Μέρος Β'
Στην Ελλάδα, υπάρχει έντονο το φαινόμενο του δικομματισμού. Ένα άτυπο όριο που τίθεται είναι το να συγκεντρώνουν τα δύο κόμματα εξουσίας, άνω του 80% των ψήφων κατά τις εκλογές. Παρατηρεί επίσης κανείς ότι ο δικομματισμός έχει συνδεθεί με περιόδους όπου η χώρα γνώρισε σταθερότητα και ανάπτυξη (Τρικουπική εποχή, Βενιζέλος, Μεταπολίτευση), ενώ επί πολυκομματισμού επέρχονταν οι πολιτικές αναταραχές (1925 όπου οδηγηθήκαμε στη δικτατορία Πάγκαλου, 1936 με αποτέλεσμα το καθεστώς Μεταξά, 1965-7 Χούντα). Ο δικομματισμός από την άλλη δεν είναι πανάκεια, καθώς η εδραίωση ενός πολωτικού κλίματος οδηγεί σε περιπέτειες (Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί στον Εθνικό Διχασμό, σύγκρουση Ανακτόρων – Ε.Κ. και ερχομός των Συνταγματαρχών).
Οι Έλληνες Πολίτες, νιώθουν ότι το δικομματικό σύστημα τους παρέχει ασφάλεια και σταθερότητα. Διακεκριμένοι θεωρητικοί έχουν ακολουθήσει αντίστοιχες οδούς σκέψης, με πιο ακραία αυτή του F.A. Hermens (Democracy of Anarchy, Notre Dame, Ινδιάνα ΗΠΑ, 1941), ο οποίος θεωρεί ως αίτιο των δεινών της Ευρώπης (του Μεσοπολέμου) την ύπαρξη πλουραλισμού στα κόμματα, χωρίς να υπάρχουν δύο πόλοι εξουσίας, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ (Democratics – Repyblicans). H εμπιστοσύνη του Έλληνα προς τα δύο εκάστοτε μεγάλα κόμματα εξουσίας, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα πελατειακών σχέσεων με την εξουσία ή άλλου είδους εξαρτήσεων. Ο πολιτικός πολιτισμός της ελληνικής πραγματικότητας δεν είναι έτοιμος για πολυκομματισμό, ως προς τη διεκδίκηση της εξουσίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την κρίση το πολιτικού συστήματος, και το βραχύβιο των τότε κυβερνήσεων με τους Αποστάτες το 1965, όπου η Ε.Κ. δε σχημάτιζε κυβέρνηση και η ΕΡΕ δεν συγκέντρωνε την πλειοψηφία, ή το 1989 με το εκλογικό σύστημα όπου η ΝΔ με 45% των ψήφων (σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία) δεν μπορούσε να αποκτήσει αυτοδυναμία. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα ποσοστά που φερέλπιδες κομματικοί σχηματισμοί απέτυχαν να σπάσουν την κυριαρχία των ΝΔ κα ΠΑΣΟΚ, για να μείνουμε μόνο στα τελευταία 30 περίπου χρόνια (ΔΗΑΝΑ, ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών). Το επιχείρημα που αντιτάσσεται ότι υπήρξαν εκλογές όπου τα μικρά κόμματα συγκέντρωσαν σεβαστό αριθμό ψήφων, αποκρούεται με το γεγονός ότι συνήθως επρόκειτο για εκλογές «χαμηλού ενδιαφέροντος», όπως οι Ευρωεκλογές (κάκιστα έχουν αποκτήσει αυτό το χαρακτήρα, καθώς οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται στην Ε.Ε. και το Ευρωκοινοβούλιο, πλέον με τη διαδικασία της συναπόφασης παίζει σημαντικό ρόλο). Όμως τότε λειτουργούν τα αντανακλαστικά τη χαλαρής ψήφου, αφού όπως θεωρεί ο ψηφοφόρος, δεν διακυβεύεται το ποιος θα είναι κυβέρνηση, και έτσι η υποστήριξη των μικρότερων κομμάτων δεν έχει χαρακτήρα ρίσκου ως προς την πολιτική σταθερότητα. Αντίστοιχα στις δημοσκοπήσεις, οι ψηφοφόροι εκφράζουν ευκολότερα τη δυσαρέσκειά τους για τα κόμματα εξουσίας και την αντίστοιχη συμπάθεια προς τα κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης. Και πάλι όμως, πάνω από την κάλπη ο ψηφοφόρο, στη στάθμιση που κάνει επί των αποτελεσμάτων της ψήφου του, κρίνει ότι η σταθερότητα είναι προτιμότερη από την περιπέτεια.
Ο δικομματισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που ενδημεί μόνο στην Ελλάδα. Οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν είναι οι στενόμυαλοι και προσκολλημένοι στις λογιών λογιών εξυπηρετήσεις που τους παρέχει το υπάρχον πολιτικοκομματικό σύστημα. Μέσα από την ύπαρξη του ισχυρού δεύτερου πόλου, οι πολιτικές είναι αποτελεσματικότερες. Ο διπολικός κόσμος του Ψυχρού Πολέμου, παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια, από τον πολυπολικό του Μεσοπολέμου που οδήγησε στον Β’ Π.Π. ή από τον μονοπολικό της σημερινής Pax Americana. Οι πλέον ώριμες πολιτικές κοινωνίες στηρίζονται στο δικομματισμό. Στη Γερμανία (παρά τις πρόσφατες εξελίξεις) το πολιτικό παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στο C.D.U-C.S.U. και το S.P.D. Στη Βρετανία οι Labors (εργατικοί-σοσιαλδημοκράτες) εναλλάσονται στην εξουσία με τους Conservatives (συντηρητικοί), ενώ στη Γαλλία οι Γκωλικοί (UMP) υπερισχύουν τα τελευταία 14 χρόνια των αντιπάλων σοσιαλιστών (SP). Ακόμα και οι Ιταλοί κατάλαβαν το μάταιο της πολυαρχίας σε επίπεδο κομμάτων καθώς έως το 2003 οι κυβερνήσεις συνασπισμού πολλών μικρών κομμάτων μεταξύ τους ήταν συνήθως μονοετούς διάρκειας. Έτσι ενώθηκαν σε δύο μεγάλους πολιτικούς συνδυασμούς (με την Αριστερά - «Ελιά», να είναι αρκετά ετερόκλητη, από Κεντρώους έως Κομμουνιστές) με σκοπό την κυβερνητική σταθερότητα.
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να προβεί σε πολιτικές αναλύσεις των τρέχουσων εξελίξεων στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά η σημαντική άνοδος ενός κόμματος της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), είναι αξιοπρόσεκτη. Ο χαμένος σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο το γειτνιάζον πολιτικά κόμμα (ΠΑΣΟΚ), αλλά το πολιτικό status quo εν συνόλω. Όμως έτσι το αντίπαλο κόμμα εξουσίας (ΝΔ) ενισχύεται καθώς οι κεντρώοι ψηφοφόροι αναζητούν λύσεις σε αυτό, διότι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τείνει προς τον Αριστερό χώρο, παρά το Κέντρο. Η εποχή μας όμως, απαιτεί νέες πολιτικές, τολμηρές και αποτελεσματικές. Ο Αριστερός λόγος είναι, για την ώρα, λόγος διαμαρτυρίας, χωρίς να προτείνονται λύσεις σε επίπεδο κυβερνητικής τακτικής. Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία και τον παλαιομοδίτικο σοσιαλισμό του ζιβάγκο.
Τα σύγχρονα κόμματα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά, και έτσι μέσω της σύνθεσης απόψεων έρχεται η δημιουργία έργου. Η ενίσχυση των άκρων (δεξιά και αριστερά) δεν ευνοεί τη χώρα, η οποία απαιτεί αλλαγές σε πολλά επίπεδα, προκειμένου να παραμείνει δυναμική στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον. Από την άλλη οι κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού, δεν είναι αποτελεσματικές. Στη Γερμανία όπου εφαρμόστηκαν στο τέλος του 1966 (κοκκινόμαυρος συνδυασμός) και το 2006 μεταξύ του CDU και SPD, αν και στην αρχή επιτεύχθηκε ένα μίνιμουμ συναίνεσης, κυρίως στην οικονομία, έπειτα ενόψει κοινωνικών αντιδράσεων και πολιτικών τακτικών ο μεν πρώτος το 1969 κατέρρευσε, του δε δεύτερου η τύχη αναμένεται. Στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο τόσο για λόγους συναισθηματικούς (αν και η υπέρβαση του 1989 – κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν σημαντικότερη) όσο και για λόγους ουσίας. Είναι γνωστό ότι η παγκόσμια πολιτική πρακτική ευνοεί φιλελεύθερες πολιτικές. Ποιο ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη ΝΔ, σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, όταν το πρώτο, δεν έχει ακόμα αποσαφηνίσει την ιδεολογία του; Πώς θα επιτευχθεί ένα ελάχιστο κομματικής αβροφροσύνης και πολιτικής συναίνεσης, όταν λ.χ. επί της αναθεώρησης του άρθρου 16 Συντ., ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ανέκρουσε πρύμναν ενόψει των εσωκομματικών αντιδράσεων, ενώ η συγκυρία απαιτούσε τη συναίνεση; Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι ιδέες για έναν ευρύτερο συνασπισμού δεν έχουν βάση και ως εκ τούτου, η λύση θα έρθει από αλλού. Είτε το αριστερό κόμμα, θα συρρικνωθεί σε ένα ποσοστό, μικρότερο από αυτό που οι δημοσκοπήσεις του δίνουν και θα επανακάμψει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είτε θα διχαστεί ο από το Κέντρο και προς τα Αριστερά χώρος, προς όφελος του φιλελεύθερου κόμματος.