1. Η υπόθεση Παυλίδη αποτέλεσε μια πολύ καλή ευκαιρία να αναδειχθεί το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Παρόμοιες καταστάσεις απασχόλησαν την πολιτική ζωή της χώρας αλλά και τον κλάδο του ποινικού και συνταγματικού δικαίου κατά το διάστημα 1989-1995 (2). Το κλίμα «ποινικοποίησης» της πολιτικής ζωής ήταν καταλύτης στο να αναδειχθούν οι αδυναμίες (3) των τότε ρυθμίσεων και να τροποποιηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος (αναθεώρηση 2001) και τη θέσπιση δύο νέων εκτελεστικών (και οργανικών του Ειδικού Δικαστηρίου) νόμων (4), του ν. 2509/1997 (5) και 3126/2003 (6), με τον τελευταίο να αντικαθιστά τον πρώτο (7). Παραμένουν ωστόσο τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος γης ποινικής ευθύνης των υπουργών, δηλαδή η πρωτοβουλία της Βουλής για την εκκίνηση των διαδικασιών και η, κατόπιν, αρμοδιότητα ειδικού ποινικού δικαστηρίου επί των υποθέσεων αυτών.
1.1 Το 2009, στην υπόθεση του υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Αρ. Παυλίδη, ανέκυψε σχετικό ζήτημα με την αποκλειστική αρμοδιότητα (8) της Βουλής όσον αφορά τις διαδικασίες άσκησης ποινικής δίωξης, ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης (αρθρ. 86 παρ. 2 Συντ.). Το θέμα που όμως, δεν απασχόλησε τη δημοσιότητα, από νομικής πλευράς, ήταν οι το «παρών» μελών της Βουλής, ή η «λευκή» ψήφος. Τούτο γεννά ερωτήματα που χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης καθώς αποτελούν σημαντικά γεγονότα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του κοινοβουλίου.
Η αρμοδιότητα της Βουλής
2. Κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη παράθεση των σταδίων της πορείας της υπόθεσης μέχρι την ψηφοφορία της Βουλής. Ακολουθήθηκε κατ’ αρχήν η κατ’ αρθρ. 86 παρ. 3 κοινοβουλευτική διαδικασία. Έτσι υποβλήθηκε πρόταση δίωξης από τριάντα τουλάχιστο μέλη της Βουλής και κατόπιν αυτής συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση. Ακολούθως σε δεύτερο στάδιο η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφάσισε (κατόπιν υποβολής του αιτιολογημένου πορίσματος στο σώμα) περί της άσκησης ή όχι της ποινικής δίωξης.
2.1 Μετά την κατάθεση επομένως του πορίσματος στην Ολομέλεια της Βουλής ακολουθεί συζήτηση που είναι γενική και έχει ως αντικείμενο την παραδοχή ή όχι της πρότασης άσκησης ποινικής δίωξης (9). Ακολούθως διενεργείται μυστική ψηφοφορία ξεχωριστά για κάθε τυχόν καταλογιζόμενη πράξη ή παράλειψη και λαμβάνεται απόφαση με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του κοινοβουλίου. Προκύπτει έτσι εμφανώς και πάλι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών ή όσων διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
2.2 Αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης εκκινά από τη σκέψη ότι πρέπει να υπάρχει φραγμός στη «δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής» (10). Όμως και πάλι συγκρούεται με τη δυσπιστία που θέτει ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στην αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. Από την άλλη η αμεροληψία των βουλευτών είναι ασφαλώς λιγότερη, αφού επικρατούν οι πολιτικές σκοπιμότητες και θυσιάζεται στο βωμό των ωφελειών, όλων των κομματικών σχηματισμών, το πνεύμα του νόμου και ο ρόλος της Βουλής. Η κομματικοποίηση της διαδικασίας, αν και «μακιαβελικά» λογική και ορθή, πλήττει το κύρος των θεσμών καθώς, εφόσον η Βουλή αποκτά δικαστικά και εισαγγελικά χαρακτηριστικά τότε απαιτείται η μη επιρροή της βούλησής της.
2.3 Άρα η διαφοροποίηση της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης που αποτελεί «οιονεί θεσμική εγγύηση» (11) συνιστά όντως θετικά βήματα και γι’ αυτό είναι κοινό γνώρισμα αρκετών δημοκρατικών συστημάτων το ειδικό ποινικό καθεστώς των υπουργών (12). Η σχετική φιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με την αλλαγή της νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη ίσως παραβλέπει το γεγονός ότι και η σχετική νομοθεσία παρέχει εχέγγυα προστασίας από συνεχείς μηνύσεις των υπουργών που έτσι θα αδυνατούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους αλλά ο μέγιστος κριτής, η Βουλή, δεν ανταποκρίνεται ως πρέπει στον εκ του συντάγματος ρόλο της.
Η Βουλή ως δικαιοδοτικό όργανο
3. Η αρμοδιότητα της Βουλής επί της υπουργικής ποινικής ευθύνης καταλήγει σε δύο επιλογές. Είτε ασκεί ποινική δίωξη σε βάρος του μέλους της κυβέρνησης (ακριβέστερα της πρώην κυβέρνησης, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δε θα παραπέμψει υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, εκθέτοντας πολιτικά την κυβέρνηση (13)) είτε δεν ασκεί (14). Ο ρόλος της Βουλής κατά τις ως άνω δύο περιπτώσεις είναι ουσιαστικά δικαιοδοτικός. Ετσι λοιπόν στεγανοποιείται απολύτως το σύστημα ελέγχου των ποινικών αδικημάτων των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών και ανατίθεται εξ ολοκλήρου στη Βουλή (15).
3.1 Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα εισαγγελικής αρχής, αφού είναι αρμόδια μα παραπέμψει τον υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο (16). Παλαιότερα (πριν την αναθεώρηση του 2001) η Βουλή «κατηγορούσε» τον υπουργό και στο ακροατήριο του ειδικού δικαστηρίου, όχι μόνο στον ανακριτή ή το συμβούλιο (17). Η κατάργηση του θεσμού των κατηγόρων – βουλευτών (της Επιτροπής της Βουλής) που εκπροσωπεί την κατηγορία ήταν ένα βήμα μπροστά. Οι κατήγορο-βουλευτές δεν εκπροσωπούν πλέον την Εισαγγελική Αρχή , η οποία παρίσταται δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (18).
3.2 Στα πλαίσια των καθηκόντων τους οι βουλευτές ατομικά, που συνιστούν συλλογικά τη Βουλή, θα πρέπει να λάβουν θέση υπέρ ή κατά της άσκησης ποινικής δίωξης, ούτως ώστε η απόλυτη πλειοψηφία των βουλήσεων των μελών του κοινοβουλίου να αποτελέσει την απόφαση της Βουλής περί δίωξης ή όχι. Τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία του κοινοβουλίου (interna corporis), ένα εκ των οποίων είναι και η απόφαση για παραπομπή σε δίκη ρυθμίζονται ειδικότερα από τα αρθρ. 153-158 του Κανονισμού της Βουλής (19). Η Βουλή αποκτά χαρακτήρα δικαστικού οργάνου και ουσιαστικά είναι η ίδια, αντί των δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, που απονέμει δικαιοσύνη.
3.3 Κατά τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι υπάρχει σαφής εφαρμογή των βασικών κανόνων του αστικού και ποινικού δικαίου και στο δημόσιο-συνταγματικό, σε ότι έχει να κάνει με την αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατ’ αρθρ 86 Συντ. Έτσι δεν είναι νοητή σε ένα κράτους δικαίου η αρνησιδικία, δηλαδή η αποστέρηση του δικαιώματος κρίσης από τη δικαιοσύνη. Η δίκαιη δίκη θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα και προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο από το αρθρ. 8 Συντ. και σε περιφερειακό από το αρθρ. 6 ΕΣΔΑ.
3.4 Κάθε δικαιοδοτικό όργανο, συνίσταται από τις ατομικές κρίσεις των μελών του. Έτσι και η Βουλή, ως όργανο αποκλειστικά αρμόδιο για άσκηση ποινικής δίωξης, δηλαδή ως όργανο ταγμένο στη δικαιοσύνη, αποφασίζει για τα ενώπιον της θέματα με βάση τις ατομικές βουλήσεις των βουλευτών. Η κρίση του μέλους της Βουλής επί του ζητήματος στης άσκησης ή όχι ποινικής δίωξης αποτελεί ουσιαστικά άσκηση δικαστικής εξουσίας και πρέπει να δεσμεύεται ο βουλευτής από τις αρχές του δικαίου.
3.5 Άρα όταν ο βουλευτής ψηφίζει «παρών» ή «λευκό» ουσιαστικά δεν εκφέρει, ως οφείλει, την κρίση του για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης. Αρνείται κατά τον τρόπο αυτό την ορθή άσκηση των καθηκόντων του. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την αρμόδια δικαστική αρχή, όταν πρόκειται να αποφανθεί για ένα γεγονός, να δηλώνει αντί του ναι ή όχι, αθώος ή ένοχος, να ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι, απλά «παρούσα» ή «λευκό». Η λευκή ψήφος ή η δήλωση «παρών» αποτελεί άρνηση κρίσης και ως εκ τούτο οδηγεί σε αρνησιδικία. Ο βουλευτής μπορεί να δηλώσει δηλαδή «παρών» αλλά ο δικαστής στην έδρα δεν θα κρίνει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου λέγοντας παρών. Όμως ο βουλευτής στις διαδικασίες της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι ουσιαστικά δικαστής και έτσι η κρίση του θα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη, όχι επαμφοτερίζουσα και ασαφής δικαιολογούμενος όμως λέγοντας «παρών».
Συμπεράσματα
4. Τα άτοπα στα οποία οδηγούν οι παραπάνω σκέψεις καθιστούν εμφανή την ανάγκη αλλαγή του καθεστώτος για την ποινική υπουργική ευθύνη. Άλλωστε πλέον γίνεται και από ακαδημαϊκούς λόγος για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου (20). Άλλοι υπογραμμίζουν την τακτική της Θέμιδας να ερευνά υποθέσεις τέλεσης εγκλημάτων πολιτικής υφής, που όμως για να παρακαμφθεί ο σκόπελος του αρθρ. 86 Συντ. ασκούνται ποινικές διώξεις κατά μελών δ.σ. εταιρειών, επιχειρήσεων και οργανισμών για αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο εταιρικής διαχείρισης και όχι κατά του εποπτεύοντος υπουργού (21).
4.1 Όλες όμως οι ατέλειες του υπάρχοντος συστήματος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την τακτική του ολίγον έγκυος από ορισμένα μέλη της Βουλής, που ουσιαστικά αρνήθηκαν να ασκήσουν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Η τακτική αυτή είναι λανθασμένη και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Είναι νομικά αδιάφορο αν δήλωσαν παρόντες ή ψήφισαν λευκό για να αποφύγουν τη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή. Ασφαλώς και υπάρχουν πιέσεις στους βουλευτές να ακολουθήσουν τις επιταγές του κόμματος αλλά αφού ο βουλευτής αναλαμβάνει το ρόλο του δικαστή πρέπει να είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος και να μην του ασκούνται πιέσεις. Όλα αυτά είναι όμως μια άλλη ιστορία..
υποσημειώσεις:
1 Το παρόν κείμενο αποτελεί έκφραση νομικών απόψεων και σε καμία περίπτωση δεν περιέχει κομματικές κρίσεις και τοποθετήσεις επί των υπό μελέτη θεμάτων.
2 Α. Λομβέρδος, «Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σελ. 111 επ.
3 Βλ. γενικά το Ι. Μανωλεδάκης - Ε.Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών – Μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης-προτάσεις για την τροποποίησή της», εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993
4 Π. Παραράς, «Σύνταγμα 1975», Corpus III, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σελ. 246
5 ΦΕΚ 50 A’/10-04-1997
6 ΦΕΚ 66 Α’/19-03-2003
7 Γ. Δημητρόπουλος, «Ποινική ευθύνη των μελών της κυβερνήσεως», εκδ. Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα, 2008, σελ. 25
8 Κ. Χρυσόγονος, «Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 2003, Θεσ/νίκη, σελ. 561
9 Κ. Μαυριάς, «Συνταγματικό Δίκαιο», β΄ αναθεωρ. εκδ., Αντ. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 583
10 Ε. Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών», Υπεράσπιση, 1993, σελ. 456
11 Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 558
12 Γ. Κουτρουγκάλος, «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των υπουργών», Εφαρμ. 1996, σελ. 54 επ.
13 Βενιζέλος, ο.π. σελ. 454
14 Υπάρχει και η δυνατότητα εφόσον έχει ασκήσει η Βουλή ποινική δίωξη να την ανακαλέσει (αρθρ. 68 παρ.3 εδ. στ’ Συντ.) ή να την αναστείλει, κατόπιν θετικής ψήφου της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών.
15 Αργ. Καρράς, «Η συνταγματική αναθεώρηση», Ποινικός Λόγος, 2001
16 Ένα ειδικό δικαστήριο δε συνεδριάζει μόνιμα, δηλαδή τα μέλη του δεν είναι μόνιμα και αποκλειστικά απασχολούμενα σε αυτό. Αντίθετα συνέρχεται μόνο για να δικάσει ορισμένο είδος υποθέσεων. Η αρμοδιότητά του όμως καθορίζεται γενικά και αφηρημένα με νόμο και αφορά απεριόριστο αριθμό μελλοντικών υποθέσεων. Το ειδικό δικαστήριο πρέπει να διακρίνεται από το έκτακτο δικαστήριο το οποίο απαγορεύεται εκ του Συντάγματος. Μετά τη Μεταπολίτευση σημαντικές υποθέσεις στο Ειδικό Δικαστήριο ήταν το σκάνδαλο με το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι (1990) και το σκάνδαλο Κοσκωτά (1992).
17 Ν. Ανδρουλάκης, «Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών», 1989, σελ. 61
18 Γ. Δημητρόπουλος, ο.π., σελ. 23
19 Ε. Βενιζέλος, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», τ. Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1991, σελ. 436
20 Ο Βενιζέλος θεωρεί ότι είναι δυνατόν μέσα στα όρια του υπάρχοντος συνταγματικού πλαισίου (με αρκετά πλατιά ερμηνευτική διάθεση, βέβαια) να ανατεθεί το όλο έργο της προκαταρκτικής εξέτασης και της κύριας ανάκρισης σε δικαστικό συμβούλιο που θα εκλέγεται από τη Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3. Ο Αλιβιζάτος θεωρεί ότι «ολόκληρη η ποινική διαδικασία κατά υπουργών, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης έως την άσκηση δίωξης και την κύρια ανάκριση, πρέπει να διεξάγεται (χωρίς ανάμειξη της Βουλής) από τους εισαγγελείς και τους τακτικούς δικαστές, όπως ισχύει για κάθε πολίτη. Της ίδιας άποψης είναι και ο Χρυσόγονος, προσθέτοντας ότι «πρέπει να προηγηθεί απόφαση της Βουλής που θα δίνει την άδεια για την έναρξη των ποινικών διαδικασιών»
21 Βλ. Χρ. Ζέρβα, «Συναίνεση περί ευθύνης υπουργών», εφημ. Ελευθεροτυπία, 12.04.2009
22 Γ. Γεραπετρίτης, «Δικαιοσύνη με πολλά πρόσωπα», εφημ. Καθημερινή, 05.11.2008.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚA ΓΡΑΦΕΙA
Δικαστηριακή - Συμβουλευτική Δικηγορία και Διαμεσολάβηση, DPO σε:
Θεσσαλονίκη, Aθήνα, Πέλλα (Αριδαία, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Σκύδρα), Μακεδονία και σε όλη την Ελλάδα.
J' accuse...
Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης..
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα.
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωώτητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος..
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία..
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνετάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων..
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη..
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο..
Δικαιοσύνη
Εν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ'αρετή εστί.
Ολες γενικά οι αρετές βρίσκονται μέσα στη δικαιοσύνη.
-Αριστοτέλης