Το σύνολο της κοινωνίας έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα, για να μην περάσει, όπως οι συνδικαλιστικοί φορείς λένε, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Νέες ρυθμίσεις που θίγουν κοινωνικά και ασφαλιστικά κεκτημένα, προκειμένου να επιβιώσει, λέει η κυβέρνηση, το ασφαλιστικό. Η αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα είναι εφικτό και πλήττει το σύνολο του ενεργού οικονομικά πληθυσμού, αλλά και τους μαθητές, φοιτητές, συνταξιούχους. Πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, τώρα που ακόμα υπάρχει λίγος, χρόνος, διαφορετικά η κατάσταση θα οξύνεται και οι αναγκαίες αλλαγές θα είναι ακόμα πιο επώδυνες. Στο επίκεντρο των αλλαγών βρίσκονται οι νεότερες γενιές, που είτε δεν έχουν ενταχτεί στην εργασία, είτε έχουν λίγα χρόνια εντός αυτής. Είναι η γενιά των 700 Ευρώ, όπως εύγλωττα έχει χαρακτηριστεί. Είναι οι άνθρωποι, που εργάζονται σκληρά και αμοίβονται πενιχρά. Είναι ο διπλανός μας, είμαστε εμείς.
Η στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δημιουργεί ανισότητες και διάψευση ελπίδων. Η εύρεση εργασίας είναι πια επιτακτική ανάγκη, και ταυτόχρονα δύσκολη υπόθεση. Ακόμα όμως και αν βρει κανείς δουλειά, η αξίωση για αναγνώριση των δικαιωμάτων του, είναι υπόθεση για γραφικούς πλέον. Τα ένσημα είναι βάρος για τον εργοδότη, που ρισκάρει να εκτεθεί στον ασφαλιστικό φορέα, παρά να επιβαρυνθεί το κόστος καταβολής τους. Ο νόμιμος μισθός, που προβλέπουν πάσης φύσης συμβάσεις εργασίας, είναι πια σύντομο ανέκδοτο. Οι άδειες ψαλιδισμένες, άνευ αποδοχών και αυτές, ενώ το ωράριο είναι σαν το ακκορντεόν. Όλο και αυξάνει και σπάνια καταβάλλονται οι αντίστοιχες αποδοχές.
Οι εργαζόμενοι συμβιβάζονται συνήθως με μια ανασφάλιστη εργασία, με την καταβολή του βασικού μισθού. Έτσι όμως αυξάνεται η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Για πια σιγουριά μπορεί να μιλά κανείς όταν το φάσμα της ανεργίας κατατρέχει τους πάντες, και τα δικαιώματα του εργατικού δικαίου, μένουν κενό γράμμα; Πώς μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να προγραμματίσει τη ζωή του, να δημιουργήσει οικογένεια, να αναπτύξει την προσωπικότητά του, να γευτεί τις χαρές της ζωής, όταν δεν ξέρει τί του ξημερώνει;
Λύσεις υπάρχουν και είναι εφικτές, αρκεί όλοι μας να πιστέψουμε σε αυτές και να προσπαθήσουμε να τις κάνουμε πράξη.
Η ελληνική οικονομία πρέπει να βελτιώσει τα ποιοτικά μεγέθη της. Δεν είμαστε χώρα φθηνού εργατικού δυναμικού, όπως λχ οι όμορες βαλκανικές. Πρέπει να επενδύσουμε στην καινοτομία και τη γνώση. Να στραφούμε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα.
Εργαλεία στην προσπάθεια αυτή, θα αποτελέσουν οι φορείς της γνώσης. Σχολεία, Πανεπιστήμια, συνεταιρισμοί, ινστιτούτα, Τοπική Αυτοδιοίκηση να γίνουν οι φορείς που θα παράγουν καταρτισμένους και ειδικευμένους εργαζόμενους, τους οποίους έχουν ανάγκη οι επιχειρήσεις.
Σαφώς και πρέπει να αλλάξει η δομή της εκπαίδευσης. Η παραγωγή πτυχιούχων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, υποβαθμίζει την ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας που δημιουργεί στρατιές ανέργων «υψηλού επιπέδου». Τα τεχνικά λύκεια και οι σχολές πρέπει να στραφούν προς την εκπαίδευση τεχνικών, προσαρμοσμένων στις ανάγκες της τεχνολογίας. Από το μηχανικό αυτοκινήτων έως και τον υδραυλικό, η εξοικείωση με τις νέες τεχνικές είναι το όπλο του, προς κατάκτηση της εργασιακής επάρκειας.
Η επίσημη πολιτεία πρέπει να στηρίξει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε επίπεδο μικρομεσαίας επιχείρησης αλλά και μεγάλων εταιριών. Η αυτοαπασχόληση, με σύγχρονα μέσα και η γνώση του αντικειμένου, είναι τα εχέγγυα του ελεύθερου επαγγελματία για μια πετυχημένη πορεία αφενός. Αφετέρου η στήριξη των μεγάλων εταιριών, είναι το μέσο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, που τόσο έχει ανάγκη η κοινωνία.
Τέλος πρέπει να δωθεί ώθηση στην γεωργία. Ο αγρότης και η αγρότισσα πρέπει να γίνουν οι επιχειρηματίες της γης. Να εκσυγχρονίσουν τις εγκαταστάσεις τους, να επενδύσουν στις νέες τεχνολογίες. Να στραφούν σε καλλιέργειες προσοδοφόρες. Να αφουγκραστούν τις ανάγκες τις αγοράς, και να προσαρμόσουν τα αγαθά της σε αυτές.