Η Μακεδονία κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, και έως την έναρξη της Επανάστασης κατοικούνταν από ένα μείγμα λαών. Πλάι στους κατακτητές Τούρκους, βρίσκονταν συμπαγείς ομάδες Ελλήνων, κυρίως στη νότια και μέση Μακεδονία, Σλάβοι (Βούλγαροι) στη μέση και βόρεια Μακεδονία, και Εβραίοι. Οι Εβραίοι είχαν εγκατασταθεί κυρίως στα αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βέροια) από τον 15ο αιώνα, κατόπιν των διωγμών τους στην Ισπανία.
Η δράση των Φιλικών
Στη Μακεδονία τα ερείσματα της Φιλικής Εταιρίας ήταν αρκετά. Υπήρχαν μάλιστα. αρκετοί κλέφτες και αρματολοί, πολλοί από τους οποίους πολέμησαν στο πλευρό του Αλ. Υψηλάντη το Φεβρουάριο του 1821 στην επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Δυστυχώς λόγω της εκεί συμμετοχής τους, δεν κατέστη δυνατό να πολεμήσουν στη Μακεδονία, όταν ξέσπασε η επανάσταση εδώ. Έτσι στερήθηκαν οι Μακεδόνες αγωνιστές την πείρα και τη γενναιότητα του Γιωργάκη Ολυμπίου, του Ιωάννη Φαρμάκη και του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου.
Οι Φιλικοί σκόπευαν η Επανάσταση να εδραιωθεί και στη Μακεδονία, με απώτερο σκοπό την εξέγερση της Θεσσαλονίκης. Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, κατοικούσε μεγάλος αριθμός Ελλήνων, οι οποίοι ήταν και οικονομικά εύρωστοι και μπορούσαν να συνεισφέρουν για τις ανάγκες του Αγώνα. Ως εκ τούτου είναι λογικό ότι ο ηγέτης της επανάστασης στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν έμπορος, με καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη κ.α.
Ο Εμμ. Παππάς και η Επανάσταση στη Χαλκιδική
Ο Σερραίος (γεν. 1772 στη Δόβιτσα) Εμμανουήλ Παππάς, έγινε ο ηγέτης της Επανάστασης στη Μακεδονία κατά τον πρώτο χρόνο, το 1821. Μυημένος στη Φιλική Εταιρία, ανέλαβε να οργανώσει οικονομικά και στρατιωτικά τις επαναστατικές ενέργειες.
Την άνοιξη του 1821 ξεκίνησε από την Πόλη, με ένα πλοίο φορτωμένο με πολεμικό υλικό και προσάραξε στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. 3.900 άνδρες κήρυξαν την επανάσταση, η οποία γρήγορα εξααπλώθηκε σε όλο τον Άθω, αλλά και στους κατοίκους της Αρναίας, του Πολυγύρου, της Κασσάνδρας, και της τότε δυτικής Χαλκιδικής (σημερινή Καλαμαριά Θεσσαλονίκης). Ο Εμμ. Παππάς, σε επιστολή του προς την Ύδρα, ζήτησε βοήθεια (7 Μαϊου 1821) ως «Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας». Ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε επίσημα την επανάσταση στη Μακεδονία, στον Πολύγυρο, στις 17 Μαΐου. Τον Ιούνιο του 1821 ξεσηκώνονται και τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής. Ο Παππάς χώρισε τα στρατεύματά του σε δύο τμήματα, όπου το πρώτο με αρχηγό τον ίδιο κινήθηκε προς την Απολλωνία με σκοπό να εμποδίσει την άφιξη των οθωμανικών δυνάμεων που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη.
Το δεύτερο τμήμα είχε αρχηγό τον Σταύρο Χαψά, ο οποίος μέσω Αρναίας πλησίασε στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, στον οικισμό Σέδες. Όμως η έλλειψη επικοινωνίας των δύο τμημάτων μεταξύ τους, αλλά και με τον οπλαργηχό Καρατάσο, οδήγησε, παρά τις αρχικές επιτυχίες, σε ήττα του Χαψά από τους Τούρκους στη μάχη της Αγ. Αναστασίας (στην περιοχή του ομώνυμου μοναστηριού των Βασιλικών). Ο Χαψάς, δε δείλιασε μπρος στον εχθρό και, μαζί με 68 άνδρες, αντιστάθηκε μέχρι θανάτου στους Τούρκους.
Ο Παππάς, αναγκάστηκε να περιορίσει τον αγώνα στις χερσονήσους του Άθω και της Κασσάνδρας, καθώς ο νικητής του Χαψά, πασάς Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ, είχε καταστείλει την επανάσταση στη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Χαλκιδική. Μετά από αυτές τις επιτυχίες συνέχισε ο τουρκικός στρατός, την πορεία του προς την Πελοπόννησο. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι καίριο σημείο για τη συνέχιση του αγώνα ήταν το Άγιο Όρος.
Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους προσφέρονταν για επαναστατικές δράσεις, καθώς ίσχυε ένα καθεστώς αυτονομίας από την οθωμανική διοίκηση, με παρουσία συμβολικά μιας φρουράς σε όλο τον Άθω. Η Φιλική Εταιρία είχε μυήσει αρκετούς αγιορείτες, κυριώς αυτούς που ζούσαν εκτός του Όρους (λ.χ. στα μετόχια), οι οποίοι και στη συνέχεια μυούσαν τους εσώκλειστους καλόγερους. Επιπλέον ο πληθυσμός των μονών ήταν επίσης ελληνικός, είτε καλόγεροι είτε εργάτες. Από τους 3.000 μοναχούς μεγάλο ποσοστό ήταν νέοι και ικανοί να φέρουν όπλα.
Στο Άγιο Όρος είχαν καταφύγει και 6.000 γυναικόπαιδα, παραβιάζοντας το άβατο, για να γλιτώσουν από τις σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι στην Ιερισσό και την ευρύτερη ανατολική Χαλκιδική. Στη δε Κασσάνδρα οι επαναστάτες είχαν και μια πρόσκαιρη επιτυχία στις 18 Αυγούστου του 1821 όπου και αποβίβασαν στρατεύματα στον Άγιο Μάμαντα. Πριν από αυτήν είχε προηγηθεί τον Ιούλιο η άφιξη του οπλαρχηγού του Ολύμπου, Διαμαντή Νικολάου, με 600 άνδρες, που όμως ήλθε, είδε και απήλθε καθώς δεν υπήρχαν πολεμοφόδια και χρήματα για στήριξη του σώματός αυτού. Ο Παππάς ζήτησε χρήματα και ενισχύσεις σε εφόδια και άνδρες από το Δημ. Υψηλάντη, ο οποίος για να τον ενισχύσει τον διόρισε «Πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων Αγίου Όρους, Κασσάνδρας και Θεσσαλονίκης». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παππάς πρόσφερε στον Αγώνα όλη του την περιουσία, αντίθετα με την επίσημη αγιορείτικη κοινότητα (λαμπρή εξαίρεση η Μονή Εσφιγμένου), που δεν συνεισέφερε τα αναμενόμενα (μάλιστα δάνειζε ποσά στους επαναστάτες με υπέρογκο τοκισμό). Ο Παππάς μπροστά στις δυσκολίες προσπάθησε να κινητοποιήσει τις ένοπλες ομάδες στη Δυτική Μακεδονία, αποβιβαζόμενος στη σκάλα Λιτοχώρου, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ανέμεναν ενισχύσεις από το Νότο.
Το τέλος της πρώτης φάσης της Επανάστασης – Συνέπειες
Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Εμμανουήλ Παππάς εισήλθε στην Παλλήνη και την Κασσάνδρα το Σεπτέμβριο του 1821. Εκεί αντιμετώπισε στις 30 Οκτωβρίου το βεζίρη της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Αμίν, που ηγούνταν στρατού 14.000 ανδρών. Οι Τούρκοι επικράτησαν και η πόλη της Κασσάνδρας με τα γύρω χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ πολλοί κάτοικοι σφαγιάστηκαν. Ο Παππάς αναχώρησε, μαζί με άλλους ντόπιους, για το Άγιο Όρος και τη Μονή Εσφιγμένου. Στα τέλη Νοεμβρίου αναχώρησε, κατόπιν πιέσεων των Καρυών, που φοβούνταν τα αντίποινα των Τούρκων. Έτσι οι πολλοί αγωνιστές βρήκαν καταφύγιο στις Β. Σποράδες, ενώ ο Παππάς κατέφυγε με πλοίο προς τη νότια Ελλάδα (Ύδρα). Κατά τη διάρκεια του πλου πέθανε από καρδιακή προσβολή, πικραμένος από την εξέλιξη του αγώνα του. Ο αγώνας του Παππά αναγνωρίστηκε και στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ανακηρύχθηκε «Ήρωας του Ελληνικού Έθνους».
Οι Τούρκοι σε αντίποινα των επαναστατικών ενεργειών προέβησαν σε πράξεις εκφοβισμού και αφανισμού του ντόπιου πληθυσμού. Προτού καν κηρυχθεί η επανάσταση στη Μακεδονία ο Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ Μπέης, μόνο με βάσει πληροφοριών που είχε διέταξε να φυλακιστούν 400 προκρίτους της Θεσσαλονίκης και να δολοφονηθεί ο πρόεδρος της κοινότητας Πολυγύρου. Στις αντιδράσεις του ντόπιο πληθυσμού, οι Τούρκοι ανταπάντησαν σκοτώνοντας τους μισούς ομήρους και εξώθησε τον τουρκικό όχλο (με τη συμμετοχή και των Εβραίων της πόλης) στο να σφάξουν πάνω από 3.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης και να προβούν σε κάθε είδους βανδαλισμό. Η πόλη άργησε να συνέλθει από τη δοκιμασία αυτή. Ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 70% και επανήλθε στα επίπεδα πριν το 1821, μόλις το 1870. Οι σφαγές του 1821, ήταν η αφορμή, ώστε κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα στη Θεσσαλονίκη να αναδειχθούν οι Εβραίοι.
Συμπερασματικά, σε ό,τι αφορά την Επανάσταση στη Χαλκιδική το 1821, υπογραμμίζονται τα εξής. Δεν υπήρχε στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση (παρά μόνο η προσωπική περιουσία του Παππά) από το νότο, καθώς δεν επαρκούσαν τα διαθέσιμα μέσα. Επιπρόσθετα ο Εμμανουήλ Παππάς, παρόλη τη φιλοπατρία του, και τα μέσα που διέθεσε στον Αγώνα, δεν ήταν στρατιωτικός, και άρα υστερούσε έναντι των αντιπάλων Τούρκων επικεφαλών. Ας μην παραγνωρίζεται επίσης το γεγονός της εγγύτητας της Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης με την Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχαν πολλά στρατεύματα, και ήταν εύκολη η μεταφορά τους μέσω του άξονα Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη – Μοναστήρι. Τέλος η επίσημη κοινότητα του Αγίου Όρους δε δείλιασε μπρος στον αγώνα του έθνους, αλλά αναλογίστηκε ότι πιο έντονη συμμετοχή θα οδηγούσε στην απώλεια της αυτονομίας που απολάμβανε. Αξιέπαινη είναι και η στάση της Μονής Εσφιγμένου, που όταν οι Καρυές αποκήρυξαν (πιεζόμενες από τους Τούρους) τον αγώνα του Παππά, αυτή τον στήριξε και τον βοήθησε.
Η δεύτερη φάση της Επανάστασης, στη Δυτική Μακεδονία
Στη Δυτική Μακεδονία εξελίχτηκε το δεύτερο μέρος της Επανάσταση στη Μακεδονία. Με τον όρο Δυτική Μακεδονία η ιστοριογραφία έχει ορίσει τις περιοχές δυτικά της Θεσσαλονίκης, και σε αυτήν εντάσσονται ο Όλυμπος με την Πιερία, το Βέρμιο, η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μάλιστα το τέλος των προσπαθειών του Παππά, είχε ανησυχήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι αναθάρρησαν μετά τις υποσχέσεις των Δημ. Υψηλάντη, Κων/νου Καρατζά και Αλ. Μαυροκορδάτου, για αποστολή εφοδίων.
Οι οπλαρχηγοί της Δυτ. Μακεδονίας, σε σύσκεψη στη Σιάτιστα αποφάσισαν να απευθυνθούν στους Πελοποννήσιους για αποστολή βοήθειας. Το ρόλο αυτό ανέλαβε ο Νικόλαος Κασαμύλης (μέλος της Φιλικής Εταιρίας), ο οποίος επέστρεψε από την Ύδρα στις 19 Φεβρουαρίου 1822 και συμμετείχε στις διεργασίες στη Νάουσα. Με αφορμή την αποβίβαση των απεσταλμένων του Υψηλάντη στη Μεθώνη Πιερίας και τη δολοφονία ενός Τούρκου μαντατοφόρου, κηρύχθηκε η Επανάσταση την 8η Μαρτίου 1822, στα Πιέρια Όρη.
Ο αγώνας στη Νάουσα
Σαν κέντρο των επιχειρήσεων ορίστηκε η πόλη της Νάουσας. Η Νάουσα βρίσκονταν σε δύσβατη τοποθεσία και σε καίριο σημείο στο κέντρο της Μακεδονίας. Επίσης είχε συμμετάσχει δια των αρματολών της περιοχής στις μάχες κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Έτσι στις 19 Φεβρουαρίου (Κυριακή της Ορθοδοξίας) στη Νάουσα, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι οπλαρχηγοί, κηρύχθηκε η Επανάσταση (για δεύτερη φορά στη Μακεδονία) και η πόλη διακήρυξε την ελευθερία της από την εξουσία του Σουλτάνου.
Στη Νάουσα ήταν πρόκριτος ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης και επικεφαλής των αρματολών ο Γέρο (Αναστάσιος) Καρατάσιος. Ο μεν πρώτος ήταν ένας άξιος και σεβαστός από τους Ναουσαίους πολιτικός ηγέτης, που είχε αποκτήσει και στρατιωτική πείρα πολεμώντας τον Αλή Πασά. Είχε σημαντικό του αντίπαλο τον Μαμάντη, ο οποίος είχε λάβει το μέρος των Τούρκων. Ο Καρατάσιος, ήταν φημισμένος στους κλέφτες και αρματολούς του Ολύμπου και των Βερμιών. Είχε ξεκινήσει την αρματολική του πορεία, δίπλα στους περίφημους Λαζαίους του Ολύμπου. Το αρματολίκι του περιελάμβανε περιοχές της Βέροιας, των Γιαννιτσών και του δυτικού μέρους του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. Πλάι του βρίσκονταν ο Αγγελής Γάτσος, που γεννήθηκε το 1765 στους Σαρακηνούς της Αλμωπίας. Είχε επιβλητικό παρουσιαστικό και ήταν έντονα θρήσκος. Φίλος με τον Καρατάσιο, είχαν αντιμετωπίσει μαζί πολλές φορές του Τουρκαλβανούς.
Μετά την κήρυξη της επανάστασης στη Νάουσα, ο γέρο Καρατάσιος κίνησε να καταλάβει τη Βέροια, αλλά ο Μεχμέτ Αγάς απέκρουσε την επίθεση. Παρ’ όλη την αποτυχία ο Καρατάσιος νίκησε του Τούρκους στο μοναστήρι της Δόβρας στις 12 Μαρτίου 1822. Η νίκη αυτή εξόργισε τον Εμπού Λουμπούτ Βαλή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος προέλασε κατά τις Νάουσας, επικεφαλής 6.000 ανδρών (μεταξύ τους και Εβραίοι και Αθίγγανοι της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια των Τούρκων και να καταλάβουν τις θέσεις των Ελλήνων στην οικονομική ζωή). Οι προσπάθειες του Μαμάντη για συνδιαλλαγή των ομοεθνών του επαναστατών με τους Τούρκους, απορρίφθηκαν από τους οπλαρχηγούς. Έτσι ο Καρατάσιος διέταξε να επανδρωθούν οχυρές θέσεις (υψώματα) γύρω από τη Νάουσα προκειμένου να προετοιμαστεί καλύτερα η άμυνά της. Έτσι οχυρώθηκαν οι θέσεις Γάστρα, Παλαιόπυργος και ο ποταμός Αραπίτσα.
Η πολιορκία της Νάουσας – το τέλος
Στις 27 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της πόλης. Οι επαναστάτες (έμπειροι ως κλέφτες και αρματολοί) απέκρουαν τις επιθέσεις των Τούρκων, οι οποίοι ενισχύθηκαν στις αρχές Απριλίου. Έκτοτε άρχισε και κανονιοβολισμός της πόλης. Στις 13 Απριλίου δημιουργήθηκε ρήγμα στη θέση Αλώνια και οι επιτιθέμενοι μπήκαν στη Νάουσα (κάποιοι, μεταξύ αυτών και ο Θεόφιλος Καϊρης, τότε πολεμιστής στη Νάουσα, μίλησαν για προδοσία από το Μαμάντη). Οι Τούρκοι στάθηκαν αμείλικτοι προς τον άμαχο πληθυσμό, ενώ προβήκανε και σε λεηλασίες, βανδαλισμούς, καίγοντας στο τέλος την πόλη. Πάνω από 2000 άνθρωποι έχασαν τότε τη ζωή τους, ενώ οι οικονομικές ζημίες από τα λάφυρα που κατέβαλαν οι Ναουσαίοι για να σταματήσει η σφαγή ανέρχονταν στο ποσό των 373.500 γροσιών.
Στην κυριευμένη πόλη έμεινε μία εστία αντίστασης, στον πύργο του Ζαφειράκη, που την υπερασπίζονταν ο ομώνυμος πρόκριτος και ο γιός του γέρο Καρατάσιου, Γιαννάκης. Αφού άντεξαν για τρεις μέρες, επιχείρησαν ηρωική έξοδο, κατά την οποία οι περισσότεροι έπεσαν (μεταξύ τους και μητέρες με βρέφη), ενώ όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στον Αγ. Νικόλαο, προς το Βέρμιο. Πίσω από τον Πύργο του Ζαφειράκη, στη γέφυρα του ποταμού Αραπίτσα, στη θέση Σδουμπάνι, νέες γυναίκες, σαν άλλες Σουλιώτισσες, προτίμησαν το θάνατο, από τη σκλαβιά στους Τούρκους. Οι Γιαννάκης Καρατάσιος και Ζαφειράκης, πέτυχαν στην έξοδο, αλλά σκοτώθηκαν από τους Τούρκους σε μάχη στο χωριό Σοφολιό Βέροιας, τα δε κεφάλια τους «κόσμησαν» κοντάρια των νικητών. Οι γέρο Καρατάσιος, Αγγελής Γάτσος (και ο γιος του Πέτρος) συνέχισαν τον αγώνα τους στη νότια Ελλάδα.
Αίτια – Συνέπειες - Οφέλη
Η επανάσταση στη Μακεδονία για δεύτερη φορά απέτυχε. Μεταξύ των αιτίων σημαντικότερο είναι, η έλλειψη συντονισμού των επαναστατικών δυνάμων μεταξύ τους. Τον Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική δεν τον βοήθησαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου (παρά μόνο ο Διαμαντής Νικολάου), ενώ στη Νάουσα βοήθεια από την υπόλοιπη Μακεδονία και κυρίως από το νότο δεν έφτασε ποτέ. Επίσης δεν είχε υπολογιστεί σωστά, το γεγονός ότι η αντίδραση των Τούρκων θα είναι ταχύτατη, λόγω εγγύτητας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και το ότι ο πληθυσμός στη Μακεδονία δεν ήταν το ίδιο ομοιογενής όπως στην Πελοπόννησο και τη Στερεά.
Παρά την αποτυχία στη Μακεδονία τα οφέλη από τις επαναστατικές ενέργειες ήταν αρκετά. Κατά κύριο λόγο, εμποδίστηκε η γρηγορότερη μεταφορά των οθωμανικών στρατευμάτων από το Βορά στο Μωριά και τη Ρούμελη και έτσι η Επανάσταση είχε το χρόνο ώστε να εδραιωθεί και να πετύχει την κατάληψη καίριων θέσεων και κάστρων για τη συνέχιση του Αγώνα. Επίσης, πολύ σημαντικό το ότι, η Επανάσταση στη Μακεδονία, έδειξε στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και τους Οθωμανούς ότι η Μακεδονία επιθυμεί την απελευθέρωσή της και την ένωσή της με το ελληνικό κράτος. Ο ελληνισμός της Μακεδονίας διατράνωσε τη βούλησή του για κοινή πορεία του το νότο, και κατέστησε σαφές ότι η θέση της Μακεδονίας βρίσκεται στους κόλπους του ελεύθερου και ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Συνακόλουθα το κύμα προσφύγων προς το νότο, που ακολούθησε τους αγώνες στο βορά αλλά και όσοι ακολούθησαν μετά κατά τις εξεγέρσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας το 1854, το 1878 και το 1896, έγιναν ο συνεκτικός δεσμός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, τα επόμενα χρόνια, με τους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας. Οι πρόσφυγες δημιούργησαν κοινότητες, που επηρέασαν την ελληνική πολιτική στο ζήτημα αυτό και παράλληλα ευαισθητοποιούσαν τον ντόπιο πληθυσμό για τα βάσανα των ομοεθνών τους και την ελπίδα τους για απελευθέρωση. Οι πρόσφυγες αυτοί αποτέλεσαν ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στην ανεξάρτητη εθνική εστία στο νότο και τον υπόδουλο ακόμη ελληνικό βορρά.
***********************