ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΕΚ
02.02.1994, C-315/92
Verband Sozialer Wettbewerb eV
κατά
Clinique Laboratories SNC και
Estee Lauder Cosmetics GmbH
Α.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
1) Σύντομο Ιστορικό
1.1 Η πολυεθνική εταιρία Estée Lauder, παράγει καλλυντικά, τα οποία διαθέτει, μέσω θυγατρικών, της σε χώρες μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με το όνομα Clinique. Στη Γερμανία, λόγω της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης, τα προϊόντα πωλούνταν με την ονομασία Linique, ώστε να μη συχγέονται με φαρμακευτικά ή ιατρικά προϊόντα. Στο εθνικό δικαστήριο (Landgericht Berlin) άσκησε αγωγή μια επαγγελματική ένωση κατά της γερμανικής και γαλλικής θυγατρικής, της αμερικανικής Estée Lauder, διότι θεωρούσε ότι παραβιάζονταν ο γερμανικός νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού.
1.2 Το γεγονός της κυκλοφορίας των καλλυντικών στον μεν Κοινοτικό χώρο (πλην Γερμανίας), ως «Clinique», σε ένα δε κράτος μέλος σαν «Linique», συνεπάγονταν αυξημένα έξοδα για την παραγωγό εταιρία, όταν η τελευταία ήθελα να το εισάγει από στη Γερμανία. Η Γερμανία θεωρούσε ότι προείχε η προστασία των καταναλωτών και η προστασία της υγείας των προσώπων, από την επιβάρυνση της Estée Lauder, με επιπλέον έξοδα.
1.3 Το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η διαφορά, αποφάσισε τη διεξαγωγή αποδείξεων, μέσω της διενέργειας δημοσκόπησης, προκειμένου να αποδειχθεί το γεγονός της παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού λόγω της σύγχυσης μεταξύ καλλυντικών και ιατροφαρμακευτικών προϊόντων. Ενόψει του ότι η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας θα ήταν άνευ νοήματος αν παραβιάζονταν η Συνθήκη ΕΚ, και δη του (σημερινού) άρθρου 28[1] και (τότε 30), αποφάσισε να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα[2] στο ΔΕΚ.
2) Νομικό Πλαίσιο
2.1 Τα άρθρα που απασχολούν το ΔΕΚ, στην υπό μελέτη απόφαση, είναι το 28 και 30 ΣΕΚ, τα οποία έχουν αντικαταστήσει τα 30, 36 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ[3]. Το 28 αναφέρεται στους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος ενώ το 30 συνιστά εξαίρεση στην αρχική, του 28, απαγόρευση. Στη σκέψη 12 & 17 το ΔΕΚ επισημαίνει ότι κάθε πράξη της Κοινότητας, εντασσόμενη στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ερμηνεύεται στα πλαίσια των διατάξεων της ΣΕΚ, όπως οι τελευταίες έχουν ερμηνευτεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.[4]
2.2 Ειδικότερα υπάρχουν και δύο νομοθετικές πράξεις (οδηγίες) του Συμβουλίου, που ως παράγωγο κοινοτικό δίκαιο τυγχάνουν εφαρμογής. Οι οδηγίες αναφέρονται στην προσέγγιση των νομοθεσιών σε ό,τι έχει να κάνει με την παραπλανητική διαφήμιση και τα καλλυντικά προϊόντα. Στις εν λόγω οδηγίες αντιστοιχούν και οι εθνικές διατάξεις του γερμανικού δικαίου.
2.2.1 Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ της 10.09.1984 του Συμβουλίου[5], αφορά την προστασία του καταναλωτή από παραπλανητικές διαφημίσεις. Ωστόσο περιορίζεται σε μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών. Τούτο διότι περιέχει ελάχιστα κριτήρια και στόχους για το χαρακτηρισμό μιας διαφήμισης ως παραπλανητικής αλλά και διότι θέτει ελάχιστες προδιαγραφές για την προστασία από την παραπλανητική διαφήμιση. Έτσι αφήνεται στον εθνικό νομοθέτη να εξειδικεύσει τις επιταγές της οδηγίας.
2.2.2 Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ της 27.07.1976 του Συμβουλίου[6], από την άλλη προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σε ζητήματα που αφορούν τα καλλυντικά προϊόντα.
2.3 Οι δύο παραπάνω οδηγίες, ενσωματώθηκαν στο γερμανικό εθνικό δίκαιο, η μεν πρώτη στο νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό (Gesetz gegen unlauteren Wettbewerb – UWG, αρθρ. 3), η δε δεύτερη στο νόμο για τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης (Lebensmittel- und Bedarfsgegnstaendegesetz – LMBG, αρθρ. 27).
3) Έννοια εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων
3.1 Στη σκέψη 19 το ΔΕΚ αποφαίνεται καταφατικά στο ζήτημα περί του χαρακτήρα των επιπλέον εξόδων, με τα οποία επιβαρύνονταν η εταιρία, λόγω των εθνικών διατάξεων. Η χρησιμοποίηση στο σύνολο του Κοινοτικού Χώρου του ονόματος Clinique, αλλά η διαφοροποίησή του, ως προς το πρώτο γράμμα C, στη Γερμανία, συνεπάγονταν οικονομική επιβάρυνση της Estée Lauder. Στη Γερμανία τα καλλυντικά προϊόντα έπρεπε να φέρουν διαφορετική συσκευασία, με το διαφορετικό όνομα, καθώς και παραγωγή καινούριων διαφημιστικών μέσων. Τα έξοδα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν τα προϊόντα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, και στη Γερμανία, με το όνομα που κυκλοφορούν και στον υπόλοιπο κοινοτικό χώρο.
3.2 Η έννοια του εμπορεύματος, στο κοινοτικό δίκαιο, είναι ευρεία και όχι στενά ερμηνευόμενη. Έτσι ως εμπορεύματα νοούνται όχι μόνο τα αγαθά (goods) που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλάγων, αλλά και όλα τα κινητά πράγματα που είναι, που με αντικειμενικά κριτήρια, είναι δεκτικά μετακίνησης[7]. Επιπλέον στον όρο μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοστώσεις, το ΔΕΚ[8] έχει περιλάβει όλα τα μέτρα[9] που «μπορούν να παρεμποδίσουν άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο».
3.3 Ως τέτοια μέτρα το ΔΕΚ, στην προκείμενη απόφαση, κρίνει και τα αυξημένα έξοδα της παραγωγού και εισαγωγού εταιρίας. Έτσι θεωρεί ότι με έμμεσο τρόπο, πλην όμως όχι «καθ’ όλα τυχαίο» ή «υπερβολικά υποθετικό και έμμεσο»[10], το γερμανικό κράτος επιβάλλει μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοστώσεις, όταν επιβαρύνει την εταιρία με επιπλέον έξοδα, ώστε να μπορέσει να συμμορφωθεί η τελευταία με τις εθνικές διατάξεις, προκειμένου να εισάγει τα προϊόντα της στη Γερμανία. Επίσης, δυνατόν να ενταχθούν τα εμπόδια αυτά, στα «τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο». Σαν τέτοια νοούνται όσα εμπόδια ανακύπτουν από το γεγονός ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών διαφέρουν στις προβλεπόμενες για κάθε προϊόν τεχνικές προδιαγραφές και πιο συγκεκριμένα, στην παρούσα υπόθεση, σε ό,τι έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις ονομασίας, επισήμανσης και συσκευασίας των καλλυντικών[11], ακόμα και αν οι νομοθεσία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα (εν προκειμένω όλα τα καλλυντικά), εφόσον η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται η από κάποιο στόχο γενικότερου ενδιαφέροντος[12], εδώ η προστασία των καταναλωτών και η υγεία των προσώπων.
3.4 Άρα, όπως και στην απόφαση του ΔΕΚ έκρινε[13] το γεγονός ότι η εταιρία πρέπει για την αγορά ενός μόνο κράτους μέλους να μετέλθει επιπλέον έξοδα, είναι αρκετό για να αποφανθεί ότι πρόκειται για περιορισμό της ελευθερίας του εμπορίου. (Στην επόμενη ενότητα θα αναλυθεί το κατά πόσο τα δύο τελευταία υπηρετούν τέτοιους στόχους)
Β.
ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ι) Προδικαστική παραπομπή
Ι.Ι Στη σκέψη 7, το ΔΕΚ, επαναλαμβάνει το νομολογιακό κανόνα περί αυτεπάγγελτης έρευνας και ερμηνείας κοινοτικού κανόνα, ακόμα και αν δεν έχει προταθεί από τους διαδίκους[14]. Έτσι στη γνωμοδοτική λειτουργία του το ΔΕΚ, εφαρμόζει το γενική αρχή του δικαίου «Ιus novit curia». Τούτο προκειμένου να υπάρχει πληρέστερη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, καθώς συχνά τα εθνικά δικαστήρια αρκούνται σε λιτά και αόριστα προδικαστικά ερωτήματα, μη θέτωντας υπόψη του ΔΕΚ, το σύνολο των κανόνων που αφορούν την υπόθεση. Το τελευταίο γίνεται κυρίως, όπως και στην παρούσα, επί του παράγωγου κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου.
II) Αντίθεση στο άρθρο 28 ΣΕΚ
ΙΙ.Ι Το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς καθώς και τα μέτρα ισοδύναμου προς αυτούς αποτελέσματα. Η αντίθεση στο άρθρο 28 στην προκειμένη περίπτωση αφορά διάταξη (οι γερμανικοί UWG, LMBG) που εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα και αποβλέπει στο να επιβάλλει στους παραγωγούς (εδώ στην Estée Lauder), ορισμένους όρους παραγωγής προκειμένου να τους επιτρέψει να διαθέτουν τα προϊόντα τους υπό ορισμένη ονομασία, συσκευασία, διαφήμιση.
ΙΙ.ΙΙ Η γερμανική πλευρά επικαλείται την αυξημένη προστασία των καταναλωτών και της δημόσιας υγείας, προκειμένου να θεμελιώσει την απόφασή της να θέσει περιορισμούς στην εισαγωγή των καλλυντικών. Έτσι σημειώνει ότι η ονομασία Clinique δυνατόν να προσδώσει στα εισαγόμενα καλλυντικά ιδιότητες, τις οποίες δεν έχουν. Έτσι η Γερμανία, όντως πιο ευαίσθητη σε ανάλογα ζητήματα (παραπλανητικής διαφήμισης) θέσπισε αυστηρότερη νομοθεσία ως προς τις ιδιότητες των προϊόντων. Τούτο επιπλέον διότι η οδηγία 84/450/ΕΟΚ περιέχει πολλές αόριστες έννοιες, που χρήζουν εξειδίκευσης, ως προς την έννοια της παραπλανητικής διαφήμισης. Όμως τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις, αρκεί όμως να ερμηνεύονται σε «συμφωνία με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων»[15]. Το ΔΕΚ δέχεται, στις σκέψεις 8-11 και 12, την αρχή της ερμηνείας σύμφωνα με το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο, για τις θεσπιζόμενες επί οδηγιών εθνικές διατάξεις, και επαναλαμβάνει το επιτρεπτό της εναντίωσης των εθνικών διατάξεων προς το 28, αρκεί να συντρέχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
ΙΙ.ΙΙΙ Προκειμένου να γίνει δεκτή η εξαίρεση από το άρθρο 28 ΣΕΚ, το ΔΕΚ έχει διαμορφώσει, με μια σειρά αποφάσεων[16], κανόνες που επιτρέπουν τη μη εφαρμογή του 28 ΣΕΚ. Έτσι ο κανόνας της cassis de Dijon δέχεται ότι αν η εθνική ρύθμιση εισάγει παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου (και ισχύει αδιακρίτως), επιτρέπεται μόνον αν το εθνικό μέτρο εξυπηρετεί επιτακτικές ανάγκες. Στην προκείμενη περίπτωση η υπάρχει εθνική ρύθμιση, καθώς οι σχετική οδηγία περί παραπλανητικής διαφήμισης είναι αόριστη και ασαφής, η οποία πρέπει να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου. Οι επιτακτικές ανάγκες που επικαλείται η γερμανική πλευρά συνίστανται σε δύο βάσεις. Ο σκοπός γενικότερου συμφέροντος είναι διττός. Αφενός η προστασία των καταναλωτών αφετέρου η προστασία της δημόσιας υγείας.
II.ΙV H προστασία των καταναλωτών, από την ενδεχόμενη παραπλάνησή τους από το γεγονός ότι θα επέλθει σύγχυση των ιδιοτήτων των προϊόντων μεταξύ καλλυντικών και ιατροφαρμακευτικών εμπίπτει στο άρθρο 28 ΣΕΚ, ενώ η προστασία της υγείας στο άρθρο 30. Το τελευταίο (30 ΣΕΚ) προβαίνει σε περιοριστική αναφορά των περιπτώσεων που είναι επιτρεπτή η απόκλιση από το 28 ενώ ό,τι δεν περιλαμβάνεται στο 30 ΣΕΚ, γίνεται δεκτό ως νομολογιακή εξαίρεση από το 28, αν συντρέχουν επιτακτικές ανάγκες.
ΙΙΙ) Διαφορές 28 - 30 ΣΕΚ, για το επιτρεπτό των εξαιρέσεων τους
ΙΙΙ.Ι Το ΔΕΚ εξετάζει τα, τεθέντα από το εθνικό δικαστήριο, ζητήματα περί επιτρεπτό του περιορισμού στην εισαγωγή των καλλυντικών, λόγω προστασίας της δημόσιας υγείας και της προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Η μεν πρώτη εκδοχή ρυθμίζεται στο πρωτογενές δίκαιο από το άρθρο 30 ΣΕΚ, η δε δεύτερη προκύπτει νομολογιακά ως επιτρεπτή εξαίρεση από το 28 ΣΕΚ.
ΙΙΙ.ΙΙ Το άρθρο 30 (πρώην 37) περιέχει ρητή εξαίρεση από τις απαγορευτικές διατάξεις των αρθρ. 28-29, σε ό,τι αφορά τα μέτρα που εισάγουν άμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων. Η παράθεση των επιτρεπτών εξαιρέσεων είναι περιοριστική και έχει να κάνει με λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην πράξη το 30 εφαρμόζεται πολύ συχνά από τα κράτη μέλη. Έτσι το ΔΕΚ έκρινε ότι το 30 πρέπει να εφαρμόζεται κατόπιν αυστηρής και περιορισμένης ερμηνείας[17] και αφού προηγηθεί έλεγχος αναλογικότητας των μέτρων[18]. Τέλος το άρθρο 30 ΣΕΚ εφαρμόζεται μόνο για προϊόντα που διέρχονται τα σύνορα. Αν συνεπώς το μέτρο αφορά αδιακρίτως εθνικά κι εισαγόμενα προϊόντα εφαρμόζεται το 28/29, και θα κριθεί επιτρεπτό κατόπιν των νομολογιακών κανόνων.
ΙΙΙ.ΙΙΙ Οι εξαιρέσεις από το αρθρ. 28 (πρώην 30) ΣΕΚ αποτελούν νομολογιακή κατασκευή, καθώς δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη. Επίσης δεν αφορά απαγορεύσεις και πρακτικές σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων αλλά εφαρμοζόμενων αδιάκριτα. Δεν αφορούν επίσης όλες τις απαγορεύσεις και πρακτικές, αλλά μόνον όσες επηρεάζουν έμμεσα την κυκλοφορία των προϊόντων. Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι επί του αρθρ. 28 ΣΕΚ δεν συνίσταται, κυριολεκτικά, εξαίρεση, αλλά πρόκειται για έναν εμπεριεχόμενο στο άρθρο αυτοπεριορισμό της έκτασης εφαρμογής του.
IV) Τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσόστωση στην απόφαση
IV.I Προκειμένου να κρίνει το Δικαστήριο, αν τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία ως προς την εισαγωγή των καλλυντικών της Estée Lauder, είναι επιτρεπτά υπό το πρίσμα του αρθρ. 28 ΣΕΚ, πρέπει να προβεί σε έλεγχο αναλογικότητας[19]. Απαραίτητο στο να θεωρηθούν επιτρεπτά είναι να υπάρχει «προσήκουσα σχέση»[20] μεταξύ του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών από παραπλανητικές διαφημίσεις και της εθνικής διάταξης (μέσου), αλλά και να μην είναι δυνατή η ευόδωση του σκοπού με λιγότερο επαχθή για το ενδοκοινοτικό εμπόριο μέτρα.
IV.II Όπως ισχυρίζεται η Γερμανία, η ονομασία Clinique, μπορεί να προσδώσει στο καλλυντικό προϊόν ιδιότητες ιατροφαρμακευτικού χαρακτήρα. Άλλωστε η συνήχηση του γαλλικού όρου Clinique, με το γερμανικό Klinik (κλινική-νοσοκομείο) μπορεί να οδηγήσει τον καταναλωτή σε λάθος συμπεράσματα. Βέβαια η αρχή της αμοιβαιότητας[21] επιβάλλει η Γερμανία να επιδείξει αμοιβαία εμπιστοσύνη προς τη γαλλική νομοθεσία, όπως για την τελευταία η χρήση του όρου Clinique φαίνεται να τηρεί την προστασία της βασική επιτακτικής ανάγκης της μη παραπλάνησης των καταναλωτών. Στις προτάσεις του ο εισαγγελέας[22] δέχεται ότι είναι δυνατό, λόγω γλωσσικών διαφορών ή κοινωνικών συνηθειών οι Γερμανοί καταναλωτές να παραπλανώνται. Επίσης ο εισαγγελέας δέχεται η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να θεσπίζει αυστηρότερη νομοθεσία, από ότι ένα άλλο κράτος μέλος.
IV.III Από την άλλη, η Επιτροπή αντιτείνει ότι τα καλλυντικά της Estée Lauder διατίθενται αποκλειστικά από αρωματοπωλεία και τμήματα καλλυντικών πολυκαταστημάτων και όχι από φαρμακεία ή νοσοκομεία. Επίσης προσθέτει ότι η ονομασία Clinique αποτελεί το όνομα πώλησης του προϊόντος, και ότι υπάρχει κατάλληλη επισήμανση στη συσκευασία του προϊόντος ότι πρόκειται για καλλυντικό και ότι υπάρχει επιπλέον ένδειξη για διενέργεια ελέγχων προκειμένου να μην εμφανιστεί στο χρήστη-καταναλωτή αλλεργία ή δερματική πάθηση.
ΙV.IV Με τις απόψεις της Επιτροπής συντάσσεται το Δικαστήριο, αλλά προσθέτει και το κριτήριο της αμοιβαιότητας, με την έννοια ότι στις άλλες κοινοτικές χώρες το προϊόν κυκλοφορεί με την ονομασία Clinique[23]. Έτσι δεν κάνει δεκτή το ΔΕΚ τη δικαιολόγηση του τεχνικού εμποδίου που θέτει η Γερμανία, ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσόστωση. Το ΔΕΚ θεωρεί ότι η χρήση του όρου Clinique, είναι δυνατή και για το καλλυντικό προϊόν και ότι η συνήχηση με το Klinik δεν αρκεί να παραπλανήσει τους καταναλωτές για τη φύση του πρώτου, υπό τις συνθήκες που αυτό διατίθεται στη γερμανική αγορά.
Γ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Α. To ΔΕΚ στην υπό μελέτη απόφασή του προχωράει ένα βήμα εμπρός από τη νομολογία cassis de
Β. Επιπλέον σημαντική είναι η πρώτη διαφορά μεταξύ του εισαγγελέα και του Δικαστηρίου, επί των απόψεων για το χαρακτήρα των εθνικών μέτρων ως επιτακτικών αναγκών. Ο μεν πρώτος προτείνει να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία έπρεπε να γίνουν αποδεκτά, εντασσόμενα στη νομολογιακή εξαίρεση του αρθρ. 28 ΣΕΚ και τη ρητή του αρθρ. 30 ΣΕΚ. Το δε δεύτερο δεν θεωρεί ότι πληρούνται τα κριτήρια για παραπλάνηση των καταναλωτών ή κίνδυνο της δημόσιας υγείας.
Γ. Επιπλέον, υπήρξε και δεύτερη διαφορά μεταξύ εισαγγελέα και Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο Gulmann πρότεινε να κρίνει το εθνικό δικαστήριο αν τα μέτρα της Γερμανίας εμποδίζουν την ενδοκοινοτική ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του αλλά και την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Αντίθετα το ΔΕΚ προχωράει στην εξέταση των τεθέντων ζητημάτων, απαντώντας κατηγορηματικά στο εθνικό δικαστήριο[24] ότι τα εθνικά μέτρα αντιτάσσονται στο άρθρο 28 της Συνθήκης και ότι δεν είναι δυνατό να ενταχθούν στην εξαίρεση είτε του αρθρ. 30 ΣΕΚ είτε αυτή (νομολογιακή) του αρθρ. 28 ΣΕΚ.
Δ. Τέλος πρέπει να τονιστεί η σημασία της απόφασης, ως προς την εξέλιξη της φιλελευθεροποίησης της ελεύθερης διακίνησης ενδοκοινοτικά των εμπορευμάτων. Το ΔΕΚ, ερμηνεύει τις κοινοτικές διατάξεις και παράλληλα επεκτείνει τους νομολογιακούς κανόνες (cassis) που έχει ήδη θεσπίσει. Έτσι το Δικαστήριο, υποκαθιστά το νομοθέτη, προωθώντας την κοινοτική ιδέα και αίροντας τα εμπόδια στην ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων ενισχύει την, τότε στα πρώτα βήματα, ενωσιακή προοπτική.
***************************
Bιβλιογραφία
Π. Δάγτογλου, Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996.
Π.Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999
P.Oliver, Goods and services: two freedoms compared, Mélanges Walbroeck, Brylant, Bruxelles, 1999.
Β. Σκουρής, Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004
Χ. Ταγαράς, Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων υπηρεσιών, κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Β’ έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002.
[1] Απαγόρευση περιορισμών της ενδοκοινοτικής ελευθερίας κυκλοφορίας εμπορευμάτων.
[2] «Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθέμιτου ανταγωνισμού που επιτρέπει την απαγόρευση της εισαγωγής και της εμπορίας προϊόντος που παρασκευάστηκε και/ή διατέθηκε στο εμπόριο νομίμως εντός άλλου ευρωπαϊκού κράτους, με τη δικαιολογία ότι η ονομασία του προϊόντος Clinique, ενέχει τον κίνδυνο παραπλάνησεως των καταναλωτών – καθόσον αυτοί μπορεί να το εκλάβουν ως προϊόν με θεραπευτικό αποτέλεσμα – όταν το προϊόν αυτό διατίθεται στο εμπόριο υπό την αυτή ονομασία ανεμπόδιστα εντός άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;»
[3] Με τη Σ.τ.Α. περιορίστηκαν σε 4 τα άρθρα που αφορούν τις ποσοστώσεις και τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς αυτές. Τούτο διότι κρίθηκε μη λειτουργική η ύπαρξη περισσότερων διατάξεων – παλαιό 31,32,33 ΣΕΟΚ- που ήταν δίχως αιτία αναλυτικότατες και λεπτομερειακότατες.
[4] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 09.06.1992, C-47/90 Delhaize et Le Lion.
[5] Βλ. EE L 250, σελ. 17
[6] Βλ. ΕΕ ειδ. εκδ. 13/004 σελ. 145
[7] Προς το συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η χρησιμοποίηση, στην αγγλική βιβλιογραφία του όρο: «free movement of goods», βλ. και σε P.Oliver, Goods and services: two freedoms compared, Mélanges Walbroeck, Brylant, Bruxelles, 1999.
[8] Απόφαση ΔΕΚ, 11.07.1974, Procureur du roi κατά Dassonville,8/74, Rec. σελ. 837
[9] εμπορική κανονιστική ρύθμιση ή και απλή διοικητική πρακτική
[10] Γαλλική ορολογία: «trop aléatoire et indirect». Bλ. και αποφ. ΔΕΚ, 21.09.1999 ΒΑSF
[11] Βλ. σκέψη 13, αλλά και απόφ. ΔΕΚ 20.02.1979, 120/78 cassis de Dijon.
[12] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 24.11.1993, C-267/91 & C-268/91, Keck και Mithouard.
[13] Βλ. σκέψη 19 απόφασης.
[14] Αποφ. ΔΕΚ 12.12.1990, C-241/89, SHARP
[15] Βλ. και προτάσεις εισαγγελέα Gulmann, σκέψη 12, επί της υπό μελέτη απόφασης.
[16] Σημαντικότερη η αποφ. ΔΕΚ 20.02.1979, 120/78, Rewe (cassis de Dijon)
[17] Βλ. αποφ. ΔΕΚ 12.10.1978, Eggers
[18] Βλ. ενδ. αποφ. ΔΕΚ 19.10.2000, Επιτροπή/Ελλάδα.
[19] Βλ. αποφ. ΔΕΚ, 16.05.1989, 382/87, Buet.
[20] Βλ. προτάσεις εισαγγελέα Gulmann, σκέψη 21.
[21] Βλ. σκέψη 21 εδ. δ’, αλλά και όπως έμμεσα την υπονοεί η cassis de Dijon (υποσημ. αρ. 16)
[22] Βλ. προτάσεις Gulmann, σκέψη 25 παρ. και σκέψη 26.
[23] Βλ. σκέψεις 21 έως 23
[24] Ναι μεν το ΔΕΚ επιτελεί, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 234 ΣΕΚ, γνωμοδοτική λειτουργία, αλλά οι αποφάσεις του δεσμεύουν πλήρως το εθνικό δικαστήριο που απευθύνει το προδικαστικό ερώτημα και υποχρεούται να λάβει υπόψη του την απόφαση του ΔΕΚ.