ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA

Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975. Δεκτός σχετικός λόγος ανακοπής. Ακύρωση διαταγής πληρωμής Τράπεζας σε βάρος δανειολήπτη.

H μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 από την τράπεζα στο δανειολήπτη, στο βαθμό που αυτό είχε συμφωνηθεί ρητά με τους όρους της σύμβασης, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 128/1975. Ωστόσο ο ανατοκισμός, του ποσού της εισφοράς δεν είναι νόμιμος. Έτσι, το αιτούμενο ποσό με τη Διαταγή Πληρωμής ποσό δεν αποδεικνύεται στο σύνολο του, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στο λογαριασμό ποσών, που αντιστοιχούν στο συνολικό ποσό του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75. Η ακυρότητα, όμως, των επιμέρους αυτών ποσών που, ενόψει του ότι ενσωματώνονται στο σύνολο της απαίτησης που επιδικάσθηκε, καθιστούν αδύνατο το διαχωρισμό τους από την τελευταία, και κατά συνέπεια της υποχρέωσης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, αλλά και του ορισμένου του οφειλόμενου ποσού.
Α' δημοσίευση σε "nomos" 650605

ΑΠΟΦΑΣΗ 258/2015
(Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: 144/1-7-2014)
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΈΔΕΣΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Βαρβάρα Αγγελίδου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου Έδεσσας και από την γραμματέα, Αικατερίνη Βουλγαρίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην μετ' αναβολή δικάσιμο της 11ης Ιουνίου 2015 για να δικάσει την υπ' αριθμ. καταθέσεως 144/1-7-2014 ανακοπή μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1. .................... του ..........., 2. .......................... του ................, κατοίκων Έδεσσας, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Εμμανουήλ Eμμανoυηλίδη.
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «.........................», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου, Ελένης Πρασσά.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η με αρ. 124/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, καθώς και κάθε άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, με ταυτόχρονη καταδίκη της καθ' ης στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με το ως άνω περιεχόμενο, η κρινόμενη ανακοπή, [η οποία ασκήθηκε μετά την αντικ. του άρθρου .632 Κ.Πολ.Δ. με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α'51/12-3-2012 και την αντικ. της παρ. 1 του άρθρου 933 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. με το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 4055/2012] αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού το οποίο είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, αφού αυτό είναι το Δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί η Δικαστής που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (632 παρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ,), για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΕφΑΘ' 7984/+990  ΑρχΝ 1991, 328, με τη σημείωση ότι, ακολουθείται η ίδια  διαδικασία για την εκδίκαση της ανακοπής που εφαρμόζεται και για τη διάγνωση της αξίωσης προς ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε αυτή, ακόμα και μετά την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ με την απαλοιφή της περί διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής σχετική διάταξη), εφαρμοζόμενων όμως και των αποκλίσεων που εισάγονται από τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4055/2012, που, ούσα διάταξη δικονομικού χαρακτήρα, καταλαμβάνει το ατέλεστο μέρος της παρούσας διαδικασίας κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρα 4 και 12 ΕlσΝΚΠοΛΔ (βλ. ΕφΑΘ 702012001 ΝοΒ 2002, 1709, ΕφΑΘ 8947/1999 ΕλλΔνη 2000, 474). Ακόμη, ασκήθηκε εμπρόθεσμα εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 632 παρ. ι εδ. α' ΚΠολ.Δ. προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, καθώς η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 26/6/2014 (βλ. τις με αρ. 1829Δ/26-6-20 14 και 1828Δ/26-6-20 14 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Έδεσσας Νικολάου Μίλτση) και ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παρασταθεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα στην καθ' ης στις 4/7/2014 (βλ. τη με αρ. 7706Β'/4-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Εδέσσης' Ιωάννη Αραμπατζή). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της, πλην του αιτήματος να ακυρωθεί οποιαδήποτε άλλη πράξη εκτέλεσης, το οποίο είναι απορριπτέο ως αόριστο. Τούτο δε διότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2 α, 216 Κ.Πολ.Δ.) για την ακύρωση ορισμένης πράξης εκτέλεσης, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες συναφείς πράξεις εκτέλεσης, την ακύρωση των οποίων οι ανακόπτοντες επιδιώκουν (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστκής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626).

Από τη γραμματική διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 1 ν. 128/1975, ο χαρακτηρισμός της επιβαλλομένης εισφοράς ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης αρχικώς για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείου προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που έφερε ο ν.2065/1992 ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί τη σημασία της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία. Από το ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητώς, ως συμβατικώς δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται, η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικώς στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης του ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον εάν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν.128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε υπό την ισχύ του ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνουν συναλλαγή, β) ότι το ύψος του συντελεστή, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από  την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών. Αν η εν λόγω εισφορά, εξάλλου, βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δε θα θεσπίζονταν οι εξαιρέσεις του άρθρου 8 του ν. 2459/1997 κατ' άρθρον 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003 (δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες με έδρα τα νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και δανειοδοτήσεις προς Ι. Μονές του Αγίου Όρους), και γ) η  Τράπεζα της Ελλάδος, από την έναρξη της εφαρμογής του Ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου και υπό καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82) επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών και η εισφορά του Ν.128/1975 είναι μία τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την άποψη της διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΕφΘεσ/νίκης 492/201, ΕφΑθ 5707/2008, ΕφΑΘ 1558/2007, ΕφΛαρ 114/2007, Τ.Ν.Π. Νόμος). Ωστόσο, δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός του σχετικού ποσού της εισφοράς αυτής και τούτο γιατί, τόσο κατά το προϊσχύσαν (άρθρο 8 περ 6 του Ν. 1083/1980 και υπ' αριθ. 289/1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 12 του Ν.2601/1998, 30 του Ν.2789/2000, 42 του Ν.,2912/2001 και 39 του Ν. 3259/2004), ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση είναι αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 174, 178, 179 του Ακ. (ΕφΛαμ 124/2007, ΜΠρΚέρκ 99/2010, ΜΠρΑΘ 2461/2009, Τ.Ν.Π. Νόμος). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 623Κ.Πολ.Δ., κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου Κώδικα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό, αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ενώ, κατά το άρθρο 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί, μόνον αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια Μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 2210/2013, Νόμος). Ένα η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως με το ίδιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη έναντι του καθ' ου), ο δικαστής οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 628 Κ.Πολ.Δ., να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ίδιου Κώδικα. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό, απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, το οποίο δημιουργεί και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο, που δεν αποδεικνύει άμεσα την απαίτηση και το ποσό αυτής, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας απόδειξής της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 713/2012, ΑΠ 1632/2013, ΜονΕφΘεσ/νίκης 1374/2014, Νόμος). Τέλος, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί όλων των λόγων της ανακοπής, όταν πρόκειται να την απορρίψει, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια ότι άφησε αίτημα αδίκαστο. Όταν όμως διαπιστώνει ότι, ένας από τους επικαλούμενους λόγους ανακοπής είναι νώμο και ουσία βάσιμος και οδηγεί στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο κατ’ εφαρμογή της αρχής της διάθεσης (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ) και δεν υποχρεούται να αποφανθεί επί των άλλων λόγων της ανακοπής. Τούτο, απορρέει από την αρχή της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας και από το ότι ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος (ΕφΑθ 1294/2009, ΕφΘεσ/νίκης 2292/2006, ΕφΠειρ 526/2003 Νόμος).
                
       Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η καθ' ης, αφού καταρχήν προέβαινε νόμιμα σε μετακύλιση σε αυτούς της εισφοράς του ν. 128/1975, στη συνέχεια τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην ως άνω εισφορά τα ενσωμάτωνε στον οικείο λογαριασμό και τα ανατόκιζε παράνομα, επιβαρύνοντας αντίστοιχα την οφειλή τους, με αποτέλεσμα αφενός μεν  να μη υφίσταται έγγραφη απόδειξη του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αφετέρου δε η οφειλή του να καθίσταται μη ορισμένη και μη εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι οριζόμενος,  αφού οι ανακόπτοντες εν προκειμένω δεν αμφισβητούν το ύψος των επιμέρους κονδυλίων αλλά με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής βάλουν ευθέως κατά της διαταγής πληρωμής λόγω της μη έγγραφης απόδειξης του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η τελευταία. Είναι δε νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 12 ν. 2601/98, 30 ν. 2789/00,42 ν. 2912/01 και 39 του ν. 3259/04 και 623,.626 παρ. 3, 628 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. 

       Από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, που διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται στην παρούσα απόφαση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : η καθ’ ης χορήγησε προς τον πρώτο ανακόπτοντα μετά από αίτηση του  και για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης του σε κεφάλαιο κίνησης επιχειρηματικό δάνειο ανοιχτής πίστωσης (EASY BUSINESS) ύψους 6.000,00 ευρώ με ταυτόχρονη χορήγηση κάρτας κάρτας easy business υπογράφηκε δε μετά της καθ’ ης και του πρώτου ανακόπτοντος ως πιστούχου, αφενός, και του δεύτερου αφετέρου, ως εγγυητή υπέρ του πρώτου, η υπ' αριθ. 1801/01.03.2007 Σύμβαση Ανοιχτού Επιχειρηματικού Δανείου «EASY ANOIXTO». Η ανωτέρω αρχική υπ' αριθ. 1801/01.03.2007 Σύμβαση Πίστωσης με Ανοικτό Λογαριασμό τροποποιήθηκε με την υπογραφή των υπ' αριθ. 1801/1/17.03.2008 και 1801/2/ 08.06.2010 Πράξεων Μεταβολής Ύψους Πίστωσης, σύμφωνα με την οποία το ποσό της αρχικής πίστωσης αυξήθηκε σε 25.000,00 ευρώ και 30.000,00 ευρώ αντίστοιχα, με τους ίδιους ακριβώς όρους της πιο πάνω αρχικής Σύμβασης Πίστωσης με Ανοικτό Λογαριασμό της οποίας Σύμβασης οι ως άνω Πράξεις Μεταβολής αποτέλεσαν ολοκληρωτικό και αναπόσπαστο μέρος. Ο δεύτερος ανακόπτων εγγυήθηκε στην καθ' ης--υπέρ- του 'πρώτου (πιστούχου) για την τήρηση όλων των όρων της σύμβασης και την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης ανοικτού λογαριασμού, ενώ ταυτόχρονα αποδέχθηκε και αναγνώρισε ως έγκυρη και ισχυρή κάθε αναγνώριση από την πιστούχο οποιουδήποτε υπολοίπου του λογαριασμού που τηρήθηκε βάσει της επίδικης σύμβασης. Στα πλαίσια της με αριθ. 1801/01.03.2007 Σύμβασης Ανοικτού Επιχειρηματικού Δανείου «EASY BUSSINESS» κινήθηκε ο με αριθ. 9991800300174344 λογαριασμός, ο οποίος την 25.01.2014 εμφάνισε χρεωστικό κατάλοιπο εις βάρος του πιστούχου εξ ευρώ είκοσι εννέα χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα και σαράντα δύο λεπτών (29.940,42€). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 25.01.2014, επειδή η παραπάνω λογιστική μερίδα δεν εξυπηρετούντο πλέον από τον πιστούχο, η καθ' ης με την από 25.01.2014 εξώδικη δήλωση, καταγγελία και πρόσκληση κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση και έκλεισε τον τηρούμενο λογαριασμό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 4-6-2014 κατόπιν της από 11-4-2014 αίτησης της καθ' ης εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε η υπ' αριθμόν 124/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας για το προαναφερόμενο ποσό. Από το συνδυασμό της προαναφερόμενης σύβασης (βλ. όρο 12.3 αυτής) και των επικυρωμένου αντιγράφου του αποσπάσματος του σχετικού τηρηθέντος λογαριασμού, που τέθηκαν υπόψη της Δικαστή που εξέδωσε την παραπάνω και ήδη προσβαλλόμενη, διαταγή πληρωμής, αποδείχθηκε αφενός μεν ότι στην σύμβαση προβλέφθηκε η επιβάρυνση του πιστούχου την εισφορά του Ν. 128/75, αφετέρου δε ότι η καθ' ης η ανακοπή κεφαλαιοποιούσε την παραπάνω εισφορά (του Ν. 128/75), κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσης και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του Ν. 128/75, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο, υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ο ανατοκισμός αυτός συνομολογείται και από την καθ' ης δια των προτάσεών της. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η μεν μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/75 από την καθ' ης στους ανακόπτοντες, στο βαθμό που αυτό είχε συμφωνηθεί ρητά με τους όρους της σύμβασης, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 128/1975 ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο δε ανατοκισμός, όμως, του ποσού της εισφοράς δεν ήταν νόμιμος. Επομένως, κατά την υποβολή της αίτησης της καθ' ης και της, βάσει αυτής, έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, το ποσό της απαίτησης των 29.940,42 ευρώ, για το οποίο η τελευταία εκδόθηκε, δεν αποδεικνυόταν στο σύνολο του, από το επικυρωμένο αντίγραφο του αποσπάσματος από τα σε ηλεκτρονική μορφή τηρούμενα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, που προσκομίστηκε με την αίτησή της καθ' ης, λόγω ακριβώς της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στους λογαριασμούς ποσών, που αντιστοιχούν στο συνολικό ποσό του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75. Η ακυρότητα, όμως, των επιμέρους αυτών ποσών που, ενόψει του ότι ενσωματώνονται στο σύνολο της απαίτησης που επιδικάσθηκε, καθιστούν αδύνατο το διαχωρισμό τους από την τελευταία, αναιρεί τη συνδρομή των απαιτούμενων, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, προϋποθέσεων της έγγραφης. απόδειξης της απαίτησης, αλλά και του ορισμένου του οφειλόμενου ποσού της. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως βάσιμος στην ουσία του και να ακυρωθεί στο σύνολο της η με αρ. 124/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει, καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην οικεία θέση της μείζονος σκέψης, το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης η ανακοπή λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αρ. 124/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ' ης στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των
ανακοπτόντων ποσού τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Έδεσσα την 6 Ιουλίου 2015.

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

συνδέσεις σε κοινωνικά δίκτυα

Piano & Band

J' accuse...

Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..

Δικαιοσύνη

Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.

Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης