζέλος, Μεταπολίτευση), ενώ επί πολυκομματισμού επέρχονταν οι πολιτικές αναταραχές (1925 όπου οδηγηθήκαμε στη δικτατορία Πάγκαλου, 1936 με αποτέλεσμα το καθεστώς Μεταξά, 1965-7 Χούντα). Ο δικομματισμός από την άλλη δεν είναι πανάκεια, καθώς η εδραίωση ενός πολωτικού κλίματος οδηγεί σε περιπέτειες (Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί στον Εθνικό Διχασμό, σύγκρουση Ανακτόρων – Ε.Κ. και ερχομός των Συνταγματαρχών).

Οι Έλληνες Πολίτες, νιώθουν ότι το δικομματικό σύστημα τους παρέχει ασφάλεια και σταθερότητα. Διακεκριμένοι θεωρητικοί έχουν ακολουθήσει αντίστοιχες οδούς σκέψης, με πιο ακραία αυτή του F.A. Hermens (Democracy of Anarchy, Notre Dame, Ινδιάνα ΗΠΑ, 1941), ο οποίος θεωρεί ως αίτιο των δεινών της Ευρώπης (του Μεσοπολέμου) την ύπαρξη πλουραλισμού στα κόμματα, χωρίς να υπάρχουν δύο πόλοι εξουσίας, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ (DemocraticsRepyblicans). H εμπιστοσύνη του Έλληνα προς τα δύο εκάστοτε μεγάλα κόμματα εξουσίας, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα πελατειακών σχέσεων με την εξουσία ή άλλου είδους εξαρτήσεων. Ο πολιτικός πολιτισμός της ελληνικής πραγματικότητας δεν είναι έτοιμος για πολυκομματισμό, ως προς τη διεκδίκηση της εξουσίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την κρίση το πολιτικού συστήματος, και το βραχύβιο των τότε κυβερνήσεων με τους Αποστάτες το 1965, όπου η Ε.Κ. δε σχημάτιζε κυβέρνηση και η ΕΡΕ δεν συγκέντρωνε την πλειοψηφία, ή το 1989 με το εκλογικό σύστημα όπου η ΝΔ με 45% των ψήφων (σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία) δεν μπορούσε να αποκτήσει αυτοδυναμία. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα ποσοστά που φερέλπιδες κομματικοί σχηματισμοί απέτυχαν να σπάσουν την κυριαρχία των ΝΔ κα ΠΑΣΟΚ, για να μείνουμε μόνο στα τελευταία 30 περίπου χρόνια (ΔΗΑΝΑ, ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών). Το επιχείρημα που αντιτάσσεται ότι υπήρξαν εκλογές όπου τα μικρά κόμματα συγκέντρωσαν σεβαστό αριθμό ψήφων, αποκρούεται με το γεγονός ότι συνήθως επρόκειτο για εκλογές «χαμηλού ενδιαφέροντος», όπως οι Ευρωεκλογές (κάκιστα έχουν αποκτήσει αυτό το χαρακτήρα, καθώς οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται στην Ε.Ε. και το Ευρωκοινοβούλιο, πλέον με τη διαδικασία της συναπόφασης παίζει σημαντικό ρόλο). Όμως τότε λειτουργούν τα αντανακλαστικά τη χαλαρής ψήφου, αφού όπως θεωρεί ο ψηφοφόρος, δεν διακυβεύεται το ποιος θα είναι κυβέρνηση, και έτσι η υποστήριξη των μικρότερων κομμάτων δεν έχει χαρακτήρα ρίσκου ως προς την πολιτική σταθερότητα. Αντίστοιχα στις δημοσκοπήσεις, οι ψηφοφόροι εκφράζουν ευκολότερα τη δυσαρέσκειά τους για τα κόμματα εξουσίας και την αντίστοιχη συμπάθεια προς τα κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης. Και πάλι όμως, πάνω από την κάλπη ο ψηφοφόρο, στη στάθμιση που κάνει επί των αποτελεσμάτων της ψήφου του, κρίνει ότι η σταθερότητα είναι προτιμότερη από την περιπέτεια.

Ο δικομματισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που ενδημεί μόνο στην Ελλάδα. Οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν είναι οι στενόμυαλοι και προσκολλημένοι στις λογιών λογιών εξυπηρετήσεις που τους παρέχει το υπάρχον πολιτικοκομματικό σύστημα. Μέσα από την ύπαρξη του ισχυρού δεύτερου πόλου, οι πολιτικές είναι αποτελεσματικότερες. Ο διπολικός κόσμος του Ψυχρού Πολέμου, παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια, από τον πολυπολικό του Μεσοπολέμου που οδήγησε στον Β’ Π.Π. ή από τον μονοπολικό της σημερινής Pax Americana. Οι πλέον ώριμες πολιτικές κοινωνίες στηρίζονται στο δικομματισμό. Στη Γερμανία (παρά τις πρόσφατες εξελίξεις) το πολιτικό παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στο C.D.U-C.S.U. και το S.P.D. Στη Βρετανία οι Labors (εργατικοί-σοσιαλδημοκράτες) εναλλάσονται στην εξουσία με τους Conservatives (συντηρητικοί), ενώ στη Γαλλία οι Γκωλικοί (UMP) υπερισχύουν τα τελευταία 14 χρόνια των αντιπάλων σοσιαλιστών (SP). Ακόμα και οι Ιταλοί κατάλαβαν το μάταιο της πολυαρχίας σε επίπεδο κομμάτων καθώς έως το 2003 οι κυβερνήσεις συνασπισμού πολλών μικρών κομμάτων μεταξύ τους ήταν συνήθως μονοετούς διάρκειας. Έτσι ενώθηκαν σε δύο μεγάλους πολιτικούς συνδυασμούς (με την Αριστερά - «Ελιά», να είναι αρκετά ετερόκλητη, από Κεντρώους έως Κομμουνιστές) με σκοπό την κυβερνητική σταθερότητα.

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να προβεί σε πολιτικές αναλύσεις των τρέχουσων εξελίξεων στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά η σημαντική άνοδος ενός κόμματος της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), είναι αξιοπρόσεκτη. Ο χαμένος σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο το γειτνιάζον πολιτικά κόμμα (ΠΑΣΟΚ), αλλά το πολιτικό status quo εν συνόλω. Όμως έτσι το αντίπαλο κόμμα εξουσίας (ΝΔ) ενισχύεται καθώς οι κεντρώοι ψηφοφόροι αναζητούν λύσεις σε αυτό, διότι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τείνει προς τον Αριστερό χώρο, παρά το Κέντρο. Η εποχή μας όμως, απαιτεί νέες πολιτικές, τολμηρές και αποτελεσματικές. Ο Αριστερός λόγος είναι, για την ώρα, λόγος διαμαρτυρίας, χωρίς να προτείνονται λύσεις σε επίπεδο κυβερνητικής τακτικής. Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία και τον παλαιομοδίτικο σοσιαλισμό του ζιβάγκο. ΗΗΗΗΔΦΔΦΗ ΝΔ καλώς πράττει όταν μετατίθεται προς το κέντρο, καθώς έτσι αποκτά μεγαλύτερη εκλογική δύναμη και συνεπώς γίνεται πιο αξιόπιστη προς τους πολίτες. Η προσωπική μας άποψη είναι ότι ο δικομματισμός δεν είναι αρνητικό στοιχείο.

Τα σύγχρονα κόμματα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά, και έτσι μέσω της σύνθεσης απόψεων έρχεται η δημιουργία έργου. Η ενίσχυση των άκρων (δεξιά και αριστερά) δεν ευνοεί τη χώρα, η οποία απαιτεί αλλαγές σε πολλά επίπεδα, προκειμένου να παραμείνει δυναμική στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον. Από την άλλη οι κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού, δεν είναι αποτελεσματικές. Στη Γερμανία όπου εφαρμόστηκαν στο τέλος του 1966 (κοκκινόμαυρος συνδυασμός) και το 2006 μεταξύ του CDU και SPD, αν και στην αρχή επιτεύχθηκε ένα μίνιμουμ συναίνεσης, κυρίως στην οικονομία, έπειτα ενόψει κοινωνικών αντιδράσεων και πολιτικών τακτικών ο μεν πρώτος το 1969 κατέρρευσε, του δε δεύτερου η τύχη αναμένεται. Στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο τόσο για λόγους συναισθηματικούς (αν και η υπέρβαση του 1989 – κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν σημαντικότερη) όσο και για λόγους ουσίας. Είναι γνωστό ότι η παγκόσμια πολιτική πρακτική ευνοεί φιλελεύθερες πολιτικές. Ποιο ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη ΝΔ, σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, όταν το πρώτο, δεν έχει ακόμα αποσαφηνίσει την ιδεολογία του; Πώς θα επιτευχθεί ένα ελάχιστο κομματικής αβροφροσύνης και πολιτικής συναίνεσης, όταν λ.χ. επί της αναθεώρησης του άρθρου 16 Συντ., ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ανέκρουσε πρύμναν ενόψει των εσωκομματικών αντιδράσεων, ενώ η συγκυρία απαιτούσε τη συναίνεση; Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι ιδέες για έναν ευρύτερο συνασπισμού δεν έχουν βάση και ως εκ τούτου, η λύση θα έρθει από αλλού. Είτε το αριστερό κόμμα, θα συρρικνωθεί σε ένα ποσοστό, μικρότερο από αυτό που οι δημοσκοπήσεις του δίνουν και θα επανακάμψει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είτε θα διχαστεί ο από το Κέντρο και προς τα Αριστερά χώρος, προς όφελος του φιλελεύθερου κόμματος.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Το δικομματικό πολιτικό σύστημα. Διέρχεται όντως κρίση;


(Μέρος Α’)


Εισαγωγή

Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, οδηγούν στο εύκολο συμπέρασμα ότι ο δικομματισμός διέρχεται κρίση, ότι τα δύο κόμματα εξουσίας χάνουν ερείσματα στην κοινωνία, ότι ήρθε η ώρα για συνεργασίες κ.α. Η αλήθεια βέβαια βρίσκεται κάπου στη μέση. Για να γίνουν όμως πιο κατανοητά τα πορίσματα των δημοσκοπήσεων, που καταγράφουν τον παλμό των πολιτών και ψηφοφόρων, και πιο εύκολα ερμηνεύσιμα τα δεδομένα που αποτυπώνουν καλό θα ήταν να υπήρχε ένας πιο αναλυτικός και ουσιαστικός διάλογος. Η εξήγηση των μορφών των κομματικών συσχετισμών, και δη αυτό του δικομματισμού, και η επικέντρωσή τους στα εγχώρια δεδομένα, θα είναι χρήσιμη. Έτσι κάθε ενεργός πολίτης θα κατανοήσει καλύτερα τα τεκτενόμενα και θα σχηματίσει πληρέστερη γνώμη και άποψη.

Κόμματα

Το κομματικό φαινόμενο, είναι βασικός θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Προέκυψε, κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών και εκλογικών δραστηριοτήτων, και θεωρείται ως αναγκαία συνέπεια του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού συστήματος. Τα κόμματα και η λειτουργία τους κατοχυρώνονται από το άρθρο 29 του Συντάγματος. Τα κόμματα διακρίνονται από τις ομάδες πίεσης (συνδικαλιστικές οργανώσεις, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, σύλλογοι κ.α.) οι οποίοι δεν στοχεύουν την άσκηση πολιτικής εξουσίας (όπως τα κόμματα), αλλά σκοπό έχουν τον επηρεασμό της πολιτικής εξουσίας σε συγκεκριμένα ζητήματα. Τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να συγχέονται με δημοτικές ή νομαρχιακές παρατάξεις. Τα κόμματα από άποψη νομικής προσωπικότητας, θεωρούνται ενώσεις προσώπων (όχι Ν.Π.Ι.Δ., όχι Ν.Π.Δ.Δ.). Έχουν ικανότητα δικαίου (είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, καθώς και δικαίωμα δικαστικής παράστασης. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι αυτό της μονήρους Βουλής, δηλαδή υπάρχει μόνο ένα κοινοβουλευτικό σώμα.

Οι κομματικού σχηματισμοί που πετυχαίνουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο, συγκροτούν κοινοβουλευτικές ομάδες, οι οποίες κατοχυρώνονται, στην Ελλάδα, και από τον Κανονισμό της Βουλής. Η επιδίωξη των μεγάλων κομματικών ομάδων είναι η συγκέντρωση των ψήφων, που θα καταστήσουν δυνατή την ύπαρξη δεδηλωμένης πλειοψηφίας στο σύνολο των βουλευτών (στην Ελλάδα 150+1). Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία δύο πόλων εξουσίας παίζει και το πρωθυπουργικό σύστημα, όπου ο πρωθυπουργός είναι φορέας της Λαϊκής Εντολής και διαμορφώνει την πολιτική βούληση της Κυβέρνησης (primus solus). Έτσι στα κόμματα επικρατούν ισχυρές προσωπικότητες, στις αρχηγικές θέσεις. Δημιουργείται ένα μεσσιανικό πολιτικό κύμα, όπου η προσωπικότητα του ηγέτη αποτελεί καταλυτικό σημείο στην επιλογή του ψηφοφόρου. Δημιουργείται κλίμα ευφορίας και προοπτικής στα κόμματα, που εμπνέονται από τον ηγέτη. Έτσι συσπειρώνονται οι οπαδοί του κόμματος, προσθέτονται νέοι και διευρύνεται η εκλογική του επιρροή. Το κόμμα καθίσταται ισχυρό και έτσι διεκδικεί την εξουσία. Έτσι προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ισχυρό, αρχηγοκεντρικό κόμμα εξουσίας, δημιουργείται ένα κόμμα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά που λειτουργεί ως αντίβαρο. Συνεπώς ενισχύονται διαρκώς αυτοί οι δύο πόλοι εξουσίας και έτσι οδηγείται το πολιτικό σύστημα στον δικομματισμό.

Στην πολιτική πρακτική και θεωρία υπάρχουν δύο προσεγγίσεις ως προς την τάση της λειτουργίας των κομμάτων. Αφενός μεν η άποψη για αναγκαιότητα πολυκομματικών συστημάτων (λ.χ. Ιταλία, Βέλγιο, Γερμανία) αφετέρου ο δικομματισμός. Ο δικομματισμός ευδοκιμεί στα αγγλόφωνα κράτη (Αγγλία, Η.Π.Α), στις λατινικές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία) αλλά και στην Ελλάδα.

Αίτια δικομματισμού

Τα αίτια του δικομματισμού, είναι αρκετά. Χωρίς να είναι απόλυτα, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία του πολιτικού συστήματος, και αρκετά από τα χαρακτηριστικά του δικομματισμού βρίσκουν εφαρμογή και στην ελληνική πραγματικότητα.

Σε ότι έχει να κάνει με τους κοινωνικούς παράγοντες, αξίζει να αναφερθεί ότι στα δικομματικά συστήματα, και στην Ελλάδα, δεν αναπτύχθηκε έντονα η ταξική συνείδηση. Εντός των δύο κομμάτων εξουσίας συνυπάρχουν αστοί, μεσαίοι, αγρότες, εργάτες. Πέραν του λ.χ. του Κ.Κ.Ε., το οποίο απευθύνεται σε συγκεκριμένες ταξικές κατηγορίες, και τα μικρότερα ακόμα κόμματα δεν θέτουν ταξικά κριτήρια στις πολιτικές τους. Η κόντρα με το κεφάλαιο, την πλουτοκρατία και τους λίγους και ευνοημένους, μάλλον είναι λεκτικό πυροτέχνημα, παρά υπαρκτή πολιτική. Έτσι εντός δύο μεγάλων πολιτικών ομάδων συνυπάρχουν πολλές πολιτικές τάσεις, που όμως συμμείχθησαν και επικράτησαν οι δύο συνιστώσες, η σοσιαλδημοκρατία και ο φιλελευθερισμός. Επίσης, όπου δεν, δεν υφίσταται άμεση ανάμιξη της θρησκείας στην πολιτική σκηνή, όπως στην Ελλάδα, διατηρούνται οι δύο ισχυροί πόλοι εξουσίας (κυρίως ο δεξιός). Έτσι δεν υπήρξε ποτέ χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, πλάι σε ένα συντηρητικό ή σε ένα φιλελεύθερο (π.χ. στο Λαϊκό Κόμμα, την ΕΡΕ ή τη ΝΔ). Τέλος τα όρια μεταξύ των ιδεολογιών δεν είναι έντονα ούτε οδήγησαν σε έντονες συγκρούσεις. Έτσι δεν υπάρχουν πολλά παρακλάδια της σοσιαλδημοκρατίας, όπως στη Γερμανία με το SPD και το νέο κόμμα του Λαφοντέν die Linke, ούτε μικρές ομάδες του κεντροδεξιού χώρου όπως με τον προ Μπερλουσκόνι ιταλικό συντηρητικό χώρο. Ακόμα, ο αγροτικός χώρος δεν απέκτησε ουδέποτε κοινή πολιτική συνείδηση όπως έγινε στις Σκανδιναβικές χώρες. Τέλος στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ ισχυρά εθνικιστικά κόμματα, που θα ξέφευγαν από τις ιδεολογικές διαφορές (δεξιά, κέντρο, αριστερά) όπως στο Βέλγιο όπου υπάρχουν τέσσερα σοσιαλδημοκρατικά και λαϊκά κόμματα, από δύο σε Φλάνδρα και Βαλλονία.

Ο θεσμικό παράγοντας είναι από την άλλη, ίσως ο σημαντικότερος για τον καθορισμό και την διατήρηση του δικομματικού πολιτικού συστήματος. Σε ό,τι έχει να κάνει με το θεσμικό παράγοντα, καθοριστική είναι η σημασία του νομικού πλαισίου λειτουργίας των κομμάτων και κυρίως του εκλογικού συστήματος. Ως εκλογικό σύστημα ορίζεται το νομοθετικό κείμενο που καθορίζει των τρόπο διενέργειας των εκλογών, τα διαδικαστικά της ψηφοφορίας και κυρίως των τρόπο κατανομής των εδρών βάσει των ψήφων. Έτσι τα εκλογικά συστήματα χωρίζονται σε αναλογικά, τα οποία είναι αυτά όπου οι έδρες κατανάμενται βάσει του συνολικού αριθμού των ψήφων που κάθε κόμμα έλαβε, ως ποσοστό επί των ψήφων. Από την άλλη το πλειοψηφικό σύστημα ευνοεί το πρώτο, ή και το δεύτερο κόμμα, προσθέτοντας επιπλέων έδρες, σε αυτές που έχουν αναλογικά κατανεμηθεί. Μια άλλη μορφή του πλειοψηφικού συστήματος είναι αυτή, στην οποία ο αριθμός των εδρών αυξάνεται όσο τα ποσοστά επί των ψήφων είναι υψηλά (αν λ.χ. το επί βουλής 100 εδρών, το 10% των ψήφων αντιστοιχεί σε 5 βουλευτές, το 20% σε 30 βουλευτές, και το 30% σε 50+1 βουλευτές).

Νόμοι Ντιβερζέ

Επί των εκλογικών συστημάτων, βρίσκουν εφαρμογή συχνά (παρ’ όλη τη σφοδρή κριτική που έχουν δεχτεί) οι τρεις νόμοι του Μ. Ντιβερζέ (1946). Οι τρεις αυτοί κοινωνιολογικοί νόμοι, είναι καταρχήν ότι η αναλογική εκπροσώπηση οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων (ακόμα και η ελάχιστη μειοψηφία έχει εκπροσώπηση στη βουλή) και ανεξάρτητων (η συμμαχίες κομμάτων δεν ευνοούν κανέναν) μεταξύ τους κομμάτων. Δεύτερον, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων (στον 1ο γύρο τα συγγενή κόμματα κατέρχονται στη μάχη διασκορπισμένα, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για το συγγενή χώρο) και αλληλοεξαρτώμενων (στο δεύτερο γύρο τα συγγενή κόμματα, συνασπίζονται έναντι του κοινού αντιπάλου) κομμάτων. Και στην περίπτωση αυτή ο πολυκομματισμός παραμένει. Το πλειοψηφικό σύστημα 2 γύρων ίσχυσε μέχρι το 2006 στις τοπικές εκλογές (καθώς το όριο του 42% αλλοιώνει το χαρακτήρα του δεύτερου νόμου). Τρίτον και τελευταίο, το πλειοψηφικό σύστημα σε ένα γύρο, οδηγεί στο δικομματισμό. Τα συγγενή κόμματα, συνασπίζονται υπό τη σκέπη ευρεύτερων ιδεολογιών (δεξιά – αριστερά) ή ακόμα ακόμα συγχωνεύονται. Ισχύει επίσης η λογική της «χαμένης ψήφου», όπου ο ψηφοφόρος θεωρεί ότι σπαταλά την ψήφο του, στηρίζοντας ένα μικρό κόμμα, που αποκλείεται να επικρατήσει στις εκλογές και προτιμά να στηρίξει ένα από τα μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρίτος νόμος του Ντιβερζέ, λειτουργεί τόσο σαν επιταγχυντής όσο και σαν επιβραδυντής εξελίξεων. Επιβραδύνει τα γεγονότα, καθώς καθιστά δύσκολη την εμφάνιση νέων κομμάτων (εξουσίας), όσο το νέο κόμμα δεν εξασφαλίζει ηγετική πορεία, ενώ επιταχύνει τις εξελίξεις όταν το νέο κόμμα αποκτήσει ηγετική φυσιογνωμία. Αντίθετα το αναλογικό σύστημα (πρώτος νόμος) λειτουργεί αντίστροφα. Ένα κόμμα αρκείται και σε μικρό αριθμό ψήφων ώστε να εξασφαλίσει έδρες στη βουλή. Έτσι ένα παλαιό κόμμα, δεν παύει ποτέ να υφίσταται, ενώ η εμφάνιση ενός νέου είναι εύκολη υπόθεση. Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι σημαντικές, αλλά όχι απόλυτες, καθώς η σχέση μεταξύ των εκλογικών καθεστώτων και των κόμματων δεν είναι αυτόματη ή με ισχύ φυσικού νόμου εξηγήσιμη και προβλέψιμη.

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης