(Μέρος Α’)
Εισαγωγή
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, οδηγούν στο εύκολο συμπέρασμα ότι ο δικομματισμός διέρχεται κρίση, ότι τα δύο κόμματα εξουσίας χάνουν ερείσματα στην κοινωνία, ότι ήρθε η ώρα για συνεργασίες κ.α. Η αλήθεια βέβαια βρίσκεται κάπου στη μέση. Για να γίνουν όμως πιο κατανοητά τα πορίσματα των δημοσκοπήσεων, που καταγράφουν τον παλμό των πολιτών και ψηφοφόρων, και πιο εύκολα ερμηνεύσιμα τα δεδομένα που αποτυπώνουν καλό θα ήταν να υπήρχε ένας πιο αναλυτικός και ουσιαστικός διάλογος. Η εξήγηση των μορφών των κομματικών συσχετισμών, και δη αυτό του δικομματισμού, και η επικέντρωσή τους στα εγχώρια δεδομένα, θα είναι χρήσιμη. Έτσι κάθε ενεργός πολίτης θα κατανοήσει καλύτερα τα τεκτενόμενα και θα σχηματίσει πληρέστερη γνώμη και άποψη.
Κόμματα
Το κομματικό φαινόμενο, είναι βασικός θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Προέκυψε, κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών και εκλογικών δραστηριοτήτων, και θεωρείται ως αναγκαία συνέπεια του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού συστήματος. Τα κόμματα και η λειτουργία τους κατοχυρώνονται από το άρθρο 29 του Συντάγματος. Τα κόμματα διακρίνονται από τις ομάδες πίεσης (συνδικαλιστικές οργανώσεις, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, σύλλογοι κ.α.) οι οποίοι δεν στοχεύουν την άσκηση πολιτικής εξουσίας (όπως τα κόμματα), αλλά σκοπό έχουν τον επηρεασμό της πολιτικής εξουσίας σε συγκεκριμένα ζητήματα. Τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να συγχέονται με δημοτικές ή νομαρχιακές παρατάξεις. Τα κόμματα από άποψη νομικής προσωπικότητας, θεωρούνται ενώσεις προσώπων (όχι Ν.Π.Ι.Δ., όχι Ν.Π.Δ.Δ.). Έχουν ικανότητα δικαίου (είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, καθώς και δικαίωμα δικαστικής παράστασης. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι αυτό της μονήρους Βουλής, δηλαδή υπάρχει μόνο ένα κοινοβουλευτικό σώμα.
Οι κομματικού σχηματισμοί που πετυχαίνουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο, συγκροτούν κοινοβουλευτικές ομάδες, οι οποίες κατοχυρώνονται, στην Ελλάδα, και από τον Κανονισμό της Βουλής. Η επιδίωξη των μεγάλων κομματικών ομάδων είναι η συγκέντρωση των ψήφων, που θα καταστήσουν δυνατή την ύπαρξη δεδηλωμένης πλειοψηφίας στο σύνολο των βουλευτών (στην Ελλάδα 150+1). Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία δύο πόλων εξουσίας παίζει και το πρωθυπουργικό σύστημα, όπου ο πρωθυπουργός είναι φορέας της Λαϊκής Εντολής και διαμορφώνει την πολιτική βούληση της Κυβέρνησης (primus solus). Έτσι στα κόμματα επικρατούν ισχυρές προσωπικότητες, στις αρχηγικές θέσεις. Δημιουργείται ένα μεσσιανικό πολιτικό κύμα, όπου η προσωπικότητα του ηγέτη αποτελεί καταλυτικό σημείο στην επιλογή του ψηφοφόρου. Δημιουργείται κλίμα ευφορίας και προοπτικής στα κόμματα, που εμπνέονται από τον ηγέτη. Έτσι συσπειρώνονται οι οπαδοί του κόμματος, προσθέτονται νέοι και διευρύνεται η εκλογική του επιρροή. Το κόμμα καθίσταται ισχυρό και έτσι διεκδικεί την εξουσία. Έτσι προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ισχυρό, αρχηγοκεντρικό κόμμα εξουσίας, δημιουργείται ένα κόμμα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά που λειτουργεί ως αντίβαρο. Συνεπώς ενισχύονται διαρκώς αυτοί οι δύο πόλοι εξουσίας και έτσι οδηγείται το πολιτικό σύστημα στον δικομματισμό.
Στην πολιτική πρακτική και θεωρία υπάρχουν δύο προσεγγίσεις ως προς την τάση της λειτουργίας των κομμάτων. Αφενός μεν η άποψη για αναγκαιότητα πολυκομματικών συστημάτων (λ.χ. Ιταλία, Βέλγιο, Γερμανία) αφετέρου ο δικομματισμός. Ο δικομματισμός ευδοκιμεί στα αγγλόφωνα κράτη (Αγγλία, Η.Π.Α), στις λατινικές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία) αλλά και στην Ελλάδα.
Αίτια δικομματισμού
Τα αίτια του δικομματισμού, είναι αρκετά. Χωρίς να είναι απόλυτα, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία του πολιτικού συστήματος, και αρκετά από τα χαρακτηριστικά του δικομματισμού βρίσκουν εφαρμογή και στην ελληνική πραγματικότητα.
Σε ότι έχει να κάνει με τους κοινωνικούς παράγοντες, αξίζει να αναφερθεί ότι στα δικομματικά συστήματα, και στην Ελλάδα, δεν αναπτύχθηκε έντονα η ταξική συνείδηση. Εντός των δύο κομμάτων εξουσίας συνυπάρχουν αστοί, μεσαίοι, αγρότες, εργάτες. Πέραν του λ.χ. του Κ.Κ.Ε., το οποίο απευθύνεται σε συγκεκριμένες ταξικές κατηγορίες, και τα μικρότερα ακόμα κόμματα δεν θέτουν ταξικά κριτήρια στις πολιτικές τους. Η κόντρα με το κεφάλαιο, την πλουτοκρατία και τους λίγους και ευνοημένους, μάλλον είναι λεκτικό πυροτέχνημα, παρά υπαρκτή πολιτική. Έτσι εντός δύο μεγάλων πολιτικών ομάδων συνυπάρχουν πολλές πολιτικές τάσεις, που όμως συμμείχθησαν και επικράτησαν οι δύο συνιστώσες, η σοσιαλδημοκρατία και ο φιλελευθερισμός. Επίσης, όπου δεν, δεν υφίσταται άμεση ανάμιξη της θρησκείας στην πολιτική σκηνή, όπως στην Ελλάδα, διατηρούνται οι δύο ισχυροί πόλοι εξουσίας (κυρίως ο δεξιός). Έτσι δεν υπήρξε ποτέ χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, πλάι σε ένα συντηρητικό ή σε ένα φιλελεύθερο (π.χ. στο Λαϊκό Κόμμα, την ΕΡΕ ή τη ΝΔ). Τέλος τα όρια μεταξύ των ιδεολογιών δεν είναι έντονα ούτε οδήγησαν σε έντονες συγκρούσεις. Έτσι δεν υπάρχουν πολλά παρακλάδια της σοσιαλδημοκρατίας, όπως στη Γερμανία με το SPD και το νέο κόμμα του Λαφοντέν die Linke, ούτε μικρές ομάδες του κεντροδεξιού χώρου όπως με τον προ Μπερλουσκόνι ιταλικό συντηρητικό χώρο. Ακόμα, ο αγροτικός χώρος δεν απέκτησε ουδέποτε κοινή πολιτική συνείδηση όπως έγινε στις Σκανδιναβικές χώρες. Τέλος στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ ισχυρά εθνικιστικά κόμματα, που θα ξέφευγαν από τις ιδεολογικές διαφορές (δεξιά, κέντρο, αριστερά) όπως στο Βέλγιο όπου υπάρχουν τέσσερα σοσιαλδημοκρατικά και λαϊκά κόμματα, από δύο σε Φλάνδρα και Βαλλονία.
Ο θεσμικό παράγοντας είναι από την άλλη, ίσως ο σημαντικότερος για τον καθορισμό και την διατήρηση του δικομματικού πολιτικού συστήματος. Σε ό,τι έχει να κάνει με το θεσμικό παράγοντα, καθοριστική είναι η σημασία του νομικού πλαισίου λειτουργίας των κομμάτων και κυρίως του εκλογικού συστήματος. Ως εκλογικό σύστημα ορίζεται το νομοθετικό κείμενο που καθορίζει των τρόπο διενέργειας των εκλογών, τα διαδικαστικά της ψηφοφορίας και κυρίως των τρόπο κατανομής των εδρών βάσει των ψήφων. Έτσι τα εκλογικά συστήματα χωρίζονται σε αναλογικά, τα οποία είναι αυτά όπου οι έδρες κατανάμενται βάσει του συνολικού αριθμού των ψήφων που κάθε κόμμα έλαβε, ως ποσοστό επί των ψήφων. Από την άλλη το πλειοψηφικό σύστημα ευνοεί το πρώτο, ή και το δεύτερο κόμμα, προσθέτοντας επιπλέων έδρες, σε αυτές που έχουν αναλογικά κατανεμηθεί. Μια άλλη μορφή του πλειοψηφικού συστήματος είναι αυτή, στην οποία ο αριθμός των εδρών αυξάνεται όσο τα ποσοστά επί των ψήφων είναι υψηλά (αν λ.χ. το επί βουλής 100 εδρών, το 10% των ψήφων αντιστοιχεί σε 5 βουλευτές, το 20% σε 30 βουλευτές, και το 30% σε 50+1 βουλευτές).
Νόμοι Ντιβερζέ
Επί των εκλογικών συστημάτων, βρίσκουν εφαρμογή συχνά (παρ’ όλη τη σφοδρή κριτική που έχουν δεχτεί) οι τρεις νόμοι του Μ. Ντιβερζέ (1946). Οι τρεις αυτοί κοινωνιολογικοί νόμοι, είναι καταρχήν ότι η αναλογική εκπροσώπηση οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων (ακόμα και η ελάχιστη μειοψηφία έχει εκπροσώπηση στη βουλή) και ανεξάρτητων (η συμμαχίες κομμάτων δεν ευνοούν κανέναν) μεταξύ τους κομμάτων. Δεύτερον, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων (στον 1ο γύρο τα συγγενή κόμματα κατέρχονται στη μάχη διασκορπισμένα, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για το συγγενή χώρο) και αλληλοεξαρτώμενων (στο δεύτερο γύρο τα συγγενή κόμματα, συνασπίζονται έναντι του κοινού αντιπάλου) κομμάτων. Και στην περίπτωση αυτή ο πολυκομματισμός παραμένει. Το πλειοψηφικό σύστημα 2 γύρων ίσχυσε μέχρι το 2006 στις τοπικές εκλογές (καθώς το όριο του 42% αλλοιώνει το χαρακτήρα του δεύτερου νόμου). Τρίτον και τελευταίο, το πλειοψηφικό σύστημα σε ένα γύρο, οδηγεί στο δικομματισμό. Τα συγγενή κόμματα, συνασπίζονται υπό τη σκέπη ευρεύτερων ιδεολογιών (δεξιά – αριστερά) ή ακόμα ακόμα συγχωνεύονται. Ισχύει επίσης η λογική της «χαμένης ψήφου», όπου ο ψηφοφόρος θεωρεί ότι σπαταλά την ψήφο του, στηρίζοντας ένα μικρό κόμμα, που αποκλείεται να επικρατήσει στις εκλογές και προτιμά να στηρίξει ένα από τα μεγάλα κόμματα εξουσίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρίτος νόμος του Ντιβερζέ, λειτουργεί τόσο σαν επιταγχυντής όσο και σαν επιβραδυντής εξελίξεων. Επιβραδύνει τα γεγονότα, καθώς καθιστά δύσκολη την εμφάνιση νέων κομμάτων (εξουσίας), όσο το νέο κόμμα δεν εξασφαλίζει ηγετική πορεία, ενώ επιταχύνει τις εξελίξεις όταν το νέο κόμμα αποκτήσει ηγετική φυσιογνωμία. Αντίθετα το αναλογικό σύστημα (πρώτος νόμος) λειτουργεί αντίστροφα. Ένα κόμμα αρκείται και σε μικρό αριθμό ψήφων ώστε να εξασφαλίσει έδρες στη βουλή. Έτσι ένα παλαιό κόμμα, δεν παύει ποτέ να υφίσταται, ενώ η εμφάνιση ενός νέου είναι εύκολη υπόθεση. Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι σημαντικές, αλλά όχι απόλυτες, καθώς η σχέση μεταξύ των εκλογικών καθεστώτων και των κόμματων δεν είναι αυτόματη ή με ισχύ φυσικού νόμου εξηγήσιμη και προβλέψιμη.